Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ωγκύστ ντε Σουαζέλ Γκουφιέ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ωγκύστ ντε Σουαζέλ Γκουφιέ
Γέννηση27  Σεπτεμβρίου 1752[1][2]
Παρίσι[3]
Θάνατος20  Ιουνίου 1817[4][1][5]
Άαχεν[6]
ΥπηκοότηταΓαλλία
ΤέκναAntoinette Francoise Sidonie de Choiseul, Antoine Louis Octave de Choiseul-Gouffier, Aglaé-Marie-Louise Saulx-Tavanes και Alexandrine Françoise Eugénie Zéphirine Olympe de Choiseul d'Aillecourt
ΓονείςMarie Gabriel Florent Christophe de Choiseul, Comte de Choiseul-Beaupré
Επιστημονική σταδιοδρομία
Αξίωμαπρέσβης της Γαλλίας στην Οθωμανική Αυτοκρατορία (1784, 1792), Μέλος της Βουλής των Ομοτίμων της Γαλλίας (17  Αυγούστου 1815, 20  Ιουνίου 1817), Υπουργός Επικρατείας της Γαλλίας, 25η έδρα της Γαλλικής Ακαδημίας (11  Δεκεμβρίου 1783, 28  Ιανουαρίου 1803) και 25η έδρα της Γαλλικής Ακαδημίας (21  Μαρτίου 1816, 22  Ιουνίου 1817)
Ιδιότηταδιπλωμάτης, πολιτικός, συγγραφέας, κλασικιστής και αρχαιολόγος

Ο Μαρί Γκαμπριέλ Φλοράν Ογκύστ ντε Σουαζέλ - Γκουφιέ (γαλλικά: Marie Gabriel Florent Auguste de Choiseul-Gouffier) εκ του οίκου Σουαζέλ-Γκουφιέ της Καμπανίας, γεννήθηκε στο Παρίσι, στις 27 Σεπτεμβρίου 1752, και ασχολήθηκε εκτεταμένα με την ελληνική γεωγραφία και ιστορία.

Μαθήτευσε πλάι στον φιλέλληνα ακαδημαϊκό Ζαν-Ζακ Μπαρτελεμύ, και μετέπειτα επισκέφτηκε για πρώτη φορά την Ελλάδα το 1776, σε ηλικία μόλις 24 ετών. Στόχος του ταξιδιού του ήταν η αποτύπωση των αρχαίων μνημείων, αλλά και η περιγραφή του τρόπου ζωής των νεότερων Ελλήνων. Το υλικό που συγκέντρωσε κατά την διάρκεια της δωδεκάμηνης περιήγησής του δημοσιεύει το 1782 στον πρώτο τόμο του χρονικού του, που ο ίδιος ονομάζει “Voyage pittoresque de la Grece”. Το έργο περιέχει ένα σημαντικό αριθμό χαλκογραφιών που συνοδεύονται από επεξηγηματικά κείμενα, καθώς κι ένα πρόλογο με έντονα φιλελληνικό χαρακτήρα.

Το 1784 εξελέγη μέλος τής Γαλλικής Ακαδημίας και διορίστηκε από τον Λουδοβίκο ΙΣΤ΄ πρεσβευτής της Γαλλίας στην Κωνσταντινούπολη, όπου έφθασε τον Ιούλιο του 1785. Πραγματοποιεί ένα δεύτερο ταξίδι στην Ανατολή, τη φορά αυτή ως διπλωματικός απεσταλμένος του Λουδοβίκου ΙΣΤ΄ στην Υψηλή Πύλη. Ο δεύτερος τόμος του έργου του αποτελείται από δύο μέρη και περιέχει πολύτιμο αρχαιολογικό, ιστορικό και γεωγραφικό υλικό. Δεκάδες αρχαιολόγοι, φιλόλογοι, ζωγράφοι και κάθε λογής επιστήμονες είχαν συγκεντρώσει τo υλικό ύστερα από πολύμοχθη αναζήτηση στην ηπειρωτική και νησιωτική 'Ελλάδα, που κράτησε χρόνια ολόκληρα. Του χρεώνεται όμως ότι δεν προέβη σε κάποια "ηθική ανταπόδοση" για την "πνευματική τους προσφορά". Συνήθως ο Γκουφιέ προέβαλε το δικό του όνομα και μόνο "σε μερικούς χάρτες και πίνακες...κάνει την παραχώρηση να σημείωση με τα μικρότερα στοιχεία το όνομα των σχεδιαστών ή τα αρχικά τους"[7].

Το χρονικό του, όταν βρίσκει στοιχεία που παραπέμπουν στην αρχαία Ελλάδα, διακρίνεται από ένα θερμό φιλελληνισμό, όπου όπως γράφει το 1782: "Στους ορεσίβιους διατηρείται το πνεύμα της ελευθερίας που ζωογόνησε τους αρχαίους Έλληνες"[8]. Ο ενθουσιασμός του περιηγητή "για κάθε τι που άφορα την αρχαία 'Ελλάδα είναι απεριόριστος. Ωστόσο, για τους σύγχρονους Έλληνες δείχνει επιφυλακτικότητα ή συγκαταβατική αδιαφορία. Καμιά εκδήλωση συμπάθειας στο κείμενο για τη σκληρή μοίρα του υπόδουλου Ελληνισμού" αφού "δεν θεωρεί τους σύγχρονους Έλληνες αντάξιους των προγόνων τους"[9]. Όπως σχολιάζει ο Κυριάκος Σιμόπουλος, κάποιες φορές ο Γκουφιέ κάνει "υπερβολικές" και ανακριβείς περιγραφές, όπως στην περίπτωση που "η Πάτρα αφανίσθηκε από τους Τούρκους" και "έσφαξαν κάπου 1.500 Έλληνες", όπου προσθέτει πως "οι γείτονες νησιώτες, Ζακυνθινοί καί Κεφαλονίτες, ρίχτηκαν πάνω στη δύστυχη αυτή χώρα και ξανάφυγαν φορτωμένοι λάφυρα από τους συμπατριώτες τους"[10] ενώ επρόκειτο απλώς για φυσιολογικές λόγω των περιστάσεων "επιτάξεις για τη συντήρηση του εκστρατευτικού σώματος"[11]. Σε άλλο σημείο μεροληπτεί κατά των Μανιατών μιλώντας για "δειλία των Ελλήνων"[12], κατηγορία αβάσιμη αφού σε μάχη της ίδιας περιόδου[13] 400 Μανιάτες έπεσαν νεκροί μέχρι τον τελευταίο πολεμώντας "ολόκληρα μερόνυχτα" πολλαπλάσιους εχθρούς[14].

Συχνά πάλι, προβάλλει μια έντονα φιλοτουρκική στάση, αποτέλεσμα της ιδιότητάς του ως πρεσβευτή και, κατά συνέπεια, υπερασπιστή των γαλλικών συμφερόντων στην Ανατολή.

Είναι πάντως γεγονός ότι παρά "την απογοήτευση που ένοιωσε στην Ελλάδα ο Γάλλος περιηγητής" διατηρούσε "φλογερή επιθυμία...να δη αναστημένο το μεγαλείο της κλασσικής εποχής". Αυτό μαρτυρούσε η προμετωπίδα του βιβλίου του όπου υπήρχε μια σύνθεση με μια "μια αλυσοδεμένη γυναίκα, την Ελλάδα, κάτω από τον οθωμανικό ζυγό" και "γύρω της πένθιμα μνημεία...του Λυκούργου, του Μιλτιάδη, του Αριστείδη" και άλλων. "Αυτή η προμετωπίδα ήταν αρκετή να προβάλη το ελληνικό δράμα στην ευρωπαϊκή συνείδηση"[15].

Επίσης, ήταν μέλος του Ελληνόγλωσσου Ξενοδοχείου, μια οργάνωση που θεωρήθηκε πρόδρομος της Φιλικής Εταιρείας και ιδρύθηκε στο Παρίσι το 1809 με σκοπό την πνευματική αναγέννηση του ελληνισμού[16].

Ο Γάλλος περιηγητής πεθαίνει στις 22 Ιουνίου 1817 στο Παρίσι.

Το ζήτημα της αρχαιοκαπηλίας

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
Νομίσματα και αρχαιότητες από την περιοχή του Ελλήσποντου, 1822

Ο Γκουφιέ, εξαιτίας του πάθους του για τις αρχαιότητες και όντας "περισσότερο αρχαιολόγος παρά διπλωμάτης"[17], φέρεται να είχε αναγάγει την αρχαιοκαπηλία σε "βασική απασχόληση του". Ήταν δεινός "γνώστης των αρχαιοτήτων της Αττικής... ενεργούσε ανασκαφές και συγκέντρωνε αντικείμενα στην κατοικία του. Με την ιδιότητα του προξένου υποδεχόταν τους περιηγητές, τους οδηγούσε στους αρχαιολογικούς χώρους και φρόντιζε να ξεπουλήση το εμπόρευμα του...Είχε πλουτίσει πολύ σύντομα με την αρχαιοκαπηλεία"[18].

Το 1785, ως πρεσβευτής της Γαλλίας στην Πόλη, "απέσπασε από τον σουλτάνο φιρμάνι με άδεια συλλογής αρχιτεκτονικών τμημάτων μνημείων και άλλων αρχαιοτήτων. Από τότε, "με το φιρμάνι στο χέρι και με τη βοήθεια του προξένου της Γαλλίας στην Αθήνα Fauvel", ο Γκουφιέ "φόρτωσε ολόκληρα καράβια με γλυπτά από τους αρχαιολογικούς χώρους της Αττικής"[19].

Ο Σουαζέλ Γκουφιέ θα μπορούσε να "χαρακτηριστεί ως ο ομόλογος του Έλγιν...Ο Έλγιν τον αναγνώριζε μάλιστα ως δάσκαλο του"[20]. Και είναι γεγονός ότι ο Γκουφιέ "απέσπασε πρώτος τμήμα της ζωφόρου του Παρθενώνα" και με τους ανθρώπους του "είχαν μάλιστα έτοιμο σχέδιο για τη μεταφορά ολόκληρου του Θησείου"[21]. Στην πραγματικότητα, "εάν όλα είχαν πάει καλά, τα μάρμαρα του Παρθενώνα... δεν θα ήταν στο βρετανικό μουσείο αλλά στο Μουσείο του Λούβρου"[22].

Μετά τον θάνατό του Γκουφιέ, η μεγάλη συλλογή του πουλήθηκε σε μουσεία και ιδιώτες συλλέκτες.[23]

Για μία σχολιασμένη βιβλιογράφηση όλων των εκδόσεων και μεταφράσεων του Voyage pittoresque από την πρώτη έκδοσή του μέχρι το 1900 βλ. τη βιβλιογραφία της Julia Chatzipanagioti-Sangmeister: Griechenland, Zypern, Balkan und Levante. Eine kommentierte Bibliographie der Reiseliteratur des 18. Jahrhunderts. 2 τόμ. Eutin: Lumpeter & Lasel, 2006, τ. Ι, σ. 153-158. Το ιδεολογικό περιεχόμενο του Voyage pittoresque, κυρίως ως προς την αναπαράσταση των Ελλήνων και τα στερεότυπα για αυτούς, αναλύεται στη μελέτη: Julia Chatzipanagioti-Sangmeister: Graecia Mendax. Das Bild der Griechen in der französischsprachigen Reiseliteratur des 18. Jahrhunderts. Wien: Facultas, 2002. Elisabeth A. Fraser, Mediterranean Encounters: Artists Between Europe and the Ottoman Empire, 1774-1839, Penn State University Press, 2017. (ISBN 978-0-271-07320-0)

  1. 1,0 1,1 Εθνική Βιβλιοθήκη της Γαλλίας: (Γαλλικά) καθιερωμένοι όροι της Εθνικής Βιβλιοθήκης της Γαλλίας. 10738014m. Ανακτήθηκε στις 10  Οκτωβρίου 2015.
  2. «Annuaire prosopographique : la France savante» 116441. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  3. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 19  Δεκεμβρίου 2014.
  4. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 5  Μαΐου 2014.
  5. (Αγγλικά) SNAC. w6hm8nmn. Ανακτήθηκε στις 9  Οκτωβρίου 2017.
  6. Εθνική Βιβλιοθήκη της Γερμανίας: (Γερμανικά) Gemeinsame Normdatei. Ανακτήθηκε στις 1  Ιανουαρίου 2015.
  7. Σιμόπουλος Κυριάκος, 'Ξένοι Ταξιδιώτες στην Ελλάδα', τόμ. Β΄ (1700-1800), 8η έκδ., Στάχυ, Αθήνα 1999, σελ. 387.
  8. "Ιστορία του Ελληνικού Έθνους", τόμ. ΙΑ', Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία, περίοδος 1669-1821, Τουρκοκρατία - Λατινοκρατία, Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1975, σελ. 147A.
  9. Σιμόπουλος, ό.π., σελ. 358.
  10. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες..., τόμ. Β΄, σελ. 367.
  11. Σιμόπουλος, ό.π., υποσημ. #3.
  12. Σιμόπουλος, ό.π., σελ. 365..
  13. κατά την υπό τους Ορλώφ πελοποννησιακή επανάσταση το 1770.
  14. Σιμόπουλος, ό.π., σελ. 366.
  15. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες..., τόμ. Β΄, σελ. 358.
  16. λήμμ. "Ελληνόγλωσσον Ξενοδοχείον", εγκυκλοπαίδεια Πάπυρος-Λαρούς-Μπριτάννικα, τόμ. 23, εκδ. Δίας, Αθήνα 2004.
  17. Michael Greenhalgh, French military reconnaissance in the Ottoman Empire, The Journal of Military History, (Απρ. 2002), Vol. 66, Iss. 2, σελ. 364.
  18. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες..., τόμ. Γ2' (1810-1821), 5η έκδ., σελ. 574-575.
  19. Σιμόπουλος, "Ξένοι Ταξιδιώτες...", τόμ. Α' (333-1700), σελ. 136.
  20. Χατζηφώτης Μ.Ι., 'Η Καθημερινή Ζωή των Ελλήνων στην Τουρκοκρατία', Παπαδήμας, Αθήνα 2002, σελ. 75-76.
  21. Σιμόπουλος, Ξένοι Ταξιδιώτες..., τόμ. Γ1' (1800-1810), 5η έκδ., σελ. 572.
  22. James Allan Evans, The Parthenon marbles--past and future, Contemporary Review (Οκτ. 2001), Vol. 279, Iss. 1629; σελ. 214.
  23. ό.π..