Χανς Λούτερ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Χανς Λούτερ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Hans Luther (Γερμανικά)
Γέννηση10  Μαρτίου 1879[1][2][3]
Βερολίνο
Θάνατος11  Μαΐου 1962[1][2][4]
Ντύσσελντορφ[5]
Τόπος ταφήςStoffeler Friedhof
Χώρα πολιτογράφησηςΓερμανία
ΘρησκείαΛουθηρανισμός
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά[6]
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο Χούμπολτ
Πανεπιστήμιο της Γενεύης[7]
Πανεπιστήμιο του Κιέλου[8]
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
τραπεζίτης
διπλωμάτης
δικηγόρος
ΕργοδότηςΓερμανικοί Κρατικοί Σιδηρόδρομοι
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/ΚίνημαΓερμανικό Λαϊκό Κόμμα
ΣυγγενείςJacob Luther (πρόγονος)
Αξιώματα και βραβεύσεις
Αξίωμαδήμαρχος
Καγκελάριος του Ράιχ (Δημοκρατία της Βαϊμάρης) (1925–1926)
πρέσβης
υπουργός δικαιοσύνης
Reich Minister of Finance (Οκτώβριος 1923 – Νοέμβριος 1923)
Reich Minister of Finance (1925–1926)
Reich Minister of Finance (1923–1924)
Reich Minister of Finance (Μαΐου 1924 – Δεκέμβριος 1924)
Reich Minister of Justice (Νοέμβριος 1925 – Δεκέμβριος 1925)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Χανς Λούτερ (Hans Luther, 10 Μαρτίου 1879 - 11 Μαΐου 1962) ήταν Γερμανός πολιτικός και Καγκελάριος της Γερμανίας για 482 ημέρες το 1925 έως το 1926. Ως Υπουργός Οικονομικών συνέβαλε στην σταθεροποίηση του Μάρκου κατά τον υπερπληθωρισμό του 1923. Από το 1930 έως το 1933, ο Λούτερ ήταν επικεφαλής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας (Reichsbank) και από το 1933 ως το 1937 διετέλεσε πρέσβης της Γερμανίας στην Ουάσινγκτον.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Χανς Λούτερ γεννήθηκε στο Βερολίνο στις 10 Μαρτίου 1879 σε οικογένεια λουθηρανών. Ήταν γιος του Otto (1848-1912), ενός εύπορου εμπόρου και της Wilhelmine Luther (το γένος Hübner)[9] [10].

Μετά την αποφοίτησή του από το Leibniz-Gymnasium του Βερολίνου, ο Λούτερ σπούδασε νομική στη Γενεύη, το Κίελο και το Βερολίνο από το 1897 ως το 1901. Μεταξύ των καθηγητών του ήταν οι Otto von Gierke, Franz von Liszt, Heinrich Brunner, Gustav von Schmoller και Hugo Preuss. Το 1904 ο Λούτερ αναγορεύτηκε διδάκτορας νομικής για την διατριβή του Die Zuständigkeit des Bundesrats zur Entscheidung von Thronstreitigkeiten internhalb des Deutschen Reiches. Αφού πέρασε τις σχετικές εξετάσεις το 1906, εργάστηκε στην πρωσική διοίκηση το 1906/07 στο δημοτικό συμβούλιο του Charlottenburg, σήμερα μέρος του Βερολίνου[9].

Ο Λούτερ παντρεύτηκε δύο φορές. Από το 1907 έως το 1924 με την Gertrud (το γένος Schmidt, 1880-1924) και από το 1953 με την Gertrud Sioli (το γένος Mautz). Απέκτησε τρεις κόρες από τον πρώτο γάμο του[9].

Πολιτική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γερμανική Αυτοκρατορία και τοπική πολιτική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1907, ο Λούτερ εξελέγη στο δημοτικό συμβούλιο του Μαγδεβούργου, όπου αύξησε δέκα φορές την έκταση που προοριζόταν για το πάρκο Schreber και αντιδίκησε με την τοπική βιομηχανία ποτάσας που ρύπαινε το πόσιμο νερό. Από το Φεβρουάριο του 1913 έως το καλοκαίρι του 1918, ο Λούτερ ήταν μέλος του διοικητικού συμβουλίου του Preußischer Städtetag (αργότερα Deutscher Städtetag). Το καλοκαίρι του 1918, έγινε δήμαρχος (Oberbürgermeister) του Έσσεν. Κατά την Νοεμβριανή Επανάσταση κατόρθωσε να πείσει τα επαναστατικά συμβούλια εργαζομένων και στρατιωτών να συνεργαστούν με τη διοίκηση της πόλης και να δεχτούν τον ηγετικό ρόλο του δημάρχου. Ως δήμαρχος του Έσσεν, ήταν εξ οφίτσιο μέλος της Οικονομικής Επιτροπής του Βασιλείου (Vorläufiger Reichswirtschaftsrat) από το 1920[9][11].

Δημοκρατία της Βαϊμάρης και πολιτική του Ράιχ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά το σχηματισμό του υπουργικού συμβουλίου του Βίλχελμ Κούνο τον Νοέμβριο του 1922, προσφέρθηκε στον Λούτερ το Υπουργείο Οικονομικών (Reichswirtschaftsministerium) και το Υπουργείο Εσωτερικών (Reichsinnenministerium), όμως αυτός αρνήθηκε και τα δύο. Ωστόσο, την 1η Δεκεμβρίου 1922 ανέλαβε το Υπουργείο Γεωργίας και Τροφίμων (Reichsministerium für Ernährung und Landwirtschaft). Ο προκάτοχός του, Karl Müller, είχε αναγκαστεί να παραιτηθεί τρεις μόνο μέρες αφότου ανέλαβε, λόγω κατηγοριών για διασυνδέσεις του με τους αυτονομιστές του Ρήνου. Ο Λούτερ παρέμεινε σε αυτό το Υπουργείο και στην Κυβέρνηση Στρέζεμαν, εστιάζοντας στην εξασφάλιση της προμήθειας τροφίμων για τις ομάδες του πληθυσμού που πλήττονταν περισσότερο από τον υπερπληθωρισμό[9].

Όταν ο Στρέζεμαν προέβη σε ανασχηματισμό της Κυβέρνησής του στις 6 Οκτωβρίου 1923, ο Λούτερ ανέλαβε το Υπουργείο Οικονομικών και διατήρησε αυτό το χαρτοφυλάκιο και στις δύο Κυβερνήσεις του Βίλχελμ Μαρξ που ακολούθησαν. Έτσι, ο Λούτερ ήταν υπεύθυνος για την νομισματική μεταρρύθμιση που σταμάτησε τον υπερπληθωρισμό και εισήγαγε ένα νέο σταθερό Μάρκο. Μέχρι τις 15 Οκτωβρίου, ο Λούτερ παρουσίασε ένα σχέδιο που συνδύαζε τα στοιχεία μιας μεταρρύθμισης του οικονομολόγου Karl Helfferich με ιδέες του προκατόχου του Λούτερ, Ρούντολφ Χίλφερντινγκ. Με τη βοήθεια του νόμου έκτακτης ανάγκης (Ermächtigungsgesetz) της 13ης Οκτωβρίου 1923 που έδωσε στην κυβέρνηση την εξουσία να εκδίδει διατάγματα για οικονομικά και δημοσιονομικά ζητήματα, το σχέδιο τέθηκε σε εφαρμογή αυθημερόν, στις 15 Οκτωβρίου 1923. Η περιοριστική νομισματική πολιτική του Χιάλμαρ Σαχτ, Διοικητή της Κεντρικής Τράπεζας (Reichsbank) συνέβαλε στη σταθεροποίηση του νομίσματος, όπως και τα μέτρα που έλαβε ο Λούτερ για να κλείσει το έλλειμμα του προϋπολογισμού. Όσον αφορά τα έσοδα, προχώρησε σε τρεις έκτακτες αυξήσεις φόρου, συντόμευσε προθεσμίες καταβολής φόρων, αύξησε τις προπληρωμές φόρων, αύξησε τον φόρο επί των πωλήσεων, φορολόγησε τα κέρδη από τον πληθωρισμό και αναδιοργάνωσε τον καταμερισμό των οικονομικών επιβαρύνσεων μεταξύ του Ράιχ και των ομόσπονδων κρατιδίων. Από την πλευρά των δαπανών, ο Λούτερ πέτυχε δραστική περικοπή των δαπανών προσωπικού, μειώνοντας τον αριθμό των υπαλλήλων του Ράιχ κατά σχεδόν 25% σε διάστημα τεσσάρων μηνών, παγώνοντας τις προαγωγές και καθορίζοντας τους δημόσιους μισθούς σε επίπεδο χαμηλότερο από αυτό του 1913[9].

Έχοντας σταθεροποιήσει με επιτυχία το νόμισμα, ο Λούτερ συμμετείχε ως μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας στη Συνδιάσκεψη του Λονδίνου τον Ιούλιο και τον Αύγουστο του 1924, όπου ήταν υπεύθυνος για θέματα εμπορικής και οικονομικής πολιτικής. Στις 30 Αυγούστου 1924, το Rentenmark αντικαταστάθηκε ως νόμιμο χρήμα από το Reichsmark, ένα νέο νόμισμα που υποστηριζόταν από αποθέματα χρυσού[9].

Καγκελάριος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά τις εκλογές του Ράιχσταγκ τον Δεκέμβριο του 1924, τα κόμματα που υποστήριζαν την Κυβέρνηση μειοψηφίας του Μαρξ δεν μπόρεσαν να συμφωνήσουν στο να επεκταθεί ο συνασπισμός για να συμπεριλάβει και την αριστερά (SPD) ή την δεξιά (DNVP), και στις 9 Ιανουαρίου 1925 ο Πρόεδρος Φρίντριχ Έμπερτ ζήτησε από τον ανεξάρτητο Λούτερ να σχηματίσει κυβέρνηση. Στις 16 Ιανουαρίου, ο Λούτερ παρουσίασε το υπουργικό συμβούλιο του, το οποίο συνδύαζε χαρακτηριστικά κομματικής και τεχνοκρατικής κυβέρνησης. Καθένα από τα κόμματα του κυβερνητικού συνασπισμού (Zentrum, BVP, DVP, DNVP) είχε έναν εκπρόσωπο στο υπουργικό συμβούλιο, ενώ οι υπόλοιπες θέσεις κατελήφθησαν από δημοσίους υπαλλήλους που είτε ήταν μέλη ενός από τα κόμματα είτε ήταν πολιτικά κοντά σε αυτά. Αν και το DDP δεν ήταν μέλος του κυβερνητικού συνασπισμού, ο Λούτερ διατήρησε τον Otto Gessler στο Υπουργείο Οικονομικών (Reichswehrministerium)[9].

Όταν ο Έμπερτ πέθανε στις 28 Φεβρουαρίου, ο Λούτερ ανέλαβε προσωρινά τον ρόλο του αρχηγού του κράτους εν αναμονή της εκλογής διαδόχου. Οι προεδρικές εκλογές έφεραν κάποιες εντάσεις στο συνασπισμό που στήριζε το υπουργικό συμβούλιο. Ο Λούτερ προσπάθησε να πείσει τον Walter Simons, πρόεδρο του Ανωτάτου Δικαστηρίου (Reichsgericht), να ζητήσει από τους δύο υποψηφίους για τον δεύτερο γύρο της ψηφοφορίας να αποτραβηχθούν και να αποδεχθούν τον Simons ως συμβιβαστική υποψηφιότητα του κέντρου. Ωστόσο, ο Simons αρνήθηκε και έτσι εξελέγη ο Πάουλ φον Χίντενμπουργκ[9].

Κατά τη διάρκεια της σχετικά σύντομης θητείας του, ο Λούτερ και το υπουργικό του συμβούλιο κατάφεραν να πετύχουν την ψήφιση πολλών σημαντικών νόμων και διεθνών συνθηκών. Στο εξωτερικό εμπόριο, η μονομερής ρήτρα ευνοούμενου κράτους που ρύθμιζε το εμπόριο μεταξύ των Συμμάχων και της Γερμανίας έπαυσε στις 10 Ιανουαρίου 1925, αποκαθιστώντας έτσι την κρατική κυριαρχία της Γερμανίας στην εμπορική πολιτική. Ο τιμολογιακός νόμος που τέθηκε σε ισχύ στις 12 Αυγούστου 1925 καθόρισε τιμολόγια για τη βιομηχανία και τη γεωργία που βασίζονταν στους δασμολογικούς συντελεστές των προπολεμικών ετών. Εμπορικές συνθήκες διαπραγματεύτηκαν με το Ηνωμένο Βασίλειο, τη Σοβιετική Ένωση, τη Γαλλία, την Ισπανία και την Ιταλία. Στην εγχώρια φορολογική πολιτική, μια φορολογική μεταρρύθμιση επέφερε ελάφρυνση, καθώς μειώθηκαν οι φόροι εισοδήματος, κεφαλαίου, μεταβίβασης γης, καθώς και ο φόρος χαρτοσήμου και ο φόρος επί των πωλήσεων. Στην εξωτερική πολιτική, το υπουργικό συμβούλιο διαπραγματεύθηκε τις Συνθήκες του Λοκάρνο με το Ηνωμένο Βασίλειο, το Βέλγιο, τη Γαλλία και την Ιταλία (Οκτώβριος 1925), γεγονός που άνοιξε το έδαφος για την ένταξη της Γερμανίας στην Κοινωνία των Εθνών (Σεπτέμβριος 1926). Οι υπουργοί του DNVP αποχώρησαν από το υπουργικό συμβούλιο σε ένδειξη διαμαρτυρίας για το Λοκάρνο, αναγκάζοντας τον Λούτερ να σχηματίσει νέα κυβέρνηση που ανέλαβε καθήκοντα τον Ιανουάριο του 1926. Αυτή η κυβέρνηση διαπραγματεύτηκε και το Σύμφωνο Φιλίας και Ουδετερότητας (Freundschafts- und Neutralitätsvertrag) με την Σοβιετική Ένωση[9].

Στην κοινωνική πολιτική πραγματοποιήθηκαν ορισμένες μεταρρυθμίσεις στην κοινωνική ασφάλιση κατά τη θητεία του Λούτερ ως καγκελαρίου. Με διάταγμα που εκδόθηκε από τον Υπουργό Εργασίας του Ράιχ τον Μάιο του 1925, επεκτάθηκε η κάλυψη ασφάλισης ατυχημάτων σε έντεκα επαγγελματικές ασθένειες[12], ενώ νόμος του Ιουλίου 1925 επέκτεινε την κάλυψη των αποζημιώσεων των εργαζομένων σε όλα τα ατυχήματα που συνέβησαν κατά την μετακίνηση από και προς τους χώρους εργασίας και τον ίδιο μήνα εισήχθη επαγγελματική φροντίδα. Επιπλέον, ένα διάταγμα του Μαΐου 1925 καθόρισε αποζημίωση για επαγγελματικές ασθένειες[13].

Ο Λούτερ αποφάσισε οικειοθελώς να παραιτηθεί αφού η πλειοψηφία του Ράιχσταγκ απέσυρε την εμπιστοσύνη της στις 12 Μαΐου 1926, αφού ζήτησε από τον Χίντενμπουργκ να εκδώσει το Προεδρικό Διάταγμα περί Σημαίας (Flaggen-Verordnung, 5 Μαΐου 1926), το οποίο διέτασσε τις γερμανικές πρεσβείες και προξενεία να αναρτούν όχι μόνο την επίσημη μαύρη-κόκκινη-χρυσή κρατική σημαία (Reichsflagge) αλλά και τη μαύρη-άσπρη-κόκκινη εμπορική σημαία (Handelsflagge). Τον διαδέχτηκε ο Βίλχελμ Μαρξ (Wilhelm Marx[9]).

Περαιτέρω σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το καλοκαίρι του 1926, ο Λούτερ εξελέγη στο εποπτικό συμβούλιο των Κρατικών Σιδηροδρόμων (Reichsbahn). Στα τέλη του 1928 έφυγε, για να παραχωρήσει την θέση του σε εκπρόσωπο του Ελεύθερου Κράτους της Πρωσίας. Τον Μάρτιο του 1929 έγινε μέλος του διοικητικού συμβουλίου της Ένωσης Γερμανικών Στεγαστικών Τραπεζών (Gemeinschaftsgruppe deutscher Hypothekenbanken). Επίσης, εντάχθηκε στο DVP. Το 1928/29, ο Λούτερ δραστηριοποιήθηκε επίσης στην «Ένωση για την Ανανέωση του Ράιχ» (Bund zur Erneuerung des Reiches) και έγινε ο πρώτος πρόεδρός της τον Ιανουάριο του 1928. Η Ένωση εργάστηκε για την μεταρρύθμιση της ομοσπονδιακής δομής του Ράιχ, ιδίως για το πρόβλημα της δεσπόζουσας θέσης της Πρωσίας σε σχέση με τα άλλα ομόσπονδα κράτη[9].

Στις 11 Μαρτίου 1930, ο Λούτερ διορίστηκε διάδοχος του Χιάλμαρ Σαχτ ως Διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας (Reichsbank). Για να εξασφαλίσει την ανεξαρτησία της, παραιτήθηκε από κάθε άλλη θέση και αποχώρησε και από το DVP. Ο Λούτερ υποστήριξε την πολιτική αποπληθωρισμού του Χάινριχ Μπρύνινγκ από πίστη και πεποίθηση. Κατά την διάρκεια της γερμανικής τραπεζικής κρίσης τον Ιούνιο/Ιούλιο του 1931, διευκόλυνε με νομικά και οικονομικά μέσα τις τράπεζες να αποπληρώσουν τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που χρωστούσαν σε ξένους πιστωτές. Η κριτική από την πλευρά των τραπεζών, συμπεριλαμβανομένου του αιτήματος για παραίτησή του, ήταν αβάσιμη και ασκήθηκε κυρίως για να κρύψει την ευθύνη των ίδιων των τραπεζών για την κατάστασή τους[9]. Το βράδυ της 9ης Απριλίου 1932 ο Λούτερ πυροβολήθηκε σε αποβάθρα του σιδηροδρομικού σταθμού του Πότσδαμ και τραυματίστηκε στον ώμο. Οι δράστες είχαν προηγουμένως γράψει μια επιστολή, στην οποία επέκριναν την νομισματική πολιτική του[14].

Αφού οι Ναζί κατέκτησαν την εξουσία το 1933, ο Λούτερ παραιτήθηκε από τη θέση του στις 16 Μαρτίου 1933 κατ'απαίτηση του Χίτλερ. Του προσφέρθηκε ωστόσο η θέση του πρέσβη στην Ουάσινγκτον, την οποία αποδέχτηκε[9].

Το 1933 ο Λούτερ έδωσε διάλεξη στο Πανεπιστήμιο Κολούμπια. Στην ομιλία του τόνισε τις «ειρηνικές προθέσεις» του Χίτλερ προς τους ευρωπαίους γείτονές του. Ο Nicholas Murray Butler, Πρύτανης του Πανεπιστημίου, απέρριψε τις εκκλήσεις φοιτητών να ακυρωθεί η πρόσκλησή του, αποκαλώντας το αίτημα «αντιφιλελεύθερο» και τονίζοντας την σημασία της ακαδημαϊκής ελευθερίας[15].

Το 1937 αποχώρησε από την ενεργό δημόσια υπηρεσία (im einstweiligen Ruhestand) και το 1942 αποσύρθηκε πλήρως[9][11].

Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, ο Λούτερ ανέλαβε διαχειριστής της Merck Finck & Co., ιδιωτικής τράπεζας στο Μόναχο, το 1948/49. Υπηρέτησε επίσης ως μέλος του εποπτικού συμβουλίου της Τράπεζας Bayerischen Hypotheken und Wechselbank. Το 1952, η Σχολή Πολιτικών Επιστημών του Μονάχου (Hochschule für politische Wissenschaften) τον αναγόρευσε επίτιμο καθηγητή. Τα έτη 1952 – 1955, ο Λούτερ ήταν ο πρόεδρος της επιτροπής εμπειρογνωμόνων για την εδαφική αναδιάρθρωση της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας (Sachverständigen-Ausschuss für die Neugliederung des Bundesgebiets). Το 1958 έγινε πρόεδρος του επανιδρυθείσας Ένωσης για τον Γερμανισμό στο Εξωτερικό (Verein für das Deutschtum im Ausland) [9][11].

Πέθανε στο Ντίσελντορφ στις 11 Μαΐου 1962[9].

Έργα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Feste Mark - Solide Wirtschaft, 1924
  • Von Deutschlands eigener Kraft, 1928
  • Die Stabilisierung der deutschen Währung, στις: 10. Jahrbuch deutscher Geschichte, 1928
  • Nur scheinbar σε eigener Sache, στο: Mitteilungen der List Gesellschaft, Fase. 2, Nr. 2, 1959
  • Das Wahlrecht dem Wähler, 1959
  • Im Dienste des Städtetages, 1959.
  • Politiker ohne Partei, 1960
  • Vor de Abgrund 1930-1933, 1964

Αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 26  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12817063m. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 www.dhm.de/lemo/biografie/hans-luther.
  4. «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Hans-Luther. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  5. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 31  Δεκεμβρίου 2014.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb12817063m. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  7. Ανακτήθηκε στις 8  Ιουλίου 2019.
  8. Ανακτήθηκε στις 9  Ιουλίου 2019.
  9. 9,00 9,01 9,02 9,03 9,04 9,05 9,06 9,07 9,08 9,09 9,10 9,11 9,12 9,13 9,14 9,15 9,16 «Biografie Hans Luther (German)». Bayerische Nationalbibliothek. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2015. 
  10. «Biografie Hans Luther (German)». Deutsches Historisches Museum. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2015. 
  11. 11,0 11,1 11,2 «Biografie Hans Luther (German)». Bundesarchiv. Ανακτήθηκε στις 19 Ιανουαρίου 2015. 
  12. Lawrence, Weisz (1998). Greater Than the Parts: Holism in Biomedicine, 1920-1950. ISBN 9780195109047. 
  13. Farm labor in Germany, 1810-1945; its historical development within the framework of agricultural and social policy by Frieda Wunderlich
  14. Knut Borchardt: Das Attentat auf Luther 1932. In: Karl Dietrich Bracher et al. (editors): Staat und Parteien. Festschrift zum 65. Geburtstag von Rudolf Morsey. Duncker & Humblot, Berlin 1992, S. 689–709
  15. "DR. BUTLER REFUSES TO BAR NAZI ENVOY; Columbia Head Rejects Plea by Students to Cancel Dr. Luther's Address. CALLS REQUEST ILLIBERAL Stresses Need for Academic Freedom – Club Is Reported Planning Demonstration.", The New York Times, 20 November 1933. Accessed 28 August 2008.

Περαιτέρω ανάγνωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]