Μοσχολέμονο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά τον καρπό. Για το μπαχαρικό, δείτε: Μαύρο μοσχολέμονο. Για το πιο συχνά καλλιεργούμενο είδος, δείτε: Περσικό μοσχολέμονο.
Άνθη μοσχολέμονου Citrus × aurantiifolia.
Λάιμ σε ένα μανάβικο, Ώστιν, Τέξας ΗΠΑ.

Το Μοσχολέμονο (ετυμολ. μόσχος + λεμόνι) ή αλλιώς Λάιμ (από το Αραβικό και το Γαλλικό lim)[1] είναι ένας καρπός εσπεριδοειδούς, ο οποίος συνήθως είναι στρογγυλός, πράσινος, διαμέτρου 3-6 εκατοστών και περιέχει ξινή (όξινη) σάρκα.[2] Υπάρχουν διάφορα είδη εσπεριδοειδών των οποίων οι καρποί καλούνται «λάιμ», συμπεριλαμβανομένων των Κι λάιμ - Key lime (Citrus aurantifolia), Περσικού λάιμ (Citrus x latifolia), καφίρ λάιμ - kaffir lime (Citrus hystrix) και λάιμ της ερήμου - desert lime (Citrus glauca).[2] Τα μοσχολέμονα αποτελούν εξαιρετική πηγή βιταμίνης C και συχνά χρησιμοποιούνται για να τονίσουν τις γεύσεις διάφορων τροφίμων και ποτών. Καλλιεργούνται όλο τον χρόνο στα τροπικά κλίματα και είναι συνήθως μικρότερα και λιγότερο ξινά από τα λεμόνια, αν και οι ποικιλίες μπορεί να διαφέρουν όσον αφορά τη γλυκύτητα και την οξύτητά τους.[3]

Φυτά γνωστά ως «λάιμ» στα αγγλικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Υβριδικός καρπός μοσχολέμονου στην Ινδία.
Καρποί Kaffir lime.

Εσπεριδοειδή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Αυστραλιανό λάιμ (Australian lime)[2]
    • Αυστραλιανό λάιμ της ερήμου (Australian desert lime) (Citrus glauca)
    • Australian finger lime (Citrus australasica)
    • Citrus australis
    • Blood lime
  • Καφίρ λάιμ (Kaffir lime), (Citrus hystrix) (μαρκούτ ή μαγκρούντ)
  • Κι λάιμ (Key lime), (Citrus aurantifolia) («Μεξικάνικο λάιμ» ή «λάιμ Δυτικών Ινδιών» ή «λάιμ του μπάρμαν»)
  • Μασκ λάιμ (Musk lime), (Citrofortunella mitis)
  • Περσικό λάιμ (Persian lime), (Citrus × latifolia) («λάιμ Ταϊτής» (Tahiti lime) ή «το λάιμ του Bearss»)[Σημ. 1][4]
  • Ρανγκπούρ λάιμ (Rangpur lime), (Citrus × limonia) (Mandarin lime)
  • Γλυκό λάιμ (Sweet lime), (Citrus limetta) («γλυκό limetta» ή «γλυκό λεμόνι της Μεσογείου»)
  • Λάιμκουατ (Limequat), (Citrus × floridana), το οποίο είναι διασταύρωση Κι λάιμ × κουμκουάτ
  • Άγριο λάιμ (Wild lime), (Zanthoxylum fagara), το οποίο δεν είναι εσπεριδοειδές αλλά είναι ρυτοειδές

Μη εσπεριδοειδή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Ισπανικό λάιμ (Spanish lime) (Melicoccus bijugatus) (mamoncillo, mamón, ginep, quenepa, ή limoncillo) (όχι εσπεριδοειδές)
  • Το δέντρο φιλύρα (Tilia sp., κν. φλαμουριά) είναι γνωστό στη Βρετανία ως lime. Είναι ένα πλατύφυλλο εύκρατο φυτό, το οποίο όμως δεν σχετίζεται με τα εσπεριδοειδή.
Μοσχολέμονο, Λάιμ
Ο καρπός του μοσχολέμονου ολόκληρος και σε διατομή.
Αφορά τον ωμό καρπό από το μοσχολέμονο.
Διατροφική αξία
100 g (3.5 oz)
Ενέργεια
(Energy)
126 kJ
Θερμίδες
(Calories)
30 kcal
Υδατάνθρακες
(Carbohydrates)
10,5 g
Σάκχαρα
(Sugars)
1,7 g
Ίνες
(Fibres)
2,8 g
Λιπαρά
(Fat)
0,2 g
Πρωτεΐνες
(Proteins)
<0,7 g
Βιταμίνες (Vitamins)
Θειαμίνη1)
(Thiamin B1)
0,03 mg (3%)
Ριβοφλαβίνη2)
(Riboflavin B2)
0,02 mg (2%)
Νιασίνη3)
(Niacin B3)
0,2 mg (1%)
Παντοθενικό οξύ5)
(Pantothenic acid B5)
0,217 mg (4%)
Βιταμίνη Β6
(Vitamin B6)
0,046 mg (4%)
Φυλλικό οξύ9)
(Folic acid B9)
8 μg (2%)
Βιταμίνη C
(Vitamin C)
29,1 mg (35%)
Ίχνη μετάλλων (Trace metals)
Ασβέστιο
(Calcium)
33 mg (3%)
Σίδηρος
(Iron)
0,6 mg (5%)
Μαγνήσιο
(Magnesium)
6 mg (2%)
Φωσφόρος
(Phosphorus)
18 mg (3%)
Κάλιο
(Potassium)
102 mg (2%)
Νάτριο
(Sodium)
2 mg (0%)
Μονάδες μέτρησης

μg = micrograms, mg = milligrams
IU = International units
Τα ποσοστά είναι χοντρικά χρησιμοποιώντας τις συστάσεις των ΗΠΑ για τους ενήλικες.
Πηγή: usda[5]

Ιστορία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μοσχολέμονα πρωτοκαλλιεργήθηκαν σε μεγάλη κλίμακα στο νότιο Ιράκ[6] και την Περσία[6] και ο καρπός καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά για εμπορικούς σκοπούς στις περιοχές που σήμερα αποτελούν το νότιο Ιράκ (Βαβυλωνία).[6]

Κατά τη διάρκεια του 19ου αιώνα και για την αποφυγή του σκορβούτου, στους Βρετανούς ναύτες χορηγούνταν μια ημερήσια δόση εσπεριδοειδών, αρχικά λεμονιών αλλά στη συνέχεια μοσχολέμονων.[7] Αρχικά, η χρήση των εσπεριδοειδών αποτελούσε επτασφράγιστο στρατιωτικό μυστικό, καθώς το σκορβούτο ήταν κοινή μάστιγα για τις διάφορες εθνικές ναυτικές δυνάμεις, και η ικανότητα των πληρωμάτων να παραμένουν στη θάλασσα για μεγάλα χρονικά διαστήματα χωρίς να προσβληθούν από αυτή τη διαταραχή ήταν ένα τεράστιο πλεονέκτημα για τους στρατιωτικούς. Έτσι, οι Βρετανοί ναύτες απέκτησαν το παρατσούκλι «Λάιμι» («Limey»), λόγω της χρήσης του λάιμ.[8]

Χρήσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αιθέριο έλαιο μοσχολέμονου (Citrus latifolia) ψυχρής έκθλιψης.

Ο χυμός μοσχολέμονου μπορεί να εξαχθεί με συμπίεση από τα φρέσκα μοσχολέμονα, αλλά διατίθεται και σε φιάλες στο εμπόριο, με ή χωρίς ζάχαρη. Ο χυμός λάιμ χρησιμοποιείται για την παρασκευή «λεμονάδας από λάιμ» (limeade) και ως συστατικό (τυπικά ως ξινό μείγμα) σε πολλά κοκτέιλ.

Τα τουρσιά του μοσχολέμονου αποτελούν αναπόσπαστο μέρος της ινδικής κουζίνας. Η κουζίνα της νότιας Ινδίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο μοσχολέμονο: η κατανάλωση τουρσί λεμονιού ή μοσχολέμονου αποτελεί βασικό στοιχείο του Όναμ (Ινδουιστικό φεστιβάλ, που γιορτάζεται από τους κατοίκους της Κεράλα) και του Σάντχυα (ποικιλία χορτοφαγικών πιάτων, που παραδοσιακά σερβίρονται πάνω σε φύλλα μπανανιάς, στην Κεράλα).

Ξύσμα από μοσχολέμονο.
Ανθός και μοσχολέμονο από τα νότια της Ισπανίας.

Στη μαγειρική, το μοσχολέμονο θεωρείται σημαντικό τόσο για την οξύτητα του χυμού του όσο και για το λουλουδένιο άρωμα του ξύσματός του. Είναι κοινό συστατικό στα πιάτα της αυθεντικής Μεξικανικής, Βιετναμέζικης και Ταϊλανδικής κουζίνας. Επίσης, χρησιμοποιείται για τις ιδιότητες τουρσί στα ceviche (πιάτο με θαλασσινά, διαδεδομένο στις παράκτιες περιοχές της Κεντρικής και Νότιας Αμερικής). Ορισμένες συνταγές guacamole (ένα dip με βάση το αβοκάντο) απαιτούν χυμό μοσχολέμονου.

Η χρήση των αποξηραμένων μοσχολέμονων (που ονομάζονται «μαύρα λάιμ» ή «λούμι" (loomi)) ως άρτυμα, είναι χαρακτηριστικό της Περσικής κουζίνας και της Ιρακινής κουζίνας, ενώ χρησιμοποιείται και στο μείγμα μπαχαρικών μπαχαράτ (που επίσης ονομάζεται kabsa ή kebsa), στην περιοχή του Περσικού κόλπου.

Το μοσχολέμονο είναι ένα συστατικό πολλών κουζινών από την Ινδία και γίνονται πολλές ποικιλίες από τουρσιά, π.χ. ζαχαρωμένο τουρσί μοσχολέμονο, παστό τουρσί και τσάτνεϊ (φρουτομπαχάρ)[9] μοσχολέμονο.

Το Key Lime δίνει το χαρακτηριστικό του άρωμα και τη γεύση στο Αμερικανικό επιδόρπιο που είναι γνωστό ως πίτα key Lime. Στην Αυστραλία, το λάιμ της ερήμου (desert lime) χρησιμοποιείται για την παρασκευή μαρμελάδας.

Το μοσχολέμονο είναι συστατικό αρκετών κοκτέιλ highball (Highball είναι το όνομα μιας οικογένειας από ανάμεικτα ποτά που αποτελούνται από ένα οινοπνευματώδες ποτό και με ένα άλλο μη-αλκοολούχο ποτό μεγαλύτερης όμως αναλογίας), συχνά με βάση το τζιν, όπως το τζιν και τόνικ, το (κοκτέιλ) τζίν με λεμονάδα (gimlet (cocktail)) και το Rickey. Ο φρεσκοστυμμένος χυμός μοσχολέμονου θεωρείται επίσης βασικό συστατικό στο κοκτέιλ μαργαρίτα, αν και μερικές φορές υποκαθίσταται από χυμό λεμονιού.

Εκχυλίσματα μοσχολέμονου και αιθέρια έλαια μοσχολέμονου χρησιμοποιούνται συχνά σε αρώματα, προϊόντα καθαρισμού και στην αρωματοθεραπεία.

Επιδράσεις στην υγεία και έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Διατροφική αξία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σε σύγκριση με τα λεμόνια, τα μοσχολέμονα περιέχουν λιγότερη βιταμίνη C, αλλά παρόλα αυτά αποτελούν εξαιρετική πηγή της βιταμίνης, παρέχοντας το 35% της Ημερήσιας Αξίας ανά μερίδα 100 g.[10] Τα μοσχολέμονα είναι καλή πηγή διαιτητικών ινών και περιέχουν πολλές ακόμα θρεπτικές ουσίες σε μικρές ποσότητες.

Φυτοχημικά και έρευνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η σάρκα και η φλούδα του μοσχολέμονου περιέχουν διαφορετικές φυτοχημικές ουσίες, συμπεριλαμβανομένων των πολυφαινολών (polyphenols) και των τερπενίων (terpenes),[11] πολλές από τις οποίες είναι κάτω από βασική έρευνα για τις πιθανές ιδιότητές τους στους ανθρώπους.[12]

Δερματίτιδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν το ανθρώπινο δέρμα εκτίθεται στο υπεριώδες φως μετά από την επαφή του με χυμό μοσχολέμονου, μπορεί να συμβεί μια αντίδραση που είναι γνωστή ως φυτοφωτοδερματίτιδα, η οποία μπορεί να προκαλέσει το σκούρωμα στο χρώμα του δέρματος, πρήξιμο ή φουσκάλες. Οι μπάρμαν που χειρίζονται μοσχολέμονα και άλλα εσπεριδοειδή κατά την προετοιμασία των κοκτέιλ μπορεί να αναπτύξουν φυτοφωτοδερματίτιδα, λόγω της υψηλής συγκέντρωσης των φουροκουμαρινών (furocoumarins) στα μοσχολέμονα.[13] Η κύρια φουρανοκουμαρίνη στα μοσχολέμονα είναι η λεμιττίνη (lemittin).[14]

Οι τάσεις παραγωγής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Κίνα, η Ινδία και το Μεξικό παράγουν περίπου το 43% της συνολικής παγκόσμιας παραγωγής λεμονιού και μοσχολέμονου, πρώτες στην κορυφή της λίστας παραγωγής για το 2012, ακολουθούμενες από την Αργεντινή και τη Βραζιλία (βλ. τον σχετικό πίνακα).

Οι πρώτες πέντε χώρες-παραγωγοί λεμονιού και λάιμ (μοσχολέμονου) — 2012
Χώρα Παραγωγή
(Τόνους)
Κίνα Κίνα 2.300.000F
Ινδία Ινδία 2.200.000F
Μεξικό Μεξικό 2.070.764F
Αργεντινή Αργεντινή 1.300.000F
Βραζιλία Βραζιλία 1.208.275F
Παγκοσμίως 15.118.462A

^ ^ ^ ^ ^ ^ ^ F = ΟΤΑ εκτίμηση (FAO estimate)
^ ^ ^ P = Επίσημο στοιχείο (Official figure)
^ A = Συγκεντρωτικά (πιθανόν να περιέχει επίσημα, ημιεπίσημα ή εκτιμήσεις (Aggregate (may include official, semi-official or estimates))
Πηγή: Food And Agricultural Organization of United Nations: Economic And Social Department: The Statistical Division

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ονομάστηκε έτσι από τον John T. BEARSS, ο οποίος περί το 1895, ανέπτυξε στο φυτώριό του, στο Porterville, Καλιφόρνια, την χωρίς κουκούτσια ποικιλία.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Adrian Room (1986). A dictionary of true etymologies. Taylor & Francis. σελ. 101. 
  2. 2,0 2,1 2,2 «Line (fruit)». New World Encyclopedia. Αύγουστος 2014. Ανακτήθηκε στις 14 Ιανουαρίου 2015. 
  3. Rotter, Ben. «Fruit Data: Yield, Sugar, Acidity, Tannin». Improved Winemaking. Ανακτήθηκε στις 3 Σεπτεμβρίου 2014. 
  4. Bearss lime Αρχειοθετήθηκε 2015-10-26 στο Wayback Machine. at Citrus Variety Collection Website
  5. «Link to USDA Database entry». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2015. 
  6. 6,0 6,1 6,2 Raichlen, Steven (1992-08-02). «Small citruses yield tart juice, aromatic oils, big, fresh taste». The Baltimore Sun. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 2014-01-13. https://web.archive.org/web/20140113001650/http://articles.baltimoresun.com/1992-08-02/features/1992215249_1_persian-limes-key-limes-lime-pie. Ανακτήθηκε στις 2012-03-30. 
  7. «State of knowledge about scurvy» (PDF). Section of the History of Medicine, publisher not shown. 3 Φεβρουαρίου 1971. 
  8. «Limey». Oxford Dictionaries. Oxford University Press. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Απριλίου 2012. Ανακτήθηκε στις 23 Απριλίου 2013. 
  9. Νίκος Δ.Πλατής (Δεκέμβριος 2003). «Φρουτομπαχάρ (Μίγμ.)». Μπαχαρικό Λεξικό (2η έκδοση). Αθήνα-Ελλάδα: Εκδόσεις «Κέδρος» Α.Ε. σελ. 469. ISBN 960-04-2303-2. 
  10. «Nutritional values for limes». US Department of Agriculture, National Nutrient Database. 2014. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Μαρτίου 2016. Ανακτήθηκε στις 15 Φεβρουαρίου 2015. 
  11. Loizzo MR, Tundis R, Bonesi M, Menichini F, De Luca D, Colica C, Menichini F (2012). «Evaluation of Citrus aurantifolia peel and leaves extracts for their chemical composition, antioxidant and anti-cholinesterase activities». J Sci Food Agric 92 (15): 2960–1967. doi:10.1002/jsfa.5708. PMID 22589172. 
  12. Patil JR; Chidambara Murthy KN; Jayaprakasha GK; Chetti MB; Patil BS (2009). «Bioactive compounds from Mexican lime ( Citrus aurantifolia ) juice induce apoptosis in human pancreatic cells». J Agric Food Chem 57 (22): 10933–10942. doi:10.1021/jf901718u. PMID 19919125. 
  13. L. Kanerva (2000). Handbook of Occupational Dermatology. Springer. σελ. 318. ISBN 978-3-540-64046-2. 
  14. Gorgus E, Lohr C, Raquet N, Guth S, Schrenk D (2010). «Limettin and furocoumarins in beverages containing citrus juices or extracts». Food Chem Toxicol 48 (1): 93–98. doi:10.1016/j.fct.2009.09.021. PMID 19770019. 

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]