Νικόλαος Ράικος
Το λήμμα παραθέτει τις πηγές του αόριστα, χωρίς παραπομπές. |
Νικόλαος Ράικος | |
---|---|
Γενικές πληροφορίες | |
Γέννηση | 1794 |
Θάνατος | Φεβρουάριος 1854 Οδησσός |
Αιτία θανάτου | εγκεφαλοαγγειακή νόσος |
Χώρα πολιτογράφησης | Ρωσία |
Εκπαίδευση και γλώσσες | |
Ομιλούμενες γλώσσες | νέα ελληνική γλώσσα |
Πληροφορίες ασχολίας | |
Ιδιότητα | στρατιωτικός |
Οικογένεια | |
Γονείς | Alexey Bobrinsky |
Οικογένεια | Bobrinsky |
Στρατιωτική σταδιοδρομία | |
Βαθμός/στρατός | Ελληνικός Στρατός |
Ο Νικόλαος Ράικος (ή αλλιώς Νικολάι Ράυκο) υπήρξε Ρώσος φιλέλληνας. Κατέβηκε στην Ελλάδα στα πρώτα έτη της επανάστασης του 1821 και πολέμησε γενναία σε πολλές μάχες ως διοικητής μεγάλων μονάδων. Ήταν αξιωματικός με εξαιρετική μόρφωση. Διετέλεσε φρούραρχος στο Παλαμήδι, Πάτρα και Ρίο. Επί Καποδίστρια ήταν διοικητής της Σχολής των Ευελπίδων και αρχηγός του πυροβολικού. Ήταν χαρακτήρας ελεύθερος και γενναίος και ποτέ δεν δέχτηκε μισθό.
Λίγα λόγια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Αποτέλεσε κατά την Καποδιστριακή περίοδο μια εξέχουσα προσωπικότητα της Πάτρας, αν και δεν απέκτησε μεγάλη φήμη στην περιοχή αυτή. Ο Ράυκο ήταν ο πιο γνωστός από τους «ελάχιστους φανερούς Ρώσους Φιλέλληνες» [1]. Ο ίδιος έγραψε σε συγγράμματά του πως επισκέφθηκε την επαναστατημένη Ελλάδα, διότι παρατηρούσε πως οι Ρώσοι Φιλέλληνες απείχαν εντελώς από τον απελευθερωτικό αγώνα των Ελλήνων, αδιαφορώντας για το κοινό παρελθόν και την κοινή θρησκεία που συνέδεαν τους δύο αυτούς λαούς [2].
Όσον αφορά στην φυσιογνωμία του, «σύμφωνα με τον Κ. Παλαιολόγου, ήταν υψηλού αναστήματος, εύρωστος, συμπαθητικός στην όψη και διακρινόταν για τους καλούς του τρόπους» [3]. Επιπλέον, χαρακτηριζόταν από φιλομάθεια, γεγονός που φανερώνει το πλήθος των βιβλίων που λάμβανε, ενώ παρουσιάζεται και ως «ιδιαίτερα κοινωνικός» [1].
Καταγωγή και πρώιμα χρόνια
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Φημολογείται ότι ήταν νόθος γιος του Αλεξέι Μπομπρίνσκυ, ο οποίος «ήταν παιδί της τσαρίνας Αικατερίνης της Μεγάλης και του Γκριγκόρι» [4]. Ο Ράυκο, λοιπόν, προερχόταν από διακεκριμένη οικογένεια. Έτσι, σπούδασε στην Ιταλία και επέστρεψε το 1815 στη Ρωσία. Άξιο αναφοράς είναι και το γεγονός πως «διατηρούσε επαφές με τους αριστοκρατικούς κύκλους της Αγίας Πετρούπολης» [1].
Επαγγελματική ζωή
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Πριν την έλευσή του στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1824 ο Ράυκο διορίστηκε αξιωματικός του ιππικού της αυτοκρατορικής φρουράς της Ρωσίας. Ωστόσο, έλαβαν χώρα ορισμένες διενέξεις μεταξύ του ιδίου και των προϊσταμένων του, οι οποίες οδήγησαν το 1826 σε παραίτησή του από την τσαρική φρουρά. Μετά από αυτό, ήρθε αντιμέτωπος με ένα επαγγελματικό αδιέξοδο, γεγονός που τον ώθησε να αναζητήσει το μέλλον του στην Ελλάδα, μιας και επιθυμούσε από καιρό να εκφράσει έμπρακτα τη συμπαράστασή του απέναντι στους αγωνιζόμενους Έλληνες. Έφυγε, λοιπόν, από τη Ρωσία και κατευθύνθηκε προς την Ιταλία, απ' όπου και μετέβη στην Ελλάδα. «Εκεί παρέμεινε μέχρι το 1832» [1].
Τα πρώτα χρόνια στην Ελλάδα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το 1827 υπηρέτησε στο πλάι του Βρετανού αξιωματικού του ναυτικού, Τόμας Κόχραν, μαζί με τον οποίο συμμετείχε στην πολιορκία της Χίου. Το 1827 διορίστηκε φρούραρχος του Ιτς Καλέ κι ύστερα, του Παλαμηδίου, σύμφωνα με προσταγή του Βαυαρού συνταγματάρχη Έυδεκ. Το γεγονός αυτό δυσαρέστησε τους Γάλλους κατοίκους του Ναυπλίου, οι οποίοι δεν άργησαν να εκφράσουν τα παράπονά τους στον Κυβερνήτη Καποδίστρια. Τον Μάιο του 1829, «με την ιδιότητα του φρούραρχου του Παλαμηδίου, υποδέχθηκε τον Γάλλο στρατηγό Μαιζόν» [1].
Πρώτος φρούραρχος της Πάτρας
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Στις 12 Ιουνίου του 1829 ο Ράυκο διορίστηκε "Α' φρούραρχος των Πατρών και του Καστελλίου του Μωρέως", του κάστρου του Ρίου, με τον βαθμό του αντισυνταγματάρχη. Ο Κυβερνήτης Καποδίστριας, ενώ αρχικά εμφανιζόταν διστακτικός απέναντί του, στη συνέχεια επέδειξε απέραντη εμπιστοσύνη στο πρόσωπό του. Φυσικά, πριν τον διορίσει σε αυτή τη θέση, φρόντισε να βεβαιωθεί για «τον ζήλο και τις ικανότητές του να εφαρμόσει την κυβερνητική πολιτική στη νευραλγική επαρχία της Αχαΐας» [1].
Οι λόγοι που ήθελε στη θέση αυτή κάποιον ικανό και άξιο εμπιστοσύνης ήταν τρεις. Ο πρώτος ήταν οι εύπορες οικογένειες διαφόρων προκρίτων, όπως του Ζαΐμη, του Λόντου και του Ρούφου, που υπήρχαν στην Πάτρα και οι οποίες στήριζαν σημαντικά τους αντικαποδιστριακούς. Ο δεύτερος λόγος ήταν ότι απένταντι από την περιοχή της Πάτρας βρισκόταν η Ρούμελη, η οποία ήταν συνηθισμένη σε συμπλοκές. Επομένως, χρειαζόταν να υπάρχει ένας τακτικός στρατός στην Πάτρα και στο Ρίο, ώστε να μπορεί να παράσχει βοήθεια στην ευρύτερη περιοχή σε περίπτωση ανάγκης. Και ο τρίτος λόγος ήταν η στενή «επαφή της Πάτρας με τα Επτάνησα, τα οποία την εποχή εκείνη βρίσκονταν υπό αγγλική προστασία» [5].
Ο Ράυκο, από αρκετά νωρίς, ενστερνιζόταν την άποψη πως η Πάτρα θα έπρεπε να αποκτήσει ένα σχέδιο πόλης και να αναβαθμιστεί βασιζόμενη σε ορισμένες προϋποθέσεις. Ωστόσο, η υπερεκτίμηση του χρηματικού ποσού της αποζημίωσης που δικαιούνταν η περιοχή, στάθηκε σημαντικό εμπόδιο στην πραγματοποίηση της ιδέας του. Από τον Καποδίστρια, λοιπόν, ορίστηκε μια τριμελής επιτροπή. Αυτή απαρτιζόταν από τον ανώτατο συνταγματάρχη Βαρόνο Σάμπουργκ, τον Ράυκο και τον πολιτικό διοικητή Αλέξανδρο Αξιώτη [6], πλαισιωνόταν από τους δημογέροντες Μαντζαβίνο και Μπουκαούρη [7] και ήταν υπεύθυνη για την υλοποίηση του σχεδίου πόλεως, που είχε συνταχθεί από τον Βούλγαρη. Ως μέλος της, ο Ράυκο προέβη «στην ίδρυση ενός νοσοκομείου, ενός σχολείου, φυλακών, στην ανοικοδόμηση μιας εκκλησίας, σε αυστηρό έλεγχο για την τήρηση των υγειονομικών μέτρων στο λιμάνι, καθώς και για τον έλεγχο του πωλούμενων φαρμάκων. Από τις πράξεις του, διέκρινε κανείς το ορθολογικό του πνεύμα» [5].
Λόγω της ευρωπαϊκής του μόρφωσης, επιθυμούσε τον εκσυγχρονισμό της πόλης, μα και την αποτίναξη του τουρκικού ζυγού. Ο εκσυγχρονισμός της πόλης ήταν ιδιαίτερα δύσκολο να συμβεί, καθώς οι πολίτες της Πάτρας δε δέχονταν να παραχωρήσουν ούτε ένα μικρό μέρος των εκτάσεων που τους ανήκαν, επιδεικνύοντας πλήρη αδιαφορία για το αν η στάση τους ήταν επιζήμια τόσο για το συμφέρον των ιδίων όσο και για το όφελος των συμπολιτών τους και του κράτους. Οι απόψεις τους στέκονταν εμπόδιο στην υλοποίηση του οράματος του Ράυκο και των συνδιοικούντων του για δημιουργία μιας εμπορικής πόλης, η οποία θα μπορούσε να αποτελέσει πηγή ευημερίας για το κράτος και για όλους τους κατοίκους [8]. Ούτε, βέβαια, η αποτίναξη του τουρκικού ζυγού μπορούσε να συμβεί εύκολα, εφόσον οι παραδοσιακές νοοτροπίες που είχε αποκτήσει ο ελληνικός λαός κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, ήταν ιδιαίτερα ισχυρές απέναντι σε οποιαδήποτε αλλαγή που η κυβέρνηση επιχειρούσε να εφαρμόσει. Συγκεκριμένα, οι πρόκριτοι πίστευαν πως, σε περίπτωση αλλαγής των ισχυόντων κανόνων, θα έχαναν το κύρος τους. Ο Ράυκο, όμως, προσπαθούσε να τους πείσει πως οι νόμοι ήταν εκείνοι που θα τους προστάτευαν και όχι οι κοτζαμπάσηδες, αν και οι προσπάθειές του απέβησαν άκαρπες. Ο ίδιος ο Καποδίστριας θεωρούσε ότι για να γίνουν αποδεκτές οι αλλαγές που επιθυμούσαν στους νόμους, θα έπρεπε να ιδρυθούν αλληλοδιδακτικά σχολεία και να διανεμηθούν στον λαό εθνικές γαίες [5].
Όσον αφορά στα στρατιωτικά του καθήκοντα, ο Ράυκο κλήθηκε να αντιμετωπίσει αρκετά προβλήματα, μεταξύ των οποίων ήταν η απειθαρχία των στρατιωτών, ακόμα και εχθροπραξίες τους έναντι πολιτών. Προκειμένου, λοιπόν, να υπερκεράσει αυτές τις δυσκολίες, βρισκόταν σε συνεχή επικοινωνία με τον Κυβερνήτη, μέσω επιστολών. Φυσικά, ασχολήθηκε και με άλλους τομείς της κοινωνικής ζωής της Πάτρας. Επίκεντρο του ενδιαφέροντός του αποτελούσαν πάντα οι πολίτες. Έτσι, δεν ήταν λίγες οι φορές που λογομάχησε με τον Αξιώτη, προασπίζοντας το συμφέρον του λαού. Τις περισσότερες φορές η γνώμη του επιβάλλονταν, με την παράλληλη στήριξη, βέβαια, του Καποδίστρια. Ακόμη, συνειδητοποίησε ότι μερικοί από τους λιγότερο ισχυρούς προκρίτους παρουσιάζονταν ως φίλοι της κυβέρνησης, ώστε να μπορούν να ανταγωνίζονται σε επιρροή τους πιο ισχυρούς [9].
Η ύψωση της ελληνικής σημαίας στην Πάτρα για πρώτη φορά
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η 1η Αυγούστου του 1829 είναι η ημερομηνία που για πρώτη φορά «υψώθηκε η ελληνική σημαία στο φρούριο της Πάτρας, καθώς και του Ρίου. Σύμφωνα με τις προσταγές του Ράυκου, εκείνη την ημέρα, προς τιμήν του γεγονότος, πραγματοποιήθηκαν διάφορες στρατιωτικές και θρησκευτικές τελετές» [9].
Ο Ράυκο υπήρξε πρωτοστάτης και στη σύνταξη επιστολής με παραλήπτη τον πρίγκηπα Λεοπόλδο του Βελγίου. Το περιεχόμενο της συγκεκριμένης επιστολής, όσον αφορά στα κύρια σημεία της, είχε συμφωνηθεί με τον Κυβερνήτη Καποδίστρια και την υπέγραψαν γύρω στους 220 πολίτες της περιοχής. Προοριζόταν, λοιπόν, να σταλεί, μαζί με άλλες παρόμοιες από διάφορα μέρη της Ελλάδας, από την Κυβέρνηση προς τον Λεοπόλδο. Νόμιμες θεωρούνταν μόνο οι επιστολές αυτές, ενώ όλες οι συνταγμένες από αντιπολιτευόμενους ήταν παράνομες. Οι αντιπολιτευόμενοι, μέσα στις δικές τους επιστολές, υπονοούσαν πως ο πρίγκηπας Λεοπόλδος, καθώς θα έφθανε στην Ελλάδα, θα επέλεγε να συνεργαστεί με ανθρώπους της δικής τους παράταξης αντί να επιλέξει ανθρώπους της Κυβέρνησης. Ωστόσο, η παραίτηση του πρίγκηπα από τη θέση του διέψευσε τις ελπίδες τους και τους υποχρέωσε να προχωρήσουν σε αναδιοργάνωση των σχεδίων τους. Οι ενέργειες του Ράυκο, όπως αυτές φαίνονται μέσα από τις επιστολές του, δείχνουν πως ήταν πεπεισμένος για την ανάγκη που υπήρχε να επιδείξει αυταρχικότητα, καθώς μόνο έτσι θα σταθεροποιούνταν οι συνεχώς μεταβαλλόμενες καταστάσεις εντός της χώρας και θα τίθονταν οι βάσεις για τη δημιουργία ενός πιο φιλελεύθερου κράτους [10].
Το αίτημα και οι λόγοι που οδήγησαν στην παραίτησή του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο ίδιος ο Ράυκο υπέβαλε δύο φορές την παραίτησή του στον Κυβερνήτη Καποδίστρια, αλλά εκείνος απέρριψε και τις δύο φορές το αίτημά του για τον λόγο ότι ήταν αρκετά δύσκολο να καλυφθεί το κενό του, ιδιαίτερα σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα [10].
Την πρώτη φορά Ράυκο υπέβαλε την παραίτησή του στις 22 Ιανουαρίου του 1830, πριν την αλλαγή του καθεστώτος. Τη δεύτερη φορά προσέθεσε και οικογενειακούς λόγους, μα και τότε δεν έγινε δεκτή. Προέβη, λοιπόν, και τρίτη φορά σε υποβολή της παραίτησής του επικαλούμενος το πρόβλημα υγείας που τον ταλάνιζε τον τελευταίο χρόνο, η οποία εντέλει έγινε δεκτή από τον Καποδίστρια. Έτσι, «τον Φεβρουάριο του 1831 εγκατέλειψε την πόλη της Πάτρας» [10].
Διοικητής της Σχολής Ευελπίδων
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την αποχώρησή του από την Πάτρα, ο Ράυκο μετέβη στα Θερμιά στο Παρανέστι Δράμας για να απολαύσει τις ευεργετικές ιδιότητες των ιαματικών λουτρών που βρίσκονταν εκεί. Ύστερα, πήγε στο Ναύπλιο, όπου άρχισε να προετοιμάζεται για την επιστροφή του πίσω στη Ρωσία. Ο Καποδίστριας, θέλοντας να βοηθήσει τον Ράυκο να λάβει την άδεια επανόδου στη χώρα του, συνέταξε μια επιστολή, στην οποία εκθείαζε τον πρώην συνεργάτη του, προκειμένου να πείσει τη Ρωσική Κυβέρνηση για την εντιμότητά του. Επειδή, όμως, ο Ράυκο καθυστερούσε να λάβει αυτή την άδεια, μα κι επειδή ο ίδιος ο Καποδίστριας εκτιμούσε βαθύτατα τις ικανότητές του, το 1831 τον διόρισε διοικητή της Σχολής Ευελπίδων, όπου αντικαθιστούσε προσωρινά τον Γάλλο συνταγματάρχη Ερρίκο Πωζιέ. Ωστόσο, η πράξη του αυτή τον έθεσε στο στόχαστρο των Γάλλων, οι οποίοι τον κατηγόρησαν ως ρωσόφιλο. Βέβαια, παρά την όλη αναταραχή που είχε συμβεί γύρω από το όνομά του, ο Ράυκο προσπάθησε να συνεχίσει και να επιτελέσει το έργο του Πωζιέ. Φυσικά, αξίζει να σημειωθεί πως από τον διορισμό του ως φρούραρχος στην Πάτρα το 1827 μέχρι και την ημέρα της αποχώρησής του από την Ελλάδα «δε δέχθηκε να πάρει καμία αμοιβή για τις υπηρεσίες που προσέφερε στη χώρα» [11].
Ο Ράυκο, παράλληλα με τη διεύθυνση της Σχολής, που είχε αναλάβει, διορίστηκε να συνοδεύσει τον Καποδίστρια στο Λονδίνο, όπου θα πήγαινε για την υπεράσπιση της ελληνικής υπόθεσης σχετικά με την ανεξαρτησία του κράτους. Η όλη προετοιμασία του ταξιδιού είχε γίνει με απόλυτη μυστικότητα. Ωστόσο, δεν μπόρεσε να πραγματοποιηθεί εξαιτίας της «δολοφονίας του Καποδίστρια» [12].
Η επιστροφή του στη Ρωσία και η παρασημοφόρησή του
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Ο Ράυκο, με την άδεια της Ρωσικής Κυβέρνησης, αναχώρησε για τη Ρωσία στα τέλη Μαρτίου του 1832, πριν την αλλαγή του καθεστώτος και τον ερχομό του Όθωνα στην Ελλάδα. Η καθυστέρηση της αδειοδότησης οφειλόταν στο γεγονός ότι ο Ράυκο δεν είχε απολογηθεί για τη συμπεριφορά του, όταν έφυγε από τη Ρωσία χωρίς να πάρει την άδεια της τσαρικής κυβέρνησης. Η Κυβέρνηση του Αυγουστίνου Καποδίστρια, ο οποίος διετέλεσε Κυβερνήτης της Ελλάδας μετά τη δολοφονία του Ιωάννη Καποδίστρια, αποχαιρέτησε ένθερμα τον Ρώσο φιλέλληνα και τον ευχαρίστησε για τη σημαντική προσφορά του στην ανέλιξη της Ελλάδας [12].
Μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα από την επιστροφή του, αποστρατεύθηκε και εγκαταστάθηκε στην Οδησσό, και συγκεκριμένα το 1835. Ο ίδιος προσπάθησε να διαδώσει τη σηροτροφία στη Νότια Ρωσία, θέλοντας έτσι και να αξιοποιήσει τις γνώσεις που έλαβε κατά τη διαμονή του στην Ελλάδα. Όμως, απέτυχε και απογοητεύθηκε πολύ. Η Ελλάδα, φυσικά, βρισκόταν πάντα στο πίσω μέρος του μυαλού του. Βέβαια, στην Οδησσό δεν ήταν λίγοι οι Έλληνες που είτε ζούσαν μόνιμα εκεί, είτε έμεναν προσωρινά για τη διευθέτηση προσωπικών τους υποχρεώσεων. Μάλιστα, αρκετοί από αυτούς δεν παρέλειπαν να του δείξουν τον σεβασμό τους και τον επισκέπτονταν συχνά. Ως ένδειξη της ευγνωμοσύνης του πανελληνίου για την προσφορά του, «το 1841 ο βασιλιάς Όθωνας του απένειμε παράσημο» [13].
Είναι άξιο θαυμασμού το γεγονός ότι ο Ράυκο έτρεφε απεριόριστη γνήσια αγάπη, τόσο για την Ελλάδα όσο και για τους Έλληνες και ως εκ τούτου η προσφορά του δε διακρινόταν από υστεροβουλία. Έδωσε, δηλαδή, τόσα πολλά στον ελληνικό λαό «και δεν πήρε την ελάχιστη ανταμοιβή» [13].
Ο θάνατός του σημειώθηκε «τον Φεβρουάριο του 1854» [13].
Εξωτερικοί σύνδεσμοι
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Ένας Ρώσος στην Ελλάδα κατά την Καποδιστριακή περίοδο: Ο φιλέλληνας Νικόλαος Ράϊκο, Χρήστος Λούκος, [1] Αρχειοθετήθηκε 2021-01-08 στο Wayback Machine., Μνήμων, Τομ. 11, 1987
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαιδεία, Τόμος 5, Ν-Σ. Αθήνα: Έκδοσις Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαιδείας. 1929. σελίδες 503. Ανακτήθηκε στις 28 Νοεμβρίου 2012.
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 259
- ↑ Χρήστος Λούκος, Ένας Ρώσος στην Ελλάδα κατά την Καποδιστριακή περίοδο: Ο φιλέλληνας Νικόλαος Ράικο, Μνήμων, τομ. 11, 1987, σελ.154
- ↑ Χρήστος Λούκος, Ένας Ρώσος στην Ελλάδα κατά την Καποδιστριακή περίοδο: Ο φιλέλληνας Νικόλαος Ράικο, Μνήμων, τομ. 11, 1987, σελ.168
- ↑ Βασίλειος Λάζαρης, Καποδιστριακή Πάτρα, εκδ. Περί τεχνών, Πάτρα 2002, σελ. 61
- ↑ 5,0 5,1 5,2 Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 260
- ↑ Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 189
- ↑ Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 188
- ↑ Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 191
- ↑ 9,0 9,1 Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 261
- ↑ 10,0 10,1 10,2 Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 262
- ↑ Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 263
- ↑ 12,0 12,1 Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 264
- ↑ 13,0 13,1 13,2 Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010, σελ. 265
Βιβλιογραφία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Νίκος Τζανάκος, Ιωάννης Καποδίστριας - Ο ιδρυτής της Νέας Πάτρας, εκδ. Το Δόντι, Πάτρα 2010
- Βασίλειος Λάζαρης, Καποδιστριακή Πάτρα, εκδ. Περί τεχνών, Πάτρα 2002