Ριχάρδος ο Β΄ (Σαίξπηρ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ριχάρδος ο Β΄
Η είσοδος του Ριχάρδου Β΄ και του Ερρίκου του Μπόλινμπροουκ (μελλοντικός Ερρίκος Δ΄) στο Λονδίνο, Τζαίημς Νόρθκορτ (1793)
ΣυγγραφέαςΟυίλλιαμ Σαίξπηρ
ΤίτλοςRichard II
Γλώσσαπρώιμα σύγχρονα αγγλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1595
Ημερομηνία δημοσίευσης1595
Μορφήθεατρικό έργο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ριχάρδος ο Β΄ (αγγλικός τίτλος: Richard II) με πλήρη τίτλο Η ζωή και ο θάνατος του βασιλιά Ριχάρδου του Β', είναι έμμετρο πεντάπρακτο ιστορικό θεατρικό έργο του Ουίλιαμ Σαίξπηρ που γράφτηκε το 1595. Βασίζεται στη ζωή του βασιλιά Ριχάρδου Β' της Αγγλίας (κυβέρνησε 1377-1399) και εξιστορεί την ανατροπή του από τον Ερρίκο Δ΄ και τις μηχανορραφίες των ευγενών.[1]

Αν και γράφτηκε ανεξάρτητα, αποτελεί το πρώτο μέρος μιας τετραλογίας, που αναφέρεται ως Ερρικιάδα, ακολουθούμενο από τρία θεατρικά έργα που αφορούν τη ζωή των διαδόχων του Ριχάρδου Β': Ερρίκος ο Δ' (πρώτο μέρος), Ερρίκος ο Δ' (δεύτερο μέρος) και Ερρίκος ο Ε΄.[2]

Ιστορικό και πολιτικό πλαίσιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο αρχίζει το 1398 με μια βίαιη διαφωνία μεταξύ του Ερρίκου του Μπόλινμπροουκ (μελλοντικός Ερρίκος Δ΄) και του Τόμας του Μόουμπρεϋ, την οποία ο σύγχρονος θεατής δυσκολεύεται να κατανοήσει. Εκτός από λίγες αναφορές στην πρώτη πράξη, ο Σαίξπηρ δεν έδωσε περαιτέρω εξηγήσεις, αναμφίβολα επειδή οι θεατές της εποχής του γνώριζαν τα περιστατικά για να ακολουθήσουν την πλοκή του έργου χωρίς δυσκολία. Πράγματι το 1587, ο Ράφαελ Χόλινσεντ είχε κάνει στα Χρονικά του μια πλήρη αναφορά των γεγονότων της αρχής της βασιλείας του Ριχάρδου Β', τα γεγονότα επίσης αναφέρονταν και σε μια πρόσφατη συλλογή βιογραφιών. Τέλος, ένα ανώνυμο θεατρικό έργο, με τίτλο Γούντστοκ, που πιθανότατα γράφτηκε λίγο πριν από τον Σαίξπηρ, αφηγείται τις δυσκολίες της βασιλείας του νεαρού Ριχάρδου Β΄μεταξύ 1382 και 1397 και τον θάνατο του Τόμας του Γούντστοκ. Αυτό το έργο, που συχνά αποδίδεται στον Σαίξπηρ και στο οποίο φέρεται να πρωταγωνίστησε, τελειώνει ακριβώς εκεί που ξεκινά ο Ριχάρδος Β' και οι σύγχρονοι μελετητές το αναφέρουν μερικές φορές ως πρώτο μέρος του Ριχάρδου Β'.[3]

Ο Ριχάρδος Β' της Αγγλίας

Ο βασιλιάς Εδουάρδος Γ' είχε, μεταξύ άλλων, πέντε γιους που ενηλικιώθηκαν. Είναι, με χρονολογική σειρά, ο Εδουάρδος του Γούντστοκ, ο μεγαλύτερος γιος, γνωστός ως «ο Μαύρος Πρίγκιπας», ο Λάιονελ της Αμβέρσας δούκας του Κλάρενς, ο Ιωάννης της Γάνδης δούκας του Λάνκαστερ, ο Εδμόνδος του Λάνγκλεϊ δούκας της Υόρκης και ο Τόμας του Γούντστοκ δούκας του Γκλόστερ. Ο διάδοχος, Εδουάρδος του Γούντστοκ, πέθανε από ασθένεια το 1376, ένα χρόνο πριν από τον πατέρα του, αφήνοντας διάδοχο τον ανήλικο γιο του Ριχάρδο. Με τον θάνατο του Εδουάρδου Γ', αυτός ο εγγονός, ο Ριχάρδος του Μπορντώ, έγινε βασιλιάς. Στέφθηκε σε ηλικία 11 ετών το 1377 με το όνομα Ριχάρδος Β΄.

Κατά τα πρώτα χρόνια, ο Ριχάρδος είχε δίπλα του ως συμβούλους τους θείους του Ιωάννη της Γάνδης και Τόμας ντε Γούντστοκ. Όμως, από το 1386 που ενηλικιώθηκε επέλεξε φίλους του για συμβούλους, στους οποίους παραχώρησε υπερβολικά προνόμια, περιουσία και τίτλους. Για τα υπερβολικά και άχρηστα έξοδά του, επέβαλε βαριά φορολογία σε ολόκληρη τη χώρα. Οι σύμβουλοί του αμφισβητήθηκαν στο Κοινοβούλιο και σχηματίστηκε ένα νέο συμβούλιο, αποτελούμενο από τους Γούντστοκ, Ουώρικ, Αράντελ, Μπόλινμπροουκ και Μόουμπρεϋ, στάση γνωστή ως Επανάσταση των Λόρδων (άρχοντες που προσέφυγαν στο Κοινοβούλιο, κατηγορώντας τον βασιλιά για κακοδιαχείριση). Τα στρατεύματά τους αντιμετώπισαν τις βασιλικές δυνάμεις και τις νίκησαν το 1387. Ο βασιλιάς αναγκάστηκε να υποταχθεί στη νέα κηδεμονία, αλλά διατήρησε πάντα ένα αίσθημα πικρίας.

Ο Ριχάρδος Β΄ παραδίδει το στέμμα στον Μπόλινγκμπροκ, Τζον Γκίλμπερτ (1875-76)

Περίπου 10 χρόνια αργότερα, κατά τη διάρκεια μιας ασαφούς πολιτικής κρίσης, ο Ριχάρδος συνέλαβε τους επαναστατημένους λόρδους, Γούντστοκ, Αράντελ και Ουώρικ για προδοσία. Ο Αράντελ, παραμένοντας αμετανόητος, εκτελέσθηκε ενώ ο Ουώρικ υποτάχθηκε και εξορίσθηκε. Ο Γούντστοκ μεταφέρθηκε αιχμάλωτος στο φρούριο του Καλαί υπό τη φρουρά του Μόουμπρεϊ, αλλά λίγο πριν αρχίσει η δίκη του, ο τελευταίος ανακοίνωσε τον θάνατο του κρατουμένου. Είναι σχεδόν βέβαιο ότι πρόκειται για βίαιο θάνατο, αλλά ποτέ δεν διευκρινίσθηκε αν το έγκλημα το διέταξε ο βασιλιάς, ή αν ο Μόουμπρεϊ ήταν ο εκτελεστής και σ' αυτήν την περίπτωση αν είχε ενεργήσει οικειοθελώς ή υπό βασιλική απειλή εναντίον του. Ο Σαίξπηρ, αντίθετα, αναφέρεται επανειλημμένα στη συμμετοχή του βασιλιά.

Κατά τη διάρκεια μιας συνόδου στο Κοινοβούλιο το 1398, ο Ερρίκος του Μπόλινμπροουκ κατηγόρησε δημόσια τον Μόουμπρεϊ ως υπεύθυνο γι' αυτή τη δολοφονία, ενώ στόχευε σιωπηρά τον ίδιο τον βασιλιά. Στο σημείο αυτό αρχίζει το έργο του Σαίξπηρ.[2]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Ριχάρδος Β΄ σταματά τη μονομαχία μεταξύ του Μπόλινμπροουκ και του Μόουμπρεϋ

Το έργο εκτείνεται στα δύο τελευταία χρόνια της ζωής του Ριχάρδου Β΄, από το 1398 έως το 1400.

Με αμοιβαίες κατηγορίες για προδοσία, ο Ερρίκος του Μπόλινμπροουκ, μεγαλύτερος γιος του Ιωάννη της Γάνδης και εξάδερφος του βασιλιά, και ο Τόμας του Μόουμπρεϋ, δούκας του Νόρφολκ αποφασίζουν να λύσουν τις διαφορές τους με μονομαχία. Ο βασιλιάς Ριχάρδος, που προεδρεύει αυτής της τελετής, τη διακόπτει και, αφού συμβουλεύεται το συμβούλιο του, καταδικάζει τους δύο αντιπάλους σε εξορία, τον Μπόλινγκμπροκ αρχικά σε 10 χρόνια αλλά τα μειώνει σε 6, τον Μόουμπρεϊ σε εξορία ισόβια. Η απόφαση του βασιλιά μπορεί να θεωρηθεί ως το πρώτο λάθος σε μια σειρά που οδηγεί τελικά στην ανατροπή και τον θάνατό του, καθώς είναι ένα λάθος που αναδεικνύει πολλά από τα ελαττώματα του χαρακτήρα του, όπως την αναποφασιστικότητα.[4]

Τον επόμενο χρόνο, μετά τον θάνατο του Ιωάννη της Γάνδης (1399), ο Ριχάρδος Β' κατάσχει όλη την περιουσία του νεκρού θείου του για να μπορέσει να διεξάγει πόλεμο στην Ιρλανδία, αποκληρώνοντας έτσι εντελώς τον Μπόλινμπροουκ. Ο τελευταίος φεύγει κρυφά από τη Γαλλία όπου ήταν εξορισμένος, αποβιβάζεται στη βόρεια Αγγλία, όπου συγκεντρώνει στρατεύματα και βαδίζει νότια, ενώ καθ' οδόν πλαισιώνεται από άλλους ευγενείς, οι οποίοι φοβούνται ότι με τη σειρά τους θα χάσουν τις περιουσίες τους με απόφαση του βασιλιά.

Ο Μπόλινμπροουκ πλαισιωμένος από άρχοντες την εποχή που διεκδικούσε το θρόνο της Αγγλίας (1399) - μινιατούρα - Βρετανική Βιβλιοθήκη.

Ο Μπόλινμπροουκ συλλαμβάνει και εκτελεί όσους αντιστέκονται παραμένοντας πιστοί στον βασιλιά. Όταν ο Ριχάρδος τελικά φθάνει στην Ουαλία, χωρίς στρατεύματα, προδομένος από τους τελευταίους οπαδούς του και εξαπατημένος από μηχανορραφίες φίλων του Μπόλινμπροουκ, γρήγορα αιχμαλωτίζεται.

Ο Μπόλινμπροουκ αρχικά διεκδικεί μόνο την επιστροφή των τίτλων και των γαιών του, τα οποία του παραχωρούνται. Αλλά η αντιδημοφιλία του βασιλιά και η έλλειψη υποστήριξης επέτρεψαν στον Μπόλινμπροουκ να σφετεριστεί το στέμμα της Αγγλίας, στο οποίο δεν είχε κανένα δικαίωμα.

Ο Ριχάρδος καθαιρείται και φυλακίζεται στο κάστρο του Πομφρέτ και ο Μπόλινγκμπροκ, μετά από μια δραματική δημόσια τελετή όπου βάζει τον αιχμάλωτο βασιλιά να αποκηρύξει δημόσια το στέμμα του, στέφεται βασιλιάς ως Ερρίκος Δ'. Μετά από κάποιες προσπάθειες αποκατάστασης του έκπτωτου βασιλιά τον Ιανουάριο του 1400, ο Ριχάρδος πέθανε στη φυλακή μυστηριωδώς, πιθανότερα εκτελέστηκε. Ο Σαίξπηρ επέλεξε και παρουσιάζει την εκδοχή ότι δολοφονήθηκε από άνθρωπο του Ερρίκου Δ΄. Ο βασιλιάς Ερρίκος Δ΄ αποκηρύσσει τον δολοφόνο και ορκίζεται να ταξιδέψει στην Ιερουσαλήμ για να εξαγνισθεί για τη συμμετοχή του στο θάνατο του Ριχάρδου.[5]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ριχάρδος ο Β΄, μετάφραση: Ερρίκος Μπελιές, εκδόσεις Κέδρος, 2001 [6]
  • Ο βασιλιάς Ριχάρδος ο Β΄, μετάφραση: Κ. Καρθαίος, εκδόσεις Πατάκης, 2004[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]