Μετάβαση στο περιεχόμενο

Γεράκι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ιέραξ)
Για άλλες χρήσεις, δείτε: Γεράκι (αποσαφήνιση).
Γεράκι
Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus)
Βραχοκιρκίνεζο (Falco tinnunculus)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ιερακόμορφα (Falconiformes)
Οικογένεια: Ιερακίδες (Falconidae) και Αετίδες (Accipitridae) [1]
Γένος: Ιέραξ (Falco) και (Accipiter) [1]

Το γεράκι είναι αρπακτικό ημερόβιο πτηνό της οικογένειας των Ιερακιδών (Falconidae) (γνήσια γεράκια).[2] Όμως, ειδικά για τον ελλαδικό χώρο, στον όρο «γεράκι», συμπεριλαμβάνονται -καταχρηστικά- και τρία είδη της οικογένειας των Αετιδών (Accipitridae) (μη γνήσια γεράκια).[2] (βλ. Ορολογία)

Η ελληνική ονομασία γεράκι έχει την εξής ετυμολογία: < µεσν. γεράκων < µτγν. *ίεράκιον, υποκ. τού αρχ. ίέραξ | ϊρηξ < *FipOtK-c, που ίσως συνδ. µε το ρ. (Ε)ίεµαι «εξορµώ, ρίχνοµαι ».[3]

Η ονομασία του γένους (Falco) έχει τη ρίζα της στη λατινική λέξη falx (-cis) που σημαίνει δρεπάνι, πιθανότατα λόγω του δρεπανοειδούς σχήματος των πτερύγων του πτηνού.[4]

Στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, αντίθετα με το γένος Falco Γεράκι (Ιέραξ), (αγγλικά: Falcon), δεν υπάρχει λέξη, η οποία να αντιστοιχεί στο γένος Accipiter. Στην αντίστοιχη αγγλική γλώσσα το πρόβλημα έχει λυθεί με τον όρο hawk που, λανθασμένα, αποδίδεται πάλι ως γεράκι στα αγγλοελληνικά λεξικά.

Οι εναλλακτικές που προτάθηκαν είναι οι εξής:

  • Σύμφωνα με τον Ιωάννη Όντρια, τέως καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Πατρών, η απόδοση των 3 ειδών του γένους Accipiter που απαντούν στον ελλαδικό χώρο, γίνεται με τη γενική λέξη Σαΐνι.[5] Το πρόβλημα είναι ότι στον όρο αυτό, συμπεριλαμβάνεται και η ομώνυμη λέξη που αντιστοιχεί σε ένα (1) από τα τρία ελληνικά είδη, το Accipiter brevipes που -ορθά- αποδίδεται με την ίδια λέξη. Το ίδιο ισχύει και για τον όρο Κίρκος, που αναφέρεται στο γένος Circus.
  • Σύμφωνα με τους έμπειρους γνώστες των αρπακτικών πτηνών της Ελλάδας Γιώργο Χανδρινό και Αχιλλέα Δημητρόπουλο, υπάρχει αναφορά για το γένος Accipiter με την ελληνική απόδοση Αστούριος.[6] Το πρόβλημα είναι ότι ο όρος δεν έχει «περάσει» στην ελληνική ορνιθολογική βιβλιογραφία, με αποτέλεσμα να μη χρησιμοποιείται, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι δεν είναι και σωστός.
  • Σύμφωνα με τον Βασίλη Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του Πανεπιστημίου Αθηνών το γένος Accipiter αποδίδεται γενικευμένα με τον όρο «μη γνήσια γεράκια», σε αντιπαράθεση με τα «γνήσια γεράκια» του γένους Falco.[7]

Στο λήμμα αυτό ακολουθείται συμβατικά η τρίτη εκδοχή, χωρίς αυτό να μην επιδέχεται συζήτησης.

Γενικά χαρακτηριστικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεράκια είναι, γενικώς, μικρού έως μεσαίου μεγέθους αρπακτικά ημερόβια πτηνά. Το κεφάλι είναι σχετικά μεγάλο και ο λαιμός βραχύς. Το ράμφος είναι γαμψό και η άνω σιαγόνα (ρινοθήκη), φέρει εγκοπή ή οδοντική προεξοχή που, όταν το ράμφος είναι κλειστό, εφαρμόζει με αντίστοιχη εσοχή στην κάτω σιαγόνα, χρησιμεύει δε για τον ακρωτηριασμό της λείας.

Το χαρακτηριστικό ράμφος ενός γερακιού.

Τα πόδια είναι ισχυρά και φέρουν μακριά, άνισα μεταξύ τους δάκτυλα, με κυρτούς, αγκιστροειδείς γαμψώνυχες.

Οι πτέρυγες είναι λεπτές, μακριές, δρεπανοειδείς και οξύληκτες με 10 συνήθως πρωτεύοντα ερετικά φτερά και, από 11 έως 26 δευτερεύοντα. Η ουρά είναι μέσου ή μεγάλου μεγέθους και φέρει 12-14 πηδαλιώδη φτερά.[8]

Στα περισσότερα γεράκια εμφανίζεται φυλετικός διμορφισμός, με τα θηλυκά να είναι σχεδόν πάντοτε μεγαλύτερα και βαρύτερα. Τα φύλα διαφέρουν συνήθως σε εμφάνιση, αλλά μπορεί να είναι και όμοια.

Κυνηγετική συμπεριφορά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα γεράκια περιλαμβάνουν μερικούς από τους καλύτερους θηρευτές του ιπτάμενου κόσμου και, σίγουρα, τους ταχύτερους.[9] Μερικά είδη, όπως ο πετρίτης, κυνηγάνε με εφορμήσεις μέσης ωριαίας ταχύτητας 200-250 χιλιομέτρων, ενώ έχουν καταγραφεί και ταχύτητες που πλησιάζουν τα 400 χιλιόμετρα.[10] Κυνηγούν είτε ακολουθώντας την ουρά του θηράματος, είτε -συνηθέστερα- εποπτεύοντας το χώρο από κάποιο ύψος και εφορμώντας κάθετα την κατάλληλη στιγμή. Η όρασή τους είναι οξύτατη, περίπου 2,5 φορές μεγαλύτερη του ανθρώπου.[11] Αρκετά γεράκια χρησιμοποιούν την τεχνική της αιώρησης (hovering), για ακριβέστερη εποπτεία του χώρου. Κυνηγάνε την ημέρα, αλλά υπάρχουν και κάποια είδη που μπορεί να συνεχίζουν μέχρι αργά το βράδυ (λ.χ. Μαυροκιρκίνεζο)

Είναι αποκλειστικά σαρκοφάγα πτηνά και η λεία τους περιλαμβάνει ένα ευρύτατο φάσμα που, ξεκινάει από τα έντομα, τα αμφίβια, τα ερπετά και φτάνει μέχρι κάποια μεγαλόσωμα θηλαστικά. Πάντως, η πλειονότητα των θηραμάτων τους είναι μικρά ή μεγάλα πτηνά όλων των ειδών.

Τα γεράκια δεν κατασκευάζουν φωλιά, αλλά χρησιμοποιούν στις περισσότερες περιπτώσεις, παλιές φωλιές άλλων πουλιών, όπως κορακοειδών (κουρούνες, καρακάξες κ.ο.κ.), ή άλλων αρπακτικών και δεν χρησιμοποιούν κάποιο ιδιαίτερο υλικό επίστρωσης.

Γεννάνε συνήθως 2-5 ανοιχτόχρωμα και πιτσιλωτά αβγά, που τα επωάζει κυρίως το θηλυκό, για 30 ημέρες περίπου. Οι νεοσσοί, στα πρώτο χρόνο, έχουν μακρύτερα ερετικά φτερά, για να εξυπηρετούνται οι γενικότερες ανάγκες πτήσης. Με αυτόν τον εξοπλισμό μαθαίνουν τις βασικές δεξιότητες της πτήσης για να γίνουν αποτελεσματικοί και εξαίρετοι κυνηγοί στη φάση της ενηλικίωσης

Συστηματική Ταξινομική

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το πρόβλημα με την απόδοση στα ελληνικά του όρου «γεράκι», δεν αφορά μόνο στην ελληνική βιβλιογραφία αλλά και στις διεθνείς και, προκύπτει από το γεγονός ότι δεν υπάρχουν (εκτός από τις λατινικές επιστημονικές ονομασίες) κάποια «ονοματολογικά στάνταρντς» που να έχουν καθιερωθεί και να τηρούνται. Έτσι, λ.χ. υπάρχουν «γεράκια» που δεν ανήκουν στο γένος Falco, αλλά στο Microhierax,[12] ενώ αντιστρόφως υπάρχουν μέλη της οικογένειας Falconidae που δεν αποκαλούνται «γεράκια», αλλά φυλογενετικά είναι, λ.χ. τα γένη Daptrius, Caracara, Milvago, που συνοπτικά ονομάζονται καρακάρα.[13]

Έτσι, εάν θεωρηθεί ότι στον όρο «γεράκι» συμπεριλαμβάνεται μόνο το γένος Falco της οικογένειας Falconidae, τότε υπάρχουν 38 συνολικά είδη παγκοσμίως.[14]

Εάν, όμως, θεωρηθεί ότι στον όρο «γεράκι» συμπεριλαμβάνεται ολόκληρη η Falconidae -ορθότερο ταξινομικά-, τότε υπάρχουν 11 γένη, με συνολικά 64 είδη παγκοσμίως.[15]

Με την ευρύτερη έννοια, τα γεράκια έχουν τεράστια γεωγραφική εξάπλωση και μάλιστα ζουν σε όλες σχεδόν τις ηπείρους, εκτός από την Ανταρκτική.

Γεράκια της Ελληνικής Πανίδας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον ελλαδικό χώρο απαντούν συνολικά 12 είδη που, είτε ζουν μόνιμα στη χώρα (επιδημητικά), είτε έρχονται μόνο το χειμώνα (διαχειμάζοντα) ή το καλοκαίρι (για να αναπαραχθούν), είτε απλώς χρησιμοποιούν τη χώρα ως πέρασμα κατά τις δύο μεταναστεύσεις (εαρινή και φθινοπωρινή) προς το Βορρά ή προς το Νότο (μεταναστευτικά).

Γνήσια Γεράκια (Falconidae)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μη Γνήσια Γεράκια (Accipitridae)

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά καιρούς, έχουν παρατηρηθεί και κάποια άλλα είδη στη χώρα μας (Melierax musicus, Torgos tracheliotus, κ.α.), αλλά θεωρούνται εντελώς περιστασιακοί / τυχαίοι επισκέπτες και δεν συμπεριλαμβάνονται στη λίστα.[16]

  1. 1,0 1,1 μόνο για τον ελλαδικό χώρο
  2. 2,0 2,1 Σύμφωνα με τον Β. Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα», τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  3. Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, 2η έκδοση, σ. 408
  4. http://www.archives.nd.edu/cgi-bin/wordz.pl?keyword=falx
  5. Πτηνά, σ. 84
  6. Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας , σ. 92 και σ. 94
  7. («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  8. Όντρια, σ. 68
  9. The Speed of Animals" in The New Book of Knowledge, Grolier Academic Reference, 2003, p. 278, ISBN 071720538X
  10. Harpole, Tom (1 March 2005). "Falling with the Falcon". Smithsonian Air & Space magazine. http://www.airspacemag.com/flight-today/falcon.html. Retrieved 4 September 2008
  11. Fox, R; Lehmkuhle, S.; Westendorf, D. (1976). "Falcon visual acuity". Science 192 (4236): 263–5. doi:10.1126/science.1257767. PMID 1257767
  12. Howard and Moore, p. 94
  13. Howard and Moore, p. 93
  14. Howard and Moore, p. 95-97
  15. Howard and Moore, p. 93-97
  16. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 19
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2001.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Johnsgard, P. 1990. Hawks, Eagles, & Falcons of North America. Washington: Smithsonian Institution Press.
  • Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα, τόμος 16, λήμμα Γεράκι.
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.

Περαιτέρω ανάγνωση

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Fuchs, J.; Johnson, J.A.; Mindell, D.P. (2015). «Rapid diversification of falcons (Aves: Falconidae) due to expansion of open habitats in the Late Miocene». Molecular Phylogenetics and Evolution 82: 166–182. doi:10.1016/j.ympev.2014.08.010. PMID 25256056. 
  • Helen Macdonald: Falke. Biographie eines Räubers. C.H. Beck, München 2017, ISBN 978-3-406-70574-8.
  • Theodor Mebs: Greifvögel Europas – Biologie – Bestandsverhältnisse – Bestandsgefährdung. Franckh-Kosmos Verlag, Stuttgart 2002, ISBN 3-440-06838-2.
  • Benny Génsbøl, Walther Thiede: Greifvögel. Alle europäischen Arten, Bestimmungsmerkmale, Flugbilder, Biologie, Verbreitung, Gefährdung, Bestandsentwicklung. BLV Verlag, München 1997, ISBN 3-405-14386-1.
  • Suh und andere: Mesozoic retroposons reveal parrots as the closest living relatives of passerine birds. Nature Communications 2/2011, Artikelnummer 443, doi:10.1038/ncomms1448.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]