Μετάβαση στο περιεχόμενο

Αντίαρις

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αντίαρις

Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Φυτά
Συνομοταξία: Αγγειόσπερμα (Angiosperms)
Ομοταξία: Δικοτυλήδονα (Dicotyledoneae)
Τάξη: Ροδώδη (Rosales)
Οικογένεια: Μορεοειδή (Moraceae)
Γένος: Αντίαρις (Antiaris)
Lesch. (1810)

Είδος: Αντίαρις η τοξική
Διώνυμο
Antiaris toxicaria
(J.F.Gmel.) Lesch. (1810)
Συνώνυμα[1][2]
  • Antschar, Horsf. (1814)
  • Ipo, Pers. (1807)
  • Lepurandra, Nimmo (1839)
  • Toxicaria, Aepnel. από Steud. (1821), pro syn.
  • Mithridatea toxicaria, (J.F.Gmel.) F.Dietr. (1819)
  • Ipo toxicaria, (J.F.Gmel.) Pers. (1807)
  • Cestrum toxicarium, J.F.Gmel. (1792)

Η αντίαρις (επιστημονική-λατινική ονομασία Antiaris) είναι γένος δένδρου που ανήκει στην οικογένεια της συκιάς και της μουριάς, τα μορεοειδή. Σήμερα θεωρείται ότι περιλαμβάνει ένα και μοναδικό είδος, την αντίαρι την τοξική (επιστημονική-λατινική ονομασία Antiaris toxicaria) Ωστόσο παλαιότερα θεωρούσαν ότι στο γένος ανήκαν αρκετά (έως 16) είδη δένδρων και θάμνων, που σήμερα είτε ταξινομήθηκαν σε άλλα γένη, είτε θεωρούνται πλέον υποείδη ή ποικιλίες του είδους A. toxicaria. Σημαντική διαφορά μεταξύ των υποειδών αυτών είναι το μέγεθος του καρπού, που μειώνεται ανάλογα με τη γεωγραφική κατανομή του υποείδους, καθώς προχωρούμε προς τα ανατολικά (από την Αφρική έως την Πολυνησία).[3] Πράγματι, η αντίαρις έχει μια αξιοσημείωτα ευρεία γεωγραφική κατανομή στην τροπική ζώνη της Γης, φυόμενο στην Αυστραλία, την Ασία, την Αφρική, την Ινδονησία, τις Φιλιππίνες, την Τόνγκα και διάφορα άλλα τροπικά νησιά. Οι σπόροι του διαδίδονται από πουλιά, νυχτερίδες και άλλα ζώα. Από το είδος παράγεται ξυλεία, κλωστική ίνα (από τον φλοιό) και φαρμακολογικές ουσίες, από τις οποίες ξεχωρίζει η ομώνυμη τοξική ουσία αντιαρίνη.

Η ονομασία «αντίαρις» προέρχεται από την ιαβαϊκή ονομασία για το δέντρο: ancar[4], με τη μεσολάβηση της ολλανδικής παρεφθαρμένης αποδόσεως antjar.[5]

Φύλλα της Antiaris toxicaria

Η αγγλική ονομασία upas tree[6] προέρχεται επίσης (απευθείας) από την ιαβαϊκή λέξη upas, που σημαίνει «δηλητήριο». Στην ινδονησιακή γλώσσα η αντίαρις ονομάζεται bemu, ενώ στις Φιλιππίνες αποκαλείται επίσης upas και στη μαλαϊκή γλώσσα ipoh ή ancar.

Οι Κινέζοι της νήσου Χαϊνάν αποκαλούν το φυτό «δέντρο/ξύλο του δηλητηριώδους βέλους» (箭毒木, Jiàndú Mù), επειδή ο χυμός του αλειφόταν στις κεφαλές βελών κατά την αρχαιότητα από τους Χλάι.[7]

Το είδος Antiaris toxicaria αριθμεί περίπου 20 καταγεγραμμένα συνώνυμα, που έχουν απορριφθεί. Χρειάζεται περισσότερη έρευνα σχετικώς με το αν κάποια υποείδη αποτελούν ξεχωριστά είδη, κυρίως η Antiaris turbinifera. Με δεδομένη την ευρεία γεωγραφική κατανομή του γένους, είναι αρκετά πιθανό ότι οι έρευνες θα οδηγήσουν σύντομα στην αποδοχή της υπάρξεως ενός νέου είδους. Σήμερα γίνονται ευρύτερα δεκτά τα εξής υποείδη και ποικιλίες του είδους[2]:

  • Antiaris toxicaria, ποικιλία africana, Scott Elliot από A.Chev. (συνώνυμα challa, kerstingii και Ficus challa)
  • Antiaris toxicaria humbertii, (Leandri) C.C.Berg
  • Antiaris toxicaria macrophylla, (R.Br.) C.C.Berg (συνώνυμο bennettii')
  • Antiaris toxicaria madagascariensis, (H.Perrier) C.C.Berg
  • Antiaris toxicaria toxicaria (συνώνυμα dubia, innoxia, palembanica, rufa, saccidora, A. zeylanica, Ipo palembanicum, Ipo rufa, Ipo saccidora, Lepurandra saccidora και Toxicaria macassariensis), ελληνικά: αντίαρις η αβλαβής
  • Antiaris toxicaria, ποικιλία usambarensis, (Engl.) C.C.Berg
  • Antiaris toxicaria welwitschii, (Engl.) C.C.Berg
  • Antiaris toxicaria turbinifera, Hemsl. (πιθανώς ξεχωριστό είδος)
Κλαδάκια με φύλλα και άγουρους καρπούς

Η αντίαρις είναι μόνοικο μεγάλο δέντρο, που φθάνει σε ύψος τα 25 έως 40 μέτρα (έως 20 μέτρα στην Ιάβα), με κορμό διαμέτρου έως 40 εκατοστών που συχνά είναι διογκωμένος στη βάση με ανοικτό γκρίζο φλοιό. Εκκρίνει έναν γαλακτώδη έως υδατώδη χυμό.[8] Τα φύλλα του έχουν σχήμα ελλειπτικό έως ωοειδές, με μήκος 7 έως 19 εκατοστά και πλάτος 3 έως 6 εκατοστά.[9] Τα υποείδη της Αφρικής έχουν μεγαλύτερους καρπούς από τα ασιατικά και υποείδη. Στην Ινδονησία το φυτό ανθίζει τον μήνα Ιούνιο, ενώ στην Κένυα ξεσποριάζει τον Μάρτιο. Ο ώριμος καρπός είναι φαγώσιμη δρύπη και έχει χρώμα κόκκινο ή βυσσινί, διάμετρο 2 εκατοστά και έναν μόνο σπόρο.[8] Το φυτό αναπτύσσεται γρήγορα και φθάνει στην ωριμότητα μέσα σε είκοσι χρόνια.[10]

Κατανομή και ενδιαίτημα

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αντίαρις συναντάται σε χλοερές σαβάνες και παραλιακές πεδιάδες. Στην Αφρική υπάρχουν τρεις ποικιλίες, που διακρίνονται καθαρά από το ενδιαίτημα και τη μορφή των νεαρών δένδρων: η μία ποικιλία περιορίζεται κυρίως σε λιβάδια με δέντρα, ενώ οι άλλες δύο σε υγρά τροπικά δάση. Το μέγιστο υψόμετρο που φύεται η αντίαρις είναι περίπου 1.500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.[11]

  • Η Antiaris toxicaria αποτελεί μια μάλλον μικρής κλίμακας παραγωγό ξυλείας, που δίνει ελαφρό και σκληρό ξύλο, με πυκνότητα 250 έως 540 χιλιόγραμμα ανά κυβικό μέτρο. Επειδή σχίζεται πολύ εύκολα και ομοιόμορφα, χρησιμοποιείται κυρίως για ξυλόφυλλα.
  • Ο φλοιός περιέχει μεγάλο ποσοστό από ταννίνες και χρησιμεύει στη βαφή παραδοσιακών ρούχων και την παραγωγή χρωστικών.
  • Παρά το ότι ο χυμός που εξάγεται από τον κορμό του δέντρου είναι δηλητηριώδης, ο καρπός του φυτού τρώγεται[12] τόσο από τον άνθρωπο, όσο και από πουλιά, φρουτοφάγες νυχτερίδες, οπόσουμ, πιθήκους, ελάφια και αντιλόπες.
  • Στην Αφρική και στην Πολυνησία εξάγεται ίνα από τον εσωτερικό φλοιό και υφαίνεται για την παραγωγή ρούχων, που μάλιστα συχνά βάφονται με τη χρωστική που παράγεται από τον εξωτερικό φλοιό (δείτε παραπάνω).
  • Το ίδιο το δέντρο δίνει θαυμάσια σκιά και, επειδή αναπτύσσεται και γρήγορα, φυτεύεται συχνά γύρω από ανθρώπινες κατοικίες για δροσιά. Τα πεσμένα φύλλα του δίνουν εξαιρετικό υλικό κομπόστ, που χρησιμεύει ως φυσικό λίπασμα σε κήπους.
Φαρέτρα για βελάκια φυσοκάλαμου και κύπελλο δηλητηρίου των Ντάγιακ του Σαμπάχ

Ο γαλακτώδης χυμός (λάτεξ) του Antiaris toxicaria περιέχει δηλητηριώδη καρδενολίδια και ιδίως το καρδιακό γλυκοσίδιο που ονομάζεται αντιαρίνη από την ονομασία του φυτού.[13] Χρησιμεύει ως δηλητήριο πάνω σε βέλη και σε βελάκια για φυσοκάλαμα από ιθαγενείς της νησιωτικής Νοτιοανατολικής Ασίας. Σε διάφορες εθνοτικές ομάδες των Φιλιππίνων, του Βόρνεο, του Σουλαουέζι και της Μαλαισίας, ο συγκεντρωμένος χυμός του φυτού είναι γνωστός με τις ονομασίες upas, apo, ipoh, και άλλες, και σε αυτό βουτούν βελάκια που ρίχνονται με φυσοκάλαμο που χρησιμοποιούν στο κυνήγι και παλαιότερα και σε μάχες.[14][15] Στην παράδοση των Ιαβανέζων ο χυμός της upas αναμειγνυόταν με χυμό του Strychnos ignatii και με το μείγμα αυτό δηλητηρίαζαν μεγάλα βέλη.[11]

«Δένδρο Ούπας», εικονογράφηση του 1887

Σε αφηγήσεις περιηγητών αναφέρεται ότι το δέντρο Upa είναι το πιο δηλητηριώδες στον κόσμο, τόσο ώστε πίστευαν ότι κανένας άνθρωπος δεν μπορεί να αγγίξει τον κορμό του χωρίς να πέσει κάτω νεκρός.[16] Μια άλλη, ακραία περιγραφή (υποτίθεται από κάποιον Foersch, που ήταν χειρουργός στο Σεμαράνγκ το 1773) δημοσιεύθηκε στο The London Magazine τον Δεκέμβριο του 1783, και διαδόθηκε περισσότερο από τον Έρασμο Δαρβίνος με το ποίημα Loves of the Plants. Σύμφωνα με αυτή το δέντρο λεγόταν ότι σκότωνε τους ανθρώπους και τα ζώα σε ακτίνα 15 μιλίων ή περισσότερο. Το δηλητήριο συλλεγόταν από καταδικασμένους σε θάνατο εγκληματίες, από τους οποίους το πολύ δύο στους είκοσι επέστρεφαν ζωντανοί.[17] Ο ποιητής και φυσιοδίφης Τζέφρυ Γκρίγκσον υποστήριξε ότι αυτή η υπερβολική περιγραφή οφείλεται στον Τζωρτζ Στήβενς.[18] Υπήρξε πράγματι κάποτε ομαδικός θάνατος σε ορισμένη ακτίνα, αλλά οφειλόταν σε αναθυμιάσεις από το κοντινό ηφαίστειο Μπάτουρ, βουνό που αποκαλούσαν τότε με το όνομα Guava Upas. Εξαιτίας συγχύσεως των ονομάτων, τα θύματα των ηφαιστειακών αναθυμιάσεων σε μια κοιλάδα αποδόθηκαν στο δέντρο upas.[19]

Οι αναφορές στη δηλητηριώδη φύση του δέντρου αφθονούν και στη λογοτεχνία.[20][21] Π.χ. ένα ποίημα του Πούσκιν που έχει σχολιασθεί συχνά και μάλιστα έχει μελοποιηθεί, έχει τίτλο «Το δέντρο ούπας».[22] Κάπου εκατό χρόνια αργότερα, στο γνωστό μυθιστόρημα του Τόμας Μαν Το μαγικό βουνό (1924) ένα πρόσωπο του έργου λέει: «Σε κάποια νησιά ανατολικά της Ολλανδικής Νέας Γουινέας, νέοι και νέες φτιάχνουν ένα ερωτικό φίλτρο από τη φλούδα ενός δέντρου — ίσως φαρμακερού, όπως είναι η ιππομάνη μαντσανίγια, ή το antiaris toxicaria, το θανατηφόρο δέντρο ούπας της Ιάβας, που θα μπορούσε να δηλητηριάσει τον αέρα γύρω με τις αναθυμιάσεις του και να ζαλίσει μοιραία άνθρωπο και ζώο».


  1. Antiaris Lesch. Plants of the World Online. Retrieved 24 February 2024.
  2. 2,0 2,1 Antiaris toxicaria (J.F.Gmel.) Lesch. στο Plants of the World Online. Retrieved 24 February 2024.
  3. Boer, E.· Brink, M.· Sosef, M.S.M. (1999). «Antiaris toxicaria Lesch.» στο: Plant Resources of South-East Asia, No. 12(1) στη σειρά Medicinal and poisonous plants, τόμ. 1. Leiden: Backhuys Publisher. σελίδες 126–129. 
  4. Heyne, K.: Tumbuhan Berguna Indonesia, τόμ. 2, σσ. 684-685. Yayasan Sarana Wana Jaya, Jakarta 1987
  5. Kochummen, K.M.: «Moraceae», στο έργο του Ng, F.S.P. (επιμ.): Tree Flora of Malaya, τόμ. 3, σελ. 120, εκδ. Longman, 1978
  6. Quattrocchi, Umberto (2012). CRC World Dictionary of Medicinal and Poisonous Plants: Common Names, Scientific Names, Eponyms, Synonyms, and Etymology. Boca Raton, Florida: CRC Press. σελ. 330. ISBN 978-1-4200-8044-5. 
  7. «The Deadly Poison Arrow Tree». Xinhua. 10 Μαΐου 2007. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 29 Ιανουαρίου 2011. Ανακτήθηκε στις 20 Φεβρουαρίου 2011. 
  8. 8,0 8,1 «Antiaris toxicaria - MORACEAE». biotik.org. Ανακτήθηκε στις 8 Οκτωβρίου 2021. 
  9. «Archived copy». www.worldagroforestry.org. Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 9 Απριλίου 2018. Ανακτήθηκε στις 13 Ιανουαρίου 2022. 
  10. Hawthorne, W.D. (1995). Ecological profiles of Ghanaian forest trees. Οξφόρδη: Oxford Forestry Institute, Τμήμα Φυτικών επιστημών, Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης. σελ. 46. 
  11. 11,0 11,1 Timber trees: lesser known species, επιμ. Sosef M.S.M., Hong L.T. και Prawirohatmodjo S., PROSEA, τόμ. 5(3), εκδ. Backhuys, Leiden 1998
  12. Berg, C.C.· Corner, E.J.H.· Jarrett, F.M. (2006). Flora Malesiana, Series I, Seed plants, τόμ. 17, Μέρος 1: Moraceae - genera other than Ficus. Leiden: Nationaal Herbarium Nederland. σελ. 18. 
  13. Kopp, B.; Bauer, W.P.; Bernkop-Schnurch, A. (1992). «Analysis of some Malaysian dart poisons». Journal of Ethnopharmacology 36 (1): 57-62. doi:10.1016/0378-8741(92)90061-u. PMID 1501494. https://archive.org/details/sim_journal-of-ethnopharmacology_1992-02_36_1/page/57. 
  14. Marinas, Amante P. Sr. (17 Απριλίου 2012). Blowgun Techniques: The Definitive Guide to Modern and Traditional Blowgun Techniques. Tuttle Publishing. ISBN 978-1-4629-0554-6. 
  15. Darmadi, Hamid (30 March 2018). «Sumpit (Blowgun) as Traditional Weapons with Dayak High Protection». Journal of Education, Teaching and Learning 3 (1): 113. doi:10.26737/jetl.v3i1.601. 
  16. Buel, James William (1887). Sea and Land: An illustrated history of the wonderful and curious things of nature existing before and since the deluge (PDF). Toranto: J.S. Robertson & Brothers. σελίδες 470–471. 
  17.  
    Μία ή περισσότερες προτάσεις από το προηγούμενο κείμενο ενσωματώνει κείμενο από έκδοση που είναι πλέον κοινό κτήμαChisholm, Hugh, επιμ.. (1911) «Upas» Εγκυκλοπαίδεια Μπριτάννικα 27 (11η έκδοση) Cambridge University Press, σελ. 782 
  18. «The Upas Tree» στο The Harp of Aeolus, and other Essays on Art, Literature & Nature, Routledge, 1947, σσ. 56-65
  19. «The Upas Tree». Scientific American. 31 Ιουλίου 1858. Ανακτήθηκε στις 13 Μαΐου 2020. 
  20. «The Upas». The Student: A Magazine of Theology, Literature, and Science (Λονδίνο: James Gilbert) 1 (B): 37-40. 1844. https://books.google.com/books?id=4rYEAAAAQAAJ&dq=Upas+Tree+Student&pg=RA2-PA37. Ανακτήθηκε στις December 1, 2013. 
  21. «Upas (sourced)». Wikiquote. Wikimedia Foundation. Ανακτήθηκε στις 3 Απριλίου 2009. 
  22. Poem Hunter
  • Το ομώνυμο λήμμα στη Νέα Ελληνική Εγκυκλοπαίδεια «Χάρη Πάτση», τόμος 6, σελ. 26
  • Η Antiaris toxicaria στο Flora of China
  • Πληροφορίες στη δασική υπηρεσία του Sarawak
  • Abdurrohim S. και Martawijaya A.: «Hot and cold soaking treatment of twenty wood species from Irian Jaya», Jurnal Penelitian Hasil Hutan Indonesia, τόμος 4 (νο. 3), έτος 1987, σσ. 1-9
  • Hutchinson J. και Dalziel J.M.: Flora of West Tropical Africa, Λονδίνο 1958, β΄ έκδ., τόμ. 1(2)
  • Teel W. KENGO: A pocket directory of trees and seeds in Kenya, Ναϊρόμπι 1984
  • Kopp B., Bauer W.P. και Bernkop-Schnurch A.: «Analysis of some Malaysian dart poisons», Journal of Ethnopharmacology, τόμ. 36(1), έτος 1992, σσ. 57-62
  • Sosef M.S.M., Hong L.T., Prawirohatmodjo S. (επιμ.): Timber trees: lesser known species, PROSEA 5(3), Backhuys Publishers, Leiden 1998
  • Fujimoto Yukio, Suzuki Yuko, Kanaiwa Takao, Amiya Takashi, Hoshi Katsuji και Fujino Sumiko: «Studies on the Indonesian Antiaris Toxicaria Sap», Journal of pharmacobio-dynamics, τόμος 6 (2), The Pharmaceutical Society of Japan: 19830200: σσ. 128-135
  • Berg, C.C.: «Revisions of African Moraceae (excluding Dorstenia, Ficus, Musanga and Myrianthus)», Bulletin du Jardin Botanique National de Belgique, τόμ. 47 (έτος 1977), σσ. 267-407
  • Bisset, N.G.: «Cardiac glycosides: Part VI. Moraceae: The genus Antiaris Lesch.», Planta Medica, τόμ. 10, έτος 1962, σσ. 143-151
  • Boer, E. & Sosef, M.S.M.: «Antiaris Lesch.» στο Plant Resources of South-East Asia, τόμ. 5(3): Timber trees: Lesser-known timbers, επιμ. Sosef, M.S.M., Hong, L.T. & Prawirohatmodjo, S., Backhuys Publishers, Leiden 1998, σσ. 73-75
  • Browne, F.G.: Forest trees of Sarawak and Brunei and their products, Government Printing Office, Kuching Μαλαισίας 1955, σσ. 348-349
  • Burkill, I.H.: A dictionary of the economic products of the Malay Peninsula, αναθ. ανατυπ. έκδοση, τόμος 1 (A-H), Υπουργείο Γεωργίας και συνεταιρισμών της Μαλαισίας, Kuala Lumpur 1966, σσ. 175–185
  • Council of Scientific and Industrial Research: The wealth of India: a dictionary of Indian raw materials & industrial products, τόμος 1, Publications and Information Directorate, Νέο Δελχί 1948, σσ. 83–84
  • Dolder, F., Tamm, C. & Reichstein, T.: «Die Glykoside von Antiaris toxicaria Lesch. Glykoside und Aglycone, 150 [Glycosides of Antiaris toxicaria Lesch. Glycoside and aglycones, 150]», Helvetica Chimica Acta, τόμ. 38(6), έτος 1955, σσ. 1364–1396
  • Hano, Y., Mitsui, P. & Nomura, T.: «Seven prenylphenols, antiarones C, D, E, F, G, H and I from the root bark of Antiaris toxicaria Lesch.», Heterocycles, τόμ. 31(7), έτος 1990, σσ. 1315–1324
  • Pételot, A.: Les plantes médicinales du Cambodge, du Laos et du Vietnam, τόμ. 3, Centre National de Recherches Scientifiques et Techniques, Saigon 1954, σσ. 126-127
  • Quisumbing, E.: Medicinal plants of the Philippines, Katha Publishing Co., Quezon City 1978, σσ. 224-226