Μετάβαση στο περιεχόμενο

Πέρσες (Αισχύλου)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πέρσες


Ποιητής Αισχύλος
Χορός Πέρσες
Πρόσωπα Άτοσσα (μητέρα Ξέρξη)
Ξέρξης
Φάντασμα του Δαρείου
Αγγελιαφόρος
Χώρος Παλάτι του Ξέρξη

Η τραγωδία Πέρσες (αυθεντικός αρχαίος τίτλος: Πέρσαι), το σπουδαιότερο αντιπολεμικό έργο του Αισχύλου, θεωρείται η παλαιότερη σωζόμενη τραγωδία. Επίσης είναι η πρώτη τραγωδία που αντλεί τη θεματολογία της από ιστορικά γεγονότα (και μάλιστα μόνο κατά επτά χρόνια προγενέστερα από την παρουσίασή της στο κοινό) πραγματεύεται την οδύνη των Περσών όταν πληροφορούνται για τη συντριπτική ήττα τους στη Σαλαμίνα.

Τα εργαλεία της αφήγησης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασική δομή της αισχύλειας τραγωδίας είναι αρκετά απλή. Το δράμα ξεκινά με τον πρόλογο, τον οποίο απαγγέλλει ένας ή δύο χαρακτήρες πριν εμφανιστεί ο χορός και παρέχει το αναγκαίο μυθολογικό υπόβαθρο για την κατανόηση του έργου. Κατόπιν εισέρχεται ο χορός, τραγουδώντας και χορεύοντας (πάροδος). Ακολουθεί το πρώτο από τα πολλά επεισόδιο και κατόπιν το πρώτο στάσιμον, κατά το οποίο οι άλλοι χαρακτήρες εγκαταλείπουν τη σκηνή και ο χορός τραγουδά και χορεύει. Η ωδή συνήθως διευρύνει το μυθολογικό πλαίσιο, καθώς ωθεί τον θεατή να σκεφτεί πάνω σε πράγματα που λέχθηκαν ή έγιναν κατά τη διάρκεια των επεισοδίων. Τα επεισόδια ακολουθούνται από στάσιμα σε μια αρμονική εναλλαγή ως την έξοδο, κατά την οποία ο χορός εγκαταλείπει τη σκηνή τραγουδώντας ένα χορικό με λόγια σοφά και άμεσα συνδεδεμένα με την πλοκή και την κατάληξη του δράματος. Αυτά ήταν τα εργαλεία με τα οποία δίδαξε ο Αισχύλος την τραγωδία του Πέρσαι, παρουσιάζοντας με τον δικό του ποιητικό τρόπο ένα ιστορικό γεγονός που επεξεργάστηκε εκ νέου ο Ηρόδοτος μετά από αρκετά χρόνια, στηριζόμενος στην εκδοχή του Αισχύλου πολύ περισσότερο πιθανώς από ό,τι φαίνεται. [1]

Η θεατρική διδασκαλία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τμήμα μιας τετραλογίας που παρουσίασε ο Αισχύλος το 472 π.Χ., οι Πέρσες είναι το πρωιμότερο σωζόμενο έργο του ποιητή, όχι όμως ενδεικτικό της πρώιμης δημιουργίας του[2]. Σαν τους περισσότερους από τους πρώιμους ποιητές της Αθήνας, ο Αισχύλος ως παλιός μαραθωνομάχος αποκαλύπτει μέσω των έργων του μια διαρκή φροντίδα και αγωνία για την Ελλάδα και την κληρονομιά της. Από μία άποψη το έργο του Πέρσαι είναι πιθανώς το πρωιμότερο δείγμα καταγραφής της ελληνικής ιστορίας στο θέατρο και τονίζει από την εισαγωγή του ήδη τη μαχητική δύναμη των «πολεμόχαρων» Περσών και το αμέτρητο πλήθος του εκστρατευτικού τους στρατεύματος. Αυτό ακριβώς το στοιχείο είναι που αναδεικνύει και τη σημασία της νίκης των Ελλήνων.

Ο πρόλογος για τον Αισχύλο είναι μεν ένα τεχνικό μέσο για την προπαρασκευή του χορού, αλλά και φορέας εναλλασσόμενων διαθέσεων[3]. Αυτός είναι και ο τρόπος με τον οποίο καθηλώνει τον νου του θεατή με την προσμονή της επόμενης αποκάλυψης. Στους προλογικούς στίχους διαφαίνεται η νύξη για την περσική ύβρη, για την τύφλωση του Ξέρξη -θεού επικουρούντος- να θέλει να ξεπεράσει τα όρια της επικράτειάς του και την αμαρτία του να μετατρέψει τη θάλασσα σε στεριά[4].

Καθώς τα συγκεκριμένα αποσπάσματα περιορίζονται σε αυτά ακριβώς τα στοιχεία που αναδεικνύουν την περσική πολεμική μηχανή και να τονίσουν έτσι τον ηρωισμό των Ελλήνων, δε θα ήταν αδόκιμο να ξεμακρύνουμε λίγο στο έργο και να σημειώσουμε πως με μεγαλύτερη καθαρότητα διά στόματος Δαρείου ο Αισχύλος επανέρχεται στη σημασία της ελληνικής νίκης, για την οποία ο Άλμπιν Λέσκυ θεωρεί ως ένδειξη θεϊκής ανταπόδοσης. Στους Πέρσες ο Αισχύλος μάς επιτρέπει να διακρίνουμε αρκετά καθαρά τα σταθερά περιγράμματα των δικών του ηθικών και θρησκευτικών πεποιθήσεων, το υπόγειο θεολογικό και ηθικό ρεύμα της εποχής του[5], στο οποίο καθορίζεται η έννοια της αμαρτίας, της ύβρης, της ενοχής, της βίας που συνεπάγεται ο κύκλος του αίματος, του θεϊκού «δίκαιου δόλου», που οδηγεί τον υβριστή και τον ένοχο στην καταστροφή και στην εκπλήρωση του τραγικού πεπρωμένου του.

Ωστόσο, ο Αισχύλος δεν αποδίδει απλά τιμή στους νικητές παρουσιάζοντας λεπτομερειακά τον θρήνο του αντιπάλου των Ελλήνων. Αναλαμβάνοντας τον ρόλο του ιστορικού εξετάζει τα αίτια που οδήγησαν στο αποτέλεσμα, εκφράζοντας ένα διαχρονικό προβληματισμό που αφορά κυρίως στην ετερότητα και προειδοποιεί για τον κίνδυνο που επιφέρει η υποτίμηση του «άλλου», η έπαρση, η φιλοδοξία και η αλαζονεία της εξουσίας. Στη μακρά σύγκρουση των Ελλήνων με την υπερδύναμη εξ ανατολών οι Αθηναίοι έγιναν μάρτυρες της καύσης της Ακρόπολης από ξένους, μιας προφανούς δηλαδή σύγκρουσης ανάμεσα στον εαυτό και το εχθρικό, απειλητικό άλλο. [6]

Το μέγεθος της δύναμης που χρησιμοποίησε ο Ξέρξης για αυτή την εκστρατεία, καθώς και η ευφυής λύση που επινόησε προκειμένου να περάσει τα στενά του Ελλήσποντου το πολυπληθές στράτευμα, την προέλευση του οποίου παραθέτει με κάθε λεπτομέρεια ο χορός των γερόντων, μοιάζει τη μια στιγμή να τον κάνει υπερήφανο για την ελληνική νίκη, ενώ την άλλη να τον τρομάζει και να τον προβληματίζει. Ο Αισχύλος φαίνεται προβληματισμένος και επιφυλακτικός απέναντι σε ό,τι συνδέεται με την υπερβολή και την αλαζονεία, χαρακτηριστικά τόσο του Ξέρξη όσο και των ενεργειών του, καθώς γνωρίζει ότι η άτη παγιδεύει τον άνθρωπο και τον ωθεί στην τιμωρία (στ. 11-113).[7]

Το όνειρο της Άτοσσας στον θεατρικό ξεδιπλωμένο[8] χρόνο ολοκληρώνεται με την εικόνα του μικρόσωμου και γοργόφτερου γερακιού που εφορμά στον ανυπεράσπιστο αετό. Στην πραγματικότητα είναι ένας οιωνός για την τιμωρία που έρχεται ως αποτέλεσμα της αλαζονείας και της ύβρης. Η εικόνα που χρησιμοποιεί ο Αισχύλος περιέχει σύμβολα. Ο Ξέρξης και το πολυάριθμο στράτευμά του συμβολίζονται από τον βασιλικό αετό, αντιπροσωπευτικό δείγμα της δύναμης και της κυριαρχίας. Εδώ ο αετός και όσα συμβολίζει εμφανίζεται ανυπεράσπιστος στη εφόρμηση του μικρόσωμου γερακιού που υπονοεί το ολιγάριθμο ελληνικό στράτευμα, αποδίδοντας ποιητική αδεία τον συσχετισμό των δυνάμεων και το αποτέλεσμα της μάχης.

Ο δραματικός ποιητής θεωρεί πως η καταστροφή της περσικής βασιλικής δύναμης είναι αποτέλεσμα της ασέβειας και της ύβρης[9]. Θύμα της «άτης», της θεϊκής παγίδας, ο Ξέρξης υπερτιμά τις δυνάμεις του και υπερβαίνει τα όρια του. Η αλαζονεία τον τυφλώνει, οδηγώντας τον στο μεγαλύτερο για την ελληνική θεολογία αμάρτημα της ύβρης. Θεωρεί πως είναι ανίκητος και κυρίαρχος όχι μόνο σε λαούς και χώρες αλλά στα ίδια τα στοιχεία της φύσης, όταν προσπαθεί να ζέψει τον Πόντο (στ. 73-74)».

Όπως συμβαίνει γενικότερα στις τραγωδίες του Αισχύλου έτσι και στους Πέρσες οι θεοί και οι άνθρωποι συνυπάρχουν σε έναν ενιαίο κόσμο τον οποίο ο ποιητής αντιλαμβάνεται απλά και ξεκάθαρα[10]. Οι νίκες και οι ήττες των ανθρώπων δεν είναι απλά ανθρώπινα κατορθώματα. Όπως συμβαίνει και στην ομηρική αφήγηση, από την οποία αντλεί το εννοιολογικό του πλαίσιο ο δραματουργός[11], τέτοια γεγονότα διενεργούνται με τη συγκατάθεση των θεών και κυρίως είναι απόδειξη της εξουσίας τους. Οι θεοί, αναλαμβάνοντας τον ρόλο του δίκαιου κριτή, επαναφέρουν την τάξη εκεί που φαίνεται να έχει διασαλευτεί. Η αλαζονική και υβριστική συμπεριφορά του Ξέρξη, που έχει υπερβεί τα όρια και έχει ταράξει την κοσμική ισορροπία, φέρνει στη συνέχεια τη νέμεση που τιμωρεί τον υβριστή και αποκαθιστά την κοσμική τάξη[12].

Ο αγγελιαφόρος μεταφέρει στον χορό και την Άτοσσα τα αποτελέσματα της τιμωρίας. Το υγρό στοιχείο που παραβίασε ο γιος της τον καταστρέφει[13] αρχικά στη Σαλαμίνα όπου τα τριακόσια δέκα ελληνικά καράβια, (στ. 337-339) χτύπησαν και αναποδογύρισαν τα χίλια διακόσια επτά περσικά καράβια (στ. 343-344). Η θάλασσα χάθηκε στην αισχύλεια αφήγηση από το πλήθος των ναυαγίων. Σωρός οι νεκροί στις ακτές και τα βράχια, (στ. 419-421). Πρόκειται για τα ίδια πλοία που έδεσε ο Ξέρξης για να γεφυρώσει τα στενά του Ελλησπόντου μια απαράβατη γραμμή διαχωρισμού ανάμεσα στην Ασία και την Ευρώπη.

Οι ίδιοι στρατιώτες που πέρασαν το γεφύρωμα του Ξέρξη, συμμέτοχοι στην ύβρη, κείτονται πλέον νεκροί στις ακτές και στα βράχια (στ. 421), άλλοι πέφτουν τριγύρω απ' τις κρήνες, πεθαίνοντας από τη δίψα (στ. 483-484, 490-491) και άλλοι τέλος πνίγονται στα παγωμένα νερά του Στρυμόνα, όπου οι θεϊκές ακτίνες (στ. 504) λιώνουν το κρυστάλλινο πέρασμα, εμποδίζοντας όσους, πάνω από το νερό και πάλι, προσπαθούν να περάσουν και να διασωθούν.

Οι θεοί είναι παρόντες σε όλες τις πτυχές του βίου, βλέποντας και κρίνοντας. Επιβραβεύουν, σώζοντας την πόλη της Αθηνάς (στ. 347) ή τιμωρούν εκδικητικά με τα λόγια του αγγελιαφόρου (στ. 352-353). Οι άνθρωποι, αναλαμβάνοντας την ευθύνη των πράξεών τους, αντιλαμβάνονται το σφάλμα τους και μετανοούν συντετριμμένοι. Οι αλαζόνες Πέρσες που ασεβούν έναντι των θεών άλλοτε με την ίδια την υπερβολή τους, άλλοτε ταράσσοντας την ισορροπία της φύσης και άλλοτε βεβηλώνοντας ακόμα και τα ιερά των Ελλήνων, πρέπει κατά τον ποιητή να τιμωρηθούν[14]. Η τιμωρία και η πτώση είναι μοιραία. Τόσο το προφητικό όνειρο της Άτοσσας όσο και οι διαπιστώσεις (στ. 719 -754), οι προφητείες (στ. 781- 829) και οι παραινέσεις (στ. 830-842) του Δαρείου λειτουργούν ως προανακρούσματα της πτώσης του Ξέρξη και της αυτοκρατορίας. Η πολυάνθρωπη και φημισμένη αυτοκρατορία, εκεί που κυριαρχεί ο πλούτος και η χλιδή, καταρρέει, καθώς η μοίρα ποδοπατά το γένος των Περσών (στ. 515-516).

Οι γενναίοι στρατηγοί πέφτουν στη μάχη. Οι στρατιώτες πέφτουν μπροστά στις ξερές κρήνες, αποτελειωμένοι από τη δίψα. Τέλος ο ίδιος ο Ξέρξης πέφτει από το αλαζονικό βάθρο όπου είχε τοποθετήσει τον εαυτό του: σχίζει τα ρούχα του, μην αντέχοντας το θέαμα της συμφοράς που ο ίδιος προκάλεσε και παρουσιάζεται συντετριμμένος και περίλυπος μπροστά στους σεβάσμιους γέροντες, από την κριτική των οποίων προσπαθεί να τον γλυτώσει η Άτοσσα, καθώς ο ίδιος μοιάζει να μην μπορεί να την αντέξει (στ. 914-915).

Οι αποκλίσεις του Ηροδότου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετατοπίζοντας το ενδιαφέρον μας στον Ηρόδοτο και την ιστορία του, βλέπουμε γενικώς πως είναι πεποίθησή του ότι η ανθρώπινη δράση παραμένει συνδεδεμένη στο θεολογικό υπόβαθρο της εποχής του, παρόλο που δεν εκφράζεται συστηματικά. Ωστόσο, διατρέχει το έργο του και φαίνεται ιδιαίτερα στην περίπτωση της συντριβής του Ξέρξη. Ο Ηρόδοτος, όπως και ο Αισχύλος, παρέχει μια μεταφυσική αιτιολογία που αποκαθιστά την κοσμική τάξη. Ωστόσο η τίση στον Ηρόδοτο φαίνεται να διαθέτει απειλητικότερο χαρακτήρα μέσω της επερχόμενης νέμεσης.

Ακόμα και στη νίκη των Ελλήνων ο Ηρόδοτος θεωρεί πως οι θεοί μετείχαν αποφασιστικά, παραθέτοντας τον λόγο του Θεμιστοκλή πως ήταν οι θεοί και οι ήρωες και όχι οι άνθρωποι που έσωσαν την Ελλάδα από την περσική εισβολή[15]. Η ανάμειξη του μυθολογικού-θεολογικού υπόβαθρου στην ιστορία αποκαλύπτει μια κοσμοθεωρία που μοιάζει σημαντικά με εκείνη της διδασκαλίας του αττικού δράματος και της περίπτωσης των Περσών, αλλά ο Ηρόδοτος προσπαθεί με την ιδιότητα του ιστορικού να παρουσιάσει με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια τα γεγονότα. Η περίφημη αγγελική ρήση στην τραγωδία του Αισχύλου, με την οποία ανακοινώνεται στην Άτοσσα η καταστροφή του περσικού στόλου στη Σαλαμίνα, είναι πιθανώς αυθεντική ιστορική περιγραφή, αλλά αυτό δε σημαίνει πως η τραγωδία μπορεί να υπαχθεί στα συμφραζόμενα της ιστοριογραφίας. Η προσέγγιση της ιστορικής αλήθειας στο σύνολο και τις λεπτομέρειες δεν είναι μέσα στις προθέσεις του ποιητή. Η πρόθεση της τραγικής ποίησης να διδάξει, εντάσσει την καταστροφή του Ξέρξη σε ένα ευρύτερο πλαίσιο ηθικής συμπεριφοράς.

Σε ό,τι αφορά σε αριθμούς, αρκεί να παρατεθεί εδώ και μια άλλη αλλά σημαντική διαφορά, κυρίως για να κατανοήσουμε τον τρόπο που μεταβιβάστηκε η πληροφορία από τον Αισχύλο στον Ηρόδοτο. Ο Αισχύλος έδωσε τον αριθμό των 1.207 σκαφών για τον περσικό στόλο στη Σαλαμίνα μόνο. Ο Ηρόδοτος δε χρησιμοποίησε τον αριθμό καθ' εαυτό στον απολογισμό της μάχης της Σαλαμίνας, αλλά σε ένα άλλο πλαίσιο και για έναν άλλο σκοπό, δηλαδή για να περιγράψει τη ναυτική δύναμη των περσικών δυνάμεων που εισέβαλαν στην Ελλάδα το 480 π.Χ.[16].

Ο Ξέρξης για τον Αισχύλο είναι σύμφωνα με τα λόγια του Δαρείου τουλάχιστον ανόητος, όταν θέλει να ζεύξει τον ιερό Ελλήσποντο (στ. 745-751), γιατί το ποτάμι και ο πόντος είναι ιερές οντότητες όχι μόνο στην ελληνική κοσμοθεωρία αλλά και την περσική[17]. Η διανοητική ασθένεια που υπονοεί η πράξη του Ξέρξη να θέλει να γεφυρώσει τον Ελλήσποντο, για τον Ηρόδοτο γίνεται ζήτημα επιστημονικής παρατήρησης και υποδεικνύει τον θαυμασμό προς την επινοητικότητα του ανδρός. Για τον Αισχύλο δεν υπάρχουν μαστιγώματα και πικρά λόγια, ούτε αλυσίδες, καθώς το ρόλο των αλυσίδων παίζει η ίδια η γέφυρα. Ο Ηρόδοτος, όμως δε θεωρεί την πράξη παράλογη, ως εγχείρημα μηχανικό και θεωρεί ότι αξίζει μια λεπτομερή περιγραφή. Ακολουθώντας όμως τον Αισχύλο προσπαθεί να καταδικάσει τον άνδρα για τη θέλησή του να κυριαρχήσει σε δύο διαφορετικούς κόσμους. Εκεί που ο Αισχύλος γίνεται αφηρημένος, εγκαταλείπει τις λεπτομέρειες και υπεισέρχεται σε θεολογικές θεωρήσεις. Ο Ηρόδοτος αφηγείται λεπτομερώς, προσωποποιεί τις πράξεις και καταδικάζει αναλόγως τον Ξέρξη ταυτιζόμενος με την ουσία της λογοτεχνικής αφήγησης[17].

Ο Αισχύλος, ως ποιητής και όχι ιστορικός, δεν θα μπορούσε να αλλοιώσει τον «σκληρό πυρήνα» του ιστορικού γεγονότος. Δεν θα μπορούσε, πιθανώς να παρουσιάσει ως νικητές τους Πέρσες, αλλά δεν δεσμεύεται από την ιστορική ακρίβεια όπως ο ιστορικός Ηρόδοτος και μπορεί, ανάλογα με τις απαιτήσεις της τέχνης του και τις δικές του επιλογές, να αγνοεί επιμέρους στοιχεία ή να επινοεί άλλα, προκειμένου να δώσει στο όλο την απαραίτητη συνοχή και το νόημα που επιθυμεί. Το έργο του στηρίζεται στο δίπολο ύβρη-τίση, που ταυτίζεται κυρίως με την αρχαϊκή νοοτροπία της παραβίασης της φυσικής τάξης, η οποία κατά τον Αισχύλο και τους παλαιότερους δραματουργούς δεν είναι δυνατόν να διαταράσσεται από την ανθρώπινη επενέργεια.

Θεατρικές παραγωγές

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη παραγωγή των Περσών από το Εθνικό Θέατρο Ελλάδας έκανε πρεμιέρα στις 9 Μαΐου 1934 σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθεσία Φώτου Πολίτη. Μέλη του θιάσου ήταν οι Κατίνα Παξινού, Αλέξης Μινωτής, Νικόλαος Ροζάν, Γιώργος Γληνός, Ιωάννης Αυλωνίτης, Τζαβαλάς Καρούσος, Θάνος Κωτσόπουλος, Ηλίας Δεστούνης, Χρήστος Ευθυμίου και Αιμίλιος Βεάκης. [18]

Στις 25 Ιουλίου 2020, οι Πέρσες ήταν η πρώτη αρχαία ελληνική τραγωδία που μεταδόθηκε ζωντανά διεθνώς μέσω του YouTube,[19] με αφορμή τα 2.500 χρόνια από τη Ναυμαχία της Σαλαμίνας. Το έργο ήταν μια παραγωγή του Εθνικού Θεάτρου και σκηνοθετήθηκε από τον Δημήτρη Λιγνάδη, κατά τη διάρκεια του Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου[20]. Η απόδοση του έργου έγινε στα αρχαία και νέα Ελληνικά, ενώ αγγλικοί υπότιτλοι προβλήθηκαν στο YouTube.

Παραπομπές σημειώσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  1. Parker Victor, 2007, 2.
  2. Lesky, A. 1981, 354.
  3. Lesky, A. 1981, 371.
  4. Lesky, A. 1981, 358.
  5. Rohde, E. 2004, 128.
  6. Streufert, Paul D. 2004, 4.
  7. Όλα τα κείμενα από το Aeschylus. Aeschylus, with an English translation by Herbert Weir Smyth, Ph. D. in two volumes. 1.Persians. Cambridge. Cambridge, Mass., Harvard University Press; London, William Heinemann, Ltd. 1926. Για τη Βικιαπίδεια βλ. σχετικό κείμενο στη Βικιθήκη.
  8. Αναπεπταμένο ως ορίζει η θεατρολογική μεταγλώσσα
  9. Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π. 2001, 50-55.
  10. Murray Gilbert 1993, 111.
  11. Lesky Albin, 2003, 358.
  12. Lesky Albin, 2003, 142.
  13. Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π. 2001, 52.
  14. Murray Gilbert 1993, 112.
  15. Ηρόδοτος 8.19. Όλα τα κείμενα από Herodotus, with an English translation by A. D. Godley. Cambridge. Harvard University Press. 1920. Βλ. σχετ. κείμενο στη Βικιθήκη
  16. Βλ. Ηρόδοτος 7.184-186 και Parker Victor 2007, 4.
  17. 17,0 17,1 Mikalson Jon D. 2003, 47.
  18. «Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου - Παραστάσεις». www.nt-archive.gr. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2022. 
  19. «Ζωντανή μετάδοση από την Επίδαυρο: Οι «Πέρσες» του Αισχύλου». Φεστιβάλ Αθηνών-Επιδαύρου. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 26 Ιουλίου 2020. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2020. 
  20. «Μιλώντας για τους «Πέρσες» με ένα στίχο, Του Νικόλα Ζώη | Kathimerini». www.kathimerini.gr. Ανακτήθηκε στις 26 Ιουλίου 2020. 
  • Aeschylus. Aeschylus, with an English translation by Herbert Weir Smyth, Ph. D. in two volumes. 1.Persians. Cambridge. Cambridge, Mass., Harvard University Press; London, William Heinemann, Ltd. 1926.
  • Ανδριανού Ε. – Ξιφαρά Π. 2001, Αρχαίο ελληνικό θέατρο: Ο δραματικός λόγος από τον Αισχύλο ως τον Μένανδρο, ΕΑΠ, Πάτρα.
  • Αριστοτέλους, Περί ποιητικής, 1449a 16, στο Aristotle, (ed. R. Kassel), 1966, Aristotle's Ars Poetica, Clarendon Press, Oxford.
  • Fletcher Bellinger M. 1927, A Short History of the Drama, Henry Holt & Co, New York.
  • Herodotus, with an English translation by A. D. Godley. Cambridge. Harvard University Press. 1920.
  • Lesky, A. 1981, Ιστορία της Αρχαίας Ελληνικής Λογοτεχνίας5, (μτφρ. Α. Γ. Τσοπανάκης), Αφοί Κυριακίδη, Θεσ/νίκη.
  • Mikalson Jon D. 2003, Herodotus and religion in the Persian Wars, University of North Carolina Press, Chapel Hill.
  • Murray Gilbert 1993, Αισχύλος, Ο δημιουργός της τραγωδίας, (μτφρ. Β. Μανδηλαρά), Καρδαμίτσας, Αθήνα.
  • Parker Victor «Herodotus’ Use of Aeschylus’ Persae as a Source for the Battle of Salamis» Symbolae Osloenses 82 (1), 2-29, 2007.
  • Rohde, E. 2004, Ψυχή, τομ Β΄, (μτφρ. Κ. Παυλογεωργάτου), Ιάμβλιχος, Αθήνα.
  • Streufert, Paul D. «Spectral others: theatrical ghosts as the negotiation of alterity in Aeschylus and Shakespeare», Intertexts (March 22), 2004.