Βυζαντινο-Νορμανδικοί Πόλεμοι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Οι πόλεμοι μεταξύ των Ρωμαίων και των Νορμανδών διεξήχθησαν από το π. 1040 ως το 1185, οπότε νικήθηκαν οι τελευταίοι Νορμανδοί εισβολείς στη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Στο τέλος της σύγκρουσης, κανείς από τους δύο δεν μπορούσε να ισχυριστεί ότι είχε πιο πολλή ισχύ· στα μέσα του 13ου αι. οι εξαντλητικοί πόλεμοι με τις δυνάμεις του άλλου εξασθένησαν και τους δύο, με αποτέλεσμα οι Ρωμαίοι να χάσουν τη Μ. Ασία από τους Οθωμανούς και οι Νορμανδοί να απολέσουν τη Σικελία από τους Χοενστάουφεν.

Η Νότια Ιταλία το 1084. Ανοικτό πράσινο: εμιράτο της Σικελίας. Βαθύ πράσινο: κομητεία της Σικελίας. Πράσινο: δουκάτο της Απουλίας και Καλαβρίας. Τα δύο τελευταία είναι των Νορμανδών. Κίτρινο: Πρώην Ρωμαϊκή επικράτεια Ραβέννας, τώρα στον πάπα. Οι λοιπές περιοχές κατελήφθησαν από τους Λομβαρδούς.

Η Νορμανδική κατάκτηση της Νότιας Ιταλίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχική στρατιωτική εμπλοκή των Νορμανδών στη Νότια Ιταλία ξεκίνησε με τη μισθοφορική υπηρεσία τους στο πλευρό των Λομβαρδών εναντίον των Ρωμαίων. Τελικά μερικοί Νορμανδοί, όπως οι τυχοδιώκτες αδελφοί Ωτβίλ, υπηρέτησαν στον στρατό του Γεωργίου Μανιάκη κατά τη διάρκεια της προσπάθειας ανακατάληψης της Σικελίας από τους Ρωμαίους. Όμως, όταν οι εμίρηδες αποδείχθηκαν δύσκολο να κατακτηθούν, οι Ωτβιλ στράφηκαν εναντίον των ηγετών τους. Ως το 1030 ο Ραϊνούλφ Ντρενγκότ είχε γίνει κόμης της Αβέρσα, σηματοδοτώντας την αρχή της μόνιμης εγκατάστασης των Νορμανδών στην Ιταλία. Το 1042 ο Γουλιέλμος Ωτβίλ έγινε κόμης, υποτελής του Γουαϊμάρος Δ΄ του Σαλέρνο. Για να ενισχύσει τους δεσμούς και τη νομιμότητά του, ο αδελφός του Ροβέρτος ο Πονηρός (Γυισκάρδος) νυμφεύτηκε τη Σικελγκάϊτα το 1058. Έπειτα από το τέλος του Γουαϊμάρος Δ΄ οι Νορμανδοί αύξαναν την ανεξαρτησία τους και τις ενέργειές τους στη σκηνή της Νότιας Ιταλίας, ώσπου ήλθαν σε σύγκρουση με τη Ρωμανία.

Κατά την εποχή που οι Νορμανδοί κατακτούσαν τη Νότιο Ιταλία, η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία ήταν σε κατάσταση εσωτερικής παρακμής: η διοίκηση του Κράτους είχε εξασθενήσει· οι αποτελεσματικοί θεσμοί διακυβέρνησης που είχε θεσπίσει ο Βασίλειος Β΄, ο στρατός των 250.000 ανδρών και η επάρκεια εσόδων από φόρους είχαν καταρρεύσει μέσα σε μία περίοδο 30 ετών. Οι προσπάθειες του Ισαακίου Α΄ Κομνηνού και του Ρωμανού Δ΄ Διογένη για να αναστραφεί η φθίνουσα πορεία, αποδείχθηκαν άκαρπες. Το πρόωρο τέλος του πρώτου και η εκτόπιση του δεύτερου οδήγησαν σε περαιτέρω κατάπτωση, ενόσω οι Νορμανδοί παγίωναν την κατάκτησή τους στη Σικελία, Καλαβρία και Απουλία.

Το Ρήγιο, η πρωτεύουσα του τάγματος της Καλαβρίας, καταλήφθηκε από τον Ροβέρτο Γυισκάρδο το 1060. Τότε οι Ρωμαίοι έμειναν με λίγες παράλιες πόλεις στην Απουλία, όπως το Μπάρι, η πρωτεύουσα του Κατεπανάτου της Ιταλίας· το 1067-68, έδωσαν οικονομική υποστήριξη σε μία εξέγερση εναντίον του Γυισκάρδου. Το 1068 οι Νορμανδοί πολιόρκησαν το Οτράντο και το ίδιο έτος άρχισαν την πολιορκία του ίδιου του Μπάρι. Αφού νίκησαν τους Ρωμαίους σε μία σειρά από μάχες στην Απουλία, και όταν δύο μεγάλες απόπειρες να ανακουφιστεί η πολιορκούμενη πόλη απέτυχαν, το Μπάρι παραδόθηκε τον Απρίλιο του 1071, λήγοντας την κυριαρχία της Ρωμανίας στη Νότια Ιταλία.

Το 1079-80 οι Ρωμαίοι πάλι έδωσαν την υποστήριξή τους σε μία εξέγερση εναντίον του Γυισκάρδου. Η υποστήριξη έγινε πιο πολύ με τη μορφή μίσθωσης μικρών ομάδων Νορμανδών μισθοφόρων, ώστε να ενισχύσουν την εξέγερση.

Έπειτα από μία περίοδο 30 ετών (1061-1091) οι Νορμανδοί κατέβαλαν τη Ρωμαϊκή προσπάθεια ανακατάληψης της Σικελίας. Ωστόσο η Σικελία και η Νότια Ιταλία δεν ενώθηκαν σε ένα βασίλειο παρά μόνο το 1130, που δημιούργησε ο ανιψιός του Ροβέρτου, ο Ρογήρος Β΄ της Σικελίας.

Η πρώτη Νορμανδική εισβολή στα Βαλκάνια (1081-1085)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Έπειτα από την επιτυχή κατάκτηση της Κάτω Ιταλίας η Νορμανδική παράταξη, οδηγούμενη από τον Ροβέρτο Γυισκάρδο, δεν είδε λόγο να σταματήσει: η Ρωμανία παρήκμαζε και άλλο ακόμη και έδειχνε ώριμη για εισβολή. Επιπλέον κίνητρο που ωθούσε τους Νορμανδούς για κατάκτηση, ήταν η συνεχής υποστήριξη από τους Ρωμαίους των εξεγέρσεων εναντίον του Ροβέρτου Γυισκάρδου. Στα Βαλκάνια, το Δυτικό όριο της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας ήταν γνωστό πως ήταν ευνοϊκό για ομάδες εξέγερσης. Όταν ο Αλέξιος Α΄ Κομνηνός ανέβηκε στον θρόνο του Βυζαντίου, οι πρώτες επείγουσες μεταρρυθμίσεις του -όπως η απόκτηση των αφιερωμάτων της Εκκλησίας, πράξη που πιο πριν δεν μπορούσε ούτε να σκεφτεί κανείς- αποδείχθηκαν πολύ μικρές για να σταματήσουν τους Νορμανδούς.

Οδηγούμενοι από τον άπληστο Ροβέρτο και τον γιο του Βοημούνδο Α΄ πρίγκιπα του Τάραντο, οι Νορμανδικές δυνάμεις κατέλαβαν το Δυρράχιο και την Κέρκυρα και πολιόρκησαν τη Λάρισα στη Θεσσαλία. Ο Αλέξιος Α΄ υπέστη αρκετές ήττες, πριν μπορέσει να αντεπιτεθεί με επιτυχία. Το κατάφερε αυτό δίνοντας στον Ερρίκο Δ΄ της Γερμανίας 360.000 χρυσά, ώστε να επιτεθεί στους Νορμανδούς στην Ιταλία. Αυτό ανάγκασε τον Γυισκάρδο να επικεντρωθεί στην άμυνα στο σπίτι του το 1083-1084. Επίσης ο Αυτοκράτορας εξασφάλισε τη συμμαχία του Ερρίκου κόμη του Μόντε Σαντ'Άντζελο, που ήλεγχε τη Χερσόνησο του Γκαργκάνο και χρονολογούσε τα έγγραφά του από τη βασιλεία του Αλεξίου Α΄. Επιπλέον μία νίκη των Ρωμαίων, με την αποφασιστική ενίσχυση των Βενετών, επέτρεψε στους Ρωμαίους να ανακαταλάβουν τις περιοχές στα Βαλκάνια, στις οποίες είχε εισβάλει ο φιλόδοξος Γυισκάρδος. Ο Νορμανδικός κίνδυνος έπαυσε προς το παρόν με το τέλος του Ροβέρτου το 1085.

Η εξέγερση τη Αντιόχειας (1104-1140)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την Α΄ Σταυροφορία ένας μεγάλος αριθμός Νορμανδών ακολούθησε σε αυτό που έμοιαζε με μία μεγάλη εξερεύνηση στο άγνωστο, γεμάτο από γαίες και λάφυρα. Κατά την εκστρατεία οι Ρωμαίοι μπόρεσαν να χρησιμοποιήσουν, σε κάποιο βαθμό, τους Νορμανδούς μισθοφόρους για να νικήσουν τους Σελτζούκους σε πολυάριθμες μάχες. Οι Νορμανδοί αποδείχθηκαν επιδέξιοι στην κατάληψη πολλών πόλεων. Εκτιμάται ότι σε αντάλλαγμα ενός όρκου υποτέλειας, ο Αλέξιος Α΄ υποσχέθηκε γη γύρω από την πόλη της Αντιόχειας στον Βοημούνδο με σκοπό αυτός να δημιουργήσει ένα ενδιάμεσο υποτελές έδαφος και ταυτόχρονα να κρατήσει τον Βοημούνδο Α΄ μακριά από την Ιταλία. Όταν όμως η Αντιόχεια έπεσε, η Νορμανδοί αρνήθηκαν να την παραδώσουν και ο Βοημούνδος Α΄ έγινε πρίγκιπας της Αντιόχειας. Ωστόσο με τον καιρό η Ρωμαϊκή κυριαρχία εδραιώθηκε εκεί.

Τότε ο πάπας Ιννοκέντιος Β΄, φοβούμενος ότι αυτό σήμαινε τις Ρωμαϊκές προθέσεις ανάκτησης της Νότιας Ιταλίας και την απώλεια της επικυριαρχίας του επί των Νορμανδών, αφόρισε τον Αλέξιο Α΄ και απείλησε κάθε Λατίνο Χριστιανό, που υπηρετούσε στον Ρωμαϊκό στρατό, με την ίδια τιμωρία. Με το τέλος του Ιωάννη Β΄ Κομνηνού το Νορμανδικό πριγκιπάτο της Αντιόχειας εξεγέρθηκε ακόμη μία φορά, επιτέθηκε στην Κύπρο και εισέβαλε στην Κιλικία, που επίσης εξεγέρθηκε. Η γρήγορη αντίδραση του ενεργητικού Μανουήλ Α΄ Κομνηνού επέτρεψε στους Ρωμαίους να επιβάλουν ένα πιο ευνοϊκό καθεστώς στην Αντιόχεια: το 1145 οι Νορμανδοί παρείχαν στη Ρωμανία μία μοίρα στρατού και επέτρεψαν Ρωμαϊκή φρουρά στην πόλη. Ως αντιστάθμισμα δόθηκαν στην πόλη εγγυήσεις προστασίας εναντίον επιθέσεων των Οθωμανών και ο Νουραντίν Ζανγκί αποτράπηκε από το να επιτεθεί στα βόρεια μέρη των Σταυροφορικών κρατών.

Η δεύτερη Νορμανδική κατάκτηση των Βαλκανίων (1147-1149)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Νορμανδικό βασίλειο της Σικελίας κατά την ενηλικίωση του Ρογήρου Β΄ της Σικελίας (1112) δείχνεται με πράσινο. Το βασίλειο κατά το τέλος του (1154) δείχνεται με μαύρη γραμμή.

Το 1147 η Ρωμανία με τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό αντιμετώπισε επίθεση από τον Ρογήρο Β΄ τον λεγόμενο βασιλιά της Σικελίας, που ο στόλος του κατέλαβε την Κέρκυρα και λεηλάτησε τη Θήβα και την Κόρινθο. Ωστόσο, παρά τον περισπασμό μίας επίθεσης Κουμάνων στα Βαλκάνια, το 1148 ο Μανουήλ Α΄ είχε τη συμμαχία του Κορράδου Γ΄ της Γερμανίας και τη βοήθεια των Βενετών, που νίκησαν γρήγορα τον Ρογήρο Β΄ με τον ισχυρό στόλο τους. Περί το 1148 η πολιτική κατάσταση στα Βαλκάνια διαιρέθηκε σε δύο μερίδες, μία σύμμαχο των Ρωμαίων και Βενετών και μία με τους Νορμανδούς και τους Ούγγρους. Οι Νορμανδοί ήταν σίγουροι για τον επερχόμενο κίνδυνο, όταν το πεδίο σύγκρουσης θα μεταφερόταν από τα Βαλκάνια στην περιοχή τους στην Ιταλία. Το 1149 ο Μανουήλ Α΄ ανακατέλαβε την Κέρκυρα και ετοιμάστηκε να επιτεθεί στους Νορμανδούς, ενώ ο Ρογήρος Β΄ έστειλε τον Γεώργιο Αντιοχέα με στόλο 40 πλοίων να λεηλετήσει τα προάστια της Κωνσταντινούπολης. Ο Μανουήλ Α΄ είχε ήδη συμφωνήσει με τον Κορράδο Γ΄ σε μία κοινή εκστρατεία και διαμερισμό της Νότιας Ιταλίας και της Σικελίας. Η ανανέωση της συμμαχίας με τη Γερμανία παρέμεινε ο κύριος προσανατολισμός της εξωτερικής πολιτικής του Μανουήλ Α΄ ως το τέλος της βασιλείας του, παρά τη βαθμιαία απόκλιση των ενδιαφερόντων μεταξύ του Αυτοκράτορα και της Γερμανίας μετά το τέλος του Κορράδου Γ΄. Ωστόσο, ενώ ο Μανουήλ Α΄ ήταν στη Βαλόνα σχεδιάζοντας την επίθεση διαμέσου της Αδριατικής, οι Σέρβοι εξεγέρθηκαν, θέτοντας σε κίνδυνο τις Ρωμαϊκές βάσεις στην Αδριατική.

Το 1154 απεβίωσε ο Ρογήρος Β΄ και τον διαδέχθηκε ο γιος του Γουλιέλμος Α΄ της Σικελίας. Το τέλος του Ρογήρου Β΄, οι διάσπαρτες εξεγέρσεις εναντίον του διαδόχου του στη Σικελία και την Απουλία, η παρουσία προσφύγων από την Απουλία στην Αυλή της Ρωμανίας και η αποτυχία του Φρειδερίκου Α΄ της Γερμανίας να συμφωνήσει με τους Νορμανδούς, ενθάρρυναν τον Μανουήλ Α΄ να χρησιμοποιήσει το πλεονέκτημα των πολλών ασταθειών που υπήρχαν στην Ιταλική χερσόνησο. Έτσι έστειλε τον Μιχαήλ Παλαιολόγο και τον Ιωάννη Δούκα, που έφεραν τον τίτλο του σεβαστού, με Ρωμαϊκό στρατό, 10 Ρωμαϊκά πλοία και μεγάλες ποσότητες χρυσού για την κατάκτηση της Απουλίας (1155). Οι δύο στρατηγοί εμπιστεύτηκαν να λάβουν τη συμμαχία του Φρειδερίκου Α΄, μια και ήταν εχθρικός προς τους Νορμανδούς της Σικελίας και βρισκόταν νότια των Άλπεων την εποχή αυτή. Εκείνος όμως αρνήθηκε, διότι ο αποθαρρημένος στρατός του επιθυμούσε να επιστρέψει βόρεια των Άλπεων το συντομότερο. Παρ'όλα αυτά, με τη βοήθεια των δυσαρεστημένων τοπικών βαρόνων, όπως ο κόμης Ροβέρτος Γ΄ του Λοριτέλλο, η εκστρατεία του Μανουήλ Α΄ επέτυχε εντυπωσιακά γρήγορη πρόοδο, καθώς η Νότιος Ιταλία ξεσηκώθηκε σε εξέγερση εναντίον του στέμματος της Σικελίας και του αδοκίμαστου Γουλιέλμου Α΄. Εκεί ακολούθησε μία σειρά θεαματικών επιτυχιών, καθώς πολυάριθμα οχυρά παραδίδονταν στους Ρωμαίους με τη βία ή με το δέλεαρ του χρυσού.

Ο Γουλιέλμος και ο στρατός του αποβιβάστηκαν στη χερσόνησο και κατέστρεψαν τον Ελληνικό στόλο (4 πλοία) και στρατό στο Μπρίντιζι στις 8 Μαΐου 1156 και ανέκτησαν το Μπάρι. Ο πάπας Αδριανός Δ΄ συμφώνησε στο Μπενεβέντο στις 18 Ιουνίου 1156 με τον Γουλιέλμο Α΄ (Συμφωνία του Μπενεβέντο) εγκαταλείποντας τους εξεγερθέντες και επιβεβαιώνοντας τον Γουλιέλμο Α΄ ως βασιλιά. Το θέρος του 1157 ο Γουλιέλμος Α΄ έστειλε στόλο 164 πλοίων, που μετέφεραν 10.000 άνδρες, να λεηλατήσουν την Εύβοια και τον Αλμυρό. Τέλος το 1158 έκανε ειρήνη με τους Έλληνες.

Η τρίτη Νορμανδική κατάκτηση των Βαλκανίων (1185-1186)[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αν και οι τελευταίες εισβολές και η πρόσφατη μεγάλης κλίμακας σύγκρουση μεταξύ των δύο δυνάμεων κράτησε λιγότερο από δύο έτη, η τρίτη Νορμανδική εισβολή ήλθε κοντά ακόμη και στην άλωση της Κωνσταντινούπολης. Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Ανδρόνικος Α΄ Κομνηνός επέτρεψε στους Νορμανδούς να προχωρήσουν σχετικά ανενόχλητοι προς τη Θεσσαλονίκη.

Ενώ ο κυβερνήτης της Δαβίδ Κομνηνός έκανε μερικές προετοιμασίες σε αναμονή της Νορμανδικής επίθεσης, όπως η ενίσχυση των τειχών της πόλης και η ανάθεση της άμυνας σε τέσσερις μοίρες στρατού, οι προφυλάξεις αποδείχθηκαν ανεπαρκείς. Μόνο μία από τις τέσσερις μοίρες συνεπλάκησαν στην πράξη με τους Νορμανδούς, με αποτέλεσμα η πόλη να αιχμαλωτισθεί σχετικά εύκολα από τις Νορμανδικές δυνάμεις. Όταν αυτές απέκτησαν τον έλεγχο της πόλης, λεηλάτησαν τη Θεσσαλονίκη. Ο λαός της Κωνσταντινούπολης αγανάκτησε, διαμέλισε τον Ανδρόνικο Α΄ και τοποθέτησε τον Ισαάκιο Β΄ Άγγελο στον θρόνο. Έπειτα από αυτό ένα Ρωμαϊκό σώμα στρατού υπό τον Αλέξιο Βρανά, νίκησε αποφασιστικά τους Νορμανδούς στη μάχη του Δημητρίτζη. Μετά από αυτή τη μάχη η Θεσσαλονίκη σύντομα ανακτήθηκε και οι Νορμανδοί απωθήθηκαν πίσω στην Ιταλία. Η μόνη εξαίρεση ήταν η παλατινή κομητεία της Κεφαλληνίας & Ζακύνθου, που παρέμεινε στα χέρια του Νορμανδού ναυάρχου Μαργαριτόνε του Μπρίντιζι και των διαδόχων του ως το 1479.

Οι συνέπειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τους Νορμανδούς ανίκανους να λάβουν τα Βαλκάνια, η προσοχή τους στράφηκε στις υποθέσεις τους με τη υπόλοιπη Ευρώπη. Οι Ρωμαίοι εν τω μεταξύ δεν είχαν -έπειτα από τον Μανουήλ Α΄ Κομνηνό- τη θέληση ή την υποδομή για να ανακτήσουν την Ιταλία. Μετά την τρίτη εισβολή, η επιβίωση της Αυτοκρατορίας έγινε πιο σημαντικό στους Ρωμαίους απ' ότι μία επαρχία στην άλλη πλευρά της Αδριατικής. Το τέλος του Γουλιέλμου Α΄, που ήταν άτεκνος, έριξε το βασίλειο σε αστάθεια και αναστάτωση, ώσπου το 1194 οι Χοενστάουφεν έλαβαν την εξουσία. Αυτοί αντικαταστάθηκαν το 1266 από τους Καπετίδες-Ανζού. Οι επόμενοι βασιλείς της Σικελίας(-Νάπολης) συνέχισαν την Νορμανδική πολιτική και επέκτειναν την κυριαρχία τους στα Ιόνια νησιά και την Ελλάδα μετά το 1204, καταλαμβάνοντας την Κέρκυρα το 1260, την παλατινή κομητεία της Κεφαλληνίας & Ζακύνθου, το δεσποτάτο της Ηπείρου και άλλες περιοχές.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Anna Comnena, translated by E.R.A Sewter (1969). The Alexiad. London: Penguin Books. ISBN 0-14-044215-4.
  • Magdalino, Paul (2002) [1993]. The Empire of Manuel I Komnenos, 1143–1180 (στα Αγγλικά). Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 0-521-52653-1. 
  • Magdalino, Paul (2005). "The Byzantine Empire (1118–1204)". The New Cambridge Medieval History edited by Rosamond McKitterick, Timothy Reuter, Michael K. Jones, Christopher Allmand, David Abulafia, * Jonathan Riley-Smith, Paul Fouracre, David Luscombe. Cambridge University Press. ISBN 0-521-41411-3.