Μετάβαση στο περιεχόμενο

Δαβίδ (Μιχαήλ Άγγελος)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο Δαβίδ στη Galleria dell'Accademia της Φλωρεντίας.

Ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου, που φιλοτεχνήθηκε από το 1501 ως το 1504, είναι ένα αριστούργημα της Αναγεννησιακής γλυπτικής και, μαζί με την Πιετά, ένα από τα δυο σημαντικότερα γλυπτά του Μιχαήλ Άγγελου. Είναι ένα από τα πιο γνωστά αγάλματα στην ιστορία της γλυπτικής, και έχει γίνει σύμβολο δύναμης και νεανικής ομορφιάς. Παριστάνει τον Βιβλικό βασιλιά Δαβίδ, τη στιγμή που αποφασίζει να αναμετρηθεί με τον Γολιάθ. Στην εποχή του θεωρήθηκε σύμβολο της δημοκρατίας της Φλωρεντίας, μιας ανεξάρτητης πόλης-κράτους που απειλούνταν από πιο ισχυρά αντίπαλα κράτη. Αυτή η ερμηνεία τονίστηκε και με την τοποθέτηση του ύψους 5,17 μέτρων αγάλματος έξω από το Παλάτσο Βέκιο, την έδρα της τοπικής κυβέρνησης της Φλωρεντίας. Τα αποκαλυπτήριά του έγιναν στις 8 Σεπτεμβρίου του 1504.

Η ιστορία του Δαβίδ είναι αρκετά παλιότερη από το 1501, τη χρονιά που ο Μιχαήλ Άγγελος άρχισε να δουλεύει πάνω στο έργο, και ξεκινά γύρω στο 1460. Εκείνη την εποχή οι εποπτεύοντες τα έργα στον Καθεδρικό ναό της Φλωρεντίας (οι Operai), που στην πλειοψηφία τους ανήκαν στην σημαντική κάστα των εμπόρων μαλλιού της πόλης, σχεδίαζαν να αναθέσουν την κατασκευή δώδεκα μεγάλων αγαλμάτων μορφών της Παλαιάς Διαθήκης που θα τοποθετούνταν στα αντερείσματα του καθεδρικού της Σάντα Μαρία ντελ Φιόρε. Μέχρι τότε μόνο δυο είχαν κατασκευαστεί, ανεξάρτητα, από τον Ντονατέλλο και το βοηθό του Αγκοστίνο ντι Ντούτσιο. Θέλοντας να προχωρήσει η ιδέα, το 1464 ζήτησαν ξανά από τον Ντι Ντούτσιο να δημιουργήσει ένα άγαλμα του Δαβίδ. Αυτός ξεκίνησε το γλυπτό, σταμάτησε όμως τη δουλειά για άγνωστους λόγους όταν πέθανε ο Ντονατέλλο το 1466. Προχώρησε μόνο μέχρι το σχηματισμό των ποδιών και του στήθους της μορφής, κάποιων λεπτομερειών του ενδύματος που θα έφερε και πιθανώς και του κενού ανάμεσα στα πόδια.

Ο Αντόνιο Ροσσελλίνο ανέλαβε να συνεχίσει από εκεί που είχε σταματήσει ο Ντι Ντούτσιο. Το συμβόλαιό του όμως ακυρώθηκε λίγο καιρό αργότερα και το μάρμαρο, που προερχόταν από ένα λατομείο της Καρράρα της βόρειας Ιταλίας, έμεινε παρατημένο για εικοσιπέντε χρόνια, εκτεθειμένο στα στοιχεία της φύσης στην αυλή του εργαστηρίου του καθεδρικού. Η βροχή και ο αέρας το έφθειραν με τρόπο ώστε τελικά θα αξιοποιούνταν μικρότερο μέρος του απ' ό,τι αρχικά σχεδιαζόταν. Το όλο ζήτημα κατέληξε να προβληματίζει σοβαρά τους διευθυντές των έργων, καθώς ένα τόσο μεγάλο κομμάτι μάρμαρο αφενός ήταν πολύ ακριβό, αφετέρου θα ήταν πολύ δύσκολη και επίπονη η μεταφορά του στη Φλωρεντία. Το 1500, ένας κατάλογος αντικειμένων του εργαστηρίου το περιέγραφε ως "κάποια μαρμάρινη μορφή ονόματι Δαβίδ, κακοσμιλεμένη και ξαπλωμένη ανάσκελα". Ένα χρόνο αργότερα, έγγραφα δείχνουν ότι οι Operai ήταν αποφασισμένοι να βρουν κάποιον καλλιτέχνη που θα μπορούσε να τελειώσει το έργο. Διέταξαν να "στηθεί στα πόδια του" το μάρμαρο, που αποκαλούσαν Ο Γίγαντας, έτσι ώστε κάποιος ειδικός καλλιτέχνης να μπορέσει να το εξετάσει και να εκφέρει γνώμη. Παρόλο που απευθύνθηκαν στον Λεονάρντο ντα Βίντσι και σε άλλους, ήταν ο νεαρός Μιχαήλ Άγγελος, τότε μόλις εικοσιέξι ετών, που τους έπεισε ότι άξιζε την ανάθεση του έργου. Στις 16 Αυγούστου 1501, του ανατέθηκε και επίσημα το απαιτητικό καθήκον. Άρχισε τη δουλειά νωρίς το πρωί της 13ης Σεπτεμβρίου, και θα συνέχιζε για περίπου τρία χρόνια.

Αντίγραφο στη θέση που κάποτε βρισκόταν το πρωτότυπο, μπροστά στο Παλάτσο Βέκιο της Φλωρεντίας

Στις 25 Ιανουαρίου 1504, καθώς το άγαλμα πλησίαζε πλέον στην ολοκλήρωσή του, μια επιτροπή Φλωρεντίνων καλλιτεχνών, ανάμεσα στους οποίους ήταν οι Λεονάρντο ντα Βίντσι και Σάντρο Μποτιτσέλι, συνεδρίασε για να αποφασίσει πού θα ήταν καλύτερο να τοποθετηθεί ο Δαβίδ. Η πλειοψηφία, την οποία υποστήριζε κι ο Λεονάρντο, πίστευε ότι λόγω των ατελειών του μαρμάρου το άγαλμα θα έπρεπε να τοποθετηθεί κάτω από τη στέγη της Λότζια ντέι Λάντζι στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία. Μόνο λίγοι, ανάμεσα στους οποίους ήταν ο Μποτιτσέλι, πίστευαν ότι η θέση του ήταν στον καθεδρικό ή κοντά σε αυτόν. Τελικά ο Δαβίδ τοποθετήθηκε μπροστά στην είσοδο του Παλάτσο Βέκιο, στην Πιάτσα ντέλλα Σινιορία, αντικαθιστώντας την Ιουδήθ και τον Ολοφέρνη του Ντονατέλλο. Χρειάστηκαν τέσσερις μέρες για να μετακινηθεί το άγαλμα από το εργαστήρι του Μικελάντζελο στην τελική του θέση. Οι Φλωρεντίνοι πρόσθεσαν ένα επίχρυσο στεφάνι στο κεφάλι του και μια χάλκινη ζώνη για να κρύψουν τη γύμνια του. Εκείνη την εποχή επιχρυσωμένος ήταν και ο κορμός που στηρίζει τη μορφή.

Για να προστατευθεί από τυχόν ζημιές, το άγαλμα μετακινήθηκε το 1873 στην Galleria dell'Accademia της Φλωρεντίας, όπου και βρίσκεται μέχρι σήμερα προσελκύοντας πλήθος επισκεπτών. Στην Πιάτσα Σινιορία τοποθετήθηκε το 1910 ένα αντίγραφο.

Το 1991 ένας βάνδαλος επιτέθηκε στο άγαλμα με ένα σφυρί, καταστρέφοντας τα δάχτυλα του αριστερού ποδιού πριν συλληφθεί. Τα δείγματα μαρμάρου που πήραν επιστήμονες με αφορμή το περιστατικό έδειξαν ότι το μάρμαρο προερχόταν από τα λατομεία Φαντισκρίττι της Μιζέλια, της κεντρικής από τις τρεις μικρές κοιλάδες της Καρράρα. Το συγκεκριμένο μάρμαρο φέρει μικροσκοπικές τρύπες, που προκαλούν την αποσύνθεσή του γρηγορότερα από άλλα είδη μαρμάρων.

Ύφος και λεπτομέρειες

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δημιουργία του Δαβίδ ακολούθησε την αρχή του ντιζένιο (disegno, ελεύθερα από την αρχή), που βασίζεται στη γνώση της αντρικής ανθρώπινης μορφής. Σύμφωνα με αυτή τη θεωρία, η γλυπτική είναι η υψηλότερη μορφή τέχνης γιατί μιμείται τη θεία δημιουργία. Ο Μιχαήλ Άγγελος δούλευε έχοντας την πεποίθηση ότι ο Δαβίδ ήταν ήδη μέσα στο κομμάτι του μαρμάρου, κατά τον ίδιο τρόπο που η ψυχή βρίσκεται μέσα στο σώμα του ανθρώπου· ο καλλιτέχνης έχει υποχρέωση να απελευθερώσει τη μορφή στην πιο τέλεια εκδοχή της. Το άγαλμα είναι επίσης παράδειγμα της πόζας κοντραπόστο.

Ο Δαβίδ του Μιχαήλ Άγγελου διαφέρει από προηγούμενες απεικονίσεις στο γεγονός ότι ο βιβλικός βασιλιάς δεν παριστάνεται μαζί με τον νεκρό Γολιάθ (όπως στα έργα του Ντονατέλλο και του Αντρέα ντελ Βερρόκκιο που προηγήθηκαν). Μια κοινή εξήγηση για αυτό είναι ότι το γλυπτό παριστάνει τον Δαβίδ πριν τη μάχη του με το Γολιάθ. Αντί να απεικονίζεται νικηφόρος και περήφανος πάνω από το πτώμα του πολύ μεγαλύτερου εχθρού του, ο Δαβίδ φαίνεται να είναι σε ένταση κι έτοιμος για μάχη. Οι φλέβες ξεπετάγονται στο δεξί του χέρι, και ο στραμμένος του κορμός δίνει την αίσθηση της κίνησης. Κατ' αυτή την ερμηνεία, το γλυπτό παριστάνει τον Δαβίδ αφού έχει πάρει την απόφαση ν' αναμετρηθεί με το Γολιάθ αλλά πριν ξεκινήσει η μάχη. Αντίθετα, άλλοι ειδικοί, όπως ο Τζουζέππε Αντρεάνι, διευθυντής της Galleria dell'Accademia, θεωρούν ότι παριστάνεται η σκηνή αμέσως μετά τη μάχη, καθώς ο Δαβίδ αναλογίζεται ήρεμα τη νίκη του.

Οι αναλογίες του αγάλματος διαφέρουν από αυτές ενός μέσου ανθρώπου· το κεφάλι, τα χέρια και το πάνω μέρος του σώματος είναι μεγαλύτερα σε σχέση με το κάτω μέρος. Αν και έχει υποστηριχθεί ότι αυτό είναι δείγμα μανιερισμού, η πιο αποδεκτή εξήγηση είναι ότι το άγαλμα προορίζονταν να τοποθετηθεί σε κάποιο ψηλό σημείο, όπως στην πρόσοψη μιας εκκλησίας ή σε ένα ψηλό βάθρο, και οι αναλογίες θα φαίνονταν σωστές αν κάποιος κοίταζε από χαμηλά.

Προβληματισμός υπάρχει επίσης και για το γεγονός ότι, παρόλο που το άγαλμα παριστάνει ένα πρόσωπο της Βίβλου, η μορφή απεικονίζει έναν άντρα που δεν φαίνεται να έχει κάνει περιτομή, σε αντίθεση με τον πραγματικό βασιλιά Δαβίδ. Υποστηρίζεται ότι αυτό ήταν συνειδητή επιλογή του Μιχαήλ Άγγελου, που θέλησε έτσι να παραπέμψει στην αρχαία ελληνική αισθητική, σύμφωνα με την οποία ένα περιτμημένο πέος θεωρούνταν ακρωτηριασμένο. Ακόμα, το μικρό μέγεθος των γεννητικών οργάνων της μορφής -που γίνεται μερικές φορές αντικείμενο αστεϊσμού ανάμεσα στους Φλωρεντίνους- αποδίδεται στην απεικόνιση του Δαβίδ πριν από τη μάχη, σε στιγμή έντασης και φόβου, καθώς σε τέτοιες καταστάσεις τα αντρικά γεννητικά όργανα συστέλλονται.

Ένα αντίγραφο του Δαβίδ προσφέρθηκε σαν δώρο από το δήμο της Φλωρεντίας σε αυτόν της Ιερουσαλήμ για τον εορτασμό των 3.000 χρόνων από την κατάκτηση της πόλης από τον Δαβίδ. Η προσφορά προκάλεσε αντιδράσεις στην Ιερουσαλήμ, καθώς ορισμένοι θρησκευτικοί κύκλοι θεώρησαν ότι η γυμνή φιγούρα ήταν πορνογραφική. Τελικά επιτεύχθηκε συμβιβασμός, και δωρήθηκε το αντίγραφο ενός άλλου αγάλματος που απεικόνιζε τον Δαβίδ με ρούχα.

Πολλά άλλα αντίγραφα υπάρχουν σε πόλεις των Ηνωμένων Πολιτειών, στην Αμβέρσα του Βελγίου, στο Πούνε της Ινδίας, εως και το Νταβάο των Φιλιππίνων.

  • Pope-Hennessy, John (1996). Italian High Renaissance and Baroque Sculpture. London: Phaidon
  • Kleiner, Fred S.· Mamiya, Christin J. (2001). Gardner's Art Through the Ages. Fort Worth: Harcourt College. 
  • Stokstad, Marilyn (1999), Art History. 2nd Ed. Vol. 2. Upper Saddle River, NJ: Prentice Hall.


Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]