Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ικέτιδες (Αισχύλου)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ικέτιδες


Πίνακας του Τζον Γουίλιαμ Γουότερχαουζ.

Ποιητής Αισχύλος
Χορός Δαναΐδες
Χορός Αιγυπτίων
«Παραχορός» Θεραιπανίδων
Πρόσωπα Δαναός
Βασιλιάς (Πελασγός)
Κήρυκας
Χώρος βωμός της πόλης (ύψωμα)

Οι Ικέτιδες (1.073 στίχοι) είναι τίτλος τραγωδίας που έγραψε ο Αισχύλος και εξιστορεί την ικεσία των Δαναΐδων και του πατέρα τους προς την πόλη του Άργους, για να αποφύγουν τον αιμομικτικό γάμο με τους γιους του Αιγύπτου. Αποτελεί ύμνο στη δημοκρατία και την αξιοπρέπεια της γυναίκας. Είναι το πρώτο μέρος τριλογίας ακολουθούμενο από τις τραγωδίες Αιγύπτιοι και Δαναΐδες και από το σατυρικό δράμα Αμυμώνη. Στο παρελθόν, λόγω της απλότητας των στίχων και της σπουδαιότητας που είχε σε αυτήν ο πολυμελής χορός, πιθανολογούνταν ότι ήταν η παλαιότερη τραγωδία που έγραψε ο Αισχύλος (περί το 490 π.Χ.), σύμφωνα με ένα παπυρικό απόσπασμα όμως, παραστάθηκε το 463 π.Χ. [1] ή κατά άλλους το 464 π.Χ.[2]

Οι πενήντα κόρες του Δαναού συνοδευόμενες από τον πατέρα τους καταφεύγουν στο Άργος ως ικέτισσες για να αποφύγουν τον αιμομικτικό γάμο τους με τους ξαδέρφους τους, γιους του Αιγύπτου. Επιλέγουν την πόλη του Άργους λόγω της καταγωγής τους από την Αργεία Ιώ που κυνηγημένη από την Ήρα κατέληξε στην Αίγυπτο, όπου και έφερε στο φως τον Έπαφο, πρόγονο των Δαναΐδων. Μετά τις συμβουλές του Δαναού προς τις κόρες του να επιδείξουν σύνεση και να επικαλεστούν τους θεούς, υποδέχονται τον βασιλιά του Άργους, Πελασγό, που παραξενεμένος από την εξωτική εμφάνιση των νεαρών, ζητά εξηγήσεις. Όταν εκείνες του εξηγούν την κατάστασή τους, ο βασιλιάς της «Απίας γης» μπαίνει σε δίλημμα: Αν τις διώξει, κινδυνεύει από την τιμωρία του Δία που προστατεύει τους ικέτες αλλά αν τις δεχτεί, κινδυνεύει από ενδεχόμενη επιδρομή των βαρβάρων. Πρώτο του μέλημα είναι η ευθύνη του προς την πόλη και ενώ δείχνει να φοβάται την απειλή των Αιγυπτίων, οι Δαναΐδες επεμβαίνουν δραματικά απειλώντας με αυτοχειρία εφόσον τις διώξει, έτσι ώστε να μιάνουν την πόλη του Άργους. Τελικά πείθεται να τις δεχτεί και συμβουλεύει τον Δαναό να γεμίσει τους ναούς με κλαδιά ελιάς, έτσι ώστε να εξασφαλιστεί η συγκατάθεση των Αργειτών. Έτσι και γίνεται, οπότε οι πολίτες συγκατατίθενται να προσφέρουν άσυλο στις Δαναΐδες και εκείνες εκφράζουν την ευγνωμοσύνη τους.

Ο πατέρας τους ωστόσο τις προειδοποιεί ότι οι Αιγύπτιοι θα τις καταδιώξουν. Ο φόβος των νεαρών είναι διάχυτος και δηλώνουν ότι προτιμούν τον θάνατο από τον γάμο με τους γιους του Αιγύπτου. Όταν τελικά εκείνοι καταφθάνουν και τις απειλούν, οι Δαναΐδες χαίρουν πλέον της προστασίας του Πελασγού και των Αργείων. Έτσι, οι Αιγύπτιοι αναγκάζονται σε υποχώρηση και οι κόρες του Δαναού εγκαθίστανται στη Θήβα ευχαριστώντας και εξυμνώντας την πόλη που τους δέχτηκε. Το δράμα ολοκληρώνεται με ένα χορικό προς τον Δία, παρακαλώντας τον βασιλιά των θεών να προφυλάσσει από γάμο αθέλητο.

Η υποτιθέμενη συνέχεια της τριλογίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με τον μύθο, στο δεύτερο έργο (δηλ. τους Αιγυπτίους) θεωρείται ότι οι κόρες του Δαναού εξαναγκάζονταν -πιθανώς μετά από την ήττα του Άργους και τον θάνατο του βασιλιά- να παντρευτούν τους εξαδέλφους τους. Έτσι εξυφαίνουν το σχέδιο δολοφονίας των συζύγων τους κατά την πρώτη νύχτα του γάμου. Στο τρίτο έργο (τις Δαναΐδες) εξιστορούνταν η ιστορία της Υπερμνήστρας που υποκύπτοντας στον έρωτα, σώζει τη ζωή του συζύγου της, ερχόμενη σε αντίθεση με την απόφαση των υπολοίπων Δαναΐδων.

Ο Πελασγός και η έννοια της πόλης

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μέσα από τον χαρακτήρα του Πελασγού διακρίνουμε το ιδεώδες του Αισχύλου για μία αρμονική πολιτεία την οποία αγαπούν και νοιάζονται οι άρχοντες και οι πολίτες της. Ο Πελασγός αποτελεί υπόδειγμα δημοκρατικού βασιλιά που επιδεικνύει έντονο ενδιαφέρον για την άποψη των πολιτών της Θήβας, αφού θεωρεί ότι η απόφαση που πρέπει να ληφθεί πρόκειται να καθορίσει το μέλλον της πόλης.[3]

Το Άργος αποτελούσε φυσικό σύμμαχο των Αθηνών, μία πόλη με βαθιά δημοκρατικό φρόνημα. Το 494 π.Χ. μάλιστα, όταν ο τότε βασιλιάς της Σπάρτης, Κλεομένης ο Α’ επιτέθηκε με σφοδρότητα εναντίον του Άργους, δεν κατάφερε να το κατακτήσει εξαιτίας μίας γυναίκας, της Τελέσιλλας, η οποία ανασύνταξε τα υπολείμματα του αργείτικου στρατού και καταδίωξε τον Κλεομένη. Ο Ηρόδοτος [4] αναφέρει σχετικά ότι εκπληρώθηκε χρησμός που ανέφερε «Ἀλλ᾽ ὅταν ἡ θήλεια τὸν ἄρσενα νικήσασα ἐξελάσῃ καὶ κῦδος ἐν Ἀργείοισιν ἄρηται... » Μετά από αυτά τα γεγονότα την εξουσία κατέλαβαν οι δούλοι που κυβέρνησαν δημοκρατικά.

Πολιτική σκοπιμότητα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εικάζεται ότι ο φίλιος προς τους Αργείους τόνος της τραγωδίας ήταν και ο λόγος για τον οποίο μπορεί να μην παραστάθηκε όταν συγγράφηκε, επειδή εκείνην την περίοδο (490 π.Χ.) οι Αθηναίοι προσπαθούσαν να προσελκύσουν τους Σπαρτιάτες σε συμμαχία εναντίον των Περσών.

Το αττικό δίκαιο και η εσωγαμία

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Και άλλοι σύγχρονοι κοινωνικοί θεσμοί όμως φαίνονται να επηρεάζουν τις Δαναΐδες: Κεντρικός άξονας της ιστορίας τους είναι η εσωγαμία, ο γάμος δηλαδή μίας γυναίκας με συγγενή της. Σύμφωνα με το αττικό δίκαιο αν μία μοναχοκόρη κληρονομούσε περιουσία υποχρεούνταν να παντρευτεί συγγενή της για να παραμείνει η περιουσία στην οικογένεια.

Η πρώτη παραγωγή της τραγωδίας από το Εθνικό Θέατρο Ελλάδας έκανε πρεμιέρα στις 25 Ιουλίου 1964 στο Αρχαίο θέατρο Επιδαύρου σε μετάφραση Ιωάννη Γρυπάρη και σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού. Μέλη του θιάσου ήταν οι Άννα Συνοδινού, Ελένη Χατζηαργύρη, Κάκια Παναγιώτου, Πίτσα Καπιτσινέα, Έλλη Βοζικιάδου, Θάνος Κωτσόπουλος, Λυκούργος Καλλέργης και Βασίλης Κανάκης. [5]

  1. Αισχύλος Ικέτιδες, Εκδόσεις Ζήτρος, σχόλια Θ. Μαυρόπουλου, Θεσσαλονίκη 2007, σελ 167
  2. Δρομάζος Στάθης «Αρχαίο Δραμα, αναλύσεις» σελ. 14
  3. Ικέτιδες, στ.365-9 και στ.398-9
  4. Ηρόδοτος, Ιστορίαι, VΙ 77
  5. «Αρχείο του Εθνικού Θεάτρου - Παραστάσεις». www.nt-archive.gr. Ανακτήθηκε στις 2 Μαΐου 2022.