Κρίστιαν Τομάσιους

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κριστιάν Τομάσιους
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1  Ιανουαρίου 1655[1][2][3]
Λειψία[4]
Θάνατος23  Σεπτεμβρίου 1728[1][3][5]
Χάλλε (Ζάαλε)[6]
Τόπος ταφήςStadtgottesacker
Χώρα πολιτογράφησηςΕκλεκτοράτο της Σαξονίας
Εκπαίδευση και γλώσσες
Ομιλούμενες γλώσσεςλατινική γλώσσα[2]
Εκπαίδευσηδιδακτορικό δίπλωμα
ΣπουδέςΠανεπιστήμιο της Λειψίας
Alma Mater Viadrina
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότητανομικός[7]
φιλόσοφος[7]
διδάσκων πανεπιστημίου
δημοσιογράφος
συγγραφέας[8][9]
ΕργοδότηςΠανεπιστήμιο της Λειψίας
Πανεπιστήμιο Μαρτίνου Λούθηρου του Χάλλε-Βιτεμβέργης
Alma Mater Viadrina
Οικογένεια
ΓονείςΓιάκομπ Τομάζιους
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Κρίστιαν Τομάσιους (Christian Thomasius, 1 Ιανουαρίου 165523 Σεπτεμβρίου 1728) ήταν Γερμανός νομικός και φιλόσοφος.

Βιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γεννήθηκε το 1655 στη Λειψία. Ήταν ο πρωτότοκος γιος του Γιάκομπ Τομάζιους (Jacob Thomasius) και της Μαρίας Βέμπερ (Maria Weber). H μητέρα του απεβίωσε όταν ο Κρίστιαν ήταν 8 ετών και ο πατέρας του σύναψε δεύτερο γάμο.

Το 1669 αρχίζει να φοιτά στη φιλοσοφική σχολή της Λειψίας και το 1672  του απονέμεται το «Magister Artium» (Master of Arts ). To 1675 γίνεται φοιτητής στη νομική σχολή της Φρανκφούρτης ( Όντερ). Εκεί διδάσκεται το Φυσικό Δίκαιο και μαθητεύει κοντά στον Samuel Stryk. To 1679 γίνεται Διδάκτωρ της Νομικής. Την ίδια χρονιά ταξιδεύει στην Ολλανδία, όπου έρχεται σε επαφή με τον Graevius. Στη Λειψία ασκεί τη δικηγορία και έπειτα (1681) γίνεται καθηγητής στο Πανεπιστήμιο.

Το 1680 παντρεύεται την Anna Christine Heyland, με την οποία θα αποκτήσει  έξι παιδιά. Το 1684 πεθαίνει ο πατέρας του (που ήταν μια ασπίδα προστασίας για εκείνον απέναντι στους συναδέλφους του, ως πρύτανης ).

To 1685 δημοσιεύει πραγματεία υπερασπιζόμενος τη διγαμία ως κανονική κατάσταση στο Φυσικό Δίκαιο , την «De crimine bigamiae».Το ακαδημαϊκό έτος 1687/88 ανακοινώνει ότι οι διαλέξεις του θα γίνουν στη γερμανική (και όχι στη λατινική  όπως συνηθιζόταν ) και μάλιστα θα είχαν ως θέμα τη μίμηση των Γάλλων σε ορισμένες καθημερινές πρακτικές .Δεδομένου ότι οι προκαταλήψεις για το γαλλικό στοιχείο ήταν διάχυτες στην κοινωνία , το μάθημά του ήταν προκλητικό .To 1688  χρηματοδότησε περιοδικό γραμμένο εν πολλοίς στα γερμανικά, το «Monatsgespräche» (Μηνιαίες Συζητήσεις ), ακόμα μια πρωτοπορία  για την κοινωνία της Γερμανίας .Ο ίδιος ο Thomasius είναι ο συγγραφέας των κειμένων  που δημοσιεύονται ανώνυμα σ’ αυτό .

Το 1690 του απαγορεύτηκε να δημοσιεύσει ή να διδάξει ξανά με επιβολή μεγάλου χρηματικού προστίμου. Ζητά άσυλο στο Βρανδεμβούργο και διορίζεται στο Πανεπιστήμιο της Halle .Βρίσκεται υπό την προστασία του Μέγα Εκλέκτορα , Φρειδερίκου του Α’ .Η ερευνητική και διδακτική του σταδιοδρομία εκεί αρχίζει λοιπόν με ευνοϊκούς όρους .Το 1691 δημοσιεύει τις 2 εργασίες του για τη Λογική (Νόηση). Γενικά οι μελέτες του είναι προσανατολισμένες σε ζητήματα Λογικής και Ηθικής .Στην προσπάθειά του να καταφέρει την αποδέσμευση της Φιλοσοφίας από τη Θεολογία , εμποτίζει την Ηθική του με στοιχεία Ψυχολογίας .

Ο Thomasius διακρίνει σημάδια πολιτιστικής καθυστέρησης στη Γερμανία της εποχής του η οποία αναστέλλει τη διάδοση των επιστημών .Οδηγείται , έτσι, στην ιδέα ότι το περιεχόμενο της παιδείας  πρέπει να αναμορφωθεί ,όπως και το εκπαιδευτικό σύστημα εν γένει .Επικροτεί την εκμάθηση ξένων γλωσσών και την πρακτική κατεύθυνση των σπουδών .

Μεριμνά για τη διάδοση των ιδεών του , εκδίδοντας (εκτός από το Monatsgespräche) και άλλα περιοδικά , το «Historie der Weisheit und Torheit» (κυκλοφορεί το 1693 για ένα χρόνο) και το «Observationes» (εκδίδεται το 1700 από τους Thomasius , Budde και Stahl ).

Το 1701 , συνεχίζοντας το έργο του κατά του σκοταδισμού , δημοσιεύει το «De crimine magiae» ,ζητώντας να μη διεξάγονται δίκες  για τους αιρετικούς και τις μάγισσες .Αυτή τη γνωμάτευση στηρίζει σε νομική βάση  με τα έργα του «Kurze Lehrsätze von dem Laster der Zauberey» (1703) και «De tortura ex foris Christianorum proscribenda» (1705). Το έργο του αυτό απολήγει στην απόφαση του βασιλιά της Πρωσίας  να εγκαταλειφθεί η παράδοση διεξαγωγής παρόμοιων δικών .

Το νομικό του έργο ήταν κυρίως στους τομείς του Διεθνούς , Φυσικού, Δημοσίου και Εκκλησιαστικού Δικαίου. Ασχολείται, ακόμα, με τη διασαφήνιση των ορίων μεταξύ δικαίου και ηθικής .Ως νομικός προσπαθεί να αποκόψει τις παρεμβάσεις της εκκλησίας στη διευθέτηση των κοινωνικών σχέσεων .Το 1710 γίνεται διευθυντής στο Πανεπιστήμιο της Halle και γράφει το «Cautelae circa Praecognita Jurisprudentiae» , ζητώντας μεταρρύθμιση του δικαίου .Μεταξύ 1713 – 1717 η κυβέρνηση του αναθέτει νομοθετικό έργο .Από το 1717 έως το 1721 αφιερώνεται στο Eκκλησιαστικό Δίκαιο.

Το 1723 τηρεί ουδέτερη στάση στην αντιμαχία μεταξύ των Ευσεβιστών και του συναδέλφου του , Chr. Wolff, αλλά τελικά τάσσεται εναντίον τους .

O Thomasius πέθανε στη Halle το 1728.

Προσανατολισμοί[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και θεωρείται ο πατέρας του γερμανικού Διαφωτισμού , διατηρούσε θρησκευτική πίστη , η οποία αντίκειται στη γενικότερη φιλοσοφία του ορθού λόγου. Ήταν υπέρμαχος της θέσης  ότι η  λογική του ατόμου μπορεί να επικρατεί  της τάσης του για διαφθορά (που πηγάζει από τη θέληση του Κακού ) και να υπερβαίνει τις αγκυλώσεις των προκαταλήψεων , εφόσον το άτομο έχει φωτιστεί .Αυτό μπορεί να συμβεί με τη χρήση συγκεκριμένης μεθόδου ,την οποία αναζητά στη μελέτη του για τις γνωστικές διαδικασίες .[10]

Η επιστημολογία του ξεδιπλώνεται στα 2 έργα του : «Εισαγωγή στη Διδασκαλία της Νόησης» και «Εφαρμογή της Διδασκαλίας της Νόησης». Στην «Εισαγωγή» πραγματεύεται το πως όλοι οι άνθρωποι , ανεξαρτήτως κοινωνικής θέσης και φύλου δύνανται να μάθουν να αξιοποιούν ορθολογικά τη λογική τους , ώστε να ξεχωρίζουν την αλήθεια από την πιθανολογία και το ψέμα και να ανακαλύπτουν νέες αλήθειες

Η «Εφαρμογή» του κινείται στην ίδια οδό ,παρέχοντας στα άτομα τα μέσα για να αποφεύγουν τα σφάλματα. Τα σφάλματα ,κατά τον ίδιο , προκύπτουν από τις προκαταλήψεις .Αυτές μπορεί να αποφευχθούν  με την αμφιβολία . O Thomasius δεν εννοεί την καρτεσιανή αμφιβολία (που αμφισβητεί τα πάντα μέχρι να οδηγηθεί στην αναντίρρητη αρχή ) αλλά μια  αμφιβολία που στρέφεται σε επιμέρους  πιστεύω και αυθεντίες. Αμφισβητεί την ορθολογικοποιημένη Μεταφυσική του σχολαστικισμού ( κατά τον οποίο επιβάλλεται η πίστη στους ισχυρισμούς των αυθεντιών) και διερευνά τα όρια της ανθρώπινης νόησης.

Ήταν εμπειριστής, δηλαδή απέκλειε κάθε δυνατότητα a priori εγγεγραμμένης γνώσης και υποστήριζε ότι η γνώση προέρχεται από την αντιληπτική ικανότητα του ανθρώπου (a posteriori γνώση) .Οι αισθησιοκρατικές αυτές αντιλήψεις  συνδυάζονται με τις διακηρύξεις του Διαφωτισμού που ενστερνιζόταν , δηλαδή ότι η μάθηση , η αλήθεια και η ηθική είναι δυνατόν να γίνουν κτήμα όλων .Επιχειρεί, ακόμα ,να συμβιβάσει τον εμπειρισμό με τον ορθολογισμό.[11]

Αναφορικά με την ηθική, υποστήριζε ότι η βούληση παρακάμπτει τη λογική .Για εκείνον, η ηθική διαβίωση προϋποθέτει  τη συνειδητή αξιοποίηση της βούλησης. Το πρόβλημα που ανακύπτει είναι ότι η θέληση συγκροτείται από κακόβουλες επιθυμίες. Σε σύγκρουση με αυτές βρίσκονται οι ευγενείς διαθέσεις της βούλησης . Οι τελευταίες επικρατούν μόνο αν ο άνθρωπος επικαλεστεί τη θεία χάρη .Για να διασφαλιστεί η ύπαρξη θρησκευτικού αισθήματος στην πολιτεία, η κρατική εξουσία θα πρέπει να συντηρεί την εκκλησία, αλλά ταυτόχρονα να την ελέγχει ως κρατικό μηχανισμό. Εντούτοις είναι υπέρμαχος της ανεκτικής στάσης για όλα τα θρησκεύματα. 

Καθώς θέλει να στρέψει τη φιλοσοφική έρευνα σε ό,τι αφορά τον άνθρωπο και τον κόσμο του, μπορεί να θεωρηθεί πρόδρομος της κριτικής φιλοσοφίας, κυριότερος εκφραστής της οποίας ήταν ο I. Kant.

Γνωσιοθεωρία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Thomasius δεν πίστευε ότι ο άνθρωπος δύναται να κατακτήσει το σύνολο της γνώσης, αλλά τον ενδιέφερε η μετοχή στην όποια δυνατή αλήθεια. Τον απασχολεί η μετάδοση των γνώσεων και αναζητά τον τρόπο επίτευξης αυτού του σκοπου.

Η έως τότε διδασκαλία στα Πανεπιστήμια αφορούσε τη Μεταφυσική όπως διατυπώθηκε από τους Σχολαστικούς και την εκμάθηση των Αρχών της Λογικής όπως αυτές είχαν διασωθεί από την παράδοση.Το μάθημα της φιλοσοφίας περιοριζόταν στο σχολιασμό του έργου του Αριστοτέλη και του Θωμά του Ακινάτη. Προς τα τέλη του 17ου αι. η ενασχόληση με τα υπερφυσικά ζητήματα αρχίζει να φθίνει και τη θέση της καταλαμβάνει η διδασκαλία της Λογικής.


Σε αυτή την ανακατεύθυνση της φιλοσοφικής σκέψης θέλει να στρέψει ο Thomasius τους μαθητές του, αφού πιστεύει ότι η γνωστική διαδικασία μπορεί να αρχίσει μόνο με ερεθίσματα της δεδομένης εμπειρίας και με τη διαδικασία της νόησης να οδηγηθεί στην απόκτηση βέβαιης γνώσης. 

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 9  Απριλίου 2014.
  2. 2,0 2,1 2,2 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. data.bnf.fr/ark:/12148/cb125286787. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  3. 3,0 3,1 3,2 (Αγγλικά) SNAC. w6q26j72. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 10  Δεκεμβρίου 2014.
  5. (Γερμανικά) Εγκυκλοπαίδεια Μπρόκχαους. thomasius-christian.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 30  Δεκεμβρίου 2014.
  7. 7,0 7,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 25  Ιουνίου 2015.
  8. Ανακτήθηκε στις 23  Μαΐου 2019.
  9. «Library of the World's Best Literature». Library of the World's Best Literature. 1897.
  10. Sassen, Brigitte (2015). Zalta, Edward N., επιμ. The Stanford Encyclopedia of Philosophy (Summer 2015 έκδοση). Metaphysics Research Lab, Stanford University. 
  11. Παπαδημητρίου, Ευθύμης Γ. (1983). Η γνωσιολογία του Christian Thomasius 1655-1728. Αθήνα: Gutemberg. σελ. σελ 44.