Ιούλιος Καίσαρας (Σαίξπηρ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ιούλιος Καίσαρας
Η δολοφονία του Καίσαρα, Καρλ φον Πιλότυ (1865)
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Σαίξπηρ
ΤίτλοςThe Tragedie of Ivlivs Ceasar
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1599
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ιούλιος Καίσαρας (αγγλικός τίτλος: The Tragedy of Iulius Cæsar) είναι θεατρικό έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ. Το έργο αναφέρεται στις συνθήκες γύρω από τη συνομωσία κατά του Ιουλίου Καίσαρα και στις συνέπειες της δολοφονίας του. Διαδραματίζεται στη Ρώμη και τους Φιλίππους και ο αφηγηματικός χρόνος δράσης, που είναι στην πραγματικότητα μεταξύ 44 και 42 π.Χ., στο έργο συμπυκνώνεται σε λίγες μέρες.[1]

Η κύρια πηγή του Σαίξπηρ ήταν οι βιογραφίες του Ιουλίου Καίσαρα και του Βρούτου από το έργο Βίοι Παράλληλοι του Πλούταρχου στην αγγλική μετάφραση του 1579 από τον σερ Τόμας Νορθ. Ο Σαίξπηρ πιθανότατα ολοκλήρωσε το έργο το 1599, παίχτηκε για πρώτη φορά στις 21 Σεπτεμβρίου 1599 και εκδόθηκε το 1623.

Σε αντίθεση με πολλούς ήρωες σε άλλα έργα του Σαίξπηρ, ο Καίσαρας δεν είναι το κεντρικό πρόσωπο, εμφανίζεται μόνο σε τρεις σκηνές και δολοφονείται στην αρχή της τρίτης πράξης. Περισσότερο προβάλλεται ο Βρούτος και τα αντικρουόμενα συναισθήματά του ανάμεσα στο καθήκον του πατριωτισμού και την στοργή προς τον Καίσαρα.[2]

Υπήρχαν πολλά «Δράματα του Καίσαρα» στην ελισαβετιανή περίοδο, αλλά η εκδοχή του Σαίξπηρ ήταν από τις πιο δημοφιλείς. Το έργο δεν εξαφανίστηκε ποτέ από το παγκόσμιο θεατρικό ρεπερτόριο και έχει διασκευαστεί αρκετές φορές.

Ιστορικό υπόβαθρο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι περισσότεροι μελετητές του Σαίξπηρ συμφωνούν ότι το έργο αντανακλά τη γενική ανησυχία της Ελισαβετιανής Αγγλίας και τους φόβους για τη διαδοχή της ηγεσίας. Την εποχή της συγγραφής και της πρώτης παράστασης, η ισχυρή βασίλισσα Ελισάβετ Α' ήταν ηλικιωμένη και είχε αρνηθεί να ορίσει διάδοχο, με αποτέλεσμα να ανησυχούν ότι ένας εμφύλιος πόλεμος παρόμοιος με αυτόν της Ρώμης μπορεί να ξεσπάσει μετά τον θάνατό της.

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έργο διαδραματίζεται στη Ρώμη και προς το τέλος στην Ελλάδα (Σάρδεις και Φιλίππους).

Ο θάνατος του Ιούλιου Καίσαρα, Βιτσέντζο Καμουτσίνι (1798)

Δύο Ρωμαίοι αξιωματούχοι παρακολουθούν τον λαό της Ρώμης να πανηγυρίζει για τη θριαμβευτική επιστροφή του Ιουλίου Καίσαρα μετά τη νίκη του κατά του αντιπάλου του Πομπήιου. Επιχειρούν να σταματήσουν τις γιορτές και να διαλύσουν τον κόσμο, αλλά αντιμετωπίζονται με προσβολές. Κατά τη διάρκεια της γιορτής των Λουπερκάλιων, ένας οιωνοσκόπος προειδοποιεί τον Καίσαρα να φυλάγεται γιατί θανάσιμος κίνδυνος τον περιμένει στις Ειδούς του Μαρτίου, αυτός όμως αγνοεί την προειδοποίηση. Εν τω μεταξύ, ο Κάσσιος προσπαθεί να πείσει τον Βρούτο να συμμετάσχει στη συνωμοσία για τη δολοφονία του Καίσαρα. Ο Βρούτος, φίλος του Καίσαρα και που πολλοί τον θεωρούσαν γιο του, διστάζει για τη δολοφονία, συμφωνεί ωστόσο ότι ο Καίσαρας κάνει κατάχρηση της εξουσίας του. Στη συνέχεια, μαθαίνουν από τον Κάσκα ότι ο Μάρκος Αντώνιος στη γιορτή των Λουπερκάλιων πρόσφερε στον Καίσαρα το στέμμα της Ρώμης τρεις φορές και ότι κάθε φορά ο Καίσαρας το αρνήθηκε με αυξανόμενη απροθυμία, ελπίζοντας ότι το πλήθος που παρακολουθούσε θα επέμενε να το δεχτεί. Λέει επίσης ότι το πλήθος επευφήμησε τον Καίσαρα που αρνήθηκε το στέμμα και αυτό αναστάτωσε τον Καίσαρα. Την παραμονή των Ειδών του Μαρτίου, οι συνωμότες συναντιούνται και αποκαλύπτουν ότι έχουν πλαστογραφήσει επιστολές υποστήριξης από τον ρωμαϊκό λαό για να δελεάσουν τον Βρούτο να συμμετάσχει. Ο Βρούτος διαβάζει τα γράμματα και, μετά από πολλή συζήτηση και ταραχή, αποφασίζει να συμμετάσχει στη συνωμοσία, πιστεύοντας ότι ο Καίσαρας πρέπει να σκοτωθεί για να αποτραπεί η δράση του εναντίον της Ρωμαϊκής δημοκρατίας.[3]

Το φάντασμα του Καίσαρα προειδοποιεί τον Βρούτο για την επικείμενη ήττα του. Χαλκογραφία από πίνακα του Ρίτσαρντ Γουέστολ (1802)

Αφού αγνόησε τους οιωνούς καθώς και τα προαισθήματα της γυναίκας του Καλπουρνίας, ο Καίσαρας πηγαίνει στη Σύγκλητο. Καθ' οδόν, βλέπει τον οιωνοσκόπο και τον περιπαίζει: «Οι Ειδοί του Μαρτίου ήρθαν». Αυτός όμως του απαντά: «Ναι, ήρθαν, αλλά δεν πέρασαν». Οι συνωμότες τον πλησιάζουν με ένα ψεύτικο αίτημα και καθώς συζητούν, ο Κάσκας και οι άλλοι τον μαχαιρώνουν ξαφνικά. Ο Βρούτος χτυπάει τελευταίος. Όταν τον βλέπει, ο Καίσαρας παύει να αντιστέκεται και προφέρει την περίφημη φράση «Και συ τέκνον, Βρούτε;».

Οι συνωμότες διευκρινίζουν ότι διέπραξαν τον φόνο για το καλό της Ρώμης, προκειμένου να αποτρέψουν μια αυταρχική διακυβέρνηση και να σώσουν τη Ρωμαϊκή δημοκρατία. Το αποδεικνύουν αυτό καθώς δεν προσπαθούν να διαφύγουν από τη σκηνή. Ο Βρούτος εκφωνεί λόγο υπερασπιζόμενος τη δολοφονία και προς το παρόν το πλήθος είναι με το μέρος του. Ωστόσο, ο Μάρκος Αντώνιος απευθύνεται κι αυτός στον λαό πάνω από το πτώμα του Καίσαρα, ξεκινώντας με το πολυσυζητημένο «Φίλοι, Ρωμαίοι, συμπατριώτες, ακούστε με!» Τους θυμίζει τα επιτεύγματα του Καίσαρα για τη Ρώμη, τη συμπάθειά του προς τους φτωχούς και την άρνησή του να λάβει το στέμμα, αμφισβητώντας έτσι τον ισχυρισμό του Βρούτου για τη φιλοδοξία του Καίσαρα. Δείχνει το ματωμένο, άψυχο σώμα του Καίσαρα στο πλήθος για να τους κάνει να δακρύσουν και να κερδίσει τη συμπάθεια για τον νεκρό ήρωα και διαβάζει τη διαθήκη του Καίσαρα, στην οποία κάθε Ρωμαίος πολίτης θα έπαιρνε 75 δραχμές. Έτσι, ο Μάρκος Αντώνιος μεταστρέφει την κοινή γνώμη και ξεσηκώνει τον λαό να διώξει τους συνωμότες από τη Ρώμη. Μέσα στην αναταραχή, ένας αθώος ποιητής, ο Κίννας, συγχέεται με τον συνωμότη Λεύκιο Κίννα και δολοφονείται από τον όχλο.[4]

Ο Αντώνιος συναντά στο σπίτι του τον υιοθετημένο γιο του Καίσαρα Οκταβιανό και τον Μάρκο Λέπιδο και σχηματίζουν τη Δεύτερη ρωμαϊκή τριανδρία. Συμφωνούν για το ποιοι αντίπαλοι πρέπει να διωχθούν. Εν τω μεταξύ, ο Βρούτος και ο Κάσσιος έχουν φύγει και συγκεντρώνουν στρατεύματα στο στρατόπεδό τους κοντά στις Σάρδεις. Ο Βρούτος επιτίθεται στον Κάσσιο επειδή έμαθε ότι δωροδοκήθηκε για τη δολοφονία, οι δυο τους τελικά συμφιλιώνονται. Ο Βρούτος μαθαίνει ότι η αγαπημένη του γυναίκα Πορκία αυτοκτόνησε υπό το άγχος της απουσίας του από τη Ρώμη. Τον ενημερώνουν επίσης ότι στη Ρώμη διώκονται οι υποστηρικτές της συνωμοσίας και ότι ο Κικέρων είναι μεταξύ των διωχθέντων. Εκείνη τη νύχτα, το φάντασμα του Καίσαρα εμφανίζεται στον Βρούτο, τον προειδοποιεί ότι θα ηττηθεί στη μάχη ενάντια στον Αντώνιο και τον Οκταβιανό και καταλήγει: «Οψόμεθα εις Φιλίππους».[5]

Ο θάνατος του Βρούτου, σχέδιο του Γιόχαν Χάινριχ Φίσλι (1785)

Στη μάχη των Φιλίππων, τα στρατεύματα του Μάρκου Αντώνιου νίκησαν τον Κάσσιο. Κατά τη διάρκεια της μάχης, ο Κάσσιος βάζει τον υπηρέτη του να τον σκοτώσει αφού έμαθε τη σύλληψη του καλύτερου φίλου του Τιτίνιου. Όταν ο Τιτίνιος, που δεν είχε συλληφθεί, βλέπει το πτώμα του Κάσιου, αυτοκτονεί. Από την πλευρά του, ο Βρούτος κερδίζει το πρώτο στάδιο της μάχης και αντιστέκεται στις λεγεώνες τού Οκταβιανού αλλά η νίκη του δεν είναι οριστική. Με βαριά καρδιά, ο Βρούτος μάχεται ξανά την επόμενη μέρα. Ζητά από τους φίλους του να τον σκοτώσουν, αλλά αυτοί αρνούνται. Ηττάται και αυτοκτονεί πέφτοντας πάνω στο σπαθί του που το κρατάει ένας πιστός του στρατιώτης.

Στη συνέχεια, υπάρχει ένας μικρός υπαινιγμός για ψυχρότητα μεταξύ του Μάρκου Αντώνιου και του Οκταβιανού που αποτελεί το θέμα ενός άλλου από τα ρωμαϊκά έργα του Σαίξπηρ, τον Αντώνιο και Κλεοπάτρα.

Το έργο τελειώνει με τον Μάρκο Αντώνιο να εκφωνεί μια ομιλία στην οποία υμνεί τον Βρούτο και τον περιγράφει ως τον μόνο ανιδιοτελή συμμετέχοντα στη συνωμοσία κατά του Καίσαρα: διακηρύσσει ότι ο Βρούτος παρέμεινε «ο ευγενέστερος Ρωμαίος από όλους» επειδή ήταν ο μόνος συνωμότης που πίστευε ότι έδρασε για το καλό της πατρίδας του.

Αποκλίσεις από τον Πλούταρχο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το φάντασμα του Καίσαρα εμφανίζεται στον Βρούτο Έντουιν Όστιν Άμπεϊ (1905)
  • Ο Σαίξπηρ κάνει τον θρίαμβο του Καίσαρα να λάβει χώρα την ημέρα της γιορτής των Λουπερκάλιων (15 Φεβρουαρίου) αντί για έξι μήνες νωρίτερα.
  • Η δολοφονία του Καίσαρα, η κηδεία, ο λόγος του Αντώνιου, η ανάγνωση της διαθήκης και η άφιξη του Οκταβιανού, όλα λαμβάνουν χώρα την ίδια μέρα στο έργο. Ωστόσο, ιστορικά, η δολοφονία έγινε στις 15 Μαρτίου, η διαθήκη δημοσιεύτηκε στις 18 Μαρτίου, η κηδεία έγινε στις 20 Μαρτίου και ο Οκταβιανός έφτασε μόλις τον Μάιο.
  • Ο Σαίξπηρ κάνει τους ηγέτες της Τριανδρίας να συναντούνται στη Ρώμη αντί κοντά στη Μπολόνια για να αποφύγει μια πρόσθετη τοποθεσία.
  • Συνδυάζει τις δύο Μάχες των Φιλίππων αν και μεσολάβησαν 20 ημέρες μεταξύ τους, στις 3 και 23 Οκτωβρίου 42 π.Χ.
  • Ο Καίσαρας στο έργο λέει «Και συ τέκνον, Βρούτε;» πριν πεθάνει. Ο Πλούταρχος και ο Σουητώνιος δεν το αναφέρουν, ο Πλούταρχος γράφει ότι τράβηξε τον χιτώνα πάνω από το κεφάλι του όταν είδε τον Βρούτο ανάμεσα στους συνωμότες, ο δε Σουητώνιος καταγράφει ότι ο Καίσαρας είπε: «ista quidem est vis» ( Αυτό είναι βία). Η φράση, ωστόσο, δεν επινοήθηκε από τον Σαίξπηρ γι' αυτό το έργο, καθώς αποδίδεται στον Καίσαρα και σε προηγούμενα ελισαβετιανά έργα που αναφέρονταν στη δολοφονία του.

Ο Σαίξπηρ παρέκκλινε από τα ιστορικά γεγονότα και περιόρισε τον αφηγηματικό χρόνο δράσης, που είναι στην πραγματικότητα μεταξύ 44 και 42 π.Χ., σε λίγες μέρες. Συμπύκνωσε έτσι τις σκηνές ώστε το έργο να μπορεί να σκηνοθετηθεί πιο εύκολα και για να αυξήσει το δραματικό αποτέλεσμα.[6]

Διασκευές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο έχει διασκευαστεί πολλές φορές για την όπερα, τον κινηματογράφο - οι πρώτες κινηματογραφικές προσαρμογές χρονολογούνται από το 1908 και το 1911- την τηλεόραση και το ραδιόφωνο. Μερικές από τις διασκευές:

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ἰούλιος Καῖσαρ: Τραγῳδία εἰς πράξεις 5, μεταφρασθεῖσα ἐκ τῆς ἀγγλικῆς ὑπό Μ. Ν. Δαμιράλη, μετάφραση: Μιχ. Δαμιράλη, Αθήνα: Τυπ. Παπαλεξανδρῆ, 1886
  • Ο Ιούλιος Καίσαρας, μετάφραση: Κ. Καρθαίος, Τυπ. Δημητράκου, 1969
  • Ιούλιος Καίσαρας, μετάφραση: Βασίλης Ρώτας & Βούλα Δαμιανάκου, εκδόσεις Ίκαρος, 1969, Πατάκης, 2004.[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]