Φυγή στη Βαρέν
Η βασιλική φυγή στη Βαρέν κατά τη διάρκεια της νύχτας της 20ης προς 21η Ιουνίου του 1791 ήταν ένα σημαντικό επεισόδιο της Γαλλικής Επανάστασης κατά το οποίο ο βασιλιάς Λουδοβίκος ΙΣΤ' της Γαλλίας, η βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα και η αυλή τους, προσπάθησαν ανεπιτυχώς να διαφύγουν από το Παρίσι για να φθάσουν στο βασιλικό προπύργιο του Μονμεντί, κοντά στα σύνορα με το Βέλγιο, από το οποίο ο βασιλιάς ήλπιζε να ηγηθεί μιας αντεπανάστασης με τα φιλοβασιλικά στρατεύματα που ήταν συγκεντρωμένα εκεί. Έφτασαν μόνο μέχρι τη μικρή κοινότητα Βαρέν, όπου συνελήφθησαν αφού είχαν αναγνωριστεί στην προηγούμενη στάση τους στο Σαιντ-Μενού.
Το περιστατικό αυτό αποτέλεσε σημείο καμπής, μετά το οποίο η λαϊκή εχθρότητα προς τη γαλλική μοναρχία ως θεσμό, καθώς και προς τον βασιλιά και τη βασίλισσα ως άτομα, έγινε πολύ πιο έντονη. Η απόπειρα φυγής του βασιλιά προκάλεσε κατηγορίες για προδοσία που τελικά οδήγησαν στη δίκη και εκτέλεσή του το 1793.
Η απόδραση απέτυχε εξαιτίας σειράς ατυχιών, καθυστερήσεων, παρερμηνειών και κακών κρίσεων που οφείλονταν στην αναποφασιστικότητα του βασιλιά, ο οποίος επανειλημμένα ανέβαλε το χρονοδιάγραμμα, επιτρέποντας στα μικρά προβλήματα να γίνουν μεγάλα. Επιπλέον, υπερεκτίμησε τη λαϊκή υποστήριξη προς την παραδοσιακή μοναρχία, πιστεύοντας λανθασμένα ότι μόνο οι Παριζιάνοι ριζοσπάστες υποστήριζαν την επανάσταση και ότι το σύνολο του πληθυσμού ήταν υπέρ αυτού. Ίσως το πιο μοιραίο να ήταν ότι θεώρησε ότι απολάμβανε την εύνοια των αγροτών κάτι που όμως δεν ίσχυε αφού οι αγρότες τον αναγνώρισαν και τον συνέλαβαν.[1]
Η φυγή του βασιλιά ήταν τραυματική για τη Γαλλία, προκαλώντας διάφορες αντιδράσεις από ανησυχία μέχρι βία και πανικό καθώς όλοι γνώριζαν ότι η ξένη παρέμβαση ήταν επικείμενη.
Το γεγονός προκάλεσε τη διάσπαση της Λέσχης των Ιακωβίνων, οι οποίοι πίεζαν για την ανατροπή του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ και την εγκαθίδρυση αβασίλευτης δημοκρατίας. Τα μέλη που διαφωνούσαν, αποχώρησαν και ίδρυσαν τη Λέσχη των Φεγιαντίνων, που ήταν αντίθετοι με την ανατροπή του βασιλιά, παρά τη φυγή του, και υπέρ της εγκαθίδρυσης συνταγματικής μοναρχίας.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αναποφάσιστη στάση του Λουδοβίκου ΙΣΤ' ήταν μία από τις αιτίες της βίαιης μετεγκατάστασης της βασιλικής οικογένειας από το παλάτι των Βερσαλλιών στο παλάτι του Κεραμεικού στο Παρίσι στις 6 Οκτωβρίου 1789 μετά τις ημέρες της 5ης και 6ης Οκτωβρίου 1789 με την πορεία των γυναικών στις Βερσαλλίες. Η μετεγκατάσταση φαίνεται να παρέλυσε συναισθηματικά τον βασιλιά, που άφησε πολλές σημαντικές αποφάσεις στην πολιτικά ανεκπαίδευτη βασίλισσα. Στις 28 Φεβρουαρίου του 1791, ενώ ο μαρκήσιος ντε Λαφαγιέτ χειριζόταν μια σύγκρουση στη Βενσέν, εκατοντάδες φιλοβασιλικοί πήγαν στο παλάτι του Κεραμεικού για να διαδηλώσουν την υποστήριξη της βασιλικής οικογένειας και εκδιώχθηκαν από το παλάτι από τους Εθνοφρουρούς.
Στόχοι της φυγής
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο επιδιωκόμενος στόχος της ανεπιτυχούς φυγής ήταν να προσφέρει στον βασιλιά μεγαλύτερη ελευθερία δράσης και προσωπικής ασφάλειας από ό,τι στο Παρίσι.[2] Στο Μονμεντί, είχε συγκεντρωθεί μια δύναμη 10.000 ανδρών του παλιού βασιλικού στρατού που ήταν ακόμα πιστοί στη μοναρχία.[3] Ο διοικητής τους Ντε Μπουιγιέ είχε δραστηριοποιηθεί στην καταστολή μιας σοβαρής ανταρσίας στο Νανσί το 1790. Τα στρατεύματα υπό τη διοίκησή του περιλάμβαναν δύο ελβετικά και τέσσερα γερμανικά μισθοφορικά συντάγματα, τα οποία θεωρούνταν πιο αξιόπιστα από τους Γάλλους στρατιώτες.[4] Σε μια επιστολή που συντάχθηκε για παρουσίαση στη Δίαιτα των Ελβετικών Καντονιών στη Ζυρίχη, ο φιλοβασιλικός βαρώνος ντε Μπρετέιγ δήλωσε ότι «η Αυτού Μεγαλειότητα επιθυμεί να έχει τέτοιες επιβλητικές δυνάμεις στη διάθεσή του ώστε ακόμη και οι πιο τολμηροί επαναστάτες να μην έχουν άλλη επιλογή παρά να υποταχθούν». Η προσδοκία του βασιλικού περιβάλλοντος ήταν ότι «πολυάριθμοι πιστοί όλων των τάξεων» θα ζητούσαν την αποκατάσταση των δικαιωμάτων του θρόνου και ότι η κατάσταση θα οδηγούνταν στην ομαλότητα χωρίς την ανάγκη εμφυλίου πολέμου ή ξένης εισβολής.[5]
Οι μακροπρόθεσμοι πολιτικοί στόχοι του βασιλικού ζευγαριού και των πλησιέστερων συμβούλων τους παραμένουν ασαφείς. Ένα λεπτομερές έγγραφο με τίτλο «Δήλωση προς τον Γαλλικό Λαό» που προετοίμασε ο βασιλιάς για παρουσίαση στην Εθνοσυνέλευση και το άφησε πίσω του φεύγοντας από το ανάκτορο του Κεραμεικού δείχνει ότι ο προσωπικός του στόχος ήταν η επιστροφή στις παραχωρήσεις και τους συμβιβασμούς που είχε κάνει στο τέλος Ιουνίου 1789, πριν από την εκδήλωση βίας στο Παρίσι και την άλωση της Βαστίλης. Η ιδιωτική αλληλογραφία της Μαρίας Αντουανέτας κινούνταν σε πιο αντιδραστική γραμμή που επιδίωκε την αποκατάσταση της παλιάς μοναρχίας χωρίς παραχωρήσεις και ανέφερε ότι θα δίνονταν χάρη σε όλους, εκτός από την επαναστατική ηγεσία και την πόλη του Παρισιού «αν δεν επιστρέψει στην παλιά τάξη».[6]
Η φυγή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πιεζόμενος από τη βασίλισσα, ο Λουδοβίκος εξέθεσε τον εαυτό του και την οικογένειά του σε μια καταστροφική απόπειρα απόδρασης από την πρωτεύουσα προς τα ανατολικά σύνορα στις 21 Ιουνίου 1791. Η γκουβερνάντα του δελφίνου, μαρκησία ντε Τουρζέλ, πήρε τον ρόλο Ρωσίδας βαρόνης, η βασίλισσα και η αδελφή του βασιλιά Ελισάβετ είχαν τους ρόλους της γκουβερνάντας και της νοσοκόμας αντίστοιχα, ο βασιλιάς ήταν βαλές και τα παιδιά παρουσιάζονταν ως παιδιά της μαρκησίας. Η βασιλική οικογένεια έφυγε από το παλάτι του Κεραμεικού περίπου τα μεσάνυχτα. Η απόδραση σχεδιάστηκε σε μεγάλο βαθμό από τους έμπιστους της βασίλισσας, τον Σουηδό κόμη Φέρσεν και τον βαρώνο ντε Μπρετέιγ, οι οποίοι είχαν την υποστήριξη του Σουηδού βασιλιά Γουσταύου Γ'. Ο Φέρσεν είχε προτείνει να χρησιμοποιήσουν δύο ελαφρές άμαξες που δεν θα κινούσαν την προσοχή και θα έκαναν το ταξίδι 300 περίπου χιλιομέτρων προς το Μονμεντί σχετικά γρήγορα. Αυτό θα συνεπαγόταν τον χωρισμό της βασιλικής οικογένειας, οπότε η πρότασή του δεν έγινε αποδεκτή και οι βασιλείς αποφάσισαν να χρησιμοποιήσουν μια πολυτελή και βαριά άμαξα με έξι άλογα, που είχε το μειονέκτημα ότι θα κινούσε την προσοχή.[7]
Αποκάλυψη και σύλληψη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Λόγω της σωρευτικής επίδρασης της αργής εξέλιξης, των λανθασμένων υπολογισμών του χρόνου, της έλλειψης μυστικότητας και της ανάγκης να επισκευαστούν εξαρτήματα της άμαξας που υπέστησαν φθορά [8], η βασιλική οικογένεια συνάντησε εμπόδια στην απόπειρα διαφυγής μετά την αναχώρηση της από το Παρίσι. Ο ίδιος ο Λουδοβίκος συνομίλησε με αγρότες ενώ άλλαζαν άλογα και η Μαρία Αντουανέτα έδωσε ασημένια πιάτα σε έναν εξυπηρετικό τοπικό αξιωματούχο σε κάποια άλλη στάση. Αναφέρεται ότι οι κάτοικοι του Σαλόν τους αναγνώρισαν και χειροκρότησαν το βασιλικό ζεύγος. Επτά αποσπάσματα ιππικού που είχαν τοποθετηθεί κατά μήκος της προβλεπόμενης διαδρομής αποσύρθηκαν ή εξουδετερώθηκαν από επαγρυπνούντα και φιλύποπτα πλήθη πριν το μεγάλο και αργά κινούμενο όχημα που χρησιμοποιούσε το βασιλικό ζεύγος φτάσει σε αυτά. Τέλος, ο Ζαν-Μπατίστ Ντρουέ, διευθυντής του σταθμού ανεφοδιασμού αλόγων του Σαιντ-Μενού, αναγνώρισε τον βασιλιά από το πορτραίτο του σε ένα τραπεζογραμμάτιο που είχε στην κατοχή του. Ο βασιλιάς και η οικογένειά του συνελήφθησαν τελικά στην πόλη Βαρέν, 55 χιλιόμετρα από τον προορισμό τους,[9] την ισχυρά οχυρωμένη βασιλική ακρόπολη του Μονμεντί.[7]
Περιορισμός και αποκατάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν η βασιλική οικογένεια τελικά υποχρεώθηκε να επιστρέψει φρουρούμενη στο Παρίσι, το επαναστατημένο πλήθος υποδέχθηκε τη βασιλική άμαξα με ασυνήθιστη σιωπή. Η βασιλική οικογένεια περιορίστηκε στο παλάτι του Κεραμεικού. Από αυτή τη στιγμή, η κατάργηση της μοναρχίας και η εγκαθίδρυση μιας δημοκρατίας κατέστη όλο και πιθανότερη. Η αξιοπιστία του βασιλιά ως συνταγματικού μονάρχη είχε υπονομευθεί σοβαρά από την απόπειρα διαφυγής.
Η Συντακτική Εθνοσυνέλευση αποφάσισε ότι ο βασιλιάς θα μπορούσε να αποκατασταθεί στην εξουσία αν συμφωνούσε στο σύνταγμα. Ωστόσο, διάφορες πολιτικές παρατάξεις στο Παρίσι, όπως οι Κορδελιέροι και οι Ιακωβίνοι, διαφώνησαν και έκαναν διαδήλωση στο Πεδίον του Άρεως. Η διαδήλωση πήρε βίαιη τροπή, με αποτέλεσμα τη σφαγή του Πεδίου του Άρεως.
Υπό την επίδραση της Μαρίας Αντουανέτας, ο Λουδοβίκος συγκατατέθηκε στις συμβουλές μετριοπαθών συνταγματολόγων, υπό την ηγεσία του Αντουάν Μπαρνάβ, να εφαρμόσει πλήρως το Σύνταγμα του 1791, το οποίο ορκίσθηκε να τηρήσει. Συγχρόνως όμως, μυστικά, δεσμεύτηκε σε μια πολιτική συγκεκαλυμμένης αντεπανάστασης.
Από το φθινόπωρο του 1791, ο βασιλιάς στήριζε πλέον τις ελπίδες του για πολιτική σωτηρία στις αμφίβολες προοπτικές ξένης επέμβασης. Παράλληλα, στη Νομοθετική Συνέλευση ενθάρρυνε την παράταξη των Γιρονδίνων, οι οποίοι ήταν υπέρ της κήρυξης πολέμου με την Αυστρία.
Κατάλυση της μοναρχίας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η αποτυχημένη απόπειρα διαφυγής του βασιλιά ανησύχησε πολλούς άλλους Ευρωπαίους μονάρχες, που φοβήθηκαν ότι η επαναστατική ορμή θα εξαπλωνόταν στις χώρες τους και θα οδηγούσε την αστάθεια έξω από τη Γαλλία. Οι σχέσεις μεταξύ της Γαλλίας και των γειτόνων της, οι οποίες ήταν ήδη τεταμένες λόγω της επανάστασης, επιδεινώθηκαν ακόμη περισσότερο με κάποια υπουργεία εξωτερικών να ζητούν πόλεμο κατά της επαναστατικής κυβέρνησης.
Το ξέσπασμα του πολέμου με την Αυστρία τον Απρίλιο του 1792, οι αρχικές γαλλικές ήττες και η δημοσίευση του μανιφέστου του Μπράουνσβαϊγκ, του Πρώσου διοικητή των Συμμαχικών δυνάμεων Αυστρίας και Πρωσίας Κάρολου, δούκα του Μπράουνσβαϊγκ, με το οποίο απειλούσε ότι, εάν η ασφάλεια της γαλλικής βασιλικής οικογένειας απειληθεί, τότε θα επέλθει καταστροφή του Παρισιού, όξυναν την κατάσταση. Κατόπιν αυτού, η πολιτοφυλακή της Κομμούνας του Παρισιού και εθελοντές από τη Μασσαλία και τη Βρετάνη επιτέθηκαν στο παλάτι του Κεραμεικού στις 10 Αυγούστου 1792.[10]
Η επίθεση αυτή με τη σειρά της οδήγησε στην αναστολή των εξουσιών του βασιλιά από τη Νομοθετική συνέλευση, η οποία προκήρυξε εκλογές για νέα Συνέλευση, τη Συμβατική. Ακολούθησε η κατάλυση της μοναρχίας και η κήρυξη της Πρώτης Γαλλικής Δημοκρατίας στις 21 Σεπτεμβρίου. Το Νοέμβριο, η απόδειξη των μυστικών επαφών του Λουδοβίκου ΙΣΤ' με τον αποθανόντα επαναστάτη πολιτικό Μιραμπώ και των αντεπαναστατικών του ενεργειών με ξένους βρέθηκε σε μία μυστική σιδερένια ντουλάπα, στο παλάτι του Κεραμεικού. Τώρα δεν ήταν πλέον δυνατό να ισχυρισθεί κανείς ότι οι μεταρρυθμίσεις της Γαλλικής Επανάστασης είχαν γίνει με την ελεύθερη συγκατάθεση του βασιλιά. Κάποιοι Δημοκρατικοί ζήτησαν τον άμεσο θάνατο του, άλλοι τη δίκη του για προδοσία και συνεργασία με τους εχθρούς του γαλλικού έθνους. Στις 3 Δεκεμβρίου, αποφασίστηκε ότι ο Λουδοβίκος ΙΣΤ', ο οποίος μαζί με την οικογένεια του είχε φυλακιστεί από τις 10 Αυγούστου, έπρεπε να δικαστεί για προδοσία. Εμφανίστηκε δύο φορές, στις 11 και 23 Δεκεμβρίου, ενώπιον της Συμβατικής Εθνοσυνέλευσης.
Ο Λουδοβίκος ΙΣΤ' καταδικάστηκε και καρατομήθηκε στην γκιλοτίνα στις 21 Ιανουαρίου 1793. Εννέα μήνες αργότερα, η Μαρία Αντουανέτα καταδικάστηκε επίσης για προδοσία και εκτελέστηκε στις 16 Οκτωβρίου.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Timothy Tackett, When the King Took Flight (2003) ch. 3
- ↑ Cobb, Richard; Jones, Colin, eds. (1988). Voices of the French Revolution. Harpercollins. p. 114. ISBN 0881623385.
- ↑ Price, Monro. The Fall of the French Monarchy. p. 170. ISBN 0-330-48827-9.
- ↑ Tozzi, Christopher J. Nationalizing France's Army. pp. 62–63. ISBN 9780813938332.
- ↑ Price, Monro. The Fall of the French Monarchy. pp. 176–77. ISBN 0-330-48827-9.
- ↑ Price, Monro. The Fall of the French Monarchy. pp. 193–94. ISBN 0-330-48827-9.
- ↑ 7,0 7,1 Richard Cavendish, p. 8, "History Today", June 2016
- ↑ Price, Monro. The Fall of the French Monarchy. pp. 173–175. ISBN 0-330-48827-9.
- ↑ . «distance.to/Varennes-en-Argonne».
- ↑ McPhee, Peter (2002). The French Revolution 1789–1799. Oxford: Oxford University Press. p. 96. ISBN 0-199-24414-6.