Μετάβαση στο περιεχόμενο

Λέοπολντ Μπέρχτολντ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λέοπολντ Μπέρχτολντ
Γενικές πληροφορίες
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Leopold Anton Johann Sigismund Josef Korsinus Ferdinand Berchtold (Γερμανικά)
Γέννηση18  Απριλίου 1863[1][2][3]
Βιέννη[4]
Θάνατος21  Νοεμβρίου 1942[1][2][3]
Πέρεσνιε[5]
Χώρα πολιτογράφησηςΑυστρία
Ουγγαρία
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςΓερμανικά
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταδιπλωμάτης
πολιτικός
Πολιτική τοποθέτηση
Πολιτικό κόμμα/Κίνημαανεξάρτητος/η πολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςFerdinande Károlyi de Nagykároly (1893–1942)
ΤέκναCount Sigismund von Berchtold
ΓονείςZikmund Berchtold z Uherčic
ΟικογένειαBerchtold
Στρατιωτική σταδιοδρομία
Πόλεμοι/μάχεςΑ΄ Παγκόσμιος Πόλεμος
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΥπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Αυστροουγγαρίας (1912–1915)
Πρέσβης της Αυστροουγγαρίας στη Ρωσία (1906–1911)
Member of the House of Magnates (1900–1918)[6]
ΒραβεύσειςΙππότης του Τάγματος του Χρυσόμαλλου Δέρατος
Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας
Τάγμα του Αγίου Στεφάνου της Ουγγαρίας[7]
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο κόμης Λέοπολντ Μπέρχτολντ (γερμανικά: Graf Leopold Berchtold, ουγγρικά: Gróf Berchtold Lipót, τσεχικά: Leopold hrabě Berchtold z Uherčic[Σ 1]), γεννημένος στις 18 Απριλίου 1863 στη Βιέννη και αποβιώσας στις 21 Νοεμβρίου 1942 στο Πέρεσνιε, ήταν διπλωμάτης, ο οποίος, μεταξύ άλλων, διετέλεσε Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Αυστροουγγρικής Αυτοκρατορίας, κατά τις απαρχές του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου.

Διπλωματική σταδιοδρομία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Ο κόμης Λέοπολντ φον Μπέρχτολντ.

Ο Μπέρχτολντ εντάχθηκε στο διπλωματικό σώμα το 1893, ενώ, παρά το γεγονός πως δεν αποτέλεσε αντικείμενο προσοχής λόγω των ικανοτήτων του, ωστόσο, εντυπωσίασε μέσω των εξαίρετων τρόπων του και της αριστοκρατικής καταγωγής του.

Έχοντας, προηγουμένως, υπηρετήσει στο συγκεκριμένο αξίωμα στο Λονδίνο, καθώς και, μετά το 1903, στο Παρίσι, ορίστηκε ως πρέσβης στη Ρωσία, από το 1907 έως το 1912[Σ 2]. Τότε, εμφανίστηκε ως ένθερμος υποστηρικτής της αυστρορωσικής συμμαχίας, θεωρώντας πως η σύγκλιση μεταξύ των δύο αυτοκρατοριών θα αποτελούσε μία εγγύηση σταθερότητας για τη Δυαδική Μοναρχία και ειρήνης για την Ευρώπη[8].

Από την Αγία Πετρούπολη, ενημέρωνε τακτικά τους πολιτικούς ηγέτες της Δυαδικής Μοναρχίας σχετικά με την κατάσταση στη Ρωσία, καθώς και διαχειριζόταν τις ρωσικές αντιδράσεις σχετικά με την προσάρτηση της Βοσνίας και Ερζεγοβίνης από τη Δυαδική Μοναρχία, κατά τη διάρκεια του Φθινοπώρου του 1908[9]. Ως αποτέλεσμα, η βοσνιακή κρίση καταβαράθρωσε τις βάσεις της φιλορωσικής πολιτικής την οποία ο ίδιος επιθυμούσε να ακολουθήσει η Βιέννη. Με τη συγκεκριμένη αφορμή, παρουσίασε στην ιεραρχία του το όραμά του σχετικά με την εξωτερική πολιτική της Δυαδικής Μοναρχίας, αντιλαμβανόμενος πως η κρίση του 1908 θα περιέπλεκε το έργο του[10].

Ως αποτέλεσμα, δεν ήταν σε θέση παρά μόνον να παρατηρήσει την επιδείνωση της καταστάσεως της Δυαδικής Μοναρχίας έπειτα από τη συγκεκριμένη προσάρτηση[11]. Αγανακτισμένος, επίσης, από την επιδεικτική πολυτέλεια της ρωσικής υψηλής κοινωνίας, επέστρεψε στην Αυστρία, τον Απρίλιο του 1911, και αποσύρθηκε στα προσωπικά εδάφη του[12].

Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έχοντας περάσει χρονικό διάστημα δέκα μηνών εντός των προσωπικών εδαφών του, εκλήθη προκειμένου να αναλάβει καθήκοντα Υπουργού Εξωτερικών Υποθέσεων, αξίωμα το οποίο είχε χηρεύσει έπειτα από τον θάνατο του προκατόχου του, κόμη Έρενταλ[13], στις 17 Φεβρουαρίου 1912. Στις 13 Ιανουαρίου 1915, έπαυσε να ασκεί τα καθήκοντά του, υποβάλλοντας την παραίτησή του στον Φραγκίσκο Ιωσήφ[14].

Αποδέχθηκε το συγκεκριμένο αξίωμα λόγω υποχρεώσεως και πίστεως προς τον αυτοκράτορα και βασιλέα Φραγκίσκου Ιωσήφ[8], όντας έτοιμος να παραιτηθεί σε περίπτωση ανάγκης[15].

Κατά τη διάρκεια της υπουργικής θητείας του, υποχρεώθηκε, μονίμως, να συμβιβάζεται μεταξύ των υποστηρικτών της άμεσης πολεμικής σύγκρουσης, υπό την ηγεσία του Αυστροούγγρου επιτελάρχη, Φραντς Κόνραντ φον Χέτσεντορφ, και των υποστηρικτών της διατήρησης της ειρήνης και των εσωτερικών μεταρρυθμίσεων της Δυαδικής Μοναρχίας, υπό την ηγεσία του αρχιδούκα και διαδόχου, Φραγκίσκου Φερδινάνδου.[16] Καθώς ο ίδιος ήταν υποστηρικτής μίας πολιτικής συνεννόησης με τη Ρωσία, ήρθε κοντά με τη δεύτερη εκ των δύο συγκεκριμένων ομάδων[17].

Ωστόσο, το 1913, ολίγες ημέρες προ του ξεσπάσματος του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου[Σ 3] · [18], έχων την υποστήριξη του Χέτσεντορφ, εμφανίστηκε ως υποστηρικτής μίας στρατιωτικής επέμβασης εναντίον της Σερβίας, κυρίου πολιτικού αντιπάλου της Δυαδικής Μοναρχίας[19]. Τότε, εξέτασε την πιθανότητα ρωσικής στρατιωτικής επέμβασης, ως απάντηση, εναντίον της Δυαδικής Μοναρχίας[20]. Ωστόσο, εξεπλάγη εμπρός στην ταχύτητα της ήττας των Βουλγάρων απέναντι στα συμμαχικά στρατεύματα των γειτόνων της, με αποτέλεσμα να μην δώσει συνέχεια στα σχέδιά του εναντίον του βασιλείου του Βελιγραδίου[21].

Έχοντας προτείνει συμφωνία επί της Αλβανίας στο Βασίλειο της Σερβίας[22], ενέκρινε, ωστόσο, την πολιτική αμφισβητήσεως των σερβικών κεκτημένων κατόπιν της Συνθήκης του Βουκουρεστίου, η οποία έθεσε τέλος στον Β΄ Βαλκανικό Πόλεμο[23].

Κατά τη διάρκεια του Καλοκαιριού και του Φθινοπώρου του 1913, ενθαρρυνόμενος από τον Ίστβαν Τίσα, εξέτασε μία ανατροπή των βαλκανικών συμμαχιών της Δυαδικής Μοναρχίας, εκφράζοντας την επιθυμία του για μία συμμαχία με τη Βουλγαρία, παρά τους ιστορικούς δεσμούς με τη Ρουμανία, καθώς και ενάντια στη γνώμη του Κρόνπριντς[24].

Από τη Συνθήκη του Βουκουρεστίου έως τις 28 Ιουνίου 1914

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μετά το πέρας του Β΄ Βαλκανικού Πολέμου, ο από κοινού υπουργός εξωτερικών υποθέσεων ευρέθηκε αντιμέτωπος με την άνοδο της ισχύος των βαλκανικών κρατών, επιχειρώντας, υπό την επιρροή του Φραγκίσκου Φερδινάνδου, τη δημιουργία μίας νέας βαλκανικής ενώσεως, με επίκεντρο τη Βιέννη[25]

Η Σερβία γνώριζε μία δίχως προηγούμενο αύξηση της ισχύος της, ενώσω η Ρουμανία απομακρυνόταν όλο και περισσότερο από τη γερμανοαυστροουγγρική συμμαχία[25], ενώ η Βουλγαρία, θεωρούμενη, στη Βιέννη, ως αντιστάθμισμα απέναντι στη νέα σερβική ισχύ, ήταν αποδυναμωμένη από την ήττα της[26].

Τον Οκτώβριο του 1913, ο Μπέρχτολντ εμφανίστηκε ως υποστηρικτής της αποστολής ενός τελεσιγράφου στη Σερβία, προκειμένου να υποχρεώσει το βασίλειο του Βελιγραδίου στην εκκένωση των αλβανικών εδαφών, τα οποία βρίσκονταν, ακόμη, υπό κατοχή παρά την υπογραφή της Συνθήκης του Βουκουρεστίου[27]. Πράγματι, παρατήρησε τον αόριστο χαρακτήρα των σερβικών απαντήσεων απέναντι στο αυστροουγγρικό αίτημα εκκένωσης της Αλβανίας κατά τη διάρκεια ανεπίσημων συζητήσεων με τον Νίκολα Πάσιτς, στις 3 Οκτωβρίου 1913, στη Βιέννη[Σ 4] · [28] · [29].

Εμπρός στις συγκεκριμένες αόριστες απαντήσεις, συνέγραψε και απέστειλε ένα τελεσίγραφο στο βασίλειο του Βελιγραδίου, μέσω του οποίου απαιτούσε την εκκένωση της Αλβανίας από τον σερβικό στρατό. Το τελεσίγραφο, απεσταλμένο στις 17 Οκτωβρίου 1913, έγινε δεκτό από τη Σερβία, η οποία προχώρησε στην εκκένωση των περιοχών οι οποίες ευρίσκονταν υπό την κατοχή της, κατά τη διάρκεια των ημερών οι οποίες ακολούθησαν της λήψεως του τελεσιγράφου στο Βελιγράδι.

Κατά τη διάρκεια των μηνών οι οποίοι ακολούθησαν, ο Μπέρχτολντ, χαίροντας δημοφιλίας προερχόμενης από την επιτυχία της πρωτοβουλίας του τον Οκτώβριο του 1913[30], επιχείρησε να επαναπροσανατολίσει τη βαλκανική πολιτική της παραδουνάβιας μοναρχίας, η οποία βασιζόταν σε μία ανατροπή των συμμαχιών της Δυαδικής Μοναρχίας, όπως πρότεινε ένας εκ των στενών συμβούλων του εντός αναφοράς η οποία παραδόθηκε στον υπουργό στις 24 Ιουνίου 1914. Η συγκεκριμένη διπλωματική διακοίνωση, στη σύνταξη της οποίας ο ίδιος συμμετείχε, ενσάρκωνε τη θέση της Δυαδικής Μοναρχίας επί της ανισόρροπης καταστάσεως η οποία επικρατούσε στα Βαλκάνια ολίγον καιρό προ του ξεσπάσματος της Κρίσεως του Ιουλίου[31]. Ως αποτέλεσμα, πρότεινε μία σύγκλιση με την Οθωμανική Αυτοκρατορία και τη Βουλγαρία, εναντίον της Σερβίας και της Ρουμανίας[32].

Ωστόσο, οι πολιτικές απόψεις του εξελίχθηκαν, υπό την πίεση της μείωσης των οικονομικών πόρων τους οποίους διέθετε η Δυαδική Μοναρχία, καθώς είχε αποδυναμωθεί οικονομικά λόγω του κόστους των επαναλαμβανόμενων μερικών επιστρατεύσεων οι οποίες λάμβαναν χώρα μετά το 1909[33].

Η δολοφονία στο Σαράγιεβο του αρχιδούκα Φραγκίσκου Φερδινάνδου από έναν Σέρβο εθνικιστή, στις 28 Ιουνίου 1914, έδωσε την ευκαιρία στον υπουργό να θέσει σε εφαρμογή τη νέα πολιτική του. Ως αποτέλεσμα, εξέταζε, από τη γνωστοποίηση της δολοφονίας, την εισβολή στη Σερβία δίχως προηγούμενη κήρυξη πολέμου, σε συμφωνία με τον Κόνραντ[34] και τον Αλεξάντερ φον Κρόμπατιν, από κοινού υπουργό πολέμου[35], επιμένοντας στον μικρό αριθμό των θετικών επιπτώσεων των αυστροουγγρικών διπλωματικών επιτυχιών επί της Σερβίας από το 1903[36].

Προκειμένου να εδραιώσει την κυριαρχία του, ανέλαβε αυτοπροσώπως τη διαχείριση της αυστροσερβικής κρίσης[37]. Τότε, ο αυτοκράτορας του ζήτησε να συμβουλευτεί τους υπόλοιπους πολιτικούς ηγέτες της μοναρχίας, μεταξύ άλλων τον Ίστβαν Τίσα[38]. Ως αποτέλεσμα, υποδέχτηκε τον Κόνραντ στις 29 Ιουνίου, με τον τελευταίο να του υπενθυμίζει την επιθυμία του για τη διεξαγωγή ενός προληπτικού πολέμου εναντίον της Σερβίας, ενώ, στη συνέχεια, τον Υπουργό Οικονομικών, Λέο Μπιλίνσκι, καθώς και τον Υπουργό Πολέμου, Αλεξάντερ φον Κρόμπατιν, οι οποίοι ήσαν, και οι δύο, υποστηρικτές μίας φιλοπόλεμος πολιτικής απέναντι στο Βελιγράδι[39]. Σύντομα, συντάχθηκε με το μέρος τους υπέρ της υιοθέτησης μίας πολιτικής αυστηρότητας απέναντι στη Σερβία[Σ 5] · [40].

Ο από κοινού υπουργός εξωτερικών υποθέσεων, οικείος του φονευθέντος αρχιδούκα, κλονίστηκε προσωπικά από την είδηση[41]. Επιπλέον, ενημερώθηκε άμεσα για τις αντιδράσεις στο Βελιγράδι στην είδηση της δολοφονίας[42].

Παρά τις προσωπικές διαφορές και εκτιμήσεις, ο Μπέρχτολντ, όπως το σύνολο των πολιτικών και στρατιωτικών ηγετών της Δυαδικής Μοναρχίας, εμφανίστηκε ως υποστηρικτής της αναμονής συμβουλών από το Ράιχ προ οποιασδήποτε ενέργειας εναντίον του Βελιγραδίου, ωστόσο, αρκετά σύντομα, πολλαπλά σημάδια άρχισαν να δείχνουν πως το Ράιχ ήταν έτοιμο να υποστηρίξει τη σύμμαχό του στην εφαρμογή μίας πολιτικής αυστηρότητας απέναντι στη Σερβία[43]: στις 3 Ιουλίου, έλαβε διαβεβαιώσεις, με ανεπίσημο τρόπο, για την υποστήριξη του Ράιχ μέσω του Γερμανού πρέσβη στη Βιέννη[44].

Πράγματι, στις 5 Ιουλίου, απέστειλε στο Βερολίνο τον προϊστάμενο του ιδιαιτέρου γραφείου του, τον κόμη Χόγιος, προκειμένου να παραδώσει μία διακοίνωση στον τοπικό Αυστροούγγρο πρέσβη[45]. Ο τελευταίος, οικείος αριθμού Γερμανών διπλωματών[45], έλαβε διαβεβαιώσεις για την υποστήριξη του Ράιχ υπέρ μίας πολιτικής αυστηρότητας την οποία η Δυαδική Μοναρχία επιθυμούσε να ακολουθήσει[46]. Παράλληλα, εμπνεόμενος από τις σχετικές παρατηρήσεις του Αυστροούγγρου πρέσβη στο Λονδίνο, ο Μπέρχτολντ εκτίμησε πως η εσωτερική πολιτική κατάσταση του Ηνωμένου Βασιλείου, μεταξύ άλλων λόγω των εξελίξεων στην Ιρλανδία, περιόριζε σημαντικά τις δυνατότητες δράσης της Δυαδικής Μοναρχίας στην Κεντρική Ευρώπη[47].

Κατά τη διάρκεια του συμβουλίου του στέμματος της 7ης Ιουλίου, το οποίο θα όριζε την πολιτική η οποία θα ακολουθείτο εντός των αμέσως επόμενων εβδομάδων, εξέφρασε την επιθυμία του για μία φιλοπόλεμη πολιτική εναντίον του βασιλείου του Βελιγραδίου, το οποίο αποτελούσε, σύμφωνα με τον ίδιο, νευραλγικό κέντρο των εντάσεων στη Βοσνία και Ερζεγοβίνη[48]. Εντός του συγκεκριμένου πλαισίου, συνάντησε, επί του συγκεκριμένου σημείου, την αντίθεση του Πρωθυπουργού της Ουγγαρίας, Ίστβαν Τίσα, ο οποίος ήταν θετικά διακείμενος, αρχικώς, στη χρήση της διπλωματικής οδού[49] και τον οποίον επιχείρησε, κατά τη διάρκεια των αμέσως επόμενων ημερών, να μεταπείσει[Σ 6] · [50]. Ο Μπέρχτολντ, επίσης, έλαβε υπόψη τις υπόλοιπες παρατηρήσεις του πρωθυπουργού του Βασιλείου της Ουγγαρίας: το ξέσπασμα μίας ένοπλης σύγκρουσης θα έπρεπε να πραγματοποιηθεί μόνον μετά το πέρας μίας διπλωματικής διαδικασίας η οποία θα διαβεβαίωνε πως η Δυαδική Μοναρχία δεν ήταν ο θύτης, όμως το θύμα[51].

Μεταξύ της 6ης και της 23ης Ιουλίου, όχι μόνον παρουσίασε τα σχέδιά του για τη διαίρεση του Βασιλείου της Σερβίας μεταξύ της Βουλγαρίας, της Αλβανίας και της Ελλάδας, διατηρώντας, ταυτόχρονα, ένα κολοβό κράτος πλήρως υποταγμένο στη Δυαδική Μοναρχία[52], αλλά, ταυτόχρονα, διέταξε την μέγιστη δυνατή διακριτικότητα προκειμένου να μην διαρρεύσουν οι προετοιμασίες της Δυαδικής Μοναρχίας, επί ματαίω[53].

Παράλληλα, υποστηριζόμενος από τον αυτοκράτορα, ο οποίος ήταν υποστηρικτής της πολιτικής αυστηρότητας, επισήμως στις 9 Ιουλίου[54], διέταξε τη σύνταξη ενός τελεσιγράφου με αποδέκτη το βασίλειο του Βελιγραδίου, προκειμένου το τελευταίο να μην γίνει αποδεκτό από τη σερβική κυβέρνηση[55].

Μετά την παράδοση του συγκεκριμένου τελεσιγράφου μέσω της διπλωματικής οδού στο Βελιγράδι[56], απέρριψε όχι μόνον τη σερβική απάντηση, αλλά και τις προτάσεις διαμεσολάβησης εκ μέρους των Μεγάλων Δυνάμεων[55], μεταξύ άλλων των Βρετανών[Σ 7] · [57].

Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όντας Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων, έδρασε στα πλαίσια των καθηκόντων του κατά τις απαρχές της σύγκρουσης, μεταξύ άλλων κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων με τα γειτονικά ουδέτερα κράτη της Δυαδικής Μοναρχίας.

Το 1915, συμμετείχε στις διαπραγματεύσεις οι οποίες οδήγησαν στην είσοδο στον πόλεμο της Ιταλίας εναντίον της Δυαδικής Μοναρχίας, αδυνατώντας να διατηρήσει τον νότιο γείτονα της χώρας του σε καθεστώς ουδετερότητας, εμφανιζόμενος επιφυλακτικός ως προς την παραχώρηση αυστροουγγρικών εδαφών στην Ιταλία[58]. Ωστόσο, σύντομα, όντας υπό την ισχυρή επιρροή του Ράιχ[59], υπεραμύνθηκε της παραχώρησης του Τρεντίνο στην Ιταλία, προκειμένου να αποφύγει τον διασκορπισμό των μετώπων στα οποία οι δυνάμεις του Κοινού Στρατού πολεμούσαν. Όντας μειοψηφία εντός της κυβερνήσεως της Δυαδικής Μοναρχίας, υπέβαλε την παραίτησή του στις 13 Ιανουαρίου 1915[60].

Κατά τη διάρκεια των πρώτων μηνών της σύγκρουσης, πέτυχε, επίσης, να διατηρήσει τη Ρουμανία σε μία στάση ουδετερότητας, μεταξύ άλλων μέσω συμβολικών εκδηλώσεων ικανοποίησης σχετικά με τη διατήρηση της ουδετερότητας[61], ενώ, ταυτόχρονα, εμφανίστηκε δεκτικός απέναντι στα εδαφικά αιτήματα της Ρουμανίας[62].

Όντας Υπουργός Εξωτερικών Υποθέσεων της Δυαδικής Μοναρχίας, υποχρεώθηκε, μονίμως, να συμβιβάζεται με τα αιτήματα και την υποστήριξη, παρεχόμενη ή ανακαλούμενη, του Ράιχ προς την πολιτική της παραδουνάβιας μοναρχίας. Τον Οκτώβριο του 1913, πέτυχε να λάβει, κατά τη διάρκεια συναντήσεως με τον Γουλιέλμο Β΄, την πλήρη υποστήριξη του Ράιχ προς την εξωτερική πολιτική της Δυαδικής Μοναρχίας[63].

Ως αποτέλεσμα, μετά το πέρας του Ιταλοτουρκικού Πολέμου, υποχρεώθηκε να αποδεχθεί μία ιταλική ενίσχυση, την οποία επιθυμούσε το Ράιχ, στην Ανατολική Μεσόγειο[64]. Την Άνοιξη του 1913, δεν ήταν σε θέση να εμπλέξει την Αυστροουγγαρία σε μία ένοπλη σύγκρουση με τη Σερβία, καθώς δεν διέθετε την πλήρη υποστήριξη εκ μέρους του Ράιχ[Σ 8] · [21]: με τη συγκεκριμένη ευκαιρία, ο Μπέρχτολντ ήρθε αντιμέτωπος με την πραγματικότητα της σημασίας της Δυαδικής Μοναρχίας εντός της Τριπλής Συμμαχίας[59]. Αντιθέτως, το Φθινόπωρο, εμπρός στη σερβική απροθυμία εκκένωσης της Αλβανίας, πέτυχε να λάβει, ενώ έχαιρε της υποστήριξης του Ράιχ, την εκκένωση των εδαφών την οποία ο ίδιος είχε αιτηθεί την Άνοιξη[65]. Κατά τη διάρκεια της σύγκρουσης, οι προσωπικές θέσεις του αποτελούσαν το άμεσο αποτέλεσμα των θέσεων του Ράιχ, όπως συνέβη το 1915, κατά τη διάρκεια της διαπραγμάτευσης των αποζημιώσεων οι οποίες θα καταβάλλονταν ως αντάλλαγμα προς την ιταλική ουδετερότητα[59].

Στις αρχές του 1914, διαπίστωσε, ως αποτέλεσμα, τις σημαντικές διαφορές συμφερόντων μεταξύ του Ράιχ και της Δυαδικής Μοναρχίας, καθώς το Ράιχ επιθυμούσε την περαιτέρω ενίσχυση των δεσμών της Τριπλής Συμμαχίας με την Ιταλία. Πράγματι, το Ράιχ κατηύθυνε την ιταλική πολιτική προς τα Βαλκάνια, τα οποία αποτελούσαν σφαίρα επιρροής της Δυαδικής Μοναρχίας[64]. Επιπλέον, παρά το γεγονός πως ο ίδιος αποδεχόταν τις παραχωρήσεις αυστροουγγρικών εδαφών στην Ιταλία κατά τη διάρκεια των διαπραγματεύσεων οι οποίες διεξάγονταν από το Φθινόπωρο, ωστόσο, ήταν επιφυλακτικός ως προς την παραχώρηση υπερβολικών ανταλλαγμάτων στο Βασίλειο της Ιταλίας[66].

Τέλος σταδιοδρομίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όντας ενάντιος στην παραχώρηση αυστροουγγρικών εδαφών, επιβεβαιώθηκε στο αξίωμά του από τον αυτοκράτορα στις 9 Ιανουαρίου 1915, ωστόσο, την αμέσως επόμενη ημέρα, ήρθε σε σύγκρουση με τον πρόεδρο του ουγγρικού συμβουλίου, παρά τη φιλία η οποία συνέδεε τους δύο πολιτικούς[67].

Υποχρεώθηκε σε παραίτηση από το αξίωμά του στις 13 Ιανουαρίου 1915, ενώ αντικαταστάθηκε από τον βαρόνο Στέφαν Μπούριαν φον Ράγιετς. Έκτοτε, αποσύρθηκε από τον δημόσιο βίο, ενώ απεβίωσε στις 21 Νοεμβρίου 1942 στο Πέρεσνιε, στην Ουγγαρία.

Θεωρούμενος ως ένας εκ των πλουσιότερων ανδρών της Αυστροουγγαρίας, ο Μπέρχτολντ διέθετε, τότε, εδάφη στην Ουγγαρία και τη Μοραβία.

  1. Η πλήρης ονομασία του ήταν Λέοπολντ Άντον Γιόχαν Ζίγκισμουντ Γιόζεφ Κόρσινους Φέρντιναντ Μπέρχτολντ φον ουντ τσου Ούνγκαρσιτς, Φρέττλινγκ ουντ Πύλλυτς (γερμανικά: Leopold Anton Johann Sigismund Josef Korsinus Ferdinand Berchtold von und zu Ungarschitz, Frättling und Püllütz
  2. Αποδέχθηκε το συγκεκριμένο αξίωμα με προθυμία.
  3. Κατά τη διάρκεια της πρώτης πολεμικής σύγκρουσης, είχε προβλέψει πως οι φιλοδοξίες της καθεμίας εκ των εμπλεκόμενων χωρών θα οδηγούσε στο ξέσπασμα δεύτερης πολεμικής σύγκρουσης.
  4. Ο αόριστος χαρακτήρας των απαντήσεων του Σέρβου πρωθυπουργού ήταν αφοπλιστικός.
  5. Το ερώτημα του εάν επείσθη από τους συνομιλητές του ή εάν θεωρούσε ο ίδιος πως η συγκεκριμένη πολιτική θα είχε θετικά αποτελέσματα παραμένει, έως σήμερα, υπό αμφισβήτηση.
  6. Η εναντίωση του Τίσα απέναντι σε μία στρατιωτική επέμβαση εναντίον της Σερβίας σχετιζόταν, εν μέρει, με την αβεβαιότητα της στάσης της Ρουμανίας, ενώ, έπειτα από την άρση της, ο πρόεδρος του ουγγρικού συμβουλίου, πλέον, δεν έφερε οποιαδήποτε αντίθεση απέναντι στην πολιτική της στρατιωτικής επέμβασης.
  7. Καθώς η βρετανική ουδετερότητα εξαρτώταν από την εκκένωση του Βελγίου από τα γερμανικά στρατεύματα, η Μεγάλη Βρετανία κήρυξε πόλεμο εναντίον της Δυαδικής Μοναρχίας στις 12 Αυγούστου 1914
  8. Ο Μπέτμαν-Χόλβεγκ εκτιμούσε, στη συγκεκριμένη περίπτωση, πως η πολιτική την οποία ακολουθούσε η Δυαδική Μοναρχία, ήτοι η απομάκρυνση της Σερβίας από την πρόσβαση στην Αδριατική Θάλασσα, είχε πετύχει τον στόχο της.
  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 24  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 (Αγγλικά) SNAC. w68s54v0. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. 3,0 3,1 3,2 «Encyclopædia Britannica» (Αγγλικά) biography/Leopold-Count-von-Berchtold. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 11  Δεκεμβρίου 2014.
  5. «Magyar főnemességi adattár» 1932. Ανακτήθηκε στις 4  Ιουλίου 2024.
  6. Dániel Ballabás, József Pap, Judit Pál: «Képviselők és főrendek a dualizmus kori Magyarországon». (Ουγγρικά) d:Q115016773. d:Q115016832. Έγκερ. 2020. Ανακτήθηκε στις 4  Ιουλίου 2024. σελ. 49. ISBN-13 978-963-496-144-4.
  7. Ανακτήθηκε στις 24  Ιανουαρίου 2022.
  8. 8,0 8,1 Clark 2013, σελ. 122.
  9. Bled 2014, σελ. 24.
  10. Clark 2013, σελ. 123.
  11. Schiavon 2011, σελ. 29.
  12. Clark 2013, σελ. 124.
  13. Bled 2014, σελ. 28.
  14. Fischer 1970, σελ. 16.
  15. Bled 2014, σελ. 134.
  16. Clark 2013, σελ. 128.
  17. Clark 2013, σελ. 230.
  18. Schiavon 2011, σελ. 31.
  19. Bled 2014, σελ. 37.
  20. Renouvin 1934, σελ. 177.
  21. 21,0 21,1 Renouvin 1934, σελ. 178.
  22. Clark 2013, σελ. 273.
  23. Fischer 1970, σελ. 56.
  24. Bled 2014, σελ. 35.
  25. 25,0 25,1 Bled 2014, σελ. 39.
  26. Clark 2013, σελ. 293.
  27. Bled 2014, σελ. 38.
  28. Clark 2013, σελ. 288.
  29. Clark 2013, σελ. 111.
  30. Clark 2013, σελ. 290.
  31. Clark 2013, σελ. 126.
  32. Bled 2014, σελ. 43.
  33. Clark 2013, σελ. 295.
  34. Fischer 1970, σελ. 65.
  35. Bled 2014, σελ. 67.
  36. Schiavon 2011, σελ. 70.
  37. Clark 2013, σελ. 427.
  38. Bled 2014, σελ. 69.
  39. Clark 2013, σελ. 392.
  40. Clark 2013, σελ. 396.
  41. Clark 2013, σελ. 395.
  42. Schiavon 2011, σελ. 68.
  43. Clark 2013, σελ. 399.
  44. Clark 2013, σελ. 411.
  45. 45,0 45,1 Clark 2013, σελ. 401.
  46. Renouvin 1934, σελ. 201.
  47. De Wiel 2007, σελ. 115.
  48. Clark 2013, σελ. 421.
  49. Schiavon 2011, σελ. 69.
  50. Bled 2014, σελ. 77.
  51. Bled 2014, σελ. 75.
  52. Renouvin 1934, σελ. 204.
  53. Bled 2014, σελ. 78.
  54. Bled 2014, σελ. 82.
  55. 55,0 55,1 Renouvin 1934, σελ. 205.
  56. Schiavon 2011, σελ. 74.
  57. De Wiel 2007, σελ. 119.
  58. Renouvin 1934, σελ. 304.
  59. 59,0 59,1 59,2 Bled 2014, σελ. 126.
  60. Schiavon 2011, σελ. 102.
  61. Bled 2014, σελ. 141.
  62. Bled 2014, σελ. 143.
  63. Fischer 1970, σελ. 58.
  64. 64,0 64,1 Fischer 1970, σελ. 45.
  65. Renouvin 1934, σελ. 181.
  66. Bled 2014, σελ. 127.
  67. Bled 2014, σελ. 133.
  • (Γαλλικά) Bled, Jean-Paul (2014). L'agonie d'une monarchie : Autriche-Hongrie, 1914-1920. Παρίσι: Taillandier. σελ. 464. ISBN 979-10-210-0440-5. 
  • (Γαλλικά) Clark, Christopher Munro (2013). Marie-Anne de Béru, επιμ. Les somnambules : Eté 1914 : comment l'Europe a marché vers la guerre. Au fil de l'histoire. Παρίσι: Flammarion. σελ. 668. ISBN 978-2-08-121648-8. 
  • (Γαλλικά) De Wiel, Jérôme Aan (2007). «La relation inconnue : l'Autriche-Hongrie et l'Irlande, 1900-1914». Guerres mondiales et conflits contemporains 1 (225): 105-120. doi:10.3917/gmcc.225.0105. http://www.cairn.info/revue-guerres-mondiales-et-conflits-contemporains-2007-1-page-105.htm. 
  • (Γαλλικά) Fischer, Fritz (1970). Geneviève Migeon & Henri Thiès, επιμ. Les Buts de guerre de l’Allemagne impériale (1914-1918). Παρίσι: Éditions de Trévise. σελ. 654.  Unknown parameter |bnf= ignored (βοήθεια)
  • (Γαλλικά) Renouvin, Pierre (1934). La Crise européenne et la Première Guerre mondiale. Peuples et civilisations. 19. Παρίσι: Presses universitaires de France. σελ. 779.  Unknown parameter |bnf= ignored (βοήθεια)
  • (Γαλλικά) Schiavon, Max (2011). L'Autriche-Hongrie dans la Première Guerre mondiale : la fin d'un Empire. Les Nations dans la Grande Guerre. Παρίσι: Éditions SOTECA, 14-18 Éditions. σελ. 298. ISBN 978-2-9163-8559-4.