Ροβέρτος ο Ισχυρός
Ροβέρτος ο Ισχυρός | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Όνομα στη μητρική γλώσσα | Robert le Fort (Γαλλικά) |
Γέννηση | 9ος αιώνας |
Θάνατος | 2 Ιουλίου 866 ή 866 Brissarthe |
Αιτία θανάτου | πεσών σε μάχη |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | φεουδάρχης |
Οικογένεια | |
Σύζυγος | Αδελαΐδα του Τουρ |
Τέκνα | Εύδης Α΄ της Γαλλίας Ροβέρτος Α΄ της Γαλλίας Regilindis |
Γονείς | Ροβέρτος Γ΄της Βορμς και Βαλντράντα |
Αδέλφια | Εύδης Α΄ του Τρουά |
Συγγενείς | Αδελαΐδα του Τουρ (ίσως είναι σύζυγος), Εύδης Α΄ του Τρουά (ίσως είναι αδελφός), Adalhelm de Laon (ίσως είναι αδελφός) και Ούγος ο Αββάς |
Οικογένεια | Οίκος των Ροβερτιδών |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Πόλεμοι/μάχες | Battle of Brissarthe |
Αξιώματα και βραβεύσεις | |
Αξίωμα | Κόμης του Ανζού Κόμης του Νεβέρ Μαρκήσιος της Νευστρίας Κόμης του Οσέρ count of Blois, Châteaudun and Chartres Κόμης της Τουρ |
Σχετικά πολυμέσα | |
Ο Ροβέρτος ο ισχυρός ή Ροβέρτος Δ΄ του Βορμς (Robert le Fort, 830 – 2 Ιουλίου 866) μέλος του Οίκου των Ροβερτιδών ήταν Μαρκήσιος της Βρετάνης, Κόμης της Νάντης και ο πρώτος Κόμης του Ανζού (861 - 866). Ο Ροβέρτος Δ΄ ήταν γιος του Ροβέρτου Γ΄ του Βορμς αν και η πατρότητα του είναι για πολλούς ασαφής.[1][2] Ο Ροβέρτος ο Ισχυρός ήταν πατέρας των βασιλέων της Γαλλίας Ροβέρτου Α΄ και Όντο ή Εύδη Α΄, ήταν ο προπάππος του Ούγου Καπέτου γενάρχη της δυναστείας των Καπετιδών της Γαλλίας.
Βιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μητέρα του ήταν η Βαλντράντα των Ουνταλριχιδών, κόρη του Άντριαν κόμη της Ορλεάνης.
Ο βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων Κάρολος Β΄ ο Φαλακρός τον διόρισε "επιθεωρητή των ανακτόρων" (853). Δεν υπάρχουν πολλές πληροφορίες για την καταγωγή της οικογένειας των Ροβερτιδών, η μόνη σοβαρή πρόταση σύμφωνα με τους ιστορικούς αναφέρει ότι προέρχονται από το Εσμπάι στην Ανατολική Φραγκία και είναι κλάδος του Οίκου των Μεροβίγγειων. Την εποχή που ήταν αυτοκράτορας ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός από τη Δυναστεία των Καρολιδών η οικογένεια μετακινήθηκε στη Δυτική Φραγκία. Μια εναλλακτική πρόταση είναι ότι κατάγονται από την οικογένεια Χρόντεγκανγκ του Μετς αλλά δεν έχει γίνει ευρύτατα αποδεκτή. Μετά την άφιξη των Ροβερτιδών στη Δυτική Φραγκία ο Κάρολος ο Φαλακρός τους έδωσε σημαντικά προνόμια για να τον υπερασπιστούν από τους εχθρούς του, πήραν τη διοίκηση του αβαείου του Μαρμουτιέ, τη Μαιν, το Ανζού και την Τουρ. Οι δωρεές του βασιλιά δημιούργησαν ένα πανίσχυρο δουκάτο με κέντρο την πόλη Λε Μαν, αντιστοιχούσε στο παλιότερο βασίλειο Νευστρία, η μοναδική υποχρέωση του ήταν να υποστηρίξει τους Φράγκους από τις επιδρομές των Βρετόνων και των Βίκινγκ (853).
Επανάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Παρά το γεγονός ότι ήταν ένας από τους ευνοούμενους ευγενείς του Καρόλου Β΄, εξεγέρθηκε εναντίον του (858). Ο ετεροθαλής αδελφός του βασιλιά Λουδοβίκος ο Γερμανικός κάλεσε μία ομάδα Βρετόνων υπό τον Σαλομόν της Βρετάνης να επιτεθούν στο βασίλειο των Δυτικών Φράγκων και να του δηλώσουν υποτέλεια. Η επανάσταση οφειλόταν στη συμμαχία του Καρόλου Β΄ με τον Ερισπόε δούκα της Βρετάνης, και τη στέψη του διαδόχου Λουδοβίκου του Τραυλού σαν βασιλιά της Νευστρίας (856). Τα γεγονότα αυτά εξασθένησαν σημαντικά τις εξουσίες του Σαλομόν και του Ροβέρτου του Βορμς, ο Κάρολος ο Φαλακρός έδωσε σαν αποζημίωση στον Ροβέρτο το Οτάν και το Νεβέρ στη Βουργουνδία γι΄αυτό τον υπερασπίστηκε μετά την επίθεση του Λουδοβίκου του Γερμανικού (856). Μετά τη δολοφονία του Ερισπόε ωστόσο τον Νοέμβριο του 857 ο Ροβέρτος ο Ισχυρός ενώθηκε σε επανάσταση εναντίον του Καρόλου του Φαλακρού (858).
Τα στρατεύματα του Ροβέρτου από τη Νευστρία με αφετηρία την πρωτεύουσα Λε Μαν επιτέθηκαν στον Λουδοβίκο τον Τραυλό (858), ο Λουδοβίκος ο Γερμανικός έφτασε τον Σεπτέμβριο του 858 στην Ορλεάνη και δέχτηκε αποστολές από τους Βρετόνους και τον Πεπίνο Β΄. Ο Κάρολος Β΄ έκλεισε ειρήνη με τον Ροβέρτο και ίδρυσε τις Μαρκιωνίες της Νευστρίας με στόχο να προστατεύσει το βασίλειο του από τους επιδρομείς (861). Ο Ροβέρτος ο Ισχυρός διορίστηκε κόμης του Ανζού και Μαρκήσιος της Βρετάνης, στη συνέχεια υπερασπίστηκε επιτυχώς τα βόρεια τμήματα του βασιλείου από τις επιδρομές των Βίκινγκς. Ο Κάρολος ο Φαλακρός αντιμετώπισε την εξέγερση του γιου του Λουδοβίκου του Τραυλού (862), διότι θεώρησε ότι υποτιμήθηκε με τον διορισμό του στον Άγιο Μαρτίνο του Τουρ (858) σε σχέση με το βασίλειο που είχε δεχτεί το 856. Ο νεαρός Λουδοβίκος Β΄ ενώθηκε με τον Σαλομόν και τα στρατεύματά τους βάδισαν εναντίον του Ροβέρτου.
Συμμαχία με τους Βίκινγκ
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι δύο στρατοί των Βίκινγκ συναντήθηκαν στη Βρετάνη, ο ένας εκδιώχθηκε στην κοιλάδα του ποταμού Σηκουάνα από τον Κάρολο τον Φαλακρό και ο άλλος επέστρεφε από τη Μεσόγειο Θάλασσα. Ο Σολομών της Βρετάνης προσέλαβε τον Μεσογειακό στόλο ως μισθοφόρους για να λεηλατήσει την Κοιλάδα του Λίγηρα στη Νευστρία.[3] Ο Ροβέρτος συνέλαβε 12 πλοία σκοτώνοντας τα πληρώματα τους, σώθηκαν ελάχιστοι που μπόρεσαν να δραπετεύσουν. Παράλληλα ξεκίνησε διαπραγματεύσεις με τους Βίκινγκς στον Σηκουάνα με σκοπό να τους πάρει ως δικούς τους μισθοφόρους ώστε να μην ενισχύσουν τον στρατό του Σολομών, τους πρόσφερε 6.000 χρυσές λίρες. Συνέλεξε επιπλέον ένα μεγάλο ποσό από φόρους ώστε να πληρώσει τους Βίκινγκ και να τους κρατήσει μακριά από τη Νευστρία. Η ειρήνη ανάμεσα στους Φράγκους και τους Βίκινγκ δεν κράτησε ωστόσο πολύ, ο Ροβέρτος έκλεισε ειρήνη με τον Σολομών και οι Βίκινγκς που δεν είχαν εχθρικά εδάφη να λεηλατήσουν κατέστρεψαν τη Νευστρία.[4] Ο Κάρολος ο Φαλακρός διόρισε κατόπιν τον Ροβέρτο τον Ισχυρό ηγούμενο στο Αβαείο του Αγίου Μαρτίνου του Τουρ.[5]
Θάνατος σε μάχη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Τα επόμενα χρόνια ο Ροβέρτος ο Ισχυρός βρέθηκε ξανά σε πόλεμο με τον Πεπίνο Β΄, υπερασπίστηκε ξανά το Οτάν από τον Λουδοβίκο τον Γερμανικό (863) και προχώρησε σε νέες εκστρατείες στη Νευστρία (865, 866). Λίγο πριν τον θάνατο του προσπάθησε να ξεκινήσει διαπραγματεύσεις με τους Βίκινγκ που λεηλατούσαν τα περίχωρα του Λε Μαν. Ο Ροβέρτος ο Ισχυρός υπερασπίστηκε ξανά τα σύνορα του βασιλείου από τις επιδρομές των Βίκινγκς και των Βρετόνων, που επιτέθηκαν ξανά υπό την ηγεσία του Σαλομόν, όμως έπεσε στη "μάχη του Μπρισάρτ" (2 Ιουλίου 866). Στη διάρκεια της μάχης παγίδευσε έναν αρχηγό των Βίκινγκς σε μια κοντινή εκκλησία.[6] Με τη σιγουριά του νικητή έβγαλε τον οπλισμό του, αλλά οι πολεμιστές των Βίκινγκς που παραμόνευαν όταν τον είδαν άοπλο όρμηξαν και τον σκότωσαν εύκολα.[6].[5] Τον Ροβέρτο τον Ισχυρό διαδέχθηκε ο μεγαλύτερος γιος του Εύδης σε ηλικία 9 ετών, η ηρωική του αντίσταση απέναντι στους Βίκινγκ του έδωσαν τον χαρακτηρισμό "Δεύτερος Μακκαβαίος"
Οικογένεια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Με τη σύζυγο του Αδελαΐδα του Τουρ κόρη του Ούγου του Τουρ απέκτησε :[5]
- Εύδης Α΄ της Γαλλίας (857 - 898), διάδοχος του και βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων.[1]
- Ροβέρτος Α΄ της Γαλλίας (866 - 923), βασιλιάς των Δυτικών Φράγκων.[1]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Detlev Schwennicke, Europaische Stammtafeln: Stammtafeln zur Geschichte der Europaischen Staaten, Neue Folge, Band II (Marburg, Germany: J. A. Stargardt, 1984), Κεφάλαιο 10
- ↑ Detlev Schwennicke, Europaische Stammtafeln: Stammtafeln zur Geschichte der Europaischen Staaten, Neue Folge, Band II (Marburg, Germany: J. A. Stargardt, 1984), Tafel 10
- ↑ Einar Joranson (1923), The Danegeld in France (Rock Island: Augustana), σσ. 59–61.
- ↑ Einar Joranson (1923), The Danegeld in France (Rock Island: Augustana), 59–61.
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Jim Bradbury, The Capetians, Kings of France 987-1328, (London: Hambledon Continuum, 2007), σ. 24.
- ↑ 6,0 6,1 Jim Bradbury, The Capetians, Kings of France 987-1328, (London: Hambledon Continuum, 2007), 24. ISBN 978-1-85285-528-4
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Detlev Schwennicke, Europaische Stammtafeln: Stammtafeln zur Geschichte der Europaischen Staaten, Neue Folge, Band II (Marburg, Germany: J. A. Stargardt, 1984)
- Einar Joranson (1923), The Danegeld in France (Rock Island: Augustana)
- Jim Bradbury, The Capetians, Kings of France 987-1328, (London: Hambledon Continuum, 2007)
- Smith, Julia M. H. Province and Empire: Brittany and the Carolingians. Cambridge University Press: 1992.
- Hummer, Hans J. Politics and Power in Early Medieval Europe: Alsace and the Frankish Realm 600 – 1000. Cambridge University Press: 2005.