Μετάβαση στο περιεχόμενο

Φαλληφόρια

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Εταίρα μεταφέρουσα υπερμεγέθη φαλλό. Ερυθρόμορφος κρατήρας του “Ζωγράφου του Πανός” (Altes Museum, Βερολίνο).

Τα φαλληφόρια ή φαλλαγώγια,[1][α] αρχαιότερα αναφερόμενα ως φαλλικά,[3] ήταν εορταστική, τελετουργική πομπή προς τιμήν του θεού Διονύσου με οργιαστικό χαρακτήρα, κατά την οποία «περιήγετο (…) φαλλός ως σύμβολον της παραγωγικής δυνάμεως της φύσεως».[4]

Στην Αρχαία Ελλάδα, στο πλαίσιο των εορτασμών που γίνονταν κατά το μήνα Ποσειδεώνα (Μικρά ή Κατ' αγρούς Διονύσια), επ' ευκαιρία της παραγωγής και χρήσης των νέων κρασιών, πραγματοποιούνταν πομπή, στην οποία προηγούνταν ο φαλλός,[5] σύμβολο παραγωγής και γονιμότητας, κατασκευασμένο ομοίωμα από δέρμα και αναρτημένο πάνω σε κοντάρι. Ακολουθούσαν οι «εορταστές», οι οποίοι έβαφαν τα πρόσωπά τους ή φορούσαν προσωπεία και στεφάνια από κισσό. Έπιναν το νέο κρασί της χρονιάς, τραγουδούσαν βωμολοχικά τραγούδια (τα φαλλικά), και χόρευαν κωμικούς χορούς.[εκκρεμεί παραπομπή]

Δείγμα της γιορτής αυτής εντοπίζεται στην κωμωδία Αχαρνής του Αριστοφάνη, όπου παρουσιάζεται ο Φάλης, θεϊκή προσωποποίηση του φαλλού και σύντροφος του Διονύσου. Σύμφωνα με τον Αριστοτέλη, από τα φαλλικά τραγούδια των εορτών αυτών προς τιμήν του Διονύσου προήλθε η κωμωδία.[6] Κατά την πορεία της πομπής άντρες μεταμφιεσμένοι σε φαλλοφόρους Σειληνούς, Σατύρους και Βακχίδες (Βάκχες ή Μαινάδες), με θύρσους, δάδες και ξύλινα ραβδιά που κατέληγαν σε δερμάτινους φαλλούς, χόρευαν γύρω από το περιφερόμενο ξόανο του Διονύσου, ενώ προπορεύονταν πάντα το φαλλικό άρμα. Ο παραδοσιακός φαλλός της κάθε Διονυσιακής πομπής ήταν κατασκευασμένος από ξύλο αγριοσυκιάς.[εκκρεμεί παραπομπή]

Στην Αρχαία Αίγυπτο, αναφέρεται η φαλλική εορτή των Παμυλίων, προς τιμήν μιας γυνάκας στις Θήβες που ονομαζόταν Παμύλη, η οποία σχετιζόταν με τη λατρεία του Όσιρι,[7] ενός θεού που παρουσιάζει αντιστοιχήσεις και ταυτίσεις με το Διόνυσο και τον Άδη της ελληνικής μυθολογίας.[8] Η γιορτή λάμβανε χώρα στην αρχή της άνοιξης, την 25η ημέρα του μήνα Φαμενώθ (αντιστοιχία με το γρηγοριανό ημερολόγιο: 10 Μαρτίου - 8 Απριλίου) των Αρχαίων Αιγυπτίων. Σχετικά με την Παμυλίων ἑορτὴν, είχε υποστηριχθεί ότι συσχετίστηκε με τον χριστιανικό «ευαγγελισμό», που οι Κόπτες εόρταζαν στις 21 Μαρτίου.[9]

  1. Η λέξη φαλληφόρια απαντά στα Ηθικά του Πλούταρχου (1oς-2ος αι. μ.Χ.), στο «Περί Ίσιδος και Οσίριδος»· βλ. παρακάτω. Η λέξη φαλλαγώγια απαντά στον Κορνούτο (Lucius Annaeus Cornutus, 1ος αι. μ.Χ.): «… καὶ ὁ ὂνος ἐν ταῖς πομπαῖς αὐτοῦ θαμίζει καὶ οἱ φαλλοὶ αὐτῷ ανατίθενται καὶ τὰ φαλλαγώγια ἂγεται».[2] Πρβ. Ψευδο-Νόννος (6ος αι. μ.Χ.), Σχόλια Μυθολογικά, Περὶ τοῦ φαλλοῦ τοῦ Ὀσίριδος ἤτοι Διονύσου διασπασθέντος ὑπὸ Τυφῶνος: «Φασὶν ὡς ἡ τούτου ἀδελφὴ ἡ Ἴσις τὰ τούτου μέλη σὺν πόνῳ πολλῷ συλλέξασα, μόνον τὸ αἰδοῖον οὐχ εὗρε· τούτου χάριν εἰκόνα τοῦ αἰδοίου ποιήσασα, προσκυνεῖσθαι ὑπὸ πάντων ἐκέλευσε. γίνεται οὖν παρ' Ἕλλησιν ἑορτὴν τοῦ φαλλοῦ, ἣν προσηγόρευσαν Φαλλαγώγιαν».[εκκρεμεί παραπομπή]
  1. Βλ. Μέγα λεξικόν της Ελληνικής γλώσσης. Δ΄. Αθήνα: Εκ του Τυπογραφείου των Καταστημάτων Ανέστη Κωνσταντινίδου. 1906. σελ. 514. 
  2. Cornuti, Theologiae graecae compendium § 30 (σελ. 61). επιμ. Carl Lang (Λειψία: Teubner, 1881).
  3. Δημητράκος, Δημ., επιμ. (1974) [1936-50]. Μέγα λεξικόν όλης της Ελληνικής γλώσσης. 15. Αθήνα: Εκδόσεις Δομή. σελίδες 7563–64.  Με αυτόν τον όρο αναφέρονταν και τα άσματα που άδονταν κατά τις διονυσιακές πομπές, όπως και οι διονυσιακοί χοροί.
  4. Δημητράκου, ό.π., σελ. 7563.
  5. Πλουτάρχου «Περὶ φιλοπλουτίας», Gregorius N. Bernardakis (έκδ.), Plutarch. Moralia VII, 527d (Λειψία: Teubner, 1892): «ἡ πάτριος τῶν Διονυσίων ἑορτὴ τὸ παλαιὸν ἐπέμπετο δημοτικῶς καὶ ἱλαρῶς, ἀμφορεὺς οἴνου καὶ κληματίς, εἶτα τράγον τις εἷλκεν, ἄλλος ἰσχάδων ἄρριχον ἠκολούθει κομίζων, ἐπὶ πᾶσι δ᾽ ὁ φαλλός …».
  6. «Γενομένης δ' ουν απ' αρχής αυτοσχεδιαστικής και αυτή και η κωμωδία, και η μεν από των εξαρχόντων τον διθύραμβον, η δε από των τα φαλλικά, α έτι και νυν εν πολλαίς των πόλεων διαμένει νομιζόμενα, κατά μικρόν ηυξήθη, προαγόντων όσον εγίγνετο φανερόν αυτής, και πολλάς μεταβολάς μεταβαλούσα η τραγωδία επαύσατο, επεί έσχε την αυτής φύσιν». Αριστοτέλους, Περί Ποιητικής, 1449a, 9-15.
  7. Πλουτάρχου [[s:Περί Ίσιδος και Οσίριδος (Πλούταρχος)|«Περί Ίσιδος και Οσίριδος».  H παράμετρος |url= είναι κενή ή απουσιάζει (βοήθεια)]] Gr. N. Bernardakis (έκδ.), Plutarch. Moralia II, 355e (Λειψία: Teubner, 1889): «ἔνιοι δὲ Παμύλην τινὰ λέγουσιν ἐν Θήβαις ὑδρευόμενον ἐκ τοῦ ἱεροῦ τοῦ Διὸς φωνὴν ἀκοῦσαι διακελευομένην ἀνειπεῖν μετὰ βοῆς, ὅτι μέγας βασιλεὺς εὐεργέτης Ὄσιρις γέγονε: καὶ διὰ τοῦτο θρέψαι τὸν Ὄσιριν, ἐγχειρίσαντος αὐτῷ τοῦ Κρόνου, καὶ τὴν τῶν Παμυλίων ἑορτὴν αὐτῷ τελεῖσθαι, Φαλληφορίοις ἐοικυῖαν».
  8. New Larousse Encyclopedia of Mythology. Πρόλογος: Ρόμπερτ Γκρέιβς. Νέα Υόρκη: Prometheus Press. 1974 [²1968]. σελ. 16. ISBN 0600023516. 
  9. The Republican, τόμ. ΧΙΙ (Ρίτσαρντ Καρλάιλ: Λονδίνο, 1825), σελ. 371.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]