Χρήστης:GiannisBathory15/πρόχειρο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Βασίλειο της Βουλγαρίας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Βασίλειο της Βουλγαρίας ήταν ένα κράτος των Βαλκανίων που δημιουργήθηκε στις 22 Σεπτεμβρίου 1908, σαν αποτέλεσμα της ανύψωσης του βουλγαρικού κράτους σε βασίλειο από πριγκιπάτο. Αυτή η κίνηση, υλοποιήθηκε από τον Φερδινάνδο της Βουλγαρίας ο οποίος στέφθηκε τσάρος, στην ανακήρυξη της ανεξαρτησίας, κυρίως για μιλιταριστικά σχέδια και για να βρει λύσεις για την ένωση όλων των περιοχών των Βαλκανίων που κατοικούνταν από βουλγαρικούς πληθυσμούς, στην πλειοψηφία τους, τα οποία κατασχέθηκαν από τη Βουλγαρία και δόθηκαν στην Οθωμανική Αυτοκρατορία με τη Συνθήκη του Βερολίνου (1878).

Το κράτος αυτό, ήταν συνεχώς σε πολέμους, κατά τη διάρκεια της ύπαρξής του, κάτι το οποίο οδήγησε στο ψευδώνυμο Βαλκανική Πρωσία. Για αρκετά έτη, η Βουλγαρία προετοίμαζε έναν στρατό από πάνω από 1.000.000 άνδρες και την επόμενη δεκαετία ενεπλάκη σε τρεις πολέμους - στον Πρώτο Βαλκανικό Πόλεμο, στον Δεύτερο Βαλκανικό Πόλεμο και στον Πρώτο Παγκόσμιο Πόλεμο. Μετά από αυτό, ο βουλγαρικός στρατός διαλύθηκε και απαγορεύτηκε να υπάρχει από από τους κερδισμένους του Α' Παγκοσμίου Πολέμου και όλα τα σχέδια για επανένωση των βουλγαρικών περιοχών, απέτυχαν. Μετά από λιγότερο από δύο δεκαετίες, η Βουλγαρία ενεπλάκη εκ νέου στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο και πολέμησε πάλι με τους ηττημένους (μέχρι την προσχώρησή της, στους Συμμάχους, το 1944). Το 1946, η μοναρχία καταλύθηκε, ο τσάρος εξορίστηκε και το Βασίλειο αντικαταστάθηκε από δημοκρατία.

Οι Βαλκανικοί Πόλεμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παρά το γεγονός της δημιουργίας ενός βουλγαρικού κράτους, το 1878 και τον μετέπειτα βουλγαρικό έλεγχο στην Ανατολική Ρωμυλία το 1885, υπήρχε ένας ουσιώδης βουλγαρικός πληθυσμός στα Βαλκάνια, ο οποίος ζούσε στα εδάφη της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, κυρίως στη Μακεδονία. Για να περιπλέξουν τα πράγματα, η Σερβία και η Ελλάδα δημιούργησαν διεκδικήσεις σε διάφορα μέρη της Μακεδονίας, ενώ η Σερβία, σαν σλαβική κοινότητα, θεώρησε πως και οι Σλαβομακεδόνες ανήκαν στο σερβικό έθνος. Έτσι, ξεκίνησε μία τρίπλευρη διαμάχη για τον έλεγχο των εν λόγω περιοχών, η οποία διατηρήθηκε μέχρι τον Πρώτο Παγκόσμιο. Το 1903, υπήρξε μία βουλγαρική εξέγερση στην Οθωμανική Μακεδονία και ο πόλεμος έμοιαζε προ των πυλών. Το 1908, ο Φερδινάνδος, χρησιμοποίησε τις συγκρούσεις των Μεγάλων Δυνάμεων για να ανακηρύξει τη Βουλγαρία ένα ανεξάρτητο έθνος και εκείνον, τσάρο. Το έκανε αυτό, στις 5 Οκτωβρίου (κάτι το οποίο γιορταζόταν στις 22 Σεπτεμβρίου καθώς η Βουλγαρία παρέμεινε στο Ιουλιανό Ημερολόγιο μέχρι το 1916) στο Βελίκο Τίρνοβο. Τον Φεβρουάριο του 1912, μία μυστική συμφωνία υπογράφηκε μεταξύ Βουλγαρίας και Σερβίας και τον Μάιο του 1912, υπογράφηκε μία παρόμοια συμφωνία με την Ελλάδα. Το Μαυροβούνιο ήταν επίσης σε αυτή. Οι συμφωνούντες προέβλεψαν τη διχοτόμηση της Μακεδονίας και της Θράκης μεταξύ τους, παρόλο που οι γραμμές της διχοτόμησης παρέμειναν ασαφείς. Μετά την άρνηση των Οθωμανών να εφαρμόσουν μεταρρυθμίσεις στις αμφισβητούμενες περιοχές, ο Α' Βαλκανικός Πόλεμος ξέσπασε, τον Οκτώβριο του 1912. Οι σύμμαχοι είχαν εκπληκτικές επιτυχίες.Ο βουλγαρικός στρατός προξένησε σοβαρές πληγές στις δυνάμεις των Οθωμανών και προχώρησαν προς την Κωνσταντινούπολη, ενώ οι Σέρβοι και οι Έλληνες πήραν τον έλεγχο της Μακεδονίας. Οι Οθωμανοί συμφώνησαν για ειρήνη το Δεκέμβριο. Οι διαπραγματεύσεις όμως, απέτυχαν και οι συμπλοκές ξεκίνησαν πάλι, τον Φεβρουάριο του 1913. Οι Οθωμανοί έχασαν την Αδριανούπολη από ένα ειδικό απόσπασμα Βουλγάρων. Μία δεύτερη ανακωχή ακολούθησε τον Μάρτιο, με τους Οθωμανούς να χάνουν όλες τις ευρωπαϊκές τους κατοχές, δυτικά της γραμμής Μήδειας - Αίνου, όχι πολύ μακριά από την Κων/πόλη. Η Βουλγαρία κατέλαβε το μεγαλύτερο μέρος της Θράκης, συμπεριλαμβανομένης της Αδριανούπολης και της Αλεξανδρούπολης. Η Βουλγαρία επίσης κέρδισε ένα κομμάτι της Μακεδονίας, βόρεια και ανατολικά της Θεσσαλονίκης, αλλά μόνο μικρές περιοχές κατά μήκος των δυτικών συνόρων. Η Βουλγαρία υπέστη τις βαρύτερες απώλειες από οποιονδήποτε σύμμαχο, και σε αυτή τη βάση και θεώρησε πως έπρεπε να πάρει τις περισσότερες περιοχές. Οι Σέρβοι δεν είδαν έτσι τα πράγματα, και αρνήθηκαν να εκκενώσουν τις περιοχές που είχαν καταλάβει στη βόρεια Μακεδονία, δηλώνοντας ότι ο βουλγαρικός στρατός είχε αποτύχει να εκπληρώσει τους προπολεμικούς στόχους του, στην Αδριανούπολη (απέτυχαν δηλ. να την καταλάβουν χωρίς βοήθεια και ότι οι προπολεμικές συμφωνίες για τη διχοτόμηση της Μακεδονίας έπρεπε να επαναληφθούν. Τον Ιούνιο του 1913, η Σερβία και η Ελλάδα συμμάχησαν ενάντια στη Βουλγαρία. Ο Σέρβος πρωθυπουργός, Νικόλα Πάσιτς είπε στην Ελλάδα, ότι θα έχουν τη Θράκη αν βοηθήσουν τη Σερβία να κρατήσει μακριά τη Βουλγαρία από το σερβικό κομμάτι της Μακεδονίας και ο Έλληνας πρωθυπουργός, Ελευθέριος Βενιζέλος, συμφώνησε. Βλέποντάς το αυτό, σαν παράβαση των προπολεμικών συμφωνιών και διακριτικά, με την ενθάρρυνση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας και της Αυστροουγγαρίας, ο Τσάρος Φερδινάνδος κήρυξε πόλεμο στη Σερβία και στην Ελλάδα και ο βουλγαρικός στρατός επιτέθηκε στις 29 Ιουνίου 1913. Οι σερβικές και ελληνικές δυνάμεις, αρχικά υποχώρησαν στα δυτικά σύνορα, αλλά γρήγορα ανασυντάχθηκαν και υποχρέωσαν τη Βουλγαρία σε υποχώρηση. Οι συγκρούσεις ήταν σκληρές, με πολλές απώλειες. Σύντομα, η Ρουμανία μπήκε στον πόλεμο και επιτέθηκε στη Βουλγαρία, από το βορρά. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία επίσης επιτέθηκε από τα νοτιοανατολικά. Η Βουλγαρία, έχασε τον πόλεμο και υποχρεώθηκε να εγκαταλείψει τις περισσότερες διεκδικήσεις της, στη Μακεδονία, οι οποίες παραχωρήθηκαν στη Σερβία και στην Ελλάδα, ενώ οι Οθωμανοί επανέκτησαν την Αδριανούπολη. Η Ρουμανία πήρε τον έλεγχο ορισμένων περιοχών στη βόρεια Βουλγαρία.

Α' Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στον απόηχο των Βαλκανικών Πολέμων, η βουλγαρική γνώμη στράφηκε ενάντια στη Ρωσία και στις δυτικές δυνάμεις, νιώθοντας πως δεν έκαναν τίποτα για να τους βοηθήσουν. Η βουλγαρική κυβέρνηση συμμάχησε με τη Γερμανική Αυτοκρατορία και την Αυστροουγγαρία, παρόλο που αυτό την έκανε αυτόματα σύμμαχο των Οθωμανών, τον παραδοσιακό τους εχθρό. Τώρα όμως, η Βουλγαρία δεν είχε απαιτήσεις από τους Οθωμανούς, ενώ η Σερβία, η Ελλάδα και η Ρουμανία (σύμμαχοι του Ηνωμένου Βασιλείου και της Γαλλίας) κατείχαν χώρες που η Βουλγαρία, θεωρούσε βουλγαρικές. Το πρώτο έτος του Α' Παγκοσμίου Πολέμου, η Βουλγαρία παρέμεινε ουδέτερη αλλά όταν η Γερμανία υποσχέθηκε να αποκαταστήσει τα σύνορα της Συνθήκης του Αγίου Στεφάνου, η Βουλγαρία που είχε τον μεγαλύτερο στρατό στα Βαλκάνια, κήρυξε τον πόλεμο στη Σερβία, τον Οκτώβρη του 1915. Το Ηνωμένο Βασίλειο, η Γαλλία, το Βασίλειο της Ιταλίας και η Ρωσία κήρυξαν τον πόλεμο στη Βουλγαρία. Παρόλο που η Βουλγαρία, σε συμμαχία με τη Γερμανία, την Αυστροουγγαρία και τους Οθωμανούς, κέρδισε κάποιες μάχες εις βάρος της Σερβίας και της Ρουμανίας, καταλαμβάνοντας μέρη της Μακεδονίας, εισβάλλοντας και στο ελληνικό μέρος της, και επανακτώντας τις περιοχές που είχε χάσει από τη Ρουμανία τον Σεπτέμβριο του 1916, ο πόλεμος σύντομα έγινε αντιδημοτικός με την πλειοψηφία των Βουλγάρων, οι οποίοι αντιμετώπιζαν σοβαρά οικονομικά προβλήματα και επίσης δεν ήθελαν να πολεμάνε χριστιανούς ορθόδοξους σε συμμαχία με μουσουλμάνους. Η Ρωσική Επανάσταση τον Φεβρουάριο του 1917 είχε μεγάλη επίδραση στη Βουλγαρία, δημιουργώντας αντί - βασιλικά συναισθήματα ανάμεσα στα στρατεύματα. Εξεγέρσεις ξέσπασαν, η κυβέρνηση παραιτήθηκε και ανακηρύχθηκε η δημοκρατία.

Τα χρόνια του Μεσοπολέμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τον Σεπτέμβριο του 1918, οι Γάλλοι, οι Σέρβοι, οι Βρετανοί, οι Ιταλοί και οι Έλληνες ανάγκασαν τον Τσάρο Φερδινάνδο να συνάψει ειρήνη. Επίσης, ο Φερδινάνδος παραιτήθηκε υπέρ του γιου του, Μπορίς Γ'. Στη Συνθήκη του Νεϊγύ (Νοέμβριος 1919), η Βουλγαρία έχασε την ακτογραμμή του Αιγαίου και συνεπώς και την πρόσβασή της σε αυτό, και υποχρεώθηκε να παραχωρήσει τις μακεδονικές της κτήσεις, στο νεοσυσταθέν Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας και επίσης παραχώρησε εδάφη και στο Βασίλειο της Ρουμανίας. Οι χαμένες περιοχές, θεωρήθηκαν αναπόσπαστα κομμάτια της Βουλγαρίας και η πίεση για να επανακτηθούν, έγινε μία θανατηφόρα εμμονή που οδήγησε τη χώρα στο πλευρό της Ναζιστικής Γερμανίας. Παρόλα αυτά, αντίθετα με την άλλη ηττηθείσα χώρα της Ανατολικής Ευρώπης, την Ουγγαρία, η Βουλγαρία διατήρησε την ίδια κυβέρνηση. Η Βουλγαρία αντιμετώπισε σοβαρά κοινωνικά προβλήματα, την περίοδο αυτή.Υποχρεώθηκε να πληρώσει τεράστιες πολεμικές αποζημιώσεις στη Γιουγκοσλαβία και στη Ρουμανία και έπρεπε να ασχοληθεί και με το πρόβλημα των προσφύγων καθώς οι Βούλγαροι της Μακεδονίας έπρεπε να φύγουν από τη Μακεδονία της Γιουγκοσλαβίας. Η Βουλγαρία του Μεσοπολέμου ήταν πολύ πίσω από οικονομικής απόψεως. Η βαριά βιομηχανία ήταν σχεδόν ανύπαρκτη, λόγω έλλειψης σημαντικών φυσικών πόρων. Η βιομηχανία αποτελούνταν αποκλειστικά από τα κλωστοϋφαντουργικά προϊόντα και τα χειροτεχνήματα. Υπήρχαν μερικοί φυσικοί πόροι, αλλά η κακή εσωτερική επικοινωνία κατέστησε αδύνατη την εκμετάλλευσή τους. Ουσιαστικά, τα γεωργικά προϊόντα ήταν τα μόνα που μπορούσε να εξάγει η Βουλγαρία και μετά το 1929 και αυτό, γινόταν με δυσκολία. Η Βουλγαρία ήταν από τις τυχερές χώρες που δε διέθεταν μεγάλους γαιοκτήμονες, δεδομένου ότι όλοι ήταν Τούρκοι και είχαν φύγει από το 1878. Ως εκ τούτου, η βουλγαρική γεωργία αποτελούνταν σχεδόν εξ ολοκλήρου από μικρούς αγρότες. Τα οικόπεδα ήταν μικρά και σχεδόν αποκλειστικά κάτω από 50 στρέμματα, αλλά η εργασία ήταν σκληρή και ακόμα και τα 5 στρέμματα εκμεταλλεύθηκαν. Οι Βούλγαροι αγρότες ήταν ηθικώς καλύτεροι από τους Ρουμάνους ή τους Ούγγρους ομόλογους τους και αυτό οφείλεται σε ιστορικούς λόγους. Οι Οθωμανοί γαιοκτήμονες ήταν συχνά σκληροί και διεφθαρμένοι ενώ σπάνια έκαναν τον κόπο να επισκέπτονται τα κτήματά τους. Και δεδομένου ότι συνήθως απαιτούσαν πληρωμή από τους αγρότες σε χρήματα ή καλλιέργειες, αυτό δημιούργησε ισχυρό κίνητρο για σκληρότερη δουλειά κάτι που έλειπε από την Ανατολική Ευρώπη. Δεδομένου ότι ο πληθυσμός αποτελούνταν από 85% Βούλγαρους,υπήρξε σχετικά μικρή κοινωνική διαμάχη μεταξύ των εχόντων και των μη - εχόντων. Οι περισσότεροι κάτοικοι της Σόφιας διατηρούσαν στενούς δεσμούς με την ύπαιθρο, αλλά αυτό δεν εμπόδισε ένα ρήγμα μεταξύ των αστών και των αγροτών, αν και μερικές προστριβές ήταν αποτέλεσμα χειραγώγησης από πολιτικούς που επιδίωκαν να επωφεληθούν από την παραδοσιακή δυσπιστία των αγροτών της "θηλυπρεπούς επιτήδειας πόλης". Περίπου το 14% του πληθυσμού ήταν μουσουλμάνοι, κυρίως Τούρκοι (δηλαδή το υπόλοιπο της τάξης των γαιοκτημόνων) αλλά και μία χούφτα "Πομάκοι" (Βούλγαροι που ασπάζονταν το Ισλάμ). Ο μουσουλμανικός πληθυσμός είχε αποξενωθεί από τους ορθόδοξους για ιστορικούς και θρησκευτικούς λόγους. Σε σύγκριση με το οικονομικό σύστημα, το εκπαιδευτικό σύστημα του Βασιλείου της Βουλγαρίας ήταν ιδιαίτερα επιτυχές και λιγότερο από το μισό του πληθυσμού ήταν αναλφάβητοι. Η υποχρεωτική εκπαίδευση έφτανε μέχρι τα οκτώ χρόνια και πάνω από το 80% των παιδιών, συμμετείχε. Τα γυμνάσια είχαν ως βάση το γερμανικό γυμνάσιο. Ανταγωνιστικές εξετάσεις, χρησιμοποιούνταν για να κρίνουν τους αιτούντες των κολεγίων και η Βουλγαρία είχε μία σειρά από τεχνικές και εξειδικευμένες σχολές εκτός από το Πανεπιστήμιο της Σόφιας. Πολλοί Βούλγαροι φοιτητές σπούδασαν στο εξωτερικό, κυρίως στη Γερμανία και στην Αυστρία (οι εκπαιδευτικοί δεσμοί με τη Ρωσία, έκλεισαν το 1917). Συνολικά, η εκπαίδευση ανταποκρινόταν σε πολλές από τις κατώτερες τάξεις από οπουδήποτε αλλού στην Ανατολική Ευρώπη και πολλοί σπουδαστές απέκτησαν πτυχία στις ελεύθερες τέχνες και στα αφηρημένα θέατρα αλλά δε μπορούσαν να βρουν δουλειά παρά μόνο στην κρατική γραφειοκρατία. Πολλοί από αυτούς, έκλιναν προς το Βουλγαρικό Κομμουνιστικό Κόμμα. Η βουλγαρική κυβέρνηση είχε το ίδιο μειονέκτημα, όπως οι περισσότερες συνταγματικές μοναρχίες, δηλαδή δεν είχε χαραχθεί μία σαφής διαχωριστική γραμμή μεταξύ του τι εξουσίες χορηγούνταν στον βασιλιά και ποιες στο Κοινοβούλιο. Το σύνταγμα του 1879 είχε ως στόχο να θέσει τη δύναμη στα χέρια του τελευταίου, αλλά ένας αρκετά έξυπνος μονάρχης μπορούσε να αποκτήσει τον έλεγχο της κρατικής μηχανής. Τέτοια περίπτωση ήταν αυτή του Τσάρου Φερδινάνδου Α' ο οποίος όμως αναγκάστηκε να παραιτηθεί. Ο γιος του, Μπορίς που τον διαδέχθηκε δεν μπορούσε να εφαρμόσει την ίδια πολιτική. Έτσι, το Κοινοβούλιο άρχισε να κυριαρχεί και ο Μπόρις διόρισε τον Αλεξάντερ Σταμπολίσκι, πρωθυπουργό. Το Αγροτικό Κόμμα του Σταμπολίσκι, σύντομα κυριάρχησε στο Κοινοβούλιο. Οι υπόλοιπες έδρες κατελήφθησαν από το Κομμουνιστικό Κόμμα Βουλγαρίας το οποίο ήταν η δεύτερη δύναμη της χώρας. Το Αγροτικό Κόμμα εκπροσωπούνταν κυρίως από αγρότες, και ιδιαίτερα όσοι ήταν δυσαρεστημένοι με την πολιτική του Φερδινάνδου. Επίσης, ενώ οι περισσότερες από τις κατώτερες τάξεις στη Βουλγαρία υποστήριξαν την προσάρτηση της Μακεδονίας, εντούτοις ήταν δυσαρεστημένες για τη βαριά αιματοχυσία που πραγματοποιήθηκε σε δύο ανεπιτυχείς πολέμους.

Δεύτερος Παγκόσμιος Πόλεμος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Βουλγαρία ενεπλάκη στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο διότι στις 7 Σεπτεμβρίου 1940 δωροδοκήθηκε από την επιστροφή της νότιας Ντομπρούγια από το Βασίλειο της Ρουμανίας. Αυτό έγινε υπό τις διαταγές του Γερμανού δικτάτορα Αδόλφου Χίτλερ. Στις 1 Μαρτίου 1941, η Βουλγαρία υπέγραψε το Τριμερές Σύμφωνο του Άξονα και έγινε σύμμαχος της Ναζιστικής Γερμανίας, της Ιαπωνικής Αυτοκρατορίας και του Βασιλείου της Ιταλίας. Τα γερμανικά στρατεύματα μπήκαν στη χώρα στα πλαίσια της γερμανικής εισβολής στο Βασίλειο της Ελλάδας και στο Βασίλειο της Γιουγκοσλαβίας. Όταν η Γιουγκοσλαβία και η Ελλάδα ηττήθηκαν, στη Βουλγαρία επετράπη να καταλάβει όλη την ελληνική Θράκη και το μεγαλύτερο μέρος της Μακεδονίας. Η Βουλγαρία κήρυξε τον πόλεμο στο Ηνωμένο Βασίλειο και στις ΗΠΑ αλλά αντιστάθηκε στη γερμανική πίεση να κηρύξει πόλεμο στη Σοβιετική Ένωση. Τον Αύγουστο του 1943, ο Τσάρος Μπορίς Γ' πέθανε ξαφνικά, έπειτα από την επιστροφή του από τη Γερμανία (πιθανόν δολοφονήθηκε, παρόλο που αυτό δεν αποδείχθηκε ποτέ) και τον διαδέχθηκε ο εξάχρονος γιος του, Συμεών Β'. Η εξουσία ασκήθηκε από ένα συμβούλιο αντιβασιλιάδων, υπό των θείο του, Πρίγκιπα Κύριλλο. Ο νέος πρωθυπουργός, Ντόμπρι Μποζίλοφ, ήταν σε πολλά σημεία υποχείριο των Γερμανών. Από το 1943, η αντίσταση ενάντια των Γερμανών και ενάντια του βουλγαρικού καθεστώτος, ήταν διαδεδομένη και συντονιζόταν κυρίως από τους κομμουνιστές. Το 1944 ήταν προφανές ότι η Γερμανία είχε χάσει τον πόλεμο και το καθεστώς άρχισε να ψάχνει για μία διέξοδο. Ο Μποζίλοφ παραιτήθηκε τον Μάιο και ο διάδοχός του, ο Ιβάν Μπαγκριάνοφ προσπάθησε να διαπραγματευτεί με τους Συμμάχους. Στο μεταξύ, η Σόφια βομβαρδίστηκε από τους Συμμάχους στα τέλη του 1943 και ακολούθησαν και άλλες πόλεις. Αλλά, ήταν ο σοβιετικός στρατός που γρήγορα βάδισε κατά της Βουλγαρίας. Τον Αύγουστο, η Βουλγαρία ανακοίνωσε την απόσυρσή της από τον πόλεμο και ζήτησε από τους Γερμανούς να εγκαταλείψουν τη χώρα. Τα βουλγαρικά στρατεύματα αποσύρθηκαν από την Ελλάδα και τη Γιουγκοσλαβία. Τον Σεπτέμβριο, οι Σοβιετικοί διέσχισαν τα βορειότερα σύνορα. Η κυβέρνηση, προσπαθώντας να αποφύγει μία σοβιετική εισβολή, κήρυξε τον πόλεμο στη Γερμανία αλλά οι Σοβιετικοί κήρυξαν στις 8 Σεπτεμβρίου τον πόλεμο στη Βουλγαρία, έτσι η Βουλγαρία πολεμούσε και τη Γερμανία και τη Σοβιετική Ένωση. Στις 16 Σεπτεμβρίου, τα σοβιετικά στρατεύματα μπήκαν στη Σόφια.

Κομμουνιστικό πραξικόπημα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η οργάνωση ΄Πατρίδα Μέτωπο ανέλαβε τα καθήκοντά της στη Σόφια, μετά από πραξικόπημα. Σύμφωνα με τους όρους της ειρηνευτικής συμφωνίας, στη Βουλγαρία επετράπη να κρατήσει τη Νότια Δόβρυτσα αλλά παραιτήθηκε επίσημα από όλες τις απαιτήσεις για την ελληνική και γιουγκοσλάβικη επικράτεια. 150.000 Βούλγαροι απελάθηκαν από την Ελλάδα. Οι κομμουνιστές πήραν σκόπιμα ένα μικρό ρόλο στη νέα κυβέρνηση, αλλά οι σοβιετικοί αντιπρόσωποι ήταν η πραγματική εξουσία στη χώρα. Στις 1 Φεβρουαρίου 1945, τα νέα πρόσωπα στην εξουσία της Βουλγαρίας, εμφανίστηκαν όταν ο Πρίγκιπας Κύριλλος, ο πρώην πρωθυπουργός Μπόγκνταν Φιλόφ, και εκατοντάδες άλλοι αξιωματούχοι του παλαιού καθεστώτος, συνελήφθησαν με την κατηγορία των εγκλημάτων πολέμου. Μέχρι τον Ιούνιο, ο Κύριλλος και οι άλλοι Αντιβασιλιάδες, είκοσι δύο πρώην υπουργοί, και πολλοί άλλοι είχαν εκτελεστεί. Τον Σεπτέμβριο του 1946 η μοναρχία καταλύθηκε με δημοψήφισμα και ο Τσάρος Συμεών εξορίστηκε. Οι κομμουνιστές πήραν τότε ανοιχτά την εξουσία, με τον Βασίλ Κολάρωφ να γίνεται Πρόεδρος και τον Ντιμίτροφ να γίνεται Πρωθυπουργός. Οι ελεύθερες εκλογές που ήταν προγραμματισμένες για το 1946 ήταν μποϊκοτάζ από την αντιπολίτευση και το κομμουνιστικό καθεστώς θεσπίστηκε στη Βουλγαρία και επίσημα.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Bulgaria