Τα υπόγεια του Βατικανού

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Τα υπόγεια του Βατικανού
Εξώφυλλο έκδοσης του 1972
ΣυγγραφέαςΑντρέ Ζιντ
ΤίτλοςLes Caves du Vatican
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημιουργίας1914
Ημερομηνία δημοσίευσης1922
1914
Μορφήμυθιστόρημα
ΘέμαΧριστιανισμός
Πάπας
ΤόποςΡώμη
Πρώτη έκδοσηÉditions Gallimard

Τα υπόγεια του Βατικανού (γαλλικός τίτλος: Les Caves du Vatican) είναι σατιρικό μυθιστόρημα του Αντρέ Ζιντ, που εκδόθηκε το 1914. Το έργο περιστρέφεται γύρω από μια κολοσσιαία απάτη εναντίον των πιστών, βασισμένη στην ψευδή είδηση ​​ότι ο Πάπας είχε φυλακιστεί στα υπόγεια του Βατικανού και αντικαταστάθηκε από έναν απατεώνα. [1]

Η σκόπιμα ασύνδετη αφήγηση του έργου τέμνει και αντιπαραβάλλει πολλές ιστορίες και πολλούς χαρακτήρες. Tο μυθιστόρημα δεν ενδιαφέρεται ούτε για τον ρεαλισμό ούτε για την αληθοφάνεια. Αντίθετα, είναι ένα διασκεδαστικό έργο που πίσω από την φαινομενική τρέλα σατιρίζει την κοινωνία. Υπονομεύει όλες τις πτυχές του ηθικού αξιακού συστήματος και μετατρέπει συστηματικά τα ιδανικά στο αντίθετό τους, απεικονίζοντας την κοινωνία σαν μια μεγάλη μασκαράτα. Το έργο δέχθηκε σφοδρές επιθέσεις για τον αντικληρικαλισμό του.[2]

Ο συγγραφέας χαρακτήρισε το έργο ως μωρία, δηλώνοντας αργότερα ότι το «μοναδικό μυθιστόρημά του» ήταν Οι Κιβδηλοποιοί (1925).

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα υπόγεια του Βατικανού είναι ένα έργο με ιδιαίτερα περίπλοκη εξέλιξη. Παρουσιάζεται ως μια διαδοχή περιπετειών, συχνά αναληθοφανών, που διαδραματίζονται από το 1890 έως το 1893 και αποτελείται από 5 κεφάλαια - βιβλία. Σε βασικές γραμμές η υπόθεση έχει ως εξής:

Πρώτο βιβλίο: Αντίμ Αρμάν Ντυμπουά. Η αφήγηση ξεκινά με τον Αντίμ Αρμάν Ντυμπουά, έναν 46χρονο πλούσιο άθεο επιστήμονα και μέλος του Τεκτονισμού, κυνικό στα πειράματά του και στις σχέσεις του με τους συγγενείς του που το 1890 ταξίδεψε στη Ρώμη για να εξεταστεί από έναν διάσημο γιατρό για θεραπεία δυσκαμψίας της άρθρωσης του γόνατός του. Μια μέρα, οργισμένος, κατέστρεψε τμήμα αγάλματος της Παναγίας. Νιώθει ότι έχει αμαρτήσει, προσεύχεται για συγχώρεση και ξαφνικά αισθάνεται ότι μπορεί να λυγίσει ξανά το άκαμπτο πόδι. Η είδηση ​​του θαύματος φτάνει στο Βατικανό. Από αυτή τη στιγμή ο Αντίμ στρέφεται στον Χριστιανισμό και καταδικάζει δημόσια οποιαδήποτε προηγούμενα ασεβή δημοσιεύματα, ενθαρρύνεται δε συγχρόνως από την Εκκλησία που θέλει να τον εκμεταλλευτεί ως παράδειγμα. Το Βατικανό του υπόσχεται μεγάλα οφέλη, αλλά στη συνέχεια καταλήγει να τον χρησιμοποιεί ως μαριονέτα, χωρίς να τον ανταμείβει. Η Στοά στην οποία ο Αντίμ οφείλει την ευημερία του τον αποπέμπει. Ωστόσο, δεν ενδιαφέρεται πλέον για υλικά αγαθά, και αφιερώνει όλο τον χρόνο του σε φιλανθρωπικά έργα.[3]

Δεύτερο βιβλίο: Ζυλ ντε Μπαραλιούλ. Ο συγγραφέας Ζυλ ντε Μπαραλιούλ ζει στο Παρίσι. Είναι επιτυχημένος συγγραφέας - αν και όχι απόλυτα αποδεκτός από τους παριζιάνικους λογοτεχνικούς κύκλους- ένθερμος Καθολικός και μετά την επιτυχία του τελευταίου του μυθιστορήματος ελπίζει να γίνει μέλος της Ακαδημίας. Ο πατέρας του, ο ηλικιωμένος κόμης Ζυστ-Αζενόρ ντε Μπαραλιούλ, που είναι άρρωστος και στα πρόθυρα του θανάτου, του ζητά να ερευνήσει για έναν 19χρονο Ρουμάνο, τον Λαφκάντιο, που ζει στο Παρίσι. Ο Ζυλ βρίσκει τον Λαφκάντιο, έναν όμορφο νεαρό τυχοδιώκτη, ο οποίος παρουσιάζεται πνευματικά πολύ ανώτερος από όλους τους χαρακτήρες του μυθιστορήματος. Ο Λαφκάντιο επισκέπτεται τον ηλικιωμένο κόμη και αποκαλύπτεται ότι είναι ο νόθος γιος του και ετεροθαλής αδερφός του Ζυλ. Εκεί γνωρίζει τη Ζενεβιέβ, την κόρη του Ζυλ. Με τον θάνατο του γέρου κόμη, ο Λαφκάντιο λαμβάνει το μέρος της πατρικής κληρονομιάς που του αναλογεί, χωρίζει  από την ερωμένη του Καρόλα και ξεκινά ταξίδι για την Ιταλία.[4]

Τρίτο βιβλίο: Αμεντέ Φλερισουάρ. Εν τω μεταξύ, στο Πω, ο Προτός, ένας παλιός φίλος και συμμαθητής του Λαφκάντιο, οργανώνει μια απάτη με μια διεθνή συμμορία με το όνομα «Η σαρανταποδαρούσα» που διαδίδει την ψευδή είδηση ​​ότι ο Πάπας έχει απαχθεί από τους μασόνους, φυλακίστηκε στα υπόγεια του καστέλ Σαντ’ Άντζελο και αντικαταστάθηκε από έναν απατεώνα. Αυτό, με σκοπό τη συγκέντρωση χρημάτων από τις πλούσιες ευσεβείς κυρίες της πόλης για τη χρηματοδότηση μιας μυστικής σταυροφορίας για την υποτιθέμενη απελευθέρωση του Αγίου Πατέρα. Ο αφελής σύζυγος μιας από αυτές, ο Αμεντέ Φλερισουάρ (κουνιάδος του Ζυλ ντε Μπαραλιούλ), συγκινημένος από παρορμητική θρησκευτική ζέση, φεύγει από το Πω με τρένο, με προορισμό τη Ρώμη, για να σώσει τον πάπα. Συγχρόνως, στη Ρώμη κατευθύνεται και ο Ζυλ για την υπόθεση του Αντίμ Αρμάν Ντυμπουά, ο οποίος είναι κουνιάδος του, και για να παραστεί σε ένα συνέδριο κοινωνιολογίας.

Τέταρτο βιβλίο: Η σαρανταποδαρούσα. Ανησυχώντας ότι όταν ο Αμεντέ θα έφτανε στη Ρώμη μπορεί να καταλάβει την απάτη, ο Προτός αποφασίζει να τον ακολουθήσει στη Ρώμη και τον παρακολουθεί μεταμφιεσμένος. Για να τον απομακρύνει από την πόλη, του προτείνει να πάει στον επίσκοπο στη Νάπολη, ο οποίος σύμφωνα με τον ίδιο είναι ένας από αυτούς που θέλουν να σώσουν τον πάπα: στο τρένο με προορισμό τη Νάπολη, ο Αμεντέ βρίσκεται στο ίδιο βαγόνι με τον Λαφκάντιο, οι ταξιδιώτες δεν γνωρίζονται μεταξύ τους, αν και ο αναγνώστης γνωρίζει ότι ανήκουν στην ίδια οικογένεια. Ο Λεφκάντιο, αναζητώντας την περιπέτεια, θέλει να διαπράξει «ένα έγκλημα χωρίς κίνητρο» και αποφασίζει να τον σκοτώσει πετώντας τον από το τρένο χωρίς λόγο και χωρίς κανένα απολύτως κίνητρο.[5]

Πέμπτο βιβλίο: Λαφκάντιο. Ο Προτός κατηγορείται εσφαλμένα ως ο δράστης της δολοφονίας του Αμεντέ και συλλαμβάνεται. Επιστρέφοντας στη Ρώμη, ο Λαφκάντιο συναντά τον ετεροθαλή αδερφό του Ζυλ. Ο μυθιστοριογράφος ετοιμάζει το επόμενο έργο του, όπου ένας νεαρός διαπράττει ένα έγκλημα χωρίς κίνητρο. Το μυθιστόρημα τελειώνει με τις υπαρξιακές αμφιβολίες του Λαφκάντιο, τον οποίο ο ετεροθαλής αδερφός του Ζυλ ντε Μπαραλιούλ (στον οποίο είχε αποκαλύψει το έγκλημά του) συμβουλεύει να μετανοήσει για τη δολοφονία σε έναν ιερέα. Ο Λαφκάντιο σκέφτεται να παραδοθεί στην αστυνομία, εκείνο το βράδυ όμως τον επισκέπτεται στο δωμάτιο του ξενοδοχείου του η κόρη του Ζυλ, Ζενεβιέβ, και του εξομολογείται τον παθιασμένο της έρωτα. Οι τελευταίες σκέψεις του Λαφκάντιο φαίνεται να τον οδηγούν στις χαρές του έρωτα της Ζενεβιέβ, αφήνοντας στην άκρη κάθε μορφή λύτρωσης.[6][7]

Σχολιασμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο προβληματισμός γύρω από την ελευθερία και τις συνέπειές της για το άτομο και τους άλλους επεκτείνει κατά κάποιο τρόπο τη μελέτη προηγούμενων έργων του Ζιντ όπως Ο ανηθικολόγος (1902) και Η στενή πύλη (1909). Σε επίπεδο γραφής, η τέχνη της μωρίας, όπως ο συγγραφέας χαρακτήρισε το έργο, παράλογη, ασύνδετη και ανατρεπτική, καταδεικνύει για άλλη μια φορά την απόρριψη του κλασικού μυθιστορήματος από τον Ζιντ που φλερτάρει με τα όρια του παραλόγου, το χιούμορ, την παρωδία. Η θεωρία της αυθαίρετης ενέργειας του «εγκλήματος χωρίς κίνητρο» δανείζεται πολλά από τον Νίτσε και τον Ντοστογιέφσκι και σε φιλοσοφικό επίπεδο συνιστά ένα είδος πρόκλησης προς τον Θεό και την τάξη του κόσμου, την οποία ανατρέπει με τρόπο παράλογο και απρόβλεπτο. [8]Το έργο, που κατά κάποιον τρόπο εισάγει το παιχνίδι και το μαύρο χιούμορ ως κανόνα ζωής, γοήτευσε τους σουρεαλιστές και άσκησε μεγάλη επίδραση στο γαλλικό μυθιστόρημα. Φυσικά, προκάλεσε σκάνδαλο και δέχθηκε σφοδρές επιθέσεις από τους καθολικούς κύκλους, το 1952 το σύνολο των έργων του συγγραφέα κατατάχθηκε στον Πίνακα των Απαγορευμένων βιβλίων της Ρωμαιοκαθολικής Εκκλησίας.[9]

Ελληνικές μεταφράσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Τα υπόγεια του Βατικανού. Μετάφραση: Στέφανος Κουμανούδης, εκδόσεις Οδυσσέας, 1982
  • Τα υπόγεια του Βατικανού. Μετάφραση: Ανδρέας Κατσαμακίδης, εκδόσεις Ζαχαρόπουλος, 1983

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]