Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η κυρία Ντάλογουεϊ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η κυρία Ντάλλογουεϋ
ΣυγγραφέαςΒιρτζίνια Γουλφ
ΤίτλοςMrs Dalloway
ΓλώσσαΒρετανικά αγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης14  Μαΐου 1925[1]
Μορφήμυθιστόρημα
ΤόποςΛονδίνο[1]
LC ClassOL39349W
ΠροηγούμενοJacob's Room
ΕπόμενοΣτο Φάρο
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Η κυρία Ντάλλογουεϋ (αγγλικός τίτλος: Mrs Dalloway) είναι μυθιστόρημα της Βιρτζίνια Γουλφ, που εκδόθηκε το 1925. Αναλύει μια μέρα από τη ζωή της Κλαρίσσα Ντάλλογουεϋ, μιας φανταστικής κυρίας της ανώτερης τάξης στην Αγγλία μετά τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Είναι ένα από τα πιο γνωστά μυθιστορήματα της Γουλφ και σημαντικό έργο του μοντερνισμού

Ο αρχικός τίτλος του έργου ήταν Οι Ώρες. Αρχικά επρόκειτο για δύο διηγήματα, το Η κυρία Ντάλλογουεϋ στην οδό Μποντ και το ημιτελές Ο Πρωθυπουργός. Περιγράφει την ιστορία μιας μέρας στη ζωή μιας μεσήλικης γυναίκας, της Κλαρίσσα Ντάλλογουεϋ, και αποκαλύπτει γεγονότα από το παρελθόν της που διαμορφώνουν τις τρέχουσες σχέσεις της με άλλους χαρακτήρες. Το πέρασμα του χρόνου υποδηλώνεται από το χτύπημα των ωρών στο ρολόι και είναι το πλαίσιο από το οποίο μπορεί κανείς να καθορίσει τον χρόνο των συμβάντων. Η αφήγηση αλλάζει συχνά μέσα από σκέψεις παρουσιασμένες με την τεχνική της ροής της συνείδησης, μια μορφή εσωτερικού μονόλογου που καθορίζει τον τρόπο αφήγησης της ιστορίας και της απεικόνισης των χαρακτήρων.[2]

Χρησιμοποιώντας την εσωτερική προοπτική του μυθιστορήματος, η κατακερματισμένη αφήγηση της Γουλφ κινείται μπρος-πίσω στον χρόνο, μέσα και έξω από τις σκέψεις διαφόρων χαρακτήρων και δημιουργεί μια ολοκληρωμένη εικόνα, όχι μόνο της ζωής της Κλαρίσσα, αλλά και της κοινωνικής δομής του μεσοπολέμου.

Το μυθιστόρημα συχνά κατατάσσεται σε λίστες με τα 100 καλύτερα βιβλία όλων των εποχών.

Το μυθιστόρημα ξεκινά με την κυρία Κλαρίσσα Ντάλλογουεϋ, 52 ετών, που βγαίνει ένα πρωί στο Λονδίνο τον Ιούνιο του 1923 για να αγοράσει λουλούδια για τη βραδινή κοσμική συγκέντρωση στο σπίτι της. Καθώς περπατούσε, θυμάται τον παλιό της δεσμό με τον Πήτερ Ουόλς και σκέφτεται ότι η επιλογή του νυν συζύγου της, Ρίτσαρντ - είναι βουλευτής και διατηρεί στενές σχέσεις με την αγγλική υψηλή κοινωνία - ήταν μια καλή απόφαση.

Οι σκέψεις της διακόπτονται από τον εκκωφαντικό θόρυβο μιας μηχανής αυτοκινήτου που μεταφέρει ένα σημαντικό πρόσωπο στην οδό Μποντ. Η Κλαρίσσα προσπερνά τον Σέπτιμους Ουόρρεν Σμιθ και την Ιταλίδα σύζυγό του, Λουκρέτσια, που επίσης περπατούν στο δρόμο, και η αφήγηση στρέφεται σ' αυτούς. Ο Σέπτιμους είναι ένας νεαρός βετεράνος πολέμου που υποφέρει από μετατραυματική διαταραχή. Ο θόρυβος του αυτοκινήτου, που διακόπτει τις σκέψεις της Κλαρίσσα, τον τρομάζει, φέρνοντας άσχημες αναμνήσεις από τον θάνατο του φίλου του Έβανς στον πόλεμο.[3]

Η Κλαρίσσα επιστρέφει στο σπίτι και σκέφτεται την παιδική της φίλη Σάλλυ Σήτον - τώρα παντρεμένη με τον λόρδο Ρόσσετερ και μητέρα πέντε αγοριών - και την ιδιαίτερη σχέση τους, κατά την οποία μάλιστα φιλήθηκαν μια φορά. Ο σύζυγος δεν είναι στο σπίτι γιατί η λαίδη Μπράτον τον κάλεσε σε δείπνο. Εδώ η Κλαρίσσα δέχεται μια απροσδόκητη επίσκεψη από τον Πήτερ Ουόλς, ο οποίος επέστρεψε από την υπηρεσία του στις Βρετανικές Ινδίες. Μιλούν για το παρόν ενώ και οι δύο στοχάζονται το παρελθόν: τις αποφάσεις που πήραν και που διαμόρφωσαν τη σημερινή ζωή τους. Η Κλαρίσσα προσκαλεί τον Πήτερ στη βραδινή δεξίωση. Εμφανίζεται η Ελίζαμπεθ, η 17χρονη κόρη της Κλαρίσσα, και ο Πήτερ φεύγει. Η αφήγηση στρέφεται σ' αυτόν.

Η οδός Μποντ στο Λονδίνο.

Ο Πήτερ πηγαίνει στο Ρήτζεντς Παρκ, όπου περπατούν ο Σέπτιμους και η Λουκρέτσια Σμιθ. Ο Πίτερ σκέφτεται ξανά το παρελθόν: κυρίως για το πόσο αγαπούσε την Κλαρίσσα. Αναλογίζεται επίσης τη σνομπ συμπεριφορά της. Οι Σμιθ έχουν μια έντονη διαμάχη για την αυτοκτονία, την οποία ο Πήτερ, ως εξωτερικός παρατηρητής, βλέπει ως μια απλή διαμάχη μεταξύ νεαρών εραστών. Δεν αντιλαμβάνεται το βάθος των εμπειριών τους και δεν παρατηρεί πόσο ανασφαλής αισθάνεται ο Σέπτιμους. Η Λουκρέτσια και ο σύζυγός της κανονίζουν μια επίσκεψη στον ψυχίατρο σερ Ουίλλιαμ Μπράντσω. Ο γιατρός συνιστά στον Σέπτιμους εγκλεισμό σε ψυχιατρείο.

Εν τω μεταξύ, ο Ρίτσαρντ δειπνεί στη λαίδη Μπράτον, όπου είναι παρών και ο φίλος της Κλαρίσσα, Χιου Ουάιτμπρεντ. Η Κλαρίσσα δεν ήταν καλεσμένη στο δείπνο και έτσι η διάθεσή της χάλασε. Κατά τη διάρκεια του δείπνου, ο Ρίτσαρντ σκέφτεται όταν επιστρέψει στο σπίτι του να πει στη γυναίκα του πόσο πολύ την αγαπά, αλλά τελικά δεν τολμά να κάνει αυτή την ομολογία.[4]

Η κόρη τους Ελίζαμπεθ μελετά με τη δασκάλα της, τη δεσποινίδα Ντόρις Κίλμαν, και πίνουν μαζί τσάι. Παίρνει το λεωφορείο για το σπίτι από τη δασκάλα της, στο δρόμο περπατά και απολαμβάνει την ελευθερία της. Μαθαίνουμε ότι θέλει να γίνει γιατρός ή αγρότισσα στο μέλλον. Προτιμά να περνά χρόνο στην εξοχή με τον πατέρα της παρά να παρευρίσκεται στις κοσμικές εκδηλώσεις της μητέρας της.

Οι Σμιθ πηγαίνουν στο σπίτι τους και περιμένουν την άφιξη ενός άλλου γιατρού. Ο Σέπτιμους δεν αντέχει να είναι υπό τον έλεγχο του γιατρών, αρνείται να ζήσει έτσι και αυτοκτονεί πηδώντας από το παράθυρο.

Η βραδινή δεξίωση των Ντάλλογουεϋ ξεκινά στο τελευταίο μέρος του μυθιστορήματος. Εμφανίζονται πολλοί χαρακτήρες από το παρελθόν της Κλαρίσσα, μεταξύ των οποίων οι δύο παλιές σχέσεις της: ο Πήτερ και η Σάλλυ. Ο ψυχίατρος Ουίλλιαμ Μπράντσω και η σύζυγός του φτάνουν επίσης και αρχίζουν να μιλούν για τον θάνατο του Σέπτιμους. Η Κλαρίσσα μένει ανήσυχη και απογοητευμένη.[5]

Σε όλο το μυθιστόρημα η αφήγηση κινείται ανάμεσα στο παρόν και το παρελθόν και περνά από τον άμεσο στον έμμεσο λόγο, εναλλάσσοντας την αφήγηση με περιγραφές και σχόλια από έναν παντογνώστη αφηγητή, προσθέτοντας εσωτερικούς μονολόγους με διαφορετικές απόψεις τουλάχιστον είκοσι διαφορετικών χαρακτήρων. Ωστόσο, το μυθιστόρημα εστιάζει στην Κλαρίσσα, που πρόσφατα έχει αναρρώσει από μια ασθένεια, και τον Σέπτιμους που υποφέρει από βαθιά κατάθλιψη μετά τον πόλεμο.[6]

Ο Σέπτιμους, τραυματισμένος ήρωας του πολέμου, λειτουργεί ως αιχμηρή κριτική στη θεραπεία της τρέλας και της κατάθλιψης. Η Γουλφ επιτίθεται στις αναποτελεσματικές ιατρικές πρακτικές λόγω της επιδείνωσης του βετεράνου και της τελικής αυτοκτονίας του. Οι ομοιότητες μεταξύ της κατάστασης του Σέπτιμους και του αγώνα της ίδιας της Γουλφ με τη μανιοκατάθλιψη (και οι δύο έχουν ψευδαισθήσεις ότι τα πουλιά τραγουδούν στα ελληνικά και η συγγραφέας την εποχή της συγγραφής του μυθιστορήματος είχε ήδη βιώσει τέσσερις απόπειρες αυτοκτονίας - πριν την αυτοκτονία της το 1941 - όπως κάνει τελικά ο Σέπτιμους) οδηγούν πολλούς κριτικούς να διακρίνουν μια αυτοβιογραφική πτυχή στο έργο.

Στο μυθιστόρημα σχολιάζεται ένα ευρύ φάσμα θεμάτων, από την αποικιοκρατία, την κοινωνική ζωή και τον υποκριτικό τρόπο ζωής της ανώτερης τάξης, τις ψυχικές διαταραχές και τον τρόπο που τις αντιμετώπιζαν εκείνη την εποχή, μέχρι τον φεμινισμό, την ομοφυλοφιλία και την πολιτική.[7]

Κατά τη διάρκεια του πάρτι της, η κυρία Ντάλλογουεϋ μαθαίνει για την αυτοκτονία του Σέπτιμους, τον οποίο δεν γνώριζε. Στην αρχή ενοχλείται που συζητούν ένα τέτοιο θέμα εκείνη την ώρα, αλλά μετά αρχίζει σταδιακά να θαυμάζει την πράξη αυτού του ξένου, θεωρώντας την ως ένδειξη προσπάθειας για τη διατήρηση της αγνότητας της ευτυχίας. Το αρχικό σχέδιο της Βιρτζίνια Γουλφ για το μυθιστόρημα ήταν να αυτοκτονήσει η Κλαρίσσα κατά τη διάρκεια του πάρτυ.

Η Γουλφ παρουσίασε μερικούς από τους λογοτεχνικούς της στόχους με τους χαρακτήρες της Κυρίας Ντάλλογουεϋ ενώ εργαζόταν ακόμη στο μυθιστόρημα. Ένα χρόνο πριν από τη δημοσίευσή της, έδωσε μια σχετική ομιλία στο Πανεπιστήμιο του Κέιμπριτζ.

Η κυρία Ντάλλογουεϋ θεωρείται συνήθως μια απάντηση στον Οδυσσέα του Τζέημς Τζόυς, έργο που θεωρείται ένα από τα σπουδαιότερα μυθιστορήματα του 20ού αιώνα. Και τα δύο μυθιστορήματα χρησιμοποιούν τις τεχνικές του μοντερνισμού για να ακολουθήσουν τις σκέψεις των χαρακτήρων κατά τη διάρκεια μιας μέρας σε μια πολυσύχναστη πόλη. Η ίδια η Γουλφ, γράφοντας το 1928, αρνήθηκε οποιαδήποτε σκόπιμη «μέθοδο» στο βιβλίο, λέγοντας αντ' αυτού ότι η δομή προέκυψε «χωρίς καμία συνειδητή κατεύθυνση».

Η Ολλανδή σκηνοθέτης Μαρλέεν Γκόρρις έκανε μια κινηματογραφική εκδοχή της Κυρίας Ντάλλογουεϋ το 1997 με πρωταγωνίστρια τη Βανέσσα Ρέντγκρεϊβ.[8]

Το 2002 ο σκηνοθέτης Στήβεν Ντάλντρυ σκηνοθέτησε την ταινία Οι Ώρες με πρωταγωνίστριες την Μέρυλ Στρηπ, την Τζούλιαν Μουρ και την Νικόλ Κίντμαν. Η ταινία αφηγείται την ιστορία τριών γυναικών, σε διαφορετικές εποχές, των οποίων οι ζωές επηρεάζονται από το βιβλίο Η κυρία Ντάλλογουεϋ.

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Η κυρία Ντάλογουεϊ, μτφ. Βασιλική Κοκκίνου, εκδ. Μίνωας, 2018 [9]
  • Η κυρία Ντάλογουεϊ, μτφ. Κωνσταντίνα Τριανταφυλλοπούλου, εκδ. Μεταίχμιο, 2023 [10]