Γεωγραφία του Τατζικιστάν

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Βασικός χάρτης του Τατζικιστάν

Ως χώρα της Κεντρικής Ασίας, το Τατζικιστάν δεν αγγίζει θάλασσα, αλλά βρίσκεται μεταξύ της Κιργισίας, του Ουζμπεκιστάν, της Κίνας και του Αφγανιστάν. Το 93% της εκτάσεως του Τατζικιστάν καλύπτεται από βουνά. Οι δύο βασικές οροσειρές, αυτή του Παμίρ και τα Αλάια Όρη δημιουργούν από τους παγετώνες τους πολλά μικρά και μεγαλύτερα ποτάμια, που χρησιμεύουν στην άρδευση καλλιεργειών από την αρχαιότητα ως σήμερα. Η άλλη μείζων οροσειρά της Κεντρικής Ασίας, τα όρη Τιεν Σαν, βρίσκεται στα βόρεια όρια της χώρας. Αφιλόξενο ορεινό έδαφος διαχωρίζει τα δύο πληθυσμιακά κέντρα του Τατζικιστάν, που βρίσκονται στα χαμηλά της κοιλάδας του ποταμού Παντζ και στα βόρεια της χώρας, στη Λεκάνη Φεργκάνα.[1] Ειδικά σε περιοχές εντατικής γεωργικής και βιομηχανικής δραστηριότητας, οι πολιτικές της χρήσεως φυσικών πόρων της Σοβιετικής Ενώσεως άφησαν στο σημερινό ανεξάρτητο Τατζικιστάν μια κληρονομιά περιβαλλοντικών προβλημάτων.[2]

Με έκταση 142.600 τετραγωνικά χιλιόμετρα, δηλαδή λίγο μεγαλύτερη αυτής της Ελλάδας, το Τατζικιστάν εκτείνεται έως 700 χιλιόμετρα κατά τη διεύθυνση ανατολή-δύση και έως 350 χιλιόμετρα κατά τη διεύθυνση βορράς-νότος. Τα ιδιαιτέρως ακανόνιστα σύνορα της χώρας έχουν μήκος 3.651 χιλιόμετρα, εκ των οποίων τα μακρύτερα είναι με το Αφγανιστάν, που ταυτίζονται στο μεγαλύτερο μέρος με τον ρου του ποταμού Αμού Ντάρια και του παραποτάμου του Παντζ.[1]

Τοπογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Φυσικός χάρτης του Τατζικιστάν
Τοπογραφικός χάρτης του Τατζικιστάν

Τα χαμηλότερα μέρη του Τατζικιστάν διακρίνονται σε βόρεια και νότια περιοχή, χωριζόμενα από ένα σύμπλεγμα τριών οροσειρών, που αποτελούν τη δυτικότερη απόληξη του όγκου των Τιεν Σαν. Ουσιαστικά παράλληλες στη διεύθυνση ανατολή-δύση, αυτές είναι η Οροσειρά του Τουρκεστάν, τα Όρη Ζεραφσάν και η Γκισάρ ή Χισόρ. Η τελευταία υψώνεται λίγο βόρεια από την πρωτεύουσα της χώρας, την Ντουσαμπέ, που βρίσκεται στο δυτικοκεντρικό Τατζικιστάν.[3]

Περισσότερο από το μισό Τατζικιστάν βρίσκεται σε υψόμετρο άνω των τριών χιλιάδων μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας. Ακόμα και οι λεκάνες του βρίσκονται πολύ πάνω από το επίπεδο της θάλασσας. Στην Οροσειρά του Τουρκεστάν, την υψηλότερη από τις δυτικές, το μέγιστο υψόμετρο είναι 5.510 μέτρα. Οι οροσειρές υψώνονται όσο πηγαίνουμε προς τα ανατολικά. Αυτή η ανατολική περιοχή κυριαρχείται από τις κορυφές του συστήματος Παμίρ-Αλαΐων και περιλαμβάνει την υψηλότερη και την τρίτη υψηλότερη κορυφή ολόκληρης της πρώην Σοβιετικής Ενώσεως, που για τον λόγο αυτόν έφεραν τα χαρακτηριστικά ονόματα «Κομουνίζμα» (δηλαδή «Κομμουνισμός», υψόμετρο 7.495 μέτρα) και «Λένιν» (υψόμετρο 7.134 μέτρα). Σήμερα η πρώτη έχει μετονομασθεί σε Κορυφή Ισμοΐλ Σομόνι και η δεύτερη μόνο στο Τατζικιστάν σε «Ιμπν Σινά» ή «Αβικέννα» (βρίσκεται στα σύνορα Τατζικιστάν και Κιργισίας). Αρκετές άλλες κορυφές στην περιοχή υπερβαίνουν τις 7 χιλιάδες μέτρα. Επίσης τα όρη αυτά έχουν πολλούς παγετώνες, ο μεγαλύτερος εκ των οποίων, ο Παγετώνας Φενττσένκο, καλύπτει πάνω από 700 τετραγωνικά χιλιόμετρα και είναι ο μακρύτερος παγετώνας στον κόσμο εκτός των πολικών περιοχών. Επειδή το Τατζικιστάν κείται πάνω σε μια σεισμική ζώνη, οι ισχυροί σεισμοί είναι συνηθισμένοι.[3]

Η Λεκάνη Φεργκάνα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Λεκάνη Φεργκάνα (αποκαλούμενη και «κοιλάδα» στην αγγλόγλωσση βιβλιογραφία) είναι η πλέον πυκνοκατοικημένη περιοχή στην Κεντρική Ασία. Αρδεύεται από τον άνω ρου του ποταμού Συρ Ντάρια και απλώνεται στο βορειοανατολικό Ουζμπεκιστάν και στο βόρειο Τατζικιστάν. Περιβάλλεται από την οροσειρά Κούραμιν στα βόρεια και την Οροσειρά του Τουρκεστάν στα νότια, Φθάνοντας στο χαμηλότερο σημείο της (υψόμετρο 320 μέτρα) στο Χουτζάντ πάνω στον Συρ Ντάρια. Μικρότερα ποτάμια αποθέτουν ιζήματα από τα γύρω βουνά στη Λεκάνη Φεργκάνα, δημιουργώντας εύφορα μέρη, που εκτιμώνται ιδιαιτέρως για τη γεωργική τους αξία εδώ και πολλούς αιώνες.[3]

Υδρογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πυκνό δίκτυο ποταμών του Τατζικιστάν οι μεγαλύτεροι είναι ο Συρ Ντάρια (ο αρχαίος Ιαξάρτης) και ο Αμού Ντάρια (ο αρχαίος `Ωξος). Οι μεγαλύτεροι παραπόταμοι είναι ο Βαχς και ο Κοφαρνιχόν, που σχηματίζουν κοιλάδες από τα βορειοανατολικά προς τα νοτιοδυτικά στο δυτικό Τατζικιστάν. Ο Αμού Ντάρια μεταφέρει περισσότερο νερό από οποιονδήποτε άλλο ποταμό της Κεντρικής Ασίας. Ο άνω ρους του Αμού Ντάρια, που ονομάζεται Παντζ, έχει μήκος 921 χιλιόμετρα. Το όνομα του ποταμού αλλάζει στη συμβολή του με τους Βαχς και Κοφάρνιχον, στο νοτιοδυτικό άκρο του Τατζικιστάν. Ο Βαχς, γνωστός ως Κιζίλ-Σου (= «κόκκινα νερό») στην Κιργισία και ως Σουρχόμπ στον μέσο ρου του στο βορειοκεντρικό Τατζικιστάν, είναι ο δεύτερος μεγαλύτερος ποταμός του νότιου Τατζικιστάν μετά το σύστημα Αμού-Παντζ. Κατά τη σοβιετική εποχή ανεγέρθηκαν αρκετά φράγματα στον Βαχς για άρδευση και παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, με πιο αξιοσημείωτο το Φράγμα του Νούρεκ, ένα από τα υψηλότερα στον κόσμο (ύψος 300 μέτρα), που σχηματίζει την ομώνυμη λίμνη μήκους άνω των 70 χιλιομέτρων. Πολυάριθμα εργοστάσια ανεγέρθηκαν επίσης κατά μήκος του Βαχς, ώστε να αντλούν νερό και υδροηλεκτρική ενέργεια από αυτόν.[3] Εξαιτίας της άνισης κατανομής του νερού σε όλη την Κεντρική Ασία, οι Σοβιετικοί είχαν δημιουργήσει ένα σύστημα στο οποίο η Κιργισία και το Τατζικιστάν παρείχαν νερό στο Καζακστάν, το Τουρκμενιστάν και το Ουζμπεκιστάν κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού, ενώ οι τρεις τελευταίες χώρες παρείχαν πετρέλαιο και φυσικό αέριο στην Κιργισία και το Τατζικιστάν κατά τη διάρκεια του χειμώνα. Μετά τη διάλυση της Σοβιετικής Ενώσεως το 1991, αυτό το σύστημα κατέρρευσε και μέχρι σήμερα δεν έχει ακόμα συμφωνηθεί κάποιο υποκατάστατο.[4]

Οι δύο σημαντικότεροι ποταμοί στο βόρειο Τατζικιστάν είναι ο Συρ Ντάρια και ο Ζεραφσάν. Ο Συρ Ντάρια είναι ο δεύτερος σε μήκος ποταμός της Κεντρικής Ασίας, με συνολικό μήκος 2.400 χιλιόμετρα, και αρδεύει,όπως προαναφέρθηκε, τη Λεκάνη Φεργκάνα επί 195 χιλιόμετρα. Τα ποτάμια του Τατζικιστάν έχουν το περισσότερο νερό δύο φορές το έτος: την άνοιξη εξαιτίας των βροχών και της τήξεως του χιονιού στα βουνά, και το καλοκαίρι, εξαιτίας της τήξεως του πάγου των παγετώνων. Οι φουσκονεριές του καλοκαιριού είναι οι πιο χρήσιμες για την άρδευση, ιδίως στη Λεκάνη Φεργκάνα και στις κοιλάδες του νοτιοανατολικού Τατζικιστάν.

Οι περισσότερες από τις λίμνες του Τατζικιστάν είναι παγετωνικής προελεύσεως και βρίσκονται στο Παμίρ. Η μεγαλύτερη, η Καρακούλ, είναι μια αλμυρή λίμνη χωρίς ψάρια, ευρισκόμενη σε υψόμετρο 3.900 μέτρων πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[3] Η δεύτερη μεγαλύτερη λίμνη του Τατζικιστάν είναι η τεχνητή λίμνη Καϋρακούμ, μήκους 44 χιλιομέτρων, στην καρδιά της Λεκάνης Φεργκάνα, κοντά στην πόλη Χουτζάντ.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 «Geography». Library of Congress Country Studies. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2015.  Αυτό το λήμμα περιέχει ύλη από τη Βιβλιοθήκη Μελετών Χωρών του Κογκρέσου (Library of Congress Country Studies), που είναι κυβερνητικές εκδόσεις των ΗΠΑ στο κοινό κτήμα.
  2. «Environmental problems». Library of Congress Country Studies. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2015.  Αυτό το λήμμα περιέχει ύλη από τη Βιβλιοθήκη Μελετών Χωρών του Κογκρέσου (Library of Congress Country Studies), που είναι κυβερνητικές εκδόσεις των ΗΠΑ στο κοινό κτήμα.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Topography and Drainage». Library of Congress Country Studies. Ανακτήθηκε στις 31 Ιουλίου 2015.  Αυτό το λήμμα περιέχει ύλη από τη Βιβλιοθήκη Μελετών Χωρών του Κογκρέσου (Library of Congress Country Studies), που είναι κυβερνητικές εκδόσεις των ΗΠΑ στο κοινό κτήμα.
  4. International Crisis Group. "Water Pressures in Central Asia Αρχειοθετήθηκε 2016-05-20 στο Wayback Machine.", CrisisGroup.org. 11 September 2014. Retrieved 7 October 2014.
  5. «Kayrakum Reservoir». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Αυγούστου 2008. Ανακτήθηκε στις 17 Νοεμβρίου 2020.