Καισαροπαπισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Παποκαισαρισμός)

Με τον όρο Καισαροπαπισμός που αναπτύχθηκε ιδιαίτερα τον 14ο, 15ο και 16ο αιώνα[1] εννοείται ο συνδυασμός της πολιτειακής κοσμικής διακυβέρνησης μετά της θρησκευτικής πνευματικής εξουσίας της χριστιανικής εκκλησίας. Στην πραγματικότητα με τον όρο αυτό αντιτάχθηκε εκ μέρους της Παπικής εκκλησίας η αυτοτέλεια της κοσμικής πολιτείας. Στην δε προωθημένη του μορφή ο καισαροπαπισμός είναι πολιτική θεωρία του Πολιτειακο-θεοκρατικού συστήματος όπου ο Ηγεμόνας, (Αυτοκράτορας, Καίσαρας, Βασιλέας κ.λπ.), είναι ταυτόχρονα κεφαλή της εκκλησίας (πάπας, πατριάρχης, ενίοτε και αρχιεπίσκοπος). Στην αντίθετη μορφή του το σύστημα ορίζεται ως παποκαισαρισμός , Θεοκρατικο-πολιτειακό σύστημα, ή θεοκρατία όπου εδώ οι εκκλησιαστικοί οργανισμοί διατηρούν τον έλεγχο του κράτους, (π.χ. σήμερα Βατικανό, Ιράν).

Ο Stanley Harakas θεωρεί τον καισαροπαπισμό και τον παποκαισαρισμό ανεξάρτητες κατηγορίες σχέσεων κράτους και εκκλησίας, μαζί με άλλες δύο, τον πλήρη διαχωρισμό κράτους και εκκλησίας και τη θεωρία της συμφωνίας[2].

Παποκαισαρισμός[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Με τον όρο καισαροπαπισμός, θεοκρατία και ιεροκρατία εννοείται η συγκέντρωση της πνευματικής και της κοσμικής εξουσίας σε μια ισχυρή θρησκευτική ηγεσία που χειραγωγεί τους ηγεμόνες. Στα συμφραζόμενα του συγκεκριμένου ορισμού διακρίνουμε τις Ψευδοϊσιδώρειες διατάξεις, δηλαδή συλλογή συνοδικών κανόνων, παπικών κανόνων και εκκλησιαστικών αποφάσεων που καταρτίστηκαν στα μέσα του 9ου αιώνα στη Γαλλία, ως μέσα προβολής της παπικής εξουσίας. Κατασκευασμένα έγγραφα (π.χ. Δωρεά του Κωνσταντίνου χρησιμοποιήθηκαν από τον πάπα Νικόλαο Α΄, τον πάπα Γρηγόριο Ζ΄ και τον πάπα Ιννοκέντιο Γ΄ στα πλαίσια της ανάδειξης της παπικής κοσμοκρατορίας.

Οι πάπες, ιδιαίτερα ο πάπας Ιννοκέντιος Γ΄ εκμεταλλεύτηκαν συγκυρίες όπως προβλήματα αυτοκρατορικής διαδοχής στο θρόνο για να ανακατευτούν με ζητήματα κοσμικής εξουσίας, αφόρισαν βασιλείς όπως ο γάλλος Φιλίππος Α΄ και υπέταξαν ως φόρου υποτελή κράτη όπως η Πορτογαλία, η Ουγγαρία και τα Ισπανικά κρατίδια. Στο πλαίσιο αυτής της ιεροκρατίας οργάνωσαν την Δ' Σταυροφορία με στόχο την ανακατάληψη των Αγίων Τόπων από τους Άραβες. Απότοκη του παποκαισαρισμού είναι η παπική βούλα Unam Sanctam[3], εκδοθείσα υπό του πάπα Βονιφάτιου Η΄[4].

Στο σύγχρονο χριστιανικό κόσμο παποκαισαρισμός ή ιεροκρατία πλην Βατικανού δεν υφίσταται.

Καισαροπαπισμός στη Δύση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καισαροπαπισμός στη Δύση χαρακτηρίζεται από δύο σημαντικές ιστορικές περιόδους, εκείνη της βασιλείας του Ερρίκου Η' στην Αγγλία[5]. Ο βασιλιάς διορίζει επισκόπους και έχει εκκλησιαστικά εισοδήματα. Παρά τις αρχικά καλές σχέσεις της Αγγλίας με το Βατικανό, δε δέχεται φόρο υποτέλειας, με την αιτιολογία ότι θέτει σε κίνδυνο την εθνική ανεξαρτησία και πρέπει να έχει εθνική έγκριση. Ακολουθεί η ίδρυση της αγγλικανικής εκκλησίας και η αναγνώριση του βασιλέα ως κεφαλής της εκκλησίας από επαρχιακές συνόδους. Οι μονές και η εκκλησιαστική περιουσία υπάγονται αμετάκλητα στην κοσμική εξουσία του στέμματος. Η δεύτερη σημαντική περίοδος είναι εκείνη της βαβυλώνιας αιχμαλωσίας ως αναφέρεται του παπισμού στην Αβινιόν[6]. Οι Γάλλοι βασιλείς είναι καλό παράδειγμα μιας μη αυτοκρατορικής καθολικής μοναρχίας που επιβλήθηκε βαριά στη Γαλλική εκκλησία. Επίσης, όψεις του Γαλλικανισμού[7] αντανακλούν την επιθυμία της γαλλικής μοναρχίας να αποδώσει στη θεία λειτουργία διακριτό γαλλικό περιεχόμενο σε μία εποχή που τα Λατινικά ήταν η μόνη εκκλησιαστική γλώσσα στη Δύση.

Άλλο σημαντικό παράδειγμα καισαροπαπισμού στη Δύση είναι η περίοδος της Άγιας Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας υπό τον Καρλομάγνο. Ο Καρλομάγνος ελέω Θεού μονάρχης θεωρεί εαυτόν υπόλογο μόνο στον Θεό. Επίσης, ασκεί εκκλησιαστική διοίκηση, εκδίδει εκκλησιαστικούς νόμους για εκκλησία και αναμιγνύεται σε δογματικά ζητήματα. Τέλος είναι εκείνος που βοηθά τον Πάπα Λέοντα να επιστρέψει στον παπικό θρόνο και επικυρώνει την εκλογή του, παρά τις παποκαισαρικές προσπάθειες του δεύτερου να ελέγξει την εκάστοτε εκλογή ευρωπαίων ηγεμόνων.

Στις χώρες της κεντρικής και βόρειας Ευρώπης παρά τις αρχικές δημοκρατικές απόψεις των μεταρρυθμιστών ο καισαροπαπισμός επικρατεί κατά τον 16ο αιώνα, όταν με την Ειρήνη της Αυγούστας το 1555 καθιερώνεται το cuius regio eius religio, η επιβολή δηλαδή του ασπασμού της ομολογίας που επιβάλλει ο ηγεμόνας, ως απαραίτητη προϋπόθεση για την παραμονή εντός των ορίων της επικράτειάς του[8].

Καισαροπαπισμός στην Ανατολή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως Καισαροπαπισμός στην Ανατολή στην αρχική του μορφή θεωρείται η εξουσία που ασκούσαν οι βυζαντινοί αυτοκράτορες στην Ανατολική Ορθόδοξη Εκκλησία από τον 5ο έως τον 10ο αιώνα[9][10]. Ο όρος αυτός, σύγχρονο δημιούργημα της Δύσης, δεν βρίσκεται πουθενά στα βυζαντινά κείμενα και αποτελεί προσπάθεια να ερμηνευτεί η βυζαντινή πραγματικότητα με την δυτική οπτική.[11] Ο βυζαντινός αυτοκράτορας τυπικός προστάτης της εκκλησίας επενέβαινε στη διαχείρισή της προεδρεύοντας σε εκκλησιαστικές συνόδους, διορίζοντας πατριάρχες και θέτοντας τα όρια της δικαιοδοσίας τους[12] αλλά "οι περισσότεροι σύγχρονοι ιστορικοί αναγνωρίζουν ότι τα νομικά βυζαντινά κείμενα μιλούν για αλληλεξάρτηση μεταξύ των αυτοκρατορικών και εκκλησιαστικών δομών παρά για μια μονομερή εξάρτηση των τελευταίων. Οι ιστορικοί θεωρούν επίσης ότι δεν υπήρξε τίποτα στη βυζαντινή κατανόηση της χριστιανικής πίστης που θα αναγνώριζε τον αυτοκράτορα...δογματικά αλάθητο...Πολλές ιστορικές περιπτώσεις άμεσης αυτοκρατορικής πίεσης στην εκκλησία τελείωσαν στην αποτυχία"[13].

Ο καισαροπαπισμός, δεν αποτελεί τμήμα του ορθόδοξου δόγματος και ο αυτοκράτορας σε θεολογικό επίπεδο, δεν έκανε κάτι περισσότερο από το να εκφράζει το κοινό για όλους δόγμα[14]. Η ιστορική πραγματικότητα του καισαροπαπισμού πάντως, σύμφωνα με τον Μητροπολίτη Κάλλιστο Γουέαρ, από τη σύγχυση της Βυζαντινής αυτοκατορίας με το Βασίλειο του Θεού και τον ζήλο των Βυζαντινών να «εγκαθιδρύσουν επί της γης μια ζώσα εικόνα της ουράνιας διακυβέρνησης του Θεού»[15]. Ο αυτοκράτορας αποκαλείτο pontifex maximus, δηλαδή αρχιερέας, και ο πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως χρειαζόταν την αυτοκρατορική έγκριση, προκειμένου να αναλάβει το αξίωμά του[16]. Εκκλησιαστικοί συγγραφείς όπως ο Ιωάννης ο Χρυσόστομος[12] και ο άγιος Αθανάσιος πατριάρχης Αλεξανδρείας υπήρξαν σφοδροί πολέμιοι της ιδέας του αυτοκρατορικού ελέγχου επί της εκκλησίας. Στη μεταβυζαντινή εποχή σημαντικό δείγμα καισαροπαπισμού στην Ανατολή είναι η περίοδος του Ιβάν Δ' του Τρομερού στη Ρωσία. Όταν ανέλαβε Τσάρος, το 1547, υπέταξε τη Ρωσική Ορθόδοξη Εκκλησία στο κράτος[17] σε βαθμό υπέρτερο εκείνου της Βυζαντινής αυτοκρατορίας[18]. Σύγχρονη μορφή καισαροπαπισμού, συνδυασμού δηλαδή κοσμικής και θρησκευτικής εξουσίας, θεωρείται η διακυβέρνηση της Κύπρου από τον αρχιεπίσκοπο Μακάριο Γ' έως το 1977[19].

Ο ρόλος του αυτοκράτορα στο Βυζάντιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προκειμένου να κατανοηθεί η ιδέα του καισαροπαπισμού ως πολιτικής θεωρίας, χρειάζεται η κατανόηση του ρόλου του αυτοκράτορα, στα συμφραζόμενα του βυζαντινού πολιτισμού. Η θρησκευτική βάση της αυτοκρατορικής εξουσίας ακολούθησε μακρά πορεία από τα ελληνιστικά βασίλεια στη Ρώμη και κατόπιν στο Βυζάντιο[20], αλλά είναι κατά βάσιν ασιανική και συγκεκριμένα περσική. Η περσική αντίληψη -ηθική κατ' ουσίαν- για την άσκηση εξουσίας στοχεύει στην καταπολέμηση του κακού. Το βυζαντινό αυτοκρατορικό δόγμα ως βάση των πολιτικών και διοικητικών θεσμών της βυζαντινής αυτοκρατορίας ορίζει τον αυτοκράτορα ως τοποθετημένο από τον Θεό στην κεφαλή του κράτους. Ως ζωντανός νόμος διαθέτει απεριόριστη θέληση, που επεκτείνεται στα πάντα, ακόμα και στην Εκκλησία[21] Χαρακτηριστική στην προκειμένη περίπτωση για τον τρόπο με τον οποίον αντιμετωπιζόταν ο ρόλος του αυτοκράτορα είναι θέση του Θεόδωρου Βαλσαμών πως η υπηρεσία του αυτοκράτορα είναι ενδυνάμωση ψυχής τε και σώματος, ενώ το αξίωμα του Πατριάρχη σχετίζεται αποκλειστικά με την ωφέλεια των ψυχών[22].

Φαίνεται, ωστόσο, πως η αυτοκρατορική εξουσία συνάντησε σοβαρές αντιστάσεις από μέρους του ιερατείου και θεωρείται πως δεν κατόρθωσε «να διαπεράσει επιτυχώς τον εσωτερικό της πυρήνα, δηλ. το δόγμα και τα μυστήρια»[23]. Πιθανώς τούτο εξηγεί εν μέρει τη γενικότερη επίμονη άρνηση του Θεόδωρου Βαλσαμών να υποβάλλεται οποιαδήποτε έφεση των εκκλησιαστικών δικαστηρίων στον αυτοκράτορα[24], καθώς τέτοιες εφέσεις παρείχαν σημαντικές ευκαιρίες στους αυτοκράτορες να παρεμβαίνουν σε εκκλησιαστικά ζητήματα.

Η συγκέντρωση όλων των δυνάμεων και εξουσιών στην ανατολική ρωμαϊκή αυτοκρατορία στο πρόσωπο του Διοκλητιανού και αντιστοίχως στο πρόσωπο του Κωνσταντίνου απηχεί τις περί αυτοκρατορικής δύναμης αντιλήψεις της Ανατολής και για τον Βασίλιεφ, ο οποίος θεωρεί βάση της συγκεκριμένης αντίληψης κατ' αρχήν την Αίγυπτο και κατόπιν την Περσία των Σασσανιδών[25]. Ο ίδιος παραθέτοντας τον Οστρογκόρσκι[26] θεωρεί χαρακτηριστικότερο εκπρόσωπο της καισαροπαπικής τάσης τον Ιουστιανιανό.


Σημειώσεις - παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Ο όρος Θεοκρατία εισήχθη στην πραγματικότητα από τον Φλάβιο Ιώσηπο ενώ ο όρος Παπο-καισάρια και Καισαρο-παπία απαντάται στα κείμενα του Iustus Henning Böhmer (1674-1749), ο οποίος στο εγχειρίδιό του για τον προτεσταντικό εκκλησιαστικό νόμο αποκήρυξε τόσο τον πάπα που προσπαθούσε διεκδικούσε πολιτική δύναμη όσο και τον κοσμικό κυβερνήτη που προσπαθούσε να ανακατευθεί σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Βλ. το 9ο κεφάλαιο Gilbert Dagron 2003, Emperor and Priest. The Imperial Office in Byzantium, (trans. Jean Birrell) Cambridge University Press, Cambridge, 222 κ.ε.
  2. 1. Διαχωρισμός εκκλησίας και κράτους: Σε αυτή την περίπτωση το κράτος μπορεί να είναι ουδέτερο, φιλικό ή ανταγωνιστικό προς την εκκλησία. 2. Παποκαισαρισμός (Θεοκρατία): Η εκκλησία ή η θρησκευτική εξουσία, είναι κυβέρνηση. 3. Καισαροπαπισμός: Η εκκλησία κυβερνάται από το κράτος. 4. Θεωρία της συμφωνίας: Το κράτος και η εκκκλησία λειτουργούν συμπληρωματικά και επιδεικνύουν αμοιβαίο σεβασμό. Βλ. Stanley S. Harakas. 1993, Living the Faith: The Praxis of Eastern Orthodox Ethics. Light and Life Publishing Company, Minneapolis, 259-293.
  3. Medieval Sourcebook: Boniface VIII, Unam Sanctam, 1302
  4. Σύμφωνα με τη συγκεκριμένη βούλα ο Ιησούς άφησε στη γη δύο ξίφη, ένα για τον αυτοκράτορα και ένα για τον πάπα. Διερμηνεύοντας την βούλα ο πάπας κατέληξε στην άποψη ότι και τα δύο ξίφη ανήκαν στην εκκλησία, το ένα πνευματικό και το άλλο υλικό. Η πνευματική εξουσία εγκαθιστά την κοσμική
  5. «Brittanica Concise encyclopedia, article: Caesaropapism». Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο στις 28 Δεκεμβρίου 2007. Ανακτήθηκε στις 19 Φεβρουαρίου 2008. 
  6. Ο βασιλέας Φίλιππος ο 4ος συγκρούστηκε με τον Πάπα Βονιφίκιο τον 8ο, καθώς ο τελευταίος κατήργησε το 1302 την πληρωμή εκκλησιαστικών φόρων σε κρατική εξουσία. Ο Φίλιππος συνέλαβε τον Βονιφίκιο και μετά το θάνατό του εξέλεξε ελεγχόμενο πάπα. Έκτοτε και μέχρι και το 1377 όλοι οι πάπες ζούσαν στην Αβινιόν, ελεγχόμενοι από τον άλλο μονάρχη.
  7. Ο Γαλλικανισμός (Γαλλικά gallicanisme)προέβλεπε μόνον πνευματική εξουσία του Πάπα και μάλιστα κατώτερη των οικουμενικών συνόδων, την απαγόρευση επέμβασής του στα διοικητικά της εκκλησίαςκαι αμφισβήτηση της αυθεντίας του.
  8. Steven Ozment 1980, The Age of Reform, 1250-1550: An Intellectual and Religious History of Late Medieval and Reformation Europe New Haven, Connecticat, 259.
  9. Cross, F.L. & Livingstone, E.A. (1983), Oxford Dictionary of the Christian Church (2nd ed.), Oxford Unversity Press, Oxford, 218.
  10. Douglas, J.D. (1978), The New International Dictionary of the Christian Church (revised ed.), MI: Zondervan, Grand Rapids, 173.
  11. Deno John Geanakoplos, «Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism», Church History 34:4 (Δεκέμβριος 1965), σελ. 381.
  12. 12,0 12,1 Encyclopedia Britannica, vol. II, 1985, 718-719.
  13. "caesaropapism." Encyclopedia Britannica Online. 19 Feb. 2008 (http://www.britannica.com/eb/article-9018527).
  14. David Knowles, Church and State in Christian History, Journal of Contemporary History, Vol. 2, No. 4, Church and Politics. (Oct., 1967), σελ. 8.
  15. Ware, Timothy (1980), The Orthodox Church (revised ed.), New York: Penguin Books, 50.
  16. Latourette, Kenneth Scott (1975), A History of Christianity to A.D. 1500, vol. I (revised ed.), Harper & Row, San Francisco, 283; 312
  17. Bainton, Roland H. (1966), Christendom: A Short History of Christianity, vol. I, Harper & Row, New York, 119.
  18. Billington, James H. (1966), The Icon and the Axe: An Interpretive History of Russian Culture, New York: Random House, 67
  19. Ware, Timothy (1980), The Orthodox Church (revised ed.), Penguin Books, New York, 98.
  20. Guillou Andre 1998, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 120.
  21. Guillou Andre 1998, 126.
  22. Θεόδωρος Βαλσαμών, PG138, 1014-34.
  23. Deno J. Geanakoplos, στο ίδιο, 397.
  24. Θεόδωρος Βαλσαμών PG137, 1307-1314.
  25. Vasiliev A.A. 1973, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453 (μτφρ. Δ. Σαβράμης) IBC Hellas LTD, Αθήνα, 85.
  26. Ostrogorsky G. 1931, «Relation between the Church and the State in Byzantium», Annales de l' Institut Kondakov, IV, 121-123.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Bainton, Roland H. (1966), Christendom: A Short History of Christianity, vol. I, Harper & Row, New York
  • Billington, James H. (1966), The Icon and the Axe: An Interpretive History of Russian Culture, New York: Random House
  • Cross, F.L. & Livingstone, E.A. (1983), Oxford Dictionary of the Christian Church (2nd ed.), Oxford Unversity Press, Oxford
  • Dagron Gilbert 2003, Emperor and Priest. The Imperial Office in Byzantium, (trans. Jean Birrell) Cambridge University Press, Cambridge
  • Douglas, J.D. (1978), The New International Dictionary of the Christian Church (revised ed.), MI: Zondervan, Grand Rapids
  • Geanakoplos Deno J. 1965 «Church and State in the Byzantine Empire-A Reconsideration of the Problem of Caesaropapism», Church History, Vol. 34, No. 4. (Dec)
  • Guillou Andre 1998, Ο Βυζαντινός Πολιτισμός, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα
  • Harakas Stanley S. 1993, Living the Faith: The Praxis of Eastern Orthodox Ethics. Light and Life Publishing Company, Minneapolis
  • Knowles, David 1967, «Church and State in Christian History», Journal of Contemporary History, Vol. 2, No. 4, Church and Politics (Oct)
  • Latourette, Kenneth Scott (1975), A History of Christianity to A.D. 1500, vol. I (revised ed.), Harper & Row, San Francisco
  • Ostrogorsky G. 1931, «Relation between the Church and the State in Byzantium», Annales de l' Institut Kondakov, IV
  • Ozment Steven 1980, The Age of Reform, 1250-1550: An Intellectual and Religious History of Late Medieval and Reformation Europe New Haven, Connecticat
  • Vasilev A.A. 1973, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας 324-1453 (μτφρ. Δ. Σαβράμης) IBC Hellas LTD, Αθήνα
  • Ware, Timothy (1980), The Orthodox Church (revised ed.), New York: Penguin Books
  • Brittanica Concise encyclopedia
  • Encyclopedia Britannica Online
  • Encyclopedia Britannica, vol. II, 1985
  • Medieval Sourcebook