Συμβιβασμός του Λουξεμβούργου
Το λήμμα δεν περιέχει πηγές ή αυτές που περιέχει δεν επαρκούν. |
Ο συμβιβασμός του Λουξεμβούργου (Luxembourg compromise) είναι μία συμφωνία που επιτεύχθηκε τον Ιανουάριο του 1966, η οποία έλυσε την κρίση του "κενού εδράνου" στην Ευρωπαϊκή Οικονομική Κοινότητα.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 14 Ιανουαρίου του 1962 οι έξι χώρες-μέλη της ΕΟΚ (Γερμανία, Γαλλία, Ιταλία, Ολλανδία, Βέλγιο και Λουξεμβούργο) αποφάσισαν τη σταδιακή δημιουργία μίας Κοινής Αγοράς για τα αγροτικά τους προϊόντα -πράγμα που σήμαινε βαθμιαία κατάργηση των τελωνειακών δεσμών και καθιέρωση ενιαίων τιμών μεταξύ των Έξι. Αποφασίστηκε, επίσης, η κατάργηση των επιδοτήσεων αγροτικών προϊόντων από τις εθνικές κυβερνήσεις και η αντικατάστασή τους από ενιαίες, κοινοτικές επιδοτήσεις. Για τη στήριξη της Κοινής Αγροτικής Πολιτικής στη μεταβατική περίοδο δημιουργήθηκε ειδικό ταμείο (FEOGA), το οποίο τροφοδοτείτο αφ' ενός από τους προϋπολογισμούς των κρατών-μελών, αφ' ετέρου από τους δασμούς στα εισαγόμενα προϊόντα τρίτων χωρών, μη μελών της Κοινότητας. Όμως η συμφωνία του 1962, καρπός πολύμηνων, σκληρών διαπραγματεύσεων, προέβλεπε τα της χρηματοδότησης του FEOGA μόνο μέχρι τις 30 Ιουνίου του 1965, παραπέμποντας σε νέα συμφωνία για τη μετέπειτα τύχη του.
Η δυστοκία αυτή οφείλετο εν πολλοίς στα αντιτιθέμενα συμφέροντα των δύο μεγάλων "ατμομηχανών" της ΕΟΚ, Γαλλίας και Γερμανίας. Η Γαλλία, ο κατ' εξοχήν εξαγωγέας αγροτικών προϊόντων των Έξι, δεχόταν άμεσα πλήγμα από την κατάργηση των εθνικών επιδοτήσεων και ενδιαφερόταν ζωηρά για την αναπλήρωσή τους από το FEOGA. Το αντίθετο συνέβαινε με τη Γερμανία, που κυρίως εισήγαγε αγροτικά προϊόντα και υποχρεωνόταν να καταβάλει περίπου διπλάσιες εισφορές στο FEOGA από τη Γαλλία, αν και το μερίδιο της γεωργίας στην οικονομία της ήταν πολύ μικρότερο. Επιπλέον, οι εθνικές επιδοτήσεις που κατέβαλαν στους αγρότες τους οι Γερμανοί ήταν διπλάσιες από εκείνες των Γάλλων, ενώ η εναρμόνιση ήταν εξαιρετικά δύσκολη.
Το μεν Παρίσι αρνήθηκε να διπλασιάσει τις επιδοτήσεις, φοβούμενο έντονες πληθωριστικές πιέσεις στη γαλλική οικονομία, η δε Βόννη δεν ήθελε να μειώσει τις επιδοτήσεις, τρέμοντας το εκλογικό κόστος από μία τέτοια αντιδημοφιλή ενέργεια.
Έπειτα από τρία χρόνια κοπιαστικών παρασκηνιακών διαπραγματεύσεων, το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών κατέληξε, στις 15 Δεκεμβρίου του 1964, σε κατ' αρχήν συμφωνία, που προέβλεπε κοινές τιμές για τα δημητριακά από 1ης Ιουλίου του 1967 και βαθμιαία επέκταση στα άλλα αγροτικά προϊόντα, ενώ ταυτόχρονα ζήτησε από την Επιτροπή ολοκληρωμένες προτάσεις για τη μελλοντική χρηματοδότηση της ΚΑΠ, θέτοντας ως χρονικό όριο την 1η Απριλίου του 1965.
Η υπό τον Γερμανό πρόεδρο Βάλτερ Χάλσταϊν Επιτροπή της Κοινότητας, συνεπής προς το χρονοδιάγραμμα που της τέθηκε, παρέδωσε πράγματι τις προτάσεις της την 1η Απριλίου. Εναρμονισμένη απολύτως με τις γερμανικές θέσεις, η Επιτροπή χρησιμοποίησε το πρόβλημα της χρηματοδότησης της ΚΑΠ για να προτείνει μία πραγματική επανάσταση στους κόλπους της ΕΟΚ που θα μεταμόρφωνε, από κοινή αγορά αγροτικών και βιομηχανικών προϊόντων, περίπου σε ομοσπονδιακό κράτος. Ένας μεγάλος προϋπολογισμός, ύψους 20 δισεκατομμυρίων φράγκων, θα συγκεντρωνόταν στα χέρια της Κοινότητας. Και επειδή -έλεγε η Επιτροπή- μία τέτοια οικονομική δύναμη δεν μπορούσε να αφεθεί στα χέρια των τεχνοκρατών της Επιτροπής, αλλά όφειλε να υπόκειται σε δημοκρατικό έλεγχο, πρότεινε να μετατραπεί το περίπου διακοσμητικό Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο των διορισμένων αντιπροσώπων σε κανονική υπερεθνική Βουλή, με αποφασιστικές αρμοδιότητες και με βουλευτές που θα εκλέγονται ύστερα από καθολική ψηφοφορία. Για να γίνουν όλα αυτά, θα έπρεπε να αναθεωρηθεί εκ βάθρων η Συνθήκη της Ρώμης, δηλαδή η "ληξιαρχική πράξη γέννησης" της ΕΟΚ, που υπογράφτηκε στις 25 Μαρτίου του 1957.
Η λογική των Γερμανών ήταν απλούστατη, στην ουσία της: "Δεν μπορούμε να είμαστε οι βασικοί χρηματοδότες της ΕΟΚ και η ψήφος μας να έχει ίδιο βάρος με εκείνη του Λουξεμβούργου", έλεγαν οι εκπρόσωποι της Βόννης. Αλλά στο Παρίσι, η προοπτική μίας ΕΟΚ που θα αποφασίζει σύμφωνα με την αρχή της πλειοψηφίας, θεωρήθηκε ως βήμα για γερμανικό έλεγχο της Κοινότητας και απώλεια της εθνικής ταυτότητας. Ο πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ είπε σε μία ομιλία του στις 9 Σεπτεμβρίου:
"Ξέρουμε, όμως -κι ένας Θεός ξέρει πόσο καλά το ξέρουμε- ότι υπάρχει και μια διαφορετική σύλληψη για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση. Σύμφωνα με τους εμπνευστές της, τα κράτη-μέλη θα χάσουν τις εθνικές τους ταυτότητες και -απουσία ενός στιβαρού χεριού που θα τα ολοκληρώσει, όπως το προσπάθησαν ο Καίσαρας, ο Καρλομάγνος, οι αυτοκράτορες Ότο και Κάρολος Ε', ο Ναπολέων και η Χίτλερ στη Δύση και με τον δικό του τρόπο ο Στάλιν στην Ανατολή- θα κυβερνώνται από κάποιο μελλοντικό σώμα απάτριδων και ανεύθυνων Αρεοπαγιτών".
Οι ιδέες του στρατηγού Ντε Γκωλ για την ευρωπαϊκή ενοποίηση ήταν ασαφείς και αμφίσημες. Πρωτεργάτης της γαλλογερμανικής φιλίας, μαζί με τον Αντενάουερ, αλλά αντίθετος στην ένταξη της Μεγάλης Βρετανίας στην Κοινότητα. Εμπνευστής, από το Νοέμβριο του 1959, του οράματος για "μια Ευρώπη ενωμένη, από τον Ατλαντικό μέχρι τα Ουράλια", αλλά και αμετακίνητος υποστηρικτής "μιας Ευρώπης κυρίαρχων κρατών". Εκείνο, πάντως, που παρέμενε σαφέστατο, ήταν η αταλάντευτη προσήλωση του Γάλλου προέδρου σε μία ανεξάρτητη διεθνή παρουσία της χώρας του, η λογική "πρώτα η Γαλλία, μετά το ΝΑΤΟ και η ΕΟΚ", που θα τον έφερνε όχι λίγες φορές σε σύγκρουση με τους τοπικούς συμμάχους του, και ιδιαίτερα με την Ουάσινγκτον και τη Βόννη. Ήταν αυτή η προσήλωση που τον οδήγησε να εκφράσει τη σαφή του αντίθεση στις προτάσεις της Επιτροπής και να δώσει πολύ σκληρή διαπραγματευτική γραμμή στον επί των Εξωτερικών υπουργό του: "Πρώτα συμφωνία για τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ και μετά οποιαδήποτε συζήτηση για τα θεσμικά".
Η από καιρό αναμενόμενη σύγκρουση άρχισε μόλις έκλεισαν οι πόρτες στην αίθουσα συνεδριάσεων του Συμβουλίου, στις 28 Ιουνίου. Έπειτα από μία σύντομη εισαγωγή ο Ζακ Μορίς Κουβ ντε Μιρβίλ μπήκε κατ' ευθείαν στην ουσία του θέματος: "'Οι πολιτικές προτάσεις της Επιτροπής" είπε ο Γάλλος υπουργός Εξωτερικών, "είναι στο σύνολό τους εντελώς απαράδεκτες για τη χώρα μου και το μόνο θέμα που μπορούμε να συζητήσουμε είναι η ανανέωση της συμφωνίας για τη χρηματοδότηση του Αγροτικού Ταμείου μετά την 30η Ιουνίου".
Στον Κουβ ντε Μιρβίλ απάντησε αμέσως όχι ο Γερμανός υπουργός Εξωτερικών, αλλά ο Ολλανδός ομόλογός του , Γιόζεφ Λουνς. Έχοντας στο χαρτοφυλάκιό του πρόσφατη απόφαση του Ολλανδικού Κοινοβουλίου, ψηφισμένη με συντριπτική πλειοψηφία, ο Λουνς υποστήριξε ανεπιφύλακτα τις προτάσεις της Επιτροπής Χάλσταϊν, επιμένοντας ιδιαίτερα στην ενίσχυση των αρμοδιοτήτων του Ευρωκοινοβουλίου και στο πέρασμα στην αρχή της πλειοψηφίας. Στην ίδια κατεύθυνση κινήθηκαν οι υπουργοί Εξωτερικών της Γερμανίας και της Ιταλίας, Σρέντερ και Αμιντόρε Φανφάνι αντίστοιχα, και μόνον ο Βέλγος Σπάακ συμφώνησε με τις γαλλικές θέσεις -αποδυναμωμένος, όμως, λόγω της κυβερνητικής αστάθειας που τάραζε εκείνες τις μέρες τη δημόσια ζωή της χώρας του.
Με έναν τέτοιο συσχετισμό δυνάμεων, ο Χάλσταϊν υπερασπίστηκε με αποφασιστικότητα το βασικό πυρήνα της πρότασής του, αν και άφησε ανοιχτό παράθυρο στη Γαλλία για διαπραγμάτευση και τροποποίηση επιμέρους σημείων. Αλλά ο Ντε Μιρβίλ δεν υποχωρούσε και η συζήτηση οδηγήθηκε σε αδιέξοδο. Μία προσπάθεια να λυθεί το θέμα της χρηματοδότησης του ΚΑΠ στο Συμβούλιο των υπουργών Γεωργίας, στις 29 Ιουλίου, αποδείχθηκε επίσης ατελέσφορη και οι υπουργοί Εξωτερικών ξανασυναντήθηκαν σε ακόμη πιο βαριά ατμόσφαιρα, στις 30 Ιουνίου, λίγες ώρες προτού εκπνεύσει η συμφωνία του 1962.
Η γερμανική αντιπροσωπεία δήλωσε ότι δεν εννοεί να συζητήσει το θέμα του Αγροτικού Ταμείου, παρά μόνο ως "πακέτο" με τα άλλα δύο μεγάλα ζητήματα που θίχτηκαν στις προτάσεις της Επιτροπής, δηλαδή με τον κοινοτικό προϋπολογισμό και τη θεσμική μεταρρύθμιση. Ο Ντε Μιρβίλ απάντησε σε τόνο τελεσίγραφου: "Αν μέχρι απόψε τα μεσάνυχτα δεν υπάρξει συμφωνία για τη χρηματοδότηση της ΚΑΠ, η Γαλλία θα θεωρήσει ότι άλλες χώρες δεν εκπληρώνουν τις δεσμεύσεις που έχουν ήδη αναλάβει, γεγονός που δεν μπορεί παρά να έχει σοβαρές συνέπειες".
Ίσως κάποιοι νόμισαν ότι ο Ντε Μιρβίλ μπλόφαρε. Αλλά με την όξυνση που πήρε η αναμέτρηση, μία γαλλική υποχώρηση δεν θα έθιγε καίρια μόνο τον εθνικό εγωισμό των συμπατριωτών του, αλλά και το προφίλ του στρατηγού Ντε Γκωλ, λίγους μήνες πριν από τις γαλλικές προεδρικές εκλογές. Έτσι, λίγα λεπτά μετά τα μεσάνυχτα, η γαλλογερμανική ρήξη ήταν πλέον στο προσκήνιο: ο προεδρεύων του Συμβουλίου, Κουβ ντε Μιρβίλ, ανακοίνωσε ότι ελλείψει συμφωνίας για το Αγροτικό, η συνεδρίαση κηρύσσεται λήξασα, χωρίς συμφωνία, και άρχισε να μαζεύει τα πράγματά του. Μάταια οι συνάδελφοί του πρότειναν "να σταματήσει το ρολόι" και να κληθεί η Επιτροπή να καταθέσει νέες, συμβιβαστικές προτάσεις, μέσα σε λίγες ώρες, με προοπτική να συνεχιστεί η μαραθώνια συνεδρίαση έως ότου υπάρξει κάποια λύση. Η εντολή του Ντε Γκωλ ήταν σαφής: "Μάζεψέ τα κι έλα πίσω!".
Η πραγματική περιπέτεια της ΕΟΚ μόλις άρχιζε. Στις 6 Ιουλίου η Γαλλία ανακοίνωσε επίσημα τη γραμμή που έμεινε στην ιστορία ως η πολιτική του "κενού εδράνου" (la chaise vide)[1]: ο Γάλλος αντιπρόσωπος στο COREPER (συμβούλιο μονίμων αντιπροσώπων) ανακλήθηκε στο Παρίσι, όπως και ο συμπατριώτης του Επίτροπος, ενώ η Γαλλία απείχε συστηματικά από όλα τα συμβούλια υπουργών και τις ομάδες εργασίας της Κοινότητας. Σε μία ΕΟΚ που λειτουργούσε ακόμα με βάση την αρχή της ομοφωνίας, η πρακτική αυτή ισοδυναμούσε με πάγωμα όλων των διαδικασιών -αν και στις 27 Ιουλίου το Παρίσι άφησε μία χαραμάδα ανοικτή, συμφωνώντας να παίρνονται ορισμένες κατεπείγουσες αποφάσεις δια περιφοράς εγγράφων ανάμεσα στις πρωτεύουσες των Έξι.
Με την ΕΟΚ να βρίσκεται επί δύο μήνες σε νεκρό σημείο και με τις σχέσεις του Παρισιού με Ουάσινγκτον και Βόννη στο ναδίρ τους, στις 9 Σεπτεμβρίου ο Γάλλος πρόεδρος Σαρλ ντε Γκωλ, έχοντας δίπλα του τον πρωθυπουργό Ζωρζ Πομπιντού, τον υπουργό Εξωτερικών Κουβ ντε Μιρβίλ και τον υπουργό Πολιτισμού Αντρέ Μαλρώ, ανακοίνωσε: "Το αργότερο μέχρι το 1969, η Γαλλία θα τερματίσει την ιδιόρρυθμη υποταγή της στο συνασπισμό του ΝΑΤΟ, ο οποίος είχε θέσει τις τύχες και τα πεπρωμένα της χώρας μας σε ξένα χέρια". Επιμένοντας στην ανεξάρτητη πολιτική "που επιτρέπει τη Γαλλία να διατηρεί την ταυτότητά της, παρά τις ηγεμονικές διαθέσεις και ιδεολογίες των υπερδυνάμεων, ως προπύργιο της διεθνούς συνεργασίας", ο Γάλλος πρόεδρος όχι μόνο επιβεβαίωσε την πολιτική του "κενού εδράνου", αλλά πήγε και πιο μακριά: βγάζοντας τα συμπεράσματά της από την πρόσφατη κρίση, η γαλλική κυβέρνηση αποφάσισε να αρνηθεί να εφαρμοσθούν εκείνες οι προβλέψεις της συνθήκης της Ρώμης που προέβλεπαν τη λήψη αποφάσεων με πλειοψηφία και θα απαιτούσε το σεβασμό του βέτο κάθε χώρας-μέλους, ως προϋπόθεση για την επιστροφή της στα όργανα της Κοινότητας.
Η Βόννη είχε να διαλέξει: θα προχωρούσε χωρίς τον Ντε Γκωλ ή θα αναζητούσε έναν ευπρόσωπο συμβιβασμό, μετά τις γαλλικές προεδρικές εκλογές, οπότε ο στρατηγός θα είχε ευρύτερα περιθώρια ελιγμών. Επιλέχθηκε ο δεύτερος δρόμος. Στις 26 Οκτωβρίου, το Συμβούλιο των υπουργών Εξωτερικών των Πέντε -το "κενό έδρανο" παρέμενε από την 1η Ιουλίου και ύστερα- κάλεσε το Παρίσι να αποδεχθεί μία έκτακτη σύγκληση του Συμβουλίου στο Λουξεμβούργο, με μόνο θέμα την αναζήτηση συμβιβαστικής λύσης για το ξεπέρασμα της κρίσης. Η Γαλλία δέχθηκε την πρόταση, δίνοντας το πράσινο φως για τη σύνοδο του Λουξεμβούργου, στις 28-29 Ιανουαρίου του 1966, αλλά ο τελικός συμβιβασμός αποδείχθηκε πολύ επώδυνος για τους εμπνευστές της Ομοσπονδιακής Ευρώπης: το βέτο κατοχυρώθηκε, βάζοντας στο ψυγείο τις προωθημένες ιδέες των Γερμανών[2].
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Η ιστορία της Ευρωπαϊκής Ένωσης - 1966 Ευρωπαϊκή Ένωση
- ↑ Η "άδεια καρέκλα" του στρατηγού Ντε Γκολ, Ιστορικό Λεύκωμα 1965, σελ. 52-55, Καθημερινή (1997)
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Το χρονικό της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης Europa
- Εθνικά συμφέροντα και βέτο Αρχειοθετήθηκε 2010-02-15 στο Wayback Machine. Έκφραση
- Από τα έξι ιδρυτικά μέλη της ΕΟΚ προς τα 27 της ΟΝΕ Το Βήμα