Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ερωτοτραγουδιστές

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε

Οι Ερωτοτραγουδιστές (γερμανικά: Minnesänger) ήταν Γερμανοί ποιητές και καλλιτέχνες (αντίστοιχοι των τροβαδούρων της Γαλλίας), οι οποίοι άκμασαν τον 12ο έως τον 14ο αιώνα. Οι περισσότεροι ανήκαν στην τάξη των ιπποτών και ήταν αυλικοί, αλλά κάποιοι από αυτούς ήταν μορφωμένοι απλοί άνθρωποι. Στα τραγούδια τους ύμνησαν τον αυλικό έρωτα, αν και μεταγενέστερα καθρεφτίζουν συχνά το λαϊκό πνεύμα και ύφος. Οι συνθέσεις τους είναι ερωτικά τραγούδια, αλλά επίσης και μακροσκελή, καλοδουλεμένα έντεχνα ποιήματα.[1]

Ελλείψει αξιόπιστων βιογραφικών πληροφοριών για τη ζωή τους, η κοινωνική θέση αυτών των ποιητών δεν είναι βέβαιη. Μερικοί ανήκαν ξεκάθαρα στην ανώτερη αριστοκρατία - ο Codex Manesse του 14ου αιώνα περιλαμβάνει τραγούδια από δούκες, κόμητες, βασιλιάδες και τον αυτοκράτορα Ερρίκο ΣΤ'. Μερικοί, όπως υποδηλώνεται από τον τίτλο Meister (κύριος), ήταν μορφωμένοι απλοί άνθρωποι, όπως ο Κόνραντ φον Βύρτσμπουργκ, και άλλοι ήταν μέλη μιας τάξης κατώτερων ευγενών, υποτελείς μεγάλων αρχόντων. Σε γενικές γραμμές, έγραφαν και έπαιζαν για τη δική τους κοινωνική τάξη στις πριγκιπικές αυλές και θεωρούνται περισσότερο αυλικοί παρά επαγγελματίες μισθωμένοι μουσικοί. Ως ανταμοιβή για τις υπηρεσίες τους λάμβαναν χορηγίες, συντάξεις κλ, ο Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε έλαβε ένα φέουδο από τον αυτοκράτορα Φρειδερίκο Β'.[2]

Αρκετοί από τους πιο γνωστούς διακρίθηκαν επίσης για την επική τους ποίηση, ανάμεσά τους ο Χάινριχ φον Βέλντεκε, ο Βόλφραμ φον Έσενμπαχ και ο Χάρτμαν φον Άουε.

Η ποιητική-μουσική μορφή έκφρασης που ασχολείται με τον αυλικό έρωτα από τον 12ο αιώνα αποτελούσε μέρος μιας ευρύτερης λογοτεχνικής ανάπτυξης στα πλαίσια της αυλικής λογοτεχνίας που υποστηρίχθηκε και εξέφρασε τις αξίες της μεσαιωνικής αριστοκρατίας. [3]

Τα παλαιότερα γερμανόφωνα ερωτικά τραγούδια, που χρονολογούνται από περίπου το 1150, προέρχονται από την παράδοση της γηγενούς δημοτικής λογοτεχνίας. Μεταξύ των πρώτων αυλικών ποιητών περιλαμβάνονται ο Ντερ φον Κύρενμπεργκερ και ο Ντίτμαρ φον Άιστ.[4]

Από το 1170 περίπου, οι Γερμανοί λυρικοί ποιητές επηρεάσθηκαν από τους στίχους των Προβηγκιανών τροβαδούρων και των Γάλλων τρουβέρων. Ορισμένα τραγούδια αυτής της περιόδου ταιριάζουν με τα γαλλικά πρωτότυπα ακριβώς στη μορφή, υποδεικνύοντας ότι το γερμανικό κείμενο θα μπορούσε να είχε τραγουδηθεί σε μια παλαιά γαλλική μελωδία, κάτι που είναι ιδιαίτερα πιθανό καθώς υπάρχουν σημαντικά κοινά στοιχεία περιεχομένου.

Γύρω στο 1190, οι Γερμανοί ποιητές άρχισαν να απελευθερώνονται από τη γαλλοπροβηγκιανή επιρροή. Αυτή θεωρείται ως η κλασσική περίοδος του είδους με τους Άλμπρεχτ φον Γιόχανσντορφ, Χάινριχ φον Μόρουνγκεν και Ράινμαρ φον Χάγκεναου να αναπτύσσουν νέα θέματα και μορφές, φτάνοντας στο αποκορύφωμά της γύρω στο 1200 με τον Βάλτερ φον ντερ Φόγκελβάϊντε, που θεωρείται τόσο στον Μεσαίωνα όσο και σήμερα ως ο σημαντικότερος εκπρόσωπος των ερωτοτραγουδιστών.[2]

Από το 1230 περίπου, οι ποιητές άρχισαν να απομακρύνονται από το εκλεπτυσμένο ήθος του κλασικού Minnesang και από ολοένα και πιο περίτεχνες επίσημες εξελίξεις. Ο πιο αξιοσημείωτος από αυτούς τους μεταγενέστερους, ο Νάιντχαρτ φον Ρόυενταλ εισήγαγε χαρακτήρες από κατώτερες κοινωνικές τάξεις και συχνά στοχεύει σε χιουμοριστικά εφέ.[5]

Τα γερμανικά ερωτικά τραγούδια έχουν παραδοθεί σε συλλογικά χειρόγραφα, τα πιο σημαντικά από τα οποία είναι δύο χειρόγραφα της Χαϊδελβέργης (Codex Manesse, που περιλαμβάνει και ερωτικά τραγούδια από δούκες όπως ο Ιωάννης Α΄ της Βραβάντης και ο Γουλιέλμος Θ΄ της Ακουιτανίας,1ο μισό του 14ου αιώνα, και το δεύτερο του 13ου αιώνα), το χειρόγραφο (περίπου 1300) της Στουτγάρδης και το χειρόγραφο της Ιένας (με μουσική σημειογραφία, περ. 1310). Μόνο ένας μικρός αριθμός μελωδιών έχουν διασωθεί.

Η πιο συνηθισμένη μορφή των συνθέσεων των ερωτοτραγουδιστών αποτελείται από δύο στροφές και μια τελική αφιέρωση. Ενώ κι οι δύο στροφές είναι γραμμένες στο ίδιο μέτρο και τραγουδιούνται πάνω στον ίδιο σκοπό, η αφιέρωση έχει άλλη μελωδία.

Οι ερωτοτραγουδιστές χρησιμοποιούν την τετράγωνη σημειογραφία του Γρηγοριανού Μέλους.

Ο ρυθμός στα τραγούδια προσαρμόζεται στον ρυθμό του στίχου.

  • Nef, K. (1960a) ‘Ερωτοτραγουδιστές’, in ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΥΣΙΚΗΣ. 1st edn. Αθήνα, Ελλάδα: Εκδόσεις Απόλλων (1), pp. 103–111.