Τάγμα του Παναγίου Τάφου

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Το Τάγμα του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ είναι μοναχικό τάγμα, το οποίο ιδρύθηκε από τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν μετά την κατάληψη της Ιερουσαλήμ το 1099. Αποτελούμενο από κανονικούς, το τάγμα αυτό έχει ως αποστολή την προστασία του Παναγίου Τάφου, αλλά και τη διεξαγωγή των θρησκευτικών τελετουργιών στον χώρο. Με την επέκταση των κατακτήσεων στους Αγίους Τόπους, το τάγμα αναπτύχθηκε επεκτείνοντας την αποστολή του για την προστασία των χώρων λατρείας στο σύνολο των εδαφών του Φράγκικου Βασιλείου της Ιερουσαλήμ.

Με τον χαμό των Λατινικών Κρατών της Ανατολής, το τάγμα αναδιπλώθηκε στην Ευρώπη. Ήταν το 1489 που ο Πάπας Ιννοκέντιος Η΄ αποφάσισε τη διάλυση του τάγματος και την απορρόφησή του από το Τάγμα του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένοι ιστορικοί-αντικέρηδες του 19ου αιώνα, ως συνέχεια των ιστοριογράφων του Τάγματος του Παναγίου Τάφου επιθυμούσαν να δώσουν στο Τάγμα μια, σχεδόν μυθική, καταβολή, ενώ μία καλύτερη επανάγνωση των πηγών, το καθιστά ως ένα τάγμα το οποίο ιδρύθηκε στους Αγίους Τόπους από τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν, στην καλύτερη των περιπτώσεων, το 1099.

Μυθικοί Ιδρυτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πλάνο του πρώτου επιπέδου της εκκλησίας του Αγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ

Ενότητα βασισμένη στην πηγή του A. Damien[1]

Επιστρέφοντας από τους Αγίους Τόπους μετά τον χαμό των Λατινικών Κρατών της Ανατολής, οι πρώτοι ιστορικοί του τάγματος του βρήκαν τρεις λαμπρές προσωπικότητες ως ιδρυτές : τον απόστολο Ιάκωβο, την Αυτοκράτειρα Ελένη και τον Αυτοκράτορα Καρλομάγνο, οι οποίοι ήταν συνδεδεμένοι με τον Άγιο Τάφο, με τον έναν ή με τον άλλο τρόπο.

Ο Απόστολος Ιάκωβος, τον οποίον τα Ευαγγέλια αποκαλούν ως τον « αδερφό του Κυρίου », έγινε, μετά τον θάνατο του Ιησού, υπεύθυνος της χριστιανικής κοινότητας της Ιερουσαλήμ, της οποίας και θεωρείται ως ο πρώτος επίσκοπος. Οι Κανονικές του Παναγίου Τάφου τον θεωρούν ως ιδρυτή τους και του αποδίδουν την ιδέα του ορισμού μιας ομάδας περιφρούρησης του Τάφου του Ιησού.

Η Αυτοκράτειρα Ελένη, μητέρα του Κωνσταντίνου, διέμεινε στην Ιερουσαλήμ το 326, προτού αποσυρθεί στη Βιθυνία. Η καθολική παράδοση τη θεωρεί ως την εμπνεύστρια της ιδέας της ανέγερσης της Εκκλησίας του Παναγίου Τάφου, κατεδαφίζοντας ναό προς τιμήν της Αφροδίτης, τον οποίον ο Αυτοκράτορας Αδριανός είχε κατασκευάσει στον χώρο. Είναι με αυτή την ευκαιρία που η Ελένη θα πραγματοποιήσει μια σημαντική ανακάλυψη για τη χριστιανική θρησκεία με την ανακάλυψη του Αληθινού Σταυρού. Θεωρείται, συνεπώς, λογικός ο ορισμός της ως ιδρύτρια του Τάγματος από τους ιππότες του 16ου αιώνα. Άλλωστε, συχνά αναπαριστάται με την ένδυση των Κανονικών του Αγίου Τάφου.

Ο Καρλομάγνος απέστειλε δύο πρεσβείες στον χαλίφη της Βαγδάτης, ζητώντας ένα φράγκικο προτεκτοράτο στους Αγίους Τόπους. Η geste du roi, ένα επικό άσμα, διηγείται τις μυθικές του περιπέτειες στη Μεσόγειο και το προσκύνημά του στην Ιερουσαλήμ. Ήταν επίσης λογικό να θεωρηθεί ως ιδρυτής του τάγματος.

Ίδρυση από τον Γοδεφρείδο του Μπουιγιόν[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν με ένδυση κήρυκα, φέροντας τα διακριτικά του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ

Στη διάρκεια της Α΄ Σταυροφορίας, ο Δούκας της Κάτω Λοθαριγγίας, Γοδεφρείδος του Μπουιγιόν, ήταν στις πρώτες γραμμές των επιτιθεμένων κατά την Άλωση της Ιερουσαλήμ το 1099. Οι δύο πρώτοι ήταν οι Λετόλδος και Γιλβέρτος του Τουρναί, κι έπειτα ήρθε ο Γοδεφρείδος με τον αδερφό του Ευστάθιο.[2] Μετά την κατάληψη της πόλης, οι Σταυροφόροι του προσέφεραν το Στέμμα του Βασιλιά της Ιερουσαλήμ, τον οποίο, όμως, αρνήθηκε, λέγοντας ότι αδυνατούσε να φορέσει χρυσό στέμμα στο μέρος όπου ο Ιησούς Χριστός είχε υποχρεωθεί να φορέσει ακάνθινο[Note 1]. Αποδέχτηκε τότε τον τίτλο του Υπερασπιστή του Αγίου Τάφου με τον τίτλο του βαρόνου.[4]

Ήταν ως Υπερασπιστής του Αγίου Τάφου, που ίδρυσε, με βάση μία σύνοδο κανονικών που είχε ιδρύσει στην Αμβέρσα πριν από την αναχώρησή του για τη Σταυροφορία, μια σύναξη του Αγίου Τάφου για την προστασία του Τάφου του Χριστού και την οργάνωση της πνευματικής ζωής, καθώς και τη βοήθεια στον Πατριάρχη για το έργο του.[4]

Γύρω από αυτή τη σύναξη συσπειρώθηκαν σε μια αδελφότητα άνδρες και γυναίκες πιστοί που αποτέλεσαν κάτι σαν ένα τρίτο τάγμα. Σταυροφόροι, οι οποίοι είχαν παραμείνει στους Αγίους Τόπους, προσέφεραν, σταδιακά, τις ένοπλες υπηρεσίες τους στους κανονικούς για την προστασία και υπεράσπιση του Αγίου Τάφου και της σύναξης ως donat, δηλαδή μιας μορφής λαϊκών, οι οποίοι είχαν « αφιερωθεί » στη θρησκεία.[4]

Η σύναξη αποτελείτο από είκοσι έγκλειστους κανονικούς, οι οποίοι συζούσαν ως μοναστική κοινότητα. Υιοθετώντας τον Κανόνα του Αγίου-Αυγουστίνου το 1114, η σύναξη μετατράπηκε σε κανονικό τάγμα υπό την ονομασία του Τάγματος του Παναγίου Τάφου, έχοντας λάβει την αναγνώριση του Πάπα Πασχάλη Β΄. Οι milites sancti Sepulcri, οι ένοπλοι donats, είχαν, τότε, διπλή εξάρτηση, μια θρησκευτική εξάρτιση από τους κανονικούς και μια ελεήμονα εξάρτηση από τους Οσπιταλιέρους που τους συντηρούσαν.[5]

Ανάπτυξη του Τάγματος στους Αγίους Τόπους[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε έναν πρώτο χρόνο, η επιτυχία των Φράγκων Σταυροφόρων έδωσε την ευκαιρία ανάπτυξης του συνόλου των Ταγμάτων των Αγίων Τόπων, όπως το Τάγμα των Οσπιταλιέρων του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ, το οποίο ιδρύθηκε από τον Αδερφό Γεράρδο κατά το 1080 και επισημοποιήθηκε από μια βούλα του Πασχάλη Β΄ το 1113[6] ή το Στρατιωτικό Τάγμα του Ναού το οποίο ιδρύθηκε από τον Ούγο ντε Παιν το 1120 στη διάρκεια του Σύνοδο της Ναμπλούς.[7] Προτού ιδρύσει τους « πτωχούς ιππότες του Χριστού και του Ναού του Σολομώντα », ο Ούγος ντε Παιν είναι σχετικά σίγουρο ότι ήταν μέλος των milites sancti Sepulcri από το 1115.[5] Όπως αυτά τα Τάγματα, το Τάγμα του Παναγίου Τάφου, από τη μια πλευρά, και οι milites sancti Sepulcri, από την άλλη, αναπτύχθηκαν σε εγκαταστάσεις και αριθμό.

Έχοντας πιστοποιηθεί ως θρησκευτικό τάγμα, το Τάγμα του Παναγίου Τάφου ίδρυσε μετόχια σε όλα τα Λατινικά Κράτη της Ανατολής εγκαθιστάμενο στη Γιάφα, στην Άκρα, το Όρος των Ελαιών, τη Βηθλεέμ, το Όρος Θαβώρ, μεταξύ άλλων. Οι Πατριάρχες της Ιερουσαλήμ, τους οποίους υπηρετούσαν οι κανονικοί, ήταν μεταξύ των μεγαλύτερων ιδιοκτητών γαιών του Βασιλείου της Ιερουσαλήμ, με περισσότερο από το ένα τέταρτο της Αγίας Πόλης να τους ανήκει.[8] Ως ιδιοκτήτες, όφειλαν να ενισχύουν με έναν αριθμό ένοπλων αντρών το Βασίλειο, κατόπιν σχετικής διαταγής του Βασιλιά. Ήταν αυτή η στρατιωτική υποχρέωση, προερχόμενη από φεουδαρχικού τύπου υποχρεώσεις, που άφησε, για καιρό, στους ιστορικούς την ιδέα ότι το Τάγμα του Παναγίου Τάφου ήταν, εσφαλμένα, στρατιωτικό τάγμα.[8]

Η σημασία της Ιερουσαλήμ βοήθησε το Τάγμα να εξαπλωθεί στη Δύση σε όλες τις χώρες της χριστιανοσύνης. Τα μετόχια αυτά του Παναγίου Τάφου τα οποία ήταν εγκατεστημένα στη Γαλλία, τη Γερμανία, την Πολωνία, την Αγγλία, την Ισπανία και την Ολλανδία, ήταν όλα τους συνδεδεμένα με την κεντρική έδρα του Τάγμα τος στα Ιεροσόλυμα, ακολουθούσαν τον ίδιο Κανόνα του Αγίου-Αυγουστίνου και είχαν την ίδια θρησκευτική λειτουργία.[8] Παρομοίως και για τους ίδιους λόγους, νεαροί προσκυνητές εντάσσονταν στην αδελφότητα των milites sancti Sepulcri, με τους κανονικούς να τους παρέχουν τη θρησκευτική παιδεία και κατήχηση, ενώ, αυτοί, σε αντάλλαγμα προσέφεραν στο Τάγμα την ένοπλη βοήθειά τους.

Με την ήττα στη Μάχη του Χαττίν, στις 4 Ιουλίου 1187, οι Φράγκοι απώλεσαν μεγάλο τμήμα των Λατινικών Κρατών με την Ιερουσαλήμ.[9] Το Τάγμα του Παναγίου Τάφου μετέφερε, τότε, την έδρα του στον Άγιο-Ιωάννη της Άκρας. Ήταν οι διαπραγματεύσεις μεταξύ του Ριχάρδου του Λεοντόκαρδου και του Σαλαντίν κατά το τέλος της Γ΄ Σταυροφορίας που έδωσε το δικαίωμα στους προσκυνητές να έχουν πρόσβαση στην Ιερουσαλήμ[10] και στο Τάγμα να συνεχίσει το αποστολικό του έργο. Οι Πάπες συνέχισαν να παραχωρούν προνόμια στο Τάγμα που έγινε ακόμη πιο σημαντικό, με τον Ουρβανό Δ΄ να του παραχωρεί exemption το 1262, απαλλάσσοντας, έτσι, το τάγμα από κάθε μορφή υπαγωγής, με μόνη του εξάρτηση αυτήν από την Αγία Έδρα.[8] Όμως, η οριστική κατάληψη του Αγίου-Ιωάννη της Άκρας στις 18 Μαΐου 1291 υποχρέωσε το Τάγμα να αναδιπλωθεί στη Δύση.[11]

Το τέλος του Τάγματος στη Δύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υποχρεωμένο να εγκαταλείψει τους Αγίους Τόπους, το Τάγμα του Παναγίου Τάφου αναδιπλώθηκε, κατά κύριο λόγο, στο προσευχητάριο του Οσίου Λουκά στην Περούτζια[8] ή σε διάφορα άλλα μετόχια όπως αυτό της Ορλεάν, το οποίο είχε ιδρυθεί από τον Λουδοβίκο τον Νέο με την επιστροφή του από τη Β΄ Σταυροφορία. Ο Μέγας Προσευχυτής του Οσίου Λουκά έλαβε, τότε, τον τίτλο του Μαγίστρου του Τάγματος.

Αλλά το 1330, όταν ο Πάπας Ιωάννης ΚΒ΄ επισημοποίησε τη χριστιανική επιστροφή στους Αγίους Τόπους, ήταν στους Φραγκισκανούς και όχι στο Τάγμα του Παναγίου Τάφου που ανέθεσε τη σχετική με τον Άγιο Τάφο αποστολική δράση. Πράγματι, από την Κύπρο, όπου είχαν αναδιπλωθεί, οι Φραγκισκανοί είχαν λίγο πολύ σταθερή παρουσία στην Ιερουσαλήμ. Η σύσταση της Φραγκισκανικής Κουστοδίας των Αγίων Τόπων ήταν, συνεπώς, αναμενόμενη εξέλιξη.

Η ανάπτυξη της ιπποσύνης στην Ευρώπη κατά τον 14ο αιώνα ήταν η αρχή μιας νέας συνήθειας στον Τάφο του Χριστού στην Ιερουσαλήμ. Για να τραβήξει τους προσκυνητές προς τους Αγίους Τόπους, η Φραγκισκανική Κουστοδία πήρε την πρωτοβουλία να « χρίσει ιππότες » τους ευγενείς προσκυνητές. Η συνήθεια αυτή έδωσε γέννηση στην ίδρυση διάφορων αδελφοτήτων, με λιγότερο, πάντως, επίσημο χαρακτήρα από τα ήδη υπάρχοντα Τάγματα.[12] Σε διαφορετικές περιόδους, υπήρξε η επιθυμία ίδρυσης ενός Στρατιωτικού Τάγματος του Παναγίου Τάφου, όπως αυτή του Βασιλιά της Ισπανίας, Φίλιππου Β΄, αλλά όλες τους απέτυχαν λόγω της μόνιμης αντίθεσης του Τάγματος του Αγίου Ιωάννη της Ιερουσαλήμ.[12]

Κανονικός του Παναγίου Τάφου

Πράγματι, για να ευνοήσει τον σταυροφορικό χαρακτήρα και την ανακατάληψη του Τάφου του Χριστού, ο Πάπας Ιννοκέντιος Η΄ αποφάσισε τη διάλυση του Τάγματος του Παναγίου Τάφου ώστε να το αφομοιώσει με το Τάγμα των Οσπιταλιέρων, με, παράλληλα, μεταβίβαση όλων τους των υπαρχόντων. Η απόφαση αυτή επισημοποιήθηκε με τη βούλα Cum solerti meditatione που δημοσιοποιήθηκε στις 28 Μαρτίου 1489, βάζοντας, έτσι, τέλος στο Τάγμα του Παναγίου Τάφου.[12] Σε ορισμένες περιοχές, κάποιοι ευγενείς επεχείρησαν να βοηθήσουν στην επιβίωση ορισμένων μετοχιών, όμως η μεταρρύθμιση στις προτεσταντικές χώρες, η επανάσταση στη Γαλλία και στα Ναπολεονικά Βασίλεια και η κρατικοποίηση της εκκλησιαστικής περιουσίας σε άλλα μέρη, έβαλαν οριστικά τέλος στο Τάγμα του Παναγίου Τάφου.[12]

Το 1847, ο Πάπας Πίος Θ΄ αποφάσισε την ίδρυση ιπποτικού τάγματος υπό την ονομασία milites Sancti Sepulcri για βοήθεια στην ανασύσταση του Λατινικού Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ. Όμως, η αντίθεση του Κυρίαρχου Τάγματος της Μάλτας και του Μεγάλου Μαγίστρου του, ο οποίος ήταν και, επίσημα, κάτοχος του σχετικού τίτλου παρέμεινε έως το 1868. Δεν ήταν παρά είκοσι χρόνια μετά την ανασύσταση του Λατινικού Πατριαρχείου της Ιερουσαλήμ τον Ιανουάριο του 1868 που κατάφερε να ιδρυθεί ένα άλλο Τάγμα, το Equestris Ordo Sancti Sepulcri Hierosolymitani (Έφιππο Τάγμα του Παναγίου Τάφου της Ιερουσαλήμ) χωρίς τη δυνατότητα ορισμού του Πατριάρχη της Ιερουσαλήμ, Μεγάλου Μάγιστρου του Τάγματος.[12] Το έφιππο τάγμα αναφερόταν, ωστόσο, στη συγκρότησή του ως παλαιάς καταγωγής, αναδιοργανωμένο και εμπλουτισμένο για ιστορικούς, νομικούς και πνευματικούς λόγους.[Note 2]

Η ένδυση του Τάγματος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πρώτη τους ενδυμασία ήταν άσπρη, όμως, μετά την απώλεια όλων των κτήσεών τους στην Ανατολή, χρησιμοποιούσαν, σε ένδειξη πένθους, μαύρο ένδυμα που διατήρησαν στη συνέχεια. Οι κανονικοί έφεραν έναν πλεγμένο σταυρό στην ενδυμασία τους, ο οποίος είναι ο Λατινικός Πατριαρχικός Σταυρός με τις δύο ερυθρές τραβέρσες[8].[13]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Από τον Γουλιέλμο της Τύρου, η ιστορική παράδοση συσχετίζει την άρνηση του Γοδεφρείδου να γίνει Βασιλιάς με την άρνησή του να στεφθεί « Μετά τον προβιβασμό του, η εξαιρετική του σεμνότητα τον έφτασε σε σημείου που να μην επιθυμεί τη διάκριση στην Άγια Πόλη δια μέσω ενός χρυσού στέμματος, ανάλογου αυτού που έφεραν οι βασιλείς. Αρκέστηκε, με ευλαβή σεβασμό, στο ακάνθινο στέμμα που είχε φορέσει, στο ίδιο μέρος, ο Κύριος για τη σωτηρία ημών, και που τον συνόδευσε έως το ξύλο, όπου μαρτύρησε.[3] »
  2. Άρθρο 1 της συγκρότησης του Τάγματος L’Ordine Equestre del Santo Sepolcro di Gerusalemme, di antica origine, riordinato ed arricchito di privilegi dai Sommi Pontefici, per vincoli storici, giuridici e spirituali è sotto la benigna protezione della Santa Sede (Το Έφιππο Τάγμα του Παναγίου Τάφου στην Ιερουσαλήμ, παλαιάς καταγωγής, αναδιοργανωμένο και εμπλουτισμένο από τα προνόμια των Παπών, για λόγους ιστορικούς, νομικούς και πνευματικούς βρίσκεται υπό την ευλογημένη προστασίας της Αγίας-Έδρας)

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Damien 2003, chap. 1.1
  2. Heers 1995, p. 223-225
  3. G. de Tyr et F. Guizot, 1824, p. 17
  4. 4,0 4,1 4,2 Demurger 2008, p. 25
  5. 5,0 5,1 Demurger 2008, p. 26
  6. Galimard Flavigny 2006, p. 13
  7. Cerrini 2007, p. 86-87
  8. 8,0 8,1 8,2 8,3 8,4 8,5 Jaspert 2009, p. 826
  9. Maalouf 1983, p. 222-223
  10. Maalouf 1983, p. 246
  11. Maalouf 1983, p. 294
  12. 12,0 12,1 12,2 12,3 12,4 Jaspert 2009, p. 825
  13. Tiron 1845

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Simonetta Cerrini (préf. Alain Demurger), La Révolution des Templiers, Une histoire perdue du xiie siècle, Perrin, avril 2007, 317 p. (ISBN 978-2-262-01923-5)
  • André Damien, Memento du chevalier de l'Ordre Equestre du Saint Sépulcre de Jérusalem, 2003, 195 p. (ISBN 978-2-9146-1115-2)
André Damien, membre de l'Institut, est lieutenant de l'Ordre en France de 1998 à 2008.
  • Alain Demurger, Les Templiers, une chevalerie chrétienne au Moyen Âge, Paris, Seuil, coll. « Points Histoire », 2008 (1re éd. 2005), poche, 664 p. (ISBN 978-2-7578-1122-1)
  • Bertrand Galimard Flavigny, Histoire de l'ordre de Malte, Librairie Académique Perrin, 2006, 1re éd., 334 p. (ISBN 978-2-2620-2115-3)
  • Jacques Heers, La première croisade - Délivrer Jérusalem, Paris, Perrin, coll. « Tempus », 1995
  • Nikolas Jaspert, « Ordre du Saint-Sépulcre », dans Nicole Bériou (dir. et rédacteur), Philippe Josserand (dir.) et al. (préf. *Anthony Luttrel & Alain Demurger), Prier et combattre : Dictionnaire européen des ordres militaires au Moyen Âge, Fayard, 2009, 1029 p. (ISBN 978-2-2136-2720-5) présentation en ligne
  • Amin Maalouf, Les croisades vues par les arabes, J.C. Lattès, 1983, 1re éd., 299 p.
  • René Tiron, Histoire et costumes des ordres religieux, 1845
  • Guillaume de Tyr, Histoire des croisades, Paris, Brière, coll. « Des mémoires relatifs à l'histoire de France de François Guizot », 1824

Βιβλιογραφικός Προσανατολισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Alain Demurger, Chevaliers du Christ - les ordres religieux-militaires au Moyen âge (ixe-xvie siècle), (ISBN 2-02-049888-X), p. 31, 34 à 39
  • Jean-Pierre de Gennes (1995) Les chevaliers du Saint-Sépulcre de Jérusalem, vol. I, Mémoire et Documents, Versailles,

Σχετικά Λήμματα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]