Πόσο αργά ήταν, πόσο αργά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πόσο αργά ήταν, πόσο αργά
ΣυγγραφέαςΤζέιμς Κέλμαν
ΤίτλοςHow Late It Was, How Late
ΓλώσσαΑγγλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1994
Μορφήμυθιστόρημα
Βραβείαβραβείο Μπούκερ[1]
LC ClassOL60988W[2]
Πρώτη έκδοσηHarvill Secker

Πόσο αργά ήταν, πόσο αργά (αγγλικός τίτλος: How Late It Was, How Late) είναι μυθιστόρημα του Σκωτσέζου συγγραφέα Τζέιμς Κέλμαν που δημοσιεύθηκε το 1994. Η ιστορία διαδραματίζεται στη Γλασκώβη και αναφέρεται στις περιπέτειες ενός ανθρώπου με βεβαρυμμένο ποινικό μητρώο, εστιάζοντας στην περιθωριοποίησή του. Είναι γραμμένο στη σκωτσέζικη διάλεκτο της εργατικής τάξης με την αφηγηματική τεχνική της ροής της συνείδησης. Η έλλειψη ξεκάθαρης πλοκής αμφισβητεί τους συμβατικούς λογοτεχνικούς κανόνες.[3]

Το βιβλίο κέρδισε το βραβείο Μπούκερ το 1994.[4]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κύριος χαρακτήρας είναι ο 38χρονος Σάμι, Σκωτσέζος από την εργατική τάξη της Γλασκώβης. Ο Σάμι μιλά και σκέφτεται στην εργατική διάλεκτο, με πολύ άσεμνη γλώσσα. Παντρεύτηκε νέος, αμέσως μετά την πρώτη του φυλάκιση, αλλά ο γάμος δεν κράτησε πολύ (λόγω του ότι ήταν πολύ νέοι αλλά και επειδή ο Σάμι έπινε πολύ), απέκτησαν όμως έναν γιο. Μετά από το διαζύγιο και ένα μεγαλύτερο διάστημα στη φυλακή, ο Σάμι ζει με τη σύντροφό του Έλεν. Από την αρχή βλέπουμε την κλίση του στο ποτό και ότι οι παρορμητικές του ενέργειες τον αφήνουν εκτός ελέγχου της ζωής του.[5]

Ένα πρωί, ο Σάμι ξυπνά σε έναν δρόμο της Γλασκώβης μετά από μια διήμερη υπερκατανάλωση αλκοόλ και τσακώνεται με δύο αστυνομικούς με πολιτικά ρούχα. Όταν ανακτά τις αισθήσεις του, ανακαλύπτει ότι τον ξυλοκόπησαν άγρια, και λίγο αργότερα - ότι είναι εντελώς τυφλός. Σε όλο το βιβλίο παρακολουθούμε πώς ο Σάμι αντιμετωπίζει τη νέα του κατάσταση και τις δυσκολίες που συνδέονται με αυτήν.

Μετά την απελευθέρωσή του, ο Σάμι επιστρέφει σπίτι και συνειδητοποιεί ότι η φίλη του Έλεν έχει εξαφανιστεί. Μαντεύει ότι έφυγε από το σπίτι επειδή είχαν μαλώσει νωρίτερα αλλά δεν κάνει καμία ενέργεια για να τη βρει. Για λίγο, ο Σάμι παλεύει με καθημερινές εργασίες που δυσκολεύει η τύφλωση. Σύντομα συνειδητοποιεί ότι χρειάζεται κάτι για να δείχνει ότι είναι τυφλός σε άλλους ανθρώπους. Κόβει το κεφάλι μιας παλιάς σφουγγαρίστρας και, με τη βοήθεια του γείτονά του Μπομπ, τη βάφει άσπρη. Αγοράζει επίσης ένα ζευγάρι μαύρα γυαλιά στο φαρμακείο.

Τελικά, πηγαίνει στο Γενικό Νοσοκομείο περιμένοντας να ελεγχθεί για την τύφλωσή του και να υποβάλει αίτηση για επίδομα αναπηρίας. Εκεί, μια νεαρή υπάλληλος του κάνει ερωτήσεις. Ο Σάμι της λέει ότι τον ξυλοκόπησαν οι αστυνομικοί, αλλά αμέσως μετανιώνει που το είπε και προσπαθεί να το πάρει πίσω. Τον ενημερώνει ότι δεν μπορεί να αφαιρέσει τη δήλωσή του από το αρχείο, αλλά μπορεί να κάνει διευκρινίσεις εάν το επιθυμεί. Αυτό αναστατώνει τον Σάμι και φεύγει από το νοσοκομείο χωρίς να ολοκληρώσει την εξέταση και χωρίς να κάνει την αίτηση.

Μόλις επιστρέφει στο σπίτι, αποφασίζει να ηρεμήσει κάνοντας ένα μπάνιο. Ενώ βρίσκεται στην μπανιέρα, ακούει κάποιον να μπαίνει στο διαμέρισμά του. Όταν πηγαίνει να ερευνήσει, αστυνομικοί του περνούν χειροπέδες και τον οδηγούν στο τμήμα όπου αντιμετωπίζει μια παρατεταμένη ανάκριση για τις σχέσεις του με άτομα που είναι ύποπτα για πολιτική αναταραχή και απειλές για τρομοκρατία. Ο Σάμι αφήνεται ελεύθερος για την ώρα, αν και η αφήγηση υπονοεί ότι υπάρχει πάντα ο κίνδυνος να συλληφθεί πάλι, και πηγαίνει στον γιατρό, ο οποίος αφού του κάνει μια σειρά ερωτήσεων για την όρασή του, τελικά αρνείται να διαγνώσει ότι είναι τυφλός. Όταν ο Σάμι φεύγει από το ιατρείο, ένας νεαρός τον ακολουθεί. Ξέρει τα πάντα για την υπόθεση του και θέλει να αναλάβει την υπόθεσή του για να πάρει αποζημίωση για τον ξυλοδαρμό του, είναι δικηγόρος.

Ο Σάμι πηγαίνει στο μπαρ που δούλευε η Έλεν για να την αναζητήσει. Στην είσοδο του μπαρ, δύο σεκιούριτι δεν τον αφήνουν να περάσει και του λένε ότι καμία με το όνομα «Έλεν» δεν έχει δουλέψει ποτέ εκεί. Αναστατωμένος, ο Σάμι πηγαίνει στο αγαπημένο του στέκι όπου τον πλησιάζει ο παλιός του φίλος Ταμ που είναι αναστατωμένος επειδή ο Σάμι έδωσε το όνομά του στην αστυνομία και και έκαναν έφοδο στο σπίτι του νωρίς το πρωί, τρομάζοντας την οικογένειά του. Θυμωμένος, απομακρύνεται από τον Σάμι που αναρωτιέται τι συμβαίνει.

Αργότερα, ο δικηγόρος στέλνει τον γιο του Σάμι, Πίτερ, να τραβήξει φωτογραφίες από τα σημάδια που έχει ο Σάμι από τον ξυλοδαρμό από την αστυνομία. Ο Σάμι λέει στον γιο ότι θέλει να πάει στην Αγγλία, αυτός του προσφέρει χρήματα για να τον βοηθήσει. Αρχικά αρνείται να πάρει χρήματα από τον γιο του, αλλά εκείνος επιμένει και ο Σάμι συμφωνεί. Συναντιούνται κοντά σε ένα μπαρ και ο Πίτερ του δίνει τα χρήματα. Ο Σάμι μπαίνει σε ένα ταξί και φεύγει.[6]

Βραβείο Μπούκερ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1994, ο Τζέιμς Κέλμαν κέρδισε το βραβείο Μπούκερ για το μυθιστόρημα. Η επιλογή δίχασε τους κριτικούς και προκάλεσε σημαντικές αντιδράσεις λόγω της προσβλητικής και χυδαίας γλώσσας, της ιδιόμορφης αργκό των εργατικών κύκλων και των μεταναστών της Γλασκώβης που χρησιμοποίησε ο συγγραφέας. Ορισμένοι κριτικοί και παρατηρητές χαρακτήρισαν το βραβείο «ντροπή» και «λογοτεχνικό βανδαλισμό» και ότι ο Κέλμαν δεν έκανε τίποτε περισσότερο από το να «μεταγράψει τις μπερδεμένες σκέψεις ενός τυφλού μεθυσμένου της Γλασκώβης».[7]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]