Μητροπολίτης Αθηνών Θεόφιλος
Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Θεόδωρος Βλαχοπαπαδόπουλος (Ελληνικά) |
Γέννηση | 1780[1] Πάτρα |
Θάνατος | 1873[1] Αθήνα |
Χώρα πολιτογράφησης | Ελλάδα |
Θρησκεία | Ανατολικός Ορθόδοξος Χριστιανισμός |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | χριστιανός ιερέας |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | μητροπολίτης (1851–1862, Ιερά Μητρόπολις Αιτωλίας και Ακαρνανίας) αρχιεπίσκοπος (1862–1873) |
Βραβεύσεις | Τάγμα του Σωτήρος |
Ο Θεόφιλος (κατά κόσμον Θεόδωρος Βλαχοπαπαδόπουλος[2], 1790 - 1 Ιουλίου 1873) διετέλεσε μητροπολίτης Αθηνών την περίοδο 1862-1873.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Γεννήθηκε στην Πάτρα το 1790[3]. Πατέρας του ήταν ο Αντώνης Βλαχοπαπαδόπουλος και είχε άλλα τρία αδέρφια εκ των οποίων τα περισσότερα διέπρεψαν στην πατραϊκή κοινωνία. Σε νεαρή ηλικία ο Παλαιών Πατρών Γερμανός Γ΄ τον πήρε ως προστατευόμενό του. Φοίτησε στην Πατριαρχική Σχολή (Μεγάλη του Γένους Σχολή) της Κωνσταντινούπολης και αποφοίτησε από εκεί το 1819, οπότε και χειροτονήθηκε διάκονος παίρνοντας το όνομα Θεόφιλος[4]. Στη συνέχεια έγινε διάκονος του Παλαιών Πατρών Γερμανού Γ΄[3]. Ήταν παρών στη συνάντηση της Βοστίτσας και στη συνέχεια αναχώρησε μαζί με τον Γερμανό Γ΄ για την Ιταλία.
Σύμφωνα με τα αρχεία της Μονής Αγίας Λαύρας, ο τότε διάκονος Θεόφιλος ήταν μεταξύ των μαρτύρων που έχουν καταγραφεί και πιστοποίησαν τη χρησιμοποίηση του λαβάρου της Μονής ως σημαίας των εξεγερμένων Ελλήνων της περιοχής, τόσο στην ίδια την εξεγέρση της 21ης Μαρτίου 1821, όσο και στην ορκωμοσία των αγωνιστών. Κατά τη διάρκεια της επανάστασης έπαθε τύφο, αλλά σώθηκε, ενώ από την επιστροφή του στην Πάτρα ως το 1828 διετέλεσε επίτροπος του χηρεύοντος μητροπολιτικού θρόνου της Πάτρας. Το 1832 διορίστηκε τοποτηρητής και παράλληλα πρωτοσύγκελλος Πατρών, θέση στην οποία έμεινε μέχρι το 1851. Στη συνέχεια, μετά την ψήφιση του Καταστατικού Νόμου της Εκκλησίας της Ελλάδος εξελέγη μητροπολίτης Αιτωλίας και Ακαρνανίας και χειροτονήθηκε στις 14 Σεπτεμβρίου 1852[5].
Μετά τον αιφνίδιο θάνατο του Μητροπολίτη Μισαήλ, στις 8 Αυγούστου 1862 ανήλθε στον μητροπολιτικό θρόνο των Αθηνών και ανέλαβε την προεδρία της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας της Ελλάδος. Η αρχιερατεία του συνέπεσε με σοβαρές πολιτικές εξελίξεις. Δύο μήνες μετά την εκλογή του, τον Οκτώβριο του 1862, εκδιώχθηκε ο βασιλιάς Όθων και στις 18 Μαρτίου 1863 ανέβηκε στον Θρόνο ο Γεώργιος Α΄, τον οποίο ο Θεόφιλος προσφώνησε κατά την άφιξή του στην Ελλάδα και υπέγραψε το σχετικό πρωτόκολλο[6]. Μετά την προσάρτηση των Ιωνίων Νήσων στην Ελλάδα (1864) ακολούθησε η προσάρτηση και των Μητροπόλεών του στην Εκκλησία της Ελλάδος το 1866. Στις 22 Αυγούστου 1868 ο Θεόφιλος βάφτισε τον διάδοχο Κωνσταντίνο, του οποίου η γέννηση τόσο είχε συγκινήσει τους Έλληνες, ώστε να χτιστεί επί των ημερών του ως δώρο προς τον Θεό ο μεγαλοπρεπής Ναός των Αγίων Κωνσταντίνου και Ελένης Ομονοίας[7].
Το 1866 εγκύκλιος της Ιεράς Συνόδου αποκήρυξε ως «αντιχριστιανικό και κακόηθες» το έργο του Εμμανουήλ Ροΐδη «Πάπισσα Ιωάννα»[8]. Το 1871, υποδέχθηκε τα λείψανα του Γρηγορίου Ε΄ στην πρωτεύουσα του Ελληνικού κράτους, τα οποία μεταφέρθηκαν από τη Ρωσία στην Αθήνα με δική του πρωτοβουλία, προκειμένου να τιμηθούν τα πενήντα χρόνια της Ελληνικής Εθνεγερσίας. Αυτά βρίσκονται έκτοτε στον Μητροπολιτικό Ναό των Αθηνών[9].
Ο Θεόφιλος δεν διέθετε βαθιά εκκλησιαστική παιδεία[10], αλλά ήταν ελεήμων, είχε πολλά προτερήματα και απολάμβανε τη γενική συμπάθεια και τον σεβασμό όλου του λαού. Ενδιαφέρθηκε ιδιαίτερα για τις φτωχές οικογένειες των Αθηνών και τις ενίσχυσε οικονομικά. Τιμήθηκε με τον Μεγαλόσταυρο του Βασιλείου της Ελλάδος. Πέθανε κατά τη διάρκεια της Αρχιεπισκοπείας του, την 1η Ιουλίου του 1873 και κηδεύτηκε με τιμές. Το αρχείο του σώζεται και περιέχει σημαντικές πληροφορίες, κυρίως για την περιοχή των Πατρών.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Faceted Application of Subject Terminology. 154765. Ανακτήθηκε στις 7 Μαΐου 2020.
- ↑ Ατέσης, Βασίλειος (1948). Επίτομος Επισκοπική Ιστορία της Εκκλησίας της Ελλάδος από του 1833 μέχρι σήμερον, τόμος Α΄. Αθήναι: Πούντζας. σελ. 13-14.
- ↑ 3,0 3,1 Παναγόπουλος 2008, σελ. 112.
- ↑ Κωνσταντινίδης 1972, σελ. 671.
- ↑ Κωνσταντινίδης 1972, σελ. 672.
- ↑ Κωνσταντινίδης 1972, σελ. 674.
- ↑ Κωνσταντινίδης 1972, σελ. 675.
- ↑ Κωνσταντινίδης 1972, σελ. 677.
- ↑ Παπαδόπουλος, Χρυσόστομος (1928). Η Εκκλησία Αθηνών. Αθήναι: Φοίνιξ. σελ. 87-88.
- ↑ Κωνσταντινίδης 1972, σελ. 679.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Χρυσάκης, Εμμανουήλ (2018). Σύναξις Πρεσβυτέρων, Αθήναι 1870. Ίδρυση, σκοπός, πόροι, και η εν γένει συμβολή της συνάξεως των πρεσβυτέρων στην ανόρθωση της Ελλαδικής Εκκλησίας (PDF). Θεσσαλονίκη: Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης - Εθνικό Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών. σελίδες 70 κ.ε.
- Κωνσταντινίδης, Ιωάννης Χρ. (1972). «Θεόφιλος Βλαχοπαπαδόπουλος, μητροπολίτης Αθηνών (1862-1873)». Θεολογία 43: 671-681. http://www.ecclesia.gr/greek/press/theologia/material/1972_3_4_8_Konstantinidis.pdf. Ανακτήθηκε στις 1 Μαΐου 2021.
- Παναγόπουλος, Αλέξιος Π. (2008). Αχαΐα – Μωριάς – Πελοπόννησος (λεξικογραφική ιστοριογραφία). Αθήνα. ISBN 978-960-92501-4-6. Ανακτήθηκε στις 28 Απριλίου 2024.
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]