Οικονομική ανάπτυξη

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μακροχρόνια τάση του δυνητικού προϊόντος Υ* και βραχυχρόνιες διακυμάνσεις του πραγματικού προϊόντος Υ.

Ο όρος ανάπτυξη στα οικονομικά αναφέρεται στην αύξηση της πραγματικής παραγωγής προϊόντων και υπηρεσιών σε μία οικονομία με την πάροδο του χρόνου. Κατά σύμβαση, ως μέτρο ή δείκτης της ανάπτυξης ορίζεται ο μακροχρόνιος μέσος ποσοστιαίος ρυθμός αύξησης του πραγματικού ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος. Ο δείκτης αυτός υπολογίζεται σε πραγματικούς όρους, δηλαδή διορθωμένους ως προς τον πληθωρισμό, και όχι σε ονομαστικούς όρους. Η ανάπτυξη αναφέρεται στη μακροχρόνια τάση (δεκαετίες, αιώνες) και όχι στη βραχυχρόνια διακύμανση (τρίμηνα, εξάμηνα, έτη) του παραγόμενου προϊόντος.[1]

Η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντικό πεδίο μελέτης των μακροοικονομικών. Μια από τις εγκυρότερες θεωρίες που έχουν αναπτυχθεί σχετικά είναι το μοντέλο του Solow. Το μοντέλο αυτό ποσοτικοποιεί τη μακροχρόνια ανάπτυξη ως γινόμενο τεσσάρων παραγόντων:
της παραγωγικότητας, της συσσώρευσης κεφαλαίου, της αύξησης του πληθυσμού και της τεχνολογικής προόδου.

Ορολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ορισμένες φορές υπάρχει σύγχυση σχετικά με τη χρησιμοποιούμενη στα ελληνικά ορολογία. Τούτο διότι στην ελληνική βιβλιογραφία χρησιμοποιείται ο όρος «οικονομική ανάπτυξη» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο economic growth, αλλά επίσης χρησιμοποιείται ο όρος «ανάπτυξη» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο development economics. Τα αντικείμενα των δύο αυτών πεδίων μελέτης διαφέρουν. Ο όρος economic growth αναφέρεται στη μακροχρόνια αύξηση του δυνητικού προϊόντος που μπορεί παράγει μια (αναπτυγμένη) οικονομία[2]. Ο όρος development economics αναφέρεται στη διαδικασία ανάπτυξης των υπανάπτυκτων και αναπτυσσόμενων χωρών χαμηλού κατά κεφαλή εισοδήματος. Για να μην υπάρχει σύγχυση στην ορολογία, οι περισσότεροι οικονομολόγοι συγγραφείς χρησιμοποιούν τον όρο «μεγέθυνση» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο economic growth και τον όρο «ανάπτυξη» σε αντιστοιχία με τον αγγλικό όρο development economics[3].

Υπό αυτή την πιο ακριβή έννοια, μεγέθυνση είναι ο μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης του ΑΕΠ, ενώ ως ανάπτυξη ορίζεται η αύξηση - σε κάποια χρονική περίοδο - της οικονομικής ευημερίας που απολαμβάνει ο λαός μιας χώρας. Σημαντικότερος δείκτης της ανάπτυξης είναι ο μακροχρόνιος ρυθμός αύξησης του κατά κεφαλή ΑΕΠ, ενώ χρησιμοποιούνται και άλλοι δείκτες, όπως για παράδειγμα δείκτες που σχετίζονται με το επίπεδο υγείας, μόρφωσης και μακροβιότητας[4]. Πάντως όταν ο πληθυσμός μιας χώρας έχει την τάση να παραμένει σε μια χρονική περίοδο περίπου σταθερός τότε ανάπτυξη και μεγέθυνση δεν διαφέρουν μεταξύ τους.

Σε κάθε περίπτωση σημειώνεται ότι και η ανάπτυξη και η μεγέθυνση αναφέρονται στα πραγματικά αποπληθωρισμένα μεγέθη, δηλαδή αναφέρονται στην αύξηση της ποσότητας και ποιότητας των παραγόμενων προϊόντων και παρεχόμενων υπηρεσιών. Αντίθετα η ονομαστική ανάπτυξη ή /και μεγέθυνση αφορούν στην αύξηση των τιμών των προϊόντων και των συντελεστών της παραγωγής.

Διαφορετικές απόψεις σχετικά με την ανάπτυξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης της Γης με τους ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ ανά κράτος το 2008.

Υπό μια ευρύτερη έννοια η οικονομική ανάπτυξη αναφέρεται στην αύξηση της δυνατότητας ικανοποίησης των ατομικών και κοινωνικών αναγκών, με την πάροδο του χρόνου, στο εσωτερικό μίας οικονομίας. Αποτελεί ένα πολύ σημαντικό ζήτημα των οικονομικών αλλά υπάρχει σε κάποιο βαθμό διαφοροποίηση απόψεων σχετικά. Ορισμένοι υποστηρίζουν πως η οικονομική ανάπτυξη όχι μόνο ανεβάζει σχεδόν αυτόματα το μέσο επίπεδο ζωής, αλλά και επιτρέπει στην κοινωνία να δείξει μεγαλύτερη πρόνοια σε όσους είναι ανίκανοι να εργαστούν. Άλλοι (κυρίως από τις ετερόδοξες οικονομικές σχολές) πιστεύουν ότι η ανάπτυξη από μόνη της μπορεί να έχει και αρνητικές συνέπειες στο μέσο επίπεδο ζωής (π.χ. λόγω της ρύπανσης του περιβάλλοντος, της μείωσης του ελεύθερου χρόνου των εργαζομένων, της αύξησης του υπερκαταναλωτισμού κλπ). Αυτές οι αντιλήψεις, αλλά κυρίως τα πραγματικά δεδομένα σχετικά με την εξάντληση των παγκόσμιων αποθεμάτων ορυκτών καυσίμων τα οποία ιστορικά τροφοδότησαν τους μεγάλους ρυθμούς ανάπτυξης στον δυτικό κόσμο κατά τον 20ο αιώνα, καθώς και τα προβλήματα του υπερπληθυσμού και τα προβλήματα ανεπάρκειας των αγροτικών πόρων του πλανήτη έχουν αποτελέσει τη βάση του σοσιαλιστικού και οικολογικού κινήματος της πράσινης ανάπτυξης και βιώσιμης ανάπτυξης.

Ιστορικό της έννοιας[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η έννοια της σταδιακής ανάπτυξης δεν υπήρχε από τις πρώτες ιστορικές περιόδους, αλλά διαμορφώθηκε μέσα από το πέρασμα διαφόρων πολιτισμών. Οι πρώτες ιδέες περί «προόδου», συναφείς με την ιδέα της ανάπτυξης, διαμορφώθηκαν κατά την κλασσική Αρχαιότητα, αλλά ήταν η εβραϊκή και η χριστιανική θεολογία η οποία, δίνοντας έκφραση στη γραμμική αντίληψη του χρόνου ως μία κατευθυνόμενη διαδοχή γεγονότων (π.χ. προς τη χριστιανική Αποκάλυψη του Ιωάννη), άλλαξε τον τρόπο σκέψης σχετικά με την ιστορία και την πρόοδο (Du Pisani, 2006). Χρησιμοποιώντας ένα σχήμα έξι σταδίων της ανθρώπινης ιστορίας ο Αυγουστίνος (στην «Πόλη του Θεού») παρουσίασε την πρόοδο του ανθρώπινου είδους με όρους διαδοχικών, αναδυόμενων σταδίων.

Η χριστιανική φιλοσοφία συνέβαλε στην ιδέα της προόδου την αντίληψη της σταδιακής αποκάλυψης ενός σχεδιαστικού προτύπου από το ξεκίνημα της ανθρώπινης ιστορίας, καθώς και τη γενική ιδέα της ενδεχόμενης τελειότητας της Ανθρωπότητας στον επόμενο κόσμο. Κατά τη μεσαιωνική περίοδο η χριστιανική αντίληψη της προόδου συμπεριέλαβε χιλιαστικές, ουτοπικές ιδέες, αλλά και μία αίσθηση της σημασίας της βελτίωσης σε αυτόν τον κόσμο στο πλαίσιο της προετοιμασίας για τον επόμενο. Κατά τον 13ο αιώνα εδραιώθηκαν δύο κρίσιμα νήματα της δυτικοευρωπαϊκής αντίληψης για την ανθρώπινη πρόοδο: επίγνωση της σωρευτικής προόδου του πολιτισμού και η πίστη σε μία μελλοντική χρυσή εποχή αρετής σε αυτήν τη γη (Du Pisani, 2006).

Στη συνέχεια, κατά τη μερκαντιλιστική φάση του πρώιμου καπιταλισμού, ωρίμασε η «υλιστική» αντίληψη της προόδου ως σταδιακής διαδικασίας οικονομικής μεγέθυνσης, κατά την οποία αυξάνονται στο εσωτερικό μίας κοινωνίας τα διαθέσιμα προς κατανάλωση αγαθά. Εκείνη την περίοδο η εν λόγω μεγέθυνση θεωρούνταν πως αντικατοπτριζόταν στην αύξηση της ποσότητας του χρήματος που κυκλοφορούσε υπό τον έλεγχο της κυβέρνησης. Η αντίληψη αυτή νομιμοποιούσε αλλά και καθοδηγούσε την ευρωπαϊκή αποικιοκρατία. Κατά τον Διαφωτισμό του 18ου αιώνα η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης είχε ήδη αποκρυσταλλωθεί στην αύξηση του συνολικού πλούτου ενός έθνους μέσω προνομιακού, μονοπωλιακού εμπορίου με αποικιακές αγορές και είχε συνδεθεί με την εκβιομηχάνιση.

Περί τα τέλη του 18ου αιώνα, η ανάδυση της οικονομικής επιστήμης είχε ως αποτέλεσμα την αντικατάσταση του μερκαντιλισμού από τη σχολή των κλασικών φιλελεύθερων οικονομικών και την έμφαση στα πλεονεκτήματα του ελεύθερου εμπορίου. Η έννοια της οικονομικής ανάπτυξης έλαβε πλέον την πλήρη της μορφή και συνδέθηκε ρητά με τη μεγέθυνση του ρυθμού παραγωγής αγαθών, καθώς επρόκειτο για μία μετρήσιμη ποσότητα η οποία επέτρεπε την αφηρημένη μαθηματική μοντελοποίηση της ανάπτυξης. Ωστόσο ήταν ήδη αντιληπτό πως η ανάπτυξη είχε έναν ευρύτερο, ποιοτικό χαρακτήρα καθώς συνοδευόταν από δομικές μεταβολές και διαδικασίες αναδιοργάνωσης στην κοινωνία, με στόχο τον προσανατολισμό της τελευταίας στην αυξανόμενη κάλυψη των ατομικών και συλλογικών αναγκών σε αγαθά και υπηρεσίες. Δεν περιοριζόταν σε μια ποσοτική μεγέθυνση του συσσωρευμένου πλούτου, αλλά μεταφραζόταν σε συνεχή και καθολική αύξηση των ρυθμών παραγωγής και κατανάλωσης αγαθών, καθώς και σε μεταστροφή των κοινωνικών δομών και τεχνικών υποδομών προς αυτή την κατεύθυνση, με γνώμονα την «ευημερία».

Κατά τη διάρκεια των επόμενων δύο αιώνων διαφορετικές οικονομολογικές σχολές διατύπωσαν διαφορετικές απόψεις για την οικονομική ανάπτυξη και μεγέθυνση.

Οικονομικό Θαύμα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο όρος Οικονομικό Θαύμα περιγράφει μια περίοδο ταχείας οικονομικής ανάπτυξης.

Για παράδειγμα, στη Γερμανία το οικονομικό θαύμα της Δυτικής Γερμανίας "Wirtschaftswunder" έχει μεγάλη συμβολική σημασία και αναφέρεται συχνά στην καθημερινότητα και στον πολιτισμό. Στην Ελλάδα η ορολογία Ελληνικό οικονομικό θαύμα περιγράφει συνήθως την μεταπολεμική περίοδο.

Δείτε επίσης[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ocw.mit.edu/courses/economics Introduction to Macro Data Αρχειοθετήθηκε 2011-11-12 στο Wayback Machine., page 47 of 51.
  2. potential growth στη βάση δεδομένων ορολογίας ΙΑΤΕ
  3. Δείτε για παράδειγμα eis.pspa.uoa.gr/econ/growth.htm Αρχειοθετήθηκε 2010-03-02 στο Wayback Machine. ΕΙΣΑΓΩΓΗ ΣΤΗΝ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΑΝΑΠΤΥΞΗ
  4. R. Dornbusch, S. Fischer, Macroeconomics, 1990, ελληνική έκδοση σελ.900.