Κερσί
Το Κερσί (γαλλικά: Quercy) είναι ιστορική και πολιτισμική περιοχή της Γαλλίας. Συμπίπτει εδαφικά με την πρώην επαρχία Κερσί, η οποία περιλάμβανε τα εδάφη του σημερινού νομού Λοτ, το βόρειο μισό του νομού Ταρν-ε-Γκαρόν και ορισμένες κοινότητες των νομών Δορδόνη, Κορέζ και Αβερόν.
Το 1790, το Κερσί αποτέλεσε τον αρχικό νομό Λοτ. Το 1808, κατά την περίοδο της Α' αυτοκρατορίας, ένα μεγάλο τμήμα του Λευκού ή Κάτω Κερσί αποσπάστηκε από αυτόν το νομό και δημιούργησε το νομό Ταρν-ε-Γκαρόν.
Ετυμολογία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η επικρατέστερη άποψη για την ονομασία του Κερσί είναι ότι προέρχεται από το όνομα του γαλατικού λαού που κατοικούσε στην περιοχή πριν τη ρωμαϊκή κατάκτηση (52 π.Χ.), τους Καντούρκους. Στους χάρτες και τα χρονικά του Μεσαίωνα, χρησιμοποιούνται οι λέξεις Caturcum, Caturcium, Cadurcinium, Caturcinus pagus και, στη λαϊκή γλώσσα, Karcin, Quarcin, Quiercin και Caourcin από τις οποίες προέρχεται το όνομα της πρωτεύουσας Καόρ, και της επαρχίας Κερσί.
Υπάρχει επίσης η άποψη ότι η ονομασία Κερσί προέρχεται από ένα είδος βελανιδιάς του γένους Κέρκους (Quercus), επειδή η περιοχή συμπεριλαμβάνει ένα ασβεστολιθικό οροπέδιο με πυκνά δάση βελανιδιάς αυτού του γένους.
Περιγραφή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κερσί περιλάμβανε τα εδάφη του σημερινού νομού Λοτ, το βόρειο μισό του νομού Ταρν-ε-Γκαρόν και ορισμένες κοινότητες των νομών Δορδόνη, Κορέζ και Αβερόν. Η παραδοσιακή πρωτεύουσα του Κερσί ήταν η Καόρ, σημερινή πρωτεύουσα του νομού Λοτ. Η μεγαλύτερη πόλη ήταν το Μοντωμπάν, πρωτεύουσα του νομού Ταρν-ε-Γκαρόν. Πάντως, το Μοντωμπάν, καθώς βρίσκεται στα παραδοσιακά σύνορα ανάμεσα στο Κερσί και στο Λανγκεντόκ, αποτελεί μια περιοχή πολύ διαφορετική από το υπόλοιπο Κερσί και είναι ιστορικά και πολιτισμικά εγγύτερα στην Τουλούζη και το υπόλοιπο Λανγκεντόκ. Ως εκ τούτου, δεν θεωρείται απόλυτα μέρος του Κερσί.
Το Κερσί έχει έκταση 6.987 τετραγωνικών χιλιομέτρων. Στην απογραφή του 1999 υπήρχαν 275.984 κάτοικοι. Οι μεγαλύτερες αστικές περιοχές είναι το Μοντωμπάν, η Καόρ, το Μουασάκ και το Φιζάκ.
Στο Κερσί επικρατεί ο Ρωμαιοκαθολικισμός αλλά στο Μοντωμπάν υπάρχει ισχυρή μειονότητα Διαμαρτυρομένων. Στην περιοχή συλλέγονται μεγάλες ποσότητες εδώδιμων μανιταριών. Διάσημο είναι το βαθυκόκκινο κρασί της Καόρ. Πολλοί κάτοικοι της περιοχής ομιλούν ακόμη τη διάλεκτο οκ.[1]
Ιστορία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Κερσί αντιστοιχεί στα εδάφη όπου κατοικούσε ο γαλατικός λαός των Καντούρκων. Μετά τη ρωμαϊκή κατάκτηση, η επαρχία είχε οργανωθεί κατά την ρωμαιογαλατική εποχή σε civitas (πολιτεία) των Καντούρκων και αποτελούσε τμήμα της ρωμαϊκής επαρχίας Ακουιτανίας Πρίμα. Ο Χριστιανισμός εισήχθη τον 4ο αιώνα. Μετά την πτώση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας και κατά την εποχή των μεγάλων μεταναστεύσεων, η περιοχή καταλήφθηκε από τους Βησιγότθους τον 5ο αιώνα και από τους Φράγκους τον 6ο αιώνα και έγινε μέρος του αυτόνομου δουκάτου της Ακουιτανίας.
Το 1259, με τη Συνθήκη των Παρισίων, οι Άγγλοι απέκτησαν δικαιώματα στην περιοχή, που έδωσαν την αφορμή για ρήξη, αρχικά διπλωματική και αργότερα ένοπλη, ανάμεσα στην Αγγλία και τη Γαλλία. Οι Γάλλοι παραχώρησαν το Κερσί στην Αγγλία το 1360 αλλά κατά τη διάρκεια της τελευταίας περιόδου του Εκατονταετούς πολέμου οι Άγγλοι εκδιώχθηκαν και η περιοχή υπαγόταν πλέον στη γαλλική διοίκηση της Γκιγιένης.
Κατά τους Θρησκευτικούς πολέμους του 16ου αιώνα, στην περιοχή έγιναν άγριες μάχες ανάμεσα στους Ρωμαιοκαθολικούς και τους Ουγενότους. Το Μοντωμπάν, μια από τις κυριότερες πόλεις του Κερσί, υπήρξε προπύργιο των Ουγενότων.
Το φυσικό πάρκο Κερσί
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στο νομό Λοτ, το 1999 δημιουργήθηκε ένα περιφερειακό φυσικό πάρκο, το Κως του Κερσί, το οποίο καλύπτει 175.717 εκτάρια και περιλαμβάνει 97 από τις 340 κοινότητες της περιοχής.
Το Περιφερειακό φυσικό πάρκο Κως ντε Κερσί συμβάλλει στη διατήρηση της τοπικής κληρονομιάς. Στο ζωολογικό πάρκο παρουσιάζονται η τοπική χλωρίδα και η ευρωπαϊκή άγρια φύση. Με τον καθαρό από κάθε φωτορύπανση νυχτερινό ουρανό, το περίφημο μαύρο τρίγωνο του Κερσί[2] είναι προνομιούχος τόπος παρατήρησης ο οποίος φιλοξενεί έναν αυξανόμενο αστρονομικό τουρισμό.