Μετάβαση στο περιεχόμενο

Τζαχαντάρ Σαχ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τζαχαντάρ Σαχ
Γενικές πληροφορίες
Προφορά
Γέννηση9  Μαΐου 1661
Ντέκκαν
Θάνατος12  Φεβρουαρίου 1713
Δελχί
Συνθήκες θανάτουανθρωποκτονία
Τόπος ταφήςΜαυσωλείο Χουμαγιούν
ΘρησκείαΙσλάμ
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςLal Kunwar
Imtiaz Mahal
ΤέκναAlamgir II
Azz-ud-din Mirza
ΓονείςΜπαχαντούρ Σαχ Α΄ και Nizam Bai
ΑδέλφιαRafi-ush-Shan
Azim-ush-Shan
Khujista Akhtar Jahan Shah
ΟικογένειαΑυτοκρατορία των Τιμουριδών και Δυναστεία των Μουγκάλ
Αξιώματα και βραβεύσεις
ΑξίωμαΑυτοκράτορας των Μουγκάλ (1712–1713)
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Μιρζά Μου΄ιζ-ουντ-Ντιν Μπεγκ Μουχαμάντ Χαν (10 Μαΐου 1661 - 11 Φεβρουαρίου 1713),[1] γνωστός περισσότερο με το μετέπειτα τίτλο του Τζαχαντάρ Σαχ (δηλ. "ιδιοκτήτης του κόσμου"), ήταν για λίγο ο 9ος αυτοκράτορας των Μουγκάλ από το 1712 έως το 1713.  Ήταν γιος του αυτοκράτορα Μπαχαντούρ Σαχ Α΄, και εγγονός του αυτοκρατού Αουρανγκζέμπ.

Ο Τζαχαντάρ Σαχ ήταν ο πρώτος βασιλιάς-ανδρίκελο της δυναστείας των Μουγκάλ, αφού τοποθετήθηκε στον θρόνο από τον ισχυρό ευγενή Ζουλφικάρ Χαν. Η βασιλεία του ήταν σύντομη και ταραχώδης, διαρκώντας λιγότερο από έναν χρόνο. Τον ανέτρεψαν οι αδελφοί Σαγίντ και τον διαδέχτηκε ο ανιψιός του Φακουχσιγιάρ.

Ο πρίγκιπας Mουιζ-ουντ-ντίν γεννήθηκε στις 10 Μαΐου 1661 στο Ντεκάν Σουμπάχ από τον πρίγκιπα Mουαζάμ. Η μητέρα του Nιζάμ Μπαΐ, κόρη τού Φατεχγιαβάρ Τζανγκ ήταν ευγενής από το Χυντεραμπάντ. Ήταν ο μεγαλύτερος γιος τού Μουαζάμ και ο μεγαλύτερος εγγονός του βασιλεύοντος αυτοκράτορα Αουρανγκζέμπ. Ακολουθώντας την παράδοση των Mουγκάλ, η γέννησή του εορτάστηκε με μεγαλοπρέπεια από την αυλή των Mουγκάλ

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Αυραγκζέμπ, συμμετείχε σε στρατιωτικές εκστρατείες στο Ντεκάν για τρία χρόνια, μετά από τα οποία μεταφέρθηκε μόνιμα στη βόρεια Ινδία. [2]

Μετά το τέλος του Αουρανγκζέμπ, ο πρίγκιπας Μουαζάμ κέρδισε τον επακόλουθο αγώνα για τη διαδοχή, και τον Ιούνιο τού 1707 ανέβηκε στο θρόνο ως Μπαχαντούρ Σαχ.[3] Με την ανάληψη της εξουσίας τού πατέρα του, ο Μουιτζ-ουντ-ντίν έλαβε τον τίτλο Τζαχαντάρ Σαχ, και έγινε κυβερνήτης της Θάττα και του Μούλταν.[4] Κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Μπαχαντούρ Σαχ, ο Τζαχαντάρ Σαχ θα έμενε στην αυτοκρατορική Αυλή, όπως και οι άλλοι γιοι του Μπαχαντούρ Σαχ, επειδή ο αυτοκράτορας είχε ανέβει στο θρόνο σε προχωρημένη ηλικία, και οι πρίγκιπες ήθελαν να είναι σε κοντινή απόσταση από τον θρόνο στην περίπτωση τού τέλους του.[5]

Ο πολέμος διαδοχής

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένας πόλεμος διαδοχής ξεκίνησε όταν ο Μπαχαντούρ Σαχ ήταν στην επιθανάτιο κλίνη του το 1712. Ο πιο ισχυρός πρίγκιπας κατά τη στιγμή τού τέλους του ήταν ο δεύτερος γιος του, Αζίμ-ουσ-Σαν, ο οποίος είχε συγκεντρώσει σημαντικούς πόρους ως έπαρχος (subahdar) της Βεγγάλης. Ο Τζαχαντάρ Σαχ ήταν ο πιο αδύναμος, με ελάχιστη ή καθόλου στρατιωτική δύναμη ή κεφάλαια. [6] [7]

Σε αντίθεση με προηγούμενες πολέμους στη διαδοχή των Μουγκάλ, το αποτέλεσμα αυτού τού πολέμου σχεδιάστηκε από έναν ευγενή, τον Ζουλφικάρ Χαν, τον υπουργό στρατιωτικών (mirί bakhshi) και μία από τις πιο ισχυρές προσωπικότητες της αυτοκρατορίας tvn Mουγκάλ. Ο ίδιος δημιούργησε μια συμμαχία μεταξύ του Τζαχαντάρ Σαχ και των αδελφών του Ραφί-ου-Σαν και Τζαχάν Σαχ, προτείνοντάς τους να μοιραστούν την αυτοκρατορία μεταξύ τους μετά τη νίκη (με τον Ζουλφικάρ Χαν να υπηρετεί ως κοινός τους υπουργός στρατιωτικών). Ο Αζίμ-ου-Σαν ηττήθηκε και σκοτώθηκε, μετά από το οποίο ο Τζαχαντάρ Σαχ έλυσε την συμμαχία, και στράφηκε εναντίον των αδελφών του, νικώντας τους και σκοτώνοντάς τους με τη βοήθεια του Ζουλφικάρ Χαν, αναδυόμενος ως ο νικητής της πάλης διαδοχής. [6] [7]

Λαλ Κουνβάρ.
Ο διοικητής τού Στρατού των Μουγκάλ, Αμπντούς Σαμάντ Χαν Μπαχαντούρ, γίνεται δεκτός από τον Τζαχαντάρ Σαχ

Ο Τζαχαντάρ Σαχ στέφθηκε στις 29 Μαρτίου 1712. [8] Η ανάρρησή του δεν είχε καλή υποστήριξη από την αυτοκρατορία, και θεωρήθηκε ως παράνομος ηγεμόνας. Έτσι, μετά τη στέψη του, ο Τζαχαντάρ Σαχ προσπάθησε να ενισχύσει την εξουσία του ανταμείβοντας και προωθώντας τους υποστηρικτές του. Αποχώρησε από τις προηγούμενες πρακτικές της διαδοχής των Μουγκάλ, τιμωρώντας αυστηρά τους ευγενείς που είχαν υποστηρίξει τους αδελφούς του στη διαδοχή, με αρκετούς από αυτούς να εκτελούνται. Επίσης άφησε τα πτώματα των νικημένων πριγκίπων να λειώσουν στην ύπαιθρο για αρκετές ημέρες πριν την ταφή τους, σε αντίθεση με τους προηγούμενους αυτοκράτορες, που επέμεναν για μια κατάλληλη κηδεία. [9]

Με την ανάληψη του Τζαχαντάρ Σαχ, ο Ζουλφικάρ Χαν ανέλαβε τη θέση του βεζίρη (wazir). Λόγω της πλήρους εξάρτησης του Τζαχαντάρ Σαχ από αυτόν, και των συνθηκών της ανάληψής του στον θρόνο, η αποτελεσματική εξουσία δεν ασκείτο από τον αυτοκράτορα, αλλά από τον ίδιο τον Ζουλφικάρ Χαν. Αυτή ήταν η πρώτη περίπτωση στην ιστορία των Μουγκάλ, που η απόλυτη εξουσία επάνω στην αυτοκρατορία ασκείτο από έναν ξένο της δυναστείας. Ως αποτελεσματικός κυβερνήτης κατά τη διάρκεια της βασιλείας τού Τζαχαντάρ Σαχ, ο Ζουλφικάρ Χαν προσπάθησε να δημιουργήσει φιλικές σχέσεις με τους Ράτζπουτ, τους Σιχ και τους Μαράθα, και να φέρει πίσω την ειρήνη στην αυτοκρατορία. Ωστόσο, οι οικονομικές συνθήκες της αυτοκρατορίας επιδεινώθηκαν, συνεχίζοντας μια τάση που είχε αρχίσει με τους προκάτοχους του Τζαχαντάρ Σαχ, η οποία μείωσε τη στρατιωτική αποτελεσματικότητα της αυτοκρατορίας. Η υπερβολική εξουσία που απολάμβανε ο Ζουλφικάρ Χαν, έκανε τον Τζαχαντάρ Σαχ να συνωμοτήσει εναντίον του, δημιουργώντας πολιτικό χάος.[6]

Κατά τη διάρκεια της βασιλείας του, ο Τζαχαντάρ Σαχ νυμφεύτηκε την αυλική καλλιτέχνιδα (tawaif) Λαλ Κουνβάρ, η οποία θεωρείτο ότι ήταν χαμηλής καταγωγής. Ο Τζαχαντάρ Σαχ επίσης απολάμβανε τις εορτές και τις διασκεδάσεις. Οι σύγχρονοι χρονικοί και οι μεταγενέστεροι ιστορικοί έχουν δείξει τέτοιες πτυχές της προσωπικής ζωής τού αυτοκράτορα, και τη σκληρότητα που αντιμετώπισαν οι αντίπαλοι του, ως λόγους για την αναταραχή της βασιλείας του. Ωστόσο, πρόσφατοι μελετητές τονίζουν άλλους παράγοντες· ο Μουνίς Φαρουκουί τονίζει την πολιτική αδυναμία του ως πρίγκιπα, η οποία τον έκανε να αποτύχει ως κυβερνήτης. Ο Aμπισέκ Καϊκέρ σημειώνει ότι οι ευγενείς είχαν γίνει πιο εγωιστές κατά τη διάρκεια της ανάληψης του Τζαχαντάρ Σαχ και ότι η "βαναυσότητα" της βασιλείας του ήταν η υπεράσπισή τους για την υποστήριξη του Φαρουχσιγιάρ, ο οποίος ακθρόνισε τον Τζαχαντάρ Σαχ.[6][10][11]

Η ανάρρηση του Τζαχαντάρ Σαχ προκάλεσε την αντίθεση τού ανιψιού του, Φαρουχσιγιάρ, γιου τού Αζίμ-ου-Σαν, που ήταν εγκατεστημένος στη Βεγγάλη. Με λίγα ανεξάρτητα μέσα, προσπάθησε, χωρίς επιτυχία, να βρει υποστήριξη για τον σκοπό του. Τελικά βρήκε ισχυρή υποστήριξη στους αδελφούς Σαγίντ, Χουσεΐν Αλί Χαν και Αμπντουλάχ Χαν, διαχειριστές του Aζίμ-ουσ-Σαν, που είχαν εκτοπιστεί από τις θέσεις τους από τον Τζαχανγκίρ Σαχ.[6][12] Με τους πόρους και τις πολιτικές του συνδέσεις, ο Φαρουχσιγιάρ συγκέντρωσε έναν επαναστατικό στρατό, και προχώρησε για τον θρόνο. Ο κακοπληρωμένος αυτοκρατορικός στρατός ηττήθηκε στη μάχη κοντά στην Άγκρα στις αρχές του 1713.[13]

Μετά την ήττα, ο Τζαχαντάρ Σαχ διέφυγε για το Δελχί, και ζήτησε καταφύγιο στο σπίτι τού Ζουλφικάρ Χαν και τού πατέρα του Ασάντ Χαν. Ωστόσο, οι δύο τον φυλάκισαν και τον παρέδωσαν στον Φαρουχσιγιάρ, με την ελπίδα να εξασφαλίσουν την εύνοιά του. Ο Φαρουχσιγιάρ εκτέλεσε τόσο τον Τζαχαντάρ Σαχ όσο και τον Ζουλφικάρ Χαν: τον Τζαχαντάρ Σαχ τον χτύπησαν μέχρι θανάτου και στη συνέχεια να αποκεφάλισαν στις 11 Φεβρουαρίου 1713.[14] Το σώμα τού Τζαχαντάρ Σαχ περιφέρθηκε γύρω από το Δελχί σε τμήματα, κρεμασμένο ανάποδα από δύο ελέφαντες. [15] Τάφηκε στον τάφο τού Χουμαγιούν.[14]

Ο Τζαχαντάρ Σαχ επανεισήγαγε τη διπλή ρουπία και εξέδωσε νομίσματα σε χρυσό, άργυρο και χαλκό. Οι διπλές ρουπίες ήταν δύο νομίσματα, ένα τού Aμπού-αλ-Φατέχ και ένα τού Σαχάμπ Κιράν. Τα χάλκινα παϊσά εκδόθηκαν και στα δύο πρότυπα βάρους, δηλαδή των 20 και 14 γραμ.

  1. Montgomery-Massingberd, Hugh (1977), Burke's Royal Families of the World, II, Burke's Peerage, σελ. 139, ISBN 978-0-85011-029-6, https://books.google.com/books?id=bnsUAQAAIAAJ 
  2. Faruqui 2012, σελ. 299.
  3. Faruqui 2012, σελ. 311.
  4. Irvine, William (1971). Later Mughals. Atlantic Publishers & Distributors. σελ. 36. 
  5. Faruqui 2012, σελ. 312.
  6. 6,0 6,1 6,2 6,3 6,4 A history of modern India, 1480-1950. Claude Markovits, Nisha George, Maggy Hendry. London: Anthem Press. 2002. σελίδες 174–175. ISBN 1-84331-004-X. A history of modern India, 1480-1950. Σφάλμα αναφοράς: Μη έγκυρη ετικέτα <ref> • όνομα " :0 " ορίζεται πολλές φορές με διαφορετικό περιεχόμενο
  7. 7,0 7,1 Faruqui 2012, σελ. 310 & 315-317.
  8. Chandra, Satish (2002). Parties and politics at the Mughal Court, 1707-1740 (4th έκδοση). New Delhi: Oxford University Press. σελ. 107. ISBN 0-19-565444-7. 
  9. Faruqui 2012, σελ. 318.
  10. Faruqui 2012, σελ. 317.
  11. Kaicker, Abhishek (2020). The king and the people : sovereignty and popular politics in Mughal Delhi. New York, NY. σελίδες 187–189. ISBN 978-0-19-007070-0. 
  12. Faruqui 2012, σελ. 319.
  13. Eaton, Richard Maxwell (2019). India in the Persianate Age, 1000-1765. London. σελίδες 341–343. ISBN 978-0-7139-9582-4. 
  14. 14,0 14,1 Irvine, William (1971). Later Mughals. Atlantic Publishers & Distributors. σελίδες 236–256. 
  15. Alam, Muzaffar (2013). The Crisis of Empire in Mughal North India: Awadh and Punjab, 1707-48 (Second έκδοση). New Delhi. σελίδες liii. ISBN 978-0-19-908238-4. 
  • Sarkar, Jadunath (1947). Maasir-i-Alamgiri: A History of Emperor Aurangzib-Alamgir (reign 1658–1707 AD) of Saqi Mustad Khan. Royal Asiatic Society of Bengal, Calcutta. 
  • Irvine, William (1921). The Later Mughals. Low Price Publications. ISBN 8175364068. 
  • Faruqui, Munis D (2012), Princes of the Mughal Empire, 1504–1719, Cambridge: Cambridge University Press, ISBN 978-1-139-52619-7, OCLC 808366461 

Εξωτερικές συνδέσεις

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]