Πενφιλντίτης
Πενφιλντίτης. Προέλευση: Αντοφαγάστα, Χιλή | |
Γενικά | |
---|---|
Κατηγορία | Χλωριούχα |
Χημικός τύπος | Pb2Cl3(OH) |
Ορυκτολογικά χαρακτηριστικά | |
Πυκνότητα | 5,8 - 6 gr/cm3 |
Χρώμα | Άχρωμο, λευκό, κιτρινωπό, γαλαζωπό |
Σύστημα κρυστάλλωσης | Εξαγωνικό |
Κρύσταλλοι | Συνήθως πρισματικοί παράλληλα με [0001] |
Υφή | Ινώδης σε πρίσματα |
Διδυμία | Επαφής κατά [2130] στον {0001} ή τον {4154} |
Σκληρότητα | 3 - 4 |
Σχισμός | Σαφής κατά {0001} |
Θραύση | Ανώμαλη |
Λάμψη | Αδαμάντινη έως λιπαρή |
Γραμμή κόνεως | Λευκή |
Πλεοχρωισμός | Όχι (άχρους). |
Διαφάνεια | Διαφανής |
Παρατηρήσεις | Διαλυτός στο νερό |
Ο πενφιλντίτης (αγγλ. penfieldite) είναι ένυδρο χλωριούχο ορυκτό του μολύβδου. Το όνομα τού αποδόθηκε προς τιμήν του Samuel Lewis Penfield, (1856–1906), καθηγητή Ορυκτολογίας στο Πανεπιστήμιο του Γιέιλ.[1]
Απαντάται ως προϊόν εξαλλοίωσης μεταλλευτικών απορριμμάτων που περιέχουν μόλυβδο από την επίδραση θαλάσσιου νερού (Λαύριο, Baratti Ιταλίας) ή ως προϊόν οξείδωσης υδροθερμικών μολυβδούχων αποθέσεων (Sierra Gorda, Χιλή). Έχει, επίσης, ανευρεθεί στην Μαχντία της Τυνησίας ως προϊόν εξαλλοίωσης μολυβδούχων αντικειμένων σε ναυάγιο της ύστερης Ελληνιστικής εποχής και στο Little Giant mine στο Αϊντάχο των ΗΠΑ.
Ορυκτά με τα οποία σχετίζεται είναι ο παραλαυριονίτης και ο φωσγενίτης (Λαύριο), ο φιντλερίτης και ο κοττουνίτης (Baratti).
Απαντάται στην περιοχή Baratti της Τοσκάνης στην Ιταλία, σε μεταλλευτικά απορρίμματα (slag) και στο ορυχείο Margarita της περιοχής Sierra Gorda, Αντοφαγάστα, της Χιλής.
Στην Ελλάδα ανευρίσκεται σε μεταλλευτικά απορρίμματα των μεταλλείων Λαυρίου, όπου και αποτελεί χαρακτηριστικό ορυκτό (type locality) και συγκεκριμένα στις περιοχές Πασά- λιμάνι, Σούνιο, παραλία Θορικού και Βρυσάκη.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Δείτε επίσης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- James Dwight Dana, Manual of Mineralogy and Lithology, Containing the Elements of the Science of Minerals and Rocks, READ BOOKS, 2008 ISBN 1443742244
Σημειώσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ Όνομα προ του 1959, "granfathered"