Μετάβαση στο περιεχόμενο

Κυδώνι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αυτό το λήμμα αφορά τον καρπό της κυδωνιάς. Για το ομώνυμο θαλάσσιο ζώο, δείτε: κυδώνι (ζώο).
Κυδώνι

Το κυδώνι είναι ο καρπός του είδους Κυδωνέα η προμήκης (Cydonia oblonga) (το μοναδικό είδος του γένους κυδωνιά) και κατάγεται από τη νοτιοδυτική Ασία και την περιοχή του Καυκάσου. Πρόκειται για φυλλοβόλο δέντρο, που φτάνει τα 8 μέτρα σε ύψος, και είναι συγγενικό με τη μηλιά και την αχλαδιά. Ο καρπός του έχει χρώμα κίτρινο προς το χρυσό, όταν είναι ώριμο, και έχει σχήμα αχλαδιού, ενώ τρώγεται εδώ και χιλιάδες χρόνια, ως φρούτο. Το εξωκάρπιο είναι αρχικά χνουδωτό και έπειτα λείο και γυαλιστερό.[1] Το μήκος του κυμαίνεται από 7 ως 12 εκατοστά και το πλάτος του από 6 ως 9 εκατοστά. Η σάρκα του είναι λευκοκίτρινη.

Τα κυδώνια χρησιμοποιούνται ευρέως στη μαγειρική και τη ζαχαροπλαστική. Αρχικά είναι πράσινα όταν είναι άγουρα και όταν ωριμάζουν είναι κίτρινα και πολύ αρωματικά. Η πλήρης ωριμότητα του κυδωνιού απαιτεί μεσογειακό κλίμα με μακρά περίοδο θερμότητας και για αυτό ευδοκιμεί ευκολότερα σε χώρες όπως η Ελλάδα, η Πορτογαλία και άλλες με παρόμοιο κλίμα. Στη συνέχεια μπορεί να καταναλωθεί ωμό. Στις λιγότερο νότιες περιοχές, με ψυχρότερο εύκρατο κλίμα, αυτό δεν συμβαίνει, εκτός από ορισμένες ποικιλίες με σύντομο κύκλο καρποφορίας (κυδώνι Aromatnaya, κυδώνι Kuganskaya), οι οποίες μερικές φορές μπορούν να φτάσουν σχεδόν σε πλήρη ωριμότητα σε ένα ιδιαίτερα ζεστό φθινόπωρο. Διαφορετικά, τα κυδώνια παραμένουν σκληρά, στυπτικά και όξινα και μπορούν να καταναλωθούν μόνο μετά το μαγείρεμα.

Το φρούτο ήταν γνωστό στους Ακκάδιους, οι οποίοι το έλεγαν supurgillu[2] στα αραβικά سفرجل safarjal = κυδώνια (πληθυντικός). Το σημερινό όνομα προήλθε από το quoyn (14ος αιώνας), μέσω της αρχαίας γαλλικής λέξης cooin, από το λατινικό cotoneum malum / cydonium malum, που επίσης προήλθε από το κυδώνιον μήλον.

Στους Βίους Παραλλήλους του Πλουτάρχου, ο Σόλων λέγεται ότι θέσπισε διάταγμα με βάση το οποίο «η νύφη και ο γαμπρός θα έπρεπε να κλείνονταν σε ένα δωμάτιο και να φάνε ένα κυδώνι μαζί».[3] Αναφέρεται, επίσης, στην Ελληνική μυθολογία ότι ο Πάρης προσέφερε στη θεά Αφροδίτη ένα κυδώνι. Ο καρπός ήταν επίσης γνωστός στους Ρωμαίους.

Η θρεπτική αξία του φρούτου έγκειται κυρίως στη βιταμίνη C που περιέχει.

Το φρούτο αυτό περιέχει επίσης πολλή τανίνη και λιθώδη κύτταρα. Η κύρια χρήση των κυδωνιών είναι στη ζαχαροπλαστική. Συγκεκριμένα, από το φρούτο φτιάχνονται γλυκά κουταλιού, πελτές, κυδωνόπαστα και μαρμελάδες. Μάλιστα, ο όρος «μαρμελάδα» σήμαινε αρχικά μαρμελάδα από κυδώνια και προήλθε από την πορτογαλική λέξη marmelo, που σημαίνει «κυδώνι».[4][5]

Το ωμό κυδώνι χρησιμοποιείται ως βότανο κατά της διάρροιας. Επίσης, οι σπόροι του έχουν αποχρεμπτικές και μαλακτικές ιδιότητες.

Η συλλογή των καρπών γίνεται όταν ωριμάσουν καλά πάνω στην κυδωνιά. Συνήθως η κοπή τους γίνεται με μέρος του ποδίσκου και αυτό συντελεί στη διατήρησή τους. Πολύ γνωστές ποικιλίες κυδωνιών στον ελληνικό χώρο είναι τα μηλοκύδωνα ή ψωμοκύδωνα, των οποίων ο καρπός είναι στρογγυλός. Υπάρχει επίσης η ποικιλία μαμούθ, που οφείλει την ονομασία της στον τεράστιο καρπό της. Ο καρπός της ποικιλίας αυτής χρησιμοποιείται και ως επιτραπέζιος.

  1. Εγκυκλοπαίδεια 2002, εκδ. 1984, τ. 10, σελ. 293.
  2. «Search Entry». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 27 Σεπτεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 24 Ιουλίου 2008. 
  3. Πλούταρχου, Σόλων, 20 [1]
  4. Wilson, C. Anne. The Book of Marmalade: Its Antecedents, Its History and Its Role in the World Today (Together with a Collection of Recipes for Marmalades and Marmalade Cookery), University of Pennsylvania Press, Philadelphia. Revised Edition 1999. ISBN 0-8122-1727-6
  5. "Marmalade" in Online Etymology Dictionary, © 2001 Douglas Harper apud Dictionary.com
  • Νέα Εγκυκλοπαιδεία. Εκδ. Μαλλιάρης-Παιδεία, 2006, τ. 13, σελ. 410.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]