Λαυρεωτικό ζήτημα
Ως λαυρεωτικό ζήτημα ή Λαυρεωτικά περιγράφεται η νομική διαφορά[1] μεταξύ της γαλλοϊταλικής εταιρείας Roux - Serpieri - Fressynet CIE με το ελληνικό δημόσιο σχετικά με την έκταση της εκμετάλλευσης των μεταλλείων του Λαυρίου, διαφορά η οποία απασχόλησε την κοινή γνώμη την περίοδο 1869 - 1875 και οδήγησε σε χρηματιστηριακό σκάνδαλο με την πώληση μετοχών της εταιρείας στο ευρύ κοινό σε τιμή δυσανάλογα υψηλή σε σχέση με την πραγματική τους αξία. Απότοκος της τελευταίας εξέλιξης ήταν η οικονομική καταστροφή χιλιάδων οικογενειών που επέλεξαν, βασισμένοι στην φημολογία της εποχής, να αγοράσουν μετοχές των μεταλλείων. Πρόκειται για το πρώτο χρηματιστηριακό σκάνδαλο στην ελληνική ιστορία.
Συγκεκριμένα το ζήτημα προέκυψε όταν η κυβέρνηση Κουμουνδούρου, ύστερα από πίεση της αντιπολίτευσης και ειδικότερα του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, αμφισβήτησε το δικαίωμα της εταιρείας στην εκμετάλλευση των εκβολάδων, δηλαδή των καταλοίπων των εξορύξεων και των επεξεργασιών που γίνονταν στην αρχαία Ελλάδα και υπήρχαν στην επιφάνεια του εδάφους, ψηφίζοντας μάλιστα και σχετικό νόμο. Η εταιρεία αρνήθηκε να σταματήσει την εκμετάλλευση των εκβολάδων ζητώντας παράλληλα την μεσολάβηση[1] των γαλλικών και ιταλικών κυβερνήσεων. Οι τελευταίοι επενέβησαν υπέρ των συμφερόντων της εταιρείας απαιτώντας αποζημίωση. Η απροκάλυπτη συμμετοχή[2] των ξένων δυνάμεων στα εσωτερικά της χώρας προκάλεσε πολιτική κρίση με αποτέλεσμα την δημιουργία πολιτικού κενού λόγω των συχνών παραιτήσεων[2] των κυβερνήσεων (Κουμουνδούρου, Ζαΐμη, Βούλγαρη). Μετά και την αποπομπή της κυβέρνησης Βούλγαρη, πρωθυπουργός διορίστηκε ο Επαμεινώνδας Δεληγεώργης, του οποίου η κυβέρνηση κράτησε σκληρή στάση απέναντι στις ξένες κυβερνήσεις. Μπροστά στο αδιέξοδο, ο πρωθυπουργός και ο βασιλιάς Γεώργιος, ο οποίος διαδραμάτιζε παρασκηνιακό ρόλο σε όλη τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων, απευθύνθηκαν στον ομογενή τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρό που είχε εγκατασταθεί στην Αθήνα προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη. Ο τελευταίος, ως πληρεξούσιος της Τράπεζας Κωνσταντινουπόλεως, κατόρθωσε να έρθει σε συμφωνία με την γαλλοιταλική εταιρία και τον Φεβρουάριο του 1873 υπογράφηκε συμφωνία μεταβίβασης των μεταλλείων σε νεοσυσταθείσα εταιρεία με την επωνυμία Ελληνική Εταιρεία Μεταλλουργείων Λαυρίου.
Σχεδόν αμέσως η εταιρεία εξέδωσε μετοχές ονομαστικής αξίας 200 φράγκων. Η φημολογία γύρω από τα τεράστια αποθέματα του Λαυρίου καθώς και η στήριξη των τραπεζών προς την εταιρεία οδήγησαν χιλιάδες Έλληνες, απ'όλες τις οικονομικές τάξεις, στην αγορά μετοχών εκτοξεύοντας συνεχώς την τιμή τους. Με την πάροδο του χρόνου οι προσδοκίες εξαντλήθηκαν με συνέπεια η τιμή της μετοχής να καταγράψει ραγδαία πτώση[3] (σχεδόν 70%). Η πτώση αυτή είχε σαν αποτέλεσμα τον διπλασιασμό των πτωχεύσεων και τον εξανεμισμό των μικροαποταμιεύσεων, χαρακτηρίζεται δε ως η μεγαλύτερη[3] μεταφορά κεφαλαίου στην Ελλάδα από τις κατώτερες τάξεις στις ανώτερες. Την οικονομική καταστροφή χιλιάδων οικογενειών ακολούθησε η παραίτηση του Επαμεινώνδα Δεληγεώργη στις αρχές Φεβρουαρίου 1874, ο οποίος θεωρήθηκε υπεύθυνος για την εξέλιξη.
Επανεκμετάλλευση μεταλλείων Λαυρίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα μεταλλεία του Λαυρίου γνώρισαν ιδιαίτερη άνθηση στην αρχαία εποχή της Αθηναϊκής Δημοκρατίας και λειτούργησαν μέχρι και τον 2ο αιώνα μ.Χ. Το ενδιαφέρον γι' αυτά επανήλθε την δεκαετία του 1860, όταν ο μεταλλειολόγος Ανδρέας Κορδέλλας, ως εμπειρογνώμονας του ελληνικού κράτους, συνέταξε ειδική έκθεση σχετικά με την επαναλειτουργία των λατομείων ύστερα από αίτηση που είχε υποβάλει προς τις αρμόδιες υπηρεσίες ο Γεώργιος Παχής[4] που ήθελε να δημιουργήσει μεταλλεία. Στην έκθεση αυτή ο Κορδέλλας μεταξύ άλλων αποφαινόταν[4] πως η εκμετάλλευση των μεταλλείων θα μπορούσε να είναι επικερδής γι'αυτό και θα έπρεπε να παραμείνει στην κυριότητα του ελληνικού κράτους. Ο Παχύς συνέχισε τις προσπάθειες για χορήγηση άδειας πλην όμως το υπουργείο τον ενημέρωσε[4] ότι οι εκτάσεις ανήκαν στην κοινότητα της Κερατέας, στην οποία έπρεπε να απευθυνθεί.
Την ίδια περίοδο ο Ιωάννης Βαπτιστής Σερπιέρης έλαβε γνώση[i] σχετικά με τα μεταλλεύματα του Λαυρίου. Γι' αυτό το λόγο επισκέφθηκε την Ελλάδα όπου ήρθε σε επαφή με τον Ανδρέα Κορδέλλα, ο οποίος και τον έπεισε να αναζητήσει τα απαραίτητα κεφάλαια προκειμένου να εκμεταλλευτεί τα μεταλλεύματα αργυρούχου μολύβδου, αλλά και τα υπολείμματα από τις αρχαίες εκμεταλλεύσεις, όπως ακριβώς έκανε και ο πατέρας του στη Σαρδηνία. Έχοντας δείγματα μεταλλευμάτων ταξίδεψε στην Μασσαλία, όπου ήρθε σε επαφή, μέσω του γάμου[5] του με την Clemence Leboyl, με την τράπεζα Roux de Fraissinet και Σια, η οποία και αποφάσισε να χρηματοδοτήσει το έργο, δεδομένου ότι ήταν ήδη μέτοχος σε παρόμοιο έργο στην Καρθαγένη της Ισπανίας, έργο στο οποίο είχε συμμετάσχει με τη συνδρομή του Ιλαρίωνα Ρου (Hilarion Roux), γιου του Ιωσήφ Ρου (Joseph Roux)[6], μετόχων της τράπεζας, συνεργάτη στη Μασσαλία των Rothschilds οι οποίοι με τη σειρά τους ήδη συμμετείχαν σε χυτήρια αργύρου στην Ισπανία[7], τα οποία αργότερα μετατράπηκαν σε χυτήρια μολύβδου. Ο Ιλαρίων Ρου είχε λοιπόν σημαντική δραστηριότητα σε μεταλλουργίες μολύβδου στη Μεσόγειο[8].
Επιστρέφοντας στην Ελλάδα ίδρυσε[4], το 1864, την εταιρεία "Roux - Serpieri - Fressynet C.E." (ή "Hilarion Roux et Cie") με μετόχους τον εαυτό του, τον Roux, τον Θεόδωρο Ροδοκανάκη[9], Έλληνα ομογενή επιχειρηματία και μέλος της ομώνυμης οικογένειας, και τον Γεώργιο Παχή, με τον οποίο είχε έλθει σε επαφή προκειμένου να λύσει[4] τα γραφειοκρατικά προβλήματα που αντιμετώπιζε. Το ίδιο έτος πέτυχε να χορηγηθεί[5] στην εταιρεία άδεια από το υπουργείο Οικονομικών για την εκμετάλλευση των Μεταλλείων. Γι' αυτό το λόγο παραχωρήθηκαν[10] 10.791 στρέμματα. Η συνολική επένδυση της εταιρείας υπολογίζεται[9] στο μισό εκατομμύριο φράγκα και ήταν μια από τις σημαντικότερες της εποχής στον τομέα της βιομηχανίας.
Το 1865 είχαν πια τοποθετηθεί οι κάμινοι και είχε αρχίσει να παράγεται μεταλλικός αργυρούχος μόλυβδος.
Θέμα κυριότητας εκβολάδων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η εκμετάλλευση των εκβολάδων, των καταλοίπων από τις εξορύξεις και τις επεξεργασίες, που γίνονταν στην αρχαία Ελλάδα και υπήρχαν στην επιφάνεια του εδάφους, απέφερε στην εταιρεία σημαντικό κέρδος. Με βάση τον ισχύοντα τότε νόμο η εταιρεία δεν απέδιδε φόρο στο ελληνικό δημόσιο για την εκμετάλλευση αυτών. Η αντιπολίτευση, με προεξέχοντα τον Επαμεινώνδα Δεληγεώργη, επισήμανε το συγκεκριμένο ζήτημα ισχυριζόμενη[11] πως η εταιρεία είχε δικαίωμα εξόρυξης, όχι όμως και δικαίωμα οικειοποίησης των επιφανειακών μεταλλευμάτων. Λόγω της πίεσης της αντιπολίτευσης και της κοινής γνώμης η κυβέρνηση Κουμουνδούρου έσπευσε να θέσει θέμα κυριότητας των εκβολάδων προχωρώντας στην ψήφιση του νόμου Υ΄ περί Λαυρίου βάσει του οποίου θεσπίζονταν[12] οι προϋποθέσεις για την εκμετάλλευση των εκβολάδων καθώς και αυστηρή φορολογία για την εκμετάλλευσή τους. Ο συγκεκριμένος νόμος κάλυψε το νομικό κενό που υπήρχε προστατεύοντας[12] παράλληλα τα δικαιώματα του δημοσίου. Κατά του νόμου τάχθηκε μερίδα βουλευτών, για τους οποίους ο Κορδάτος θεωρεί ότι ήταν πληρωμένα όργανα του Σερπιέρη.
Η εταιρεία αντέδρασε έντονα υποστηρίζοντας[11] πως στην παραχώρηση των μεταλλείων δεν διευκρινιζόταν αυτή η παράμετρος και ως εκ τούτου είχε δικαίωμα εξόρυξης και του υπόγειου αλλά και του υπέργειου πλούτου. Παράλληλα υποστήριξε ότι δεν ήταν δυνατόν ο νόμος να έχει αναδρομική ισχύ. Αν και διατηρούσε το δικαίωμα να προσφύγει στα ελληνικά δικαστήρια, η εταιρεία προτίμησε να απευθυνθεί στην ιταλική και γαλλική κυβέρνηση προκειμένου να μεσολαβήσουν υπερ της απαιτώντας αποζημίωση 20 εκατομμυρίων εκατομμυρίων φράγκων. Η κυβέρνηση Κουμουνδούρου αντιπρότεινε έντεκα εκατομμύρια φράγκα. Οι πιέσεις των ξένων δυνάμεων με τον καιρό άρχισαν να γίνονται εντονότερες ενώ όλες οι διαπραγματεύσεις πραγματοποιούντο υπό την δαμόκλειο σπάθη των κανονιοφόρων που απειλούσαν ότι θα στείλουν. Μέσα σε αυτό το κλίμα έντασης και πιέσεων η κυβέρνηση Κουμουνδούρου παραιτήθηκε και σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Θρασύβουλο Ζαΐμη, η οποία όμως παραιτήθηκε στις 25 Δεκεμβρίου του 1871. Με την ανοχή του Αλέξανδρου Κουμουνδούρου σχηματίστηκε κυβέρνηση υπό τον Δημήτριο Βούλγαρη. Κατά τη διάρκεια της θητείας αυτής οι διαπραγματεύσεις πάγωσαν για ένα διάστημα.
Ενδεικτικό της σημασίας που έδινε η γαλλική κυβέρνηση στο όλο ζήτημα είναι ο διορισμός, την Άνοιξη του 1872, του Ζιλ Φερί (Jules Ferry), πρώην δημάρχου Παρισίων και μετέπειτα πρωθυπουργού, ως πρέσβη στην Αθήνα.
Φημολογία και αξία εκβολάδων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Από την αρχή της διένεξης η πολιτική δημαγωγία, με πρωταγωνιστή τον Δεληγεώργη, σχετικά με τα αμύθητα πλούτη του Λαυρίου δημιούργησε έναν μύθο. Η πίστη σχετικά με την αξία του μεταλλείου αυξανόταν καθημερινά. Κυρίαρχη ήταν η αίσθηση ότι το Λαύριο θα πλούτιζε μια για πάντα τον κάθε Έλληνα ενώ από μερίδα του τύπου χαρακτηριζόταν ως το ελληνικό Ελντοράντο.
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]i. ^ Δεν είναι εξακριβωμένο πως ο Σερπιέρης έλαβε γνώση των μεταλλευμάτων του Λαυρίου, υπάρχουν όμως δύο εκδοχές. Η πρώτη[5] αναφέρει πως ο Σερπιέρης ενώ βρισκόταν στην προβλήτα του λιμανιού του Κάλιαρι της Σαρδηνίας είδε πεταμένους σωρούς μεταλλευμάτων αναγνωρίζοντας ότι ήταν αργυρούχος μόλυβδος. Αναζητώντας την προέλευση αυτών απευθύνθηκε στον πλοίαρχο του ελληνικού ιστιοφόρου που φέρεται να τα είχε ξεφορτώσει, για να λάβει την απάντηση πως προέρχονταν από τις Κάλβο Κολόνες, δηλαδή το Σούνιο, και ότι υπήρχαν αρκετά από αυτά στην περιοχή. Η δεύτερη[5] εκδοχή αναφέρει ότι ο Σερπιέρης γνώριζε για την έκθεση του Κορδέλλα, γι' αυτό και μόλις έφθασε στην Ελλάδα επιδίωξε να τον συναντήσει. Δεν αποκλείεται[5] βέβαια να συντρέχουν και οι δύο εκδοχές.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 Καραγιάννης Γιάννης, Τα λαυρεωτικά "καθρέφτης" της Ελλάδας στο δεύτερο μισό του 19ου αιώνα, σελ.9, από το ένθετο της Ελευθεροτυπίας "Λαυρεωτικά 1869 - 1875", Ιουλίος 2011
- ↑ 2,0 2,1 Καραγιάννης Γιάννης, ο.π., σελ.30
- ↑ 3,0 3,1 Καραγιάννης Γιάννης, ο.π., σελ.42
- ↑ 4,0 4,1 4,2 4,3 4,4 Μαρκουλής Αθ., Η πορεία της γαλλικής εταιρείας μεταλλείων Λαυρίου στο πέρασμα του χρόνου Αρχειοθετήθηκε 2013-05-13 στο Wayback Machine., Ιούνιος 2008, από την ιστοσελίδα του Τεχνολογικού Πολιτιστικού Πάρκου Λαυρίου
- ↑ 5,0 5,1 5,2 5,3 5,4 Χρήστου Χρύσανθος, Το αρχοντικό της Αγροτικής Τράπεζας, Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδας, Αθήνα 1995, σελ.16
- ↑ Banking and Finance in the Mediterranean: A Historical Perspective, 2012, σελ. 248
- ↑ Banking and Finance in the Mediterranean: A Historical Perspective, 2012, σελ. 250
- ↑ Espace industriel et stratégie personnelle : Hilarion Roux et la construction d’une Méditerranée du plomb, Gérard Chastagnaret, σελ. 269-287 στο Construire des mondes. Elites et espaces en Méditerranée (XVIe-XXe siècle), Paul Aubert, Gérard Chastagnaret, Olivier Raveux, Publ. de l'université de Provence, Aix-en-Provence, Γαλλία, 2005, ISBN 2-85399-596-8
- ↑ 9,0 9,1 Δερτιλής Γ., Το ζήτημα των τραπεζών (1871 - 1873), Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τράπεζας, Αθήνα 1989, σελ.204
- ↑ Χρήστου Χρύσανθος, ο.π., σελ.147
- ↑ 11,0 11,1 Καραγιάννης Γιάννης, ο.π., σελ. 28 - 30
- ↑ 12,0 12,1 Δερτιλής Γ., ο.π., σελ.85
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Banking and Finance in the Mediterranean: A Historical Perspective, John A. Consiglio, Juan Carlos Martinez Oliva, Gabriel Tortella, Ashgate Publishing, Ltd., 2012