Ναυμαχία του Σεττεπότσι

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Η Ναυμαχία του Σεττεπότσι, ιταλ.: Settepozzi, διεξήχθη το πρώτο μισό του 1263 στα ανοιχτά του νησιού Σετεπότσι (sette pozzi = επτά πηγάδια, το μεσαιωνικό ιταλικό όνομα για τις Σπέτσες) μεταξύ ενός ΓενουατικούΒυζαντινού στόλου και ενός μικρότερου Βενετικού στόλου.

Η Γένουα και οι Βυζαντινοί είχαν συμμαχήσει εναντίον της Βενετίας από τη Συνθήκη του Νυμφαίου το 1261, ενώ η Γένουα, συγκεκριμένα, είχε εμπλακεί στον πόλεμο του Αγίου Σάβα εναντίον της Βενετίας από το 1256. Το 1263 ένας Γενουατικός στόλος 48 πλοίων, που έπλεε προς το Βυζαντινό οχυρό της Μονεμβασιάς, συνάντησε έναν Βενετικό στόλο 32 πλοίων. Οι Γενουάτες αποφάσισαν να επιτεθούν, αλλά μόνο δύο από τους τέσσερις ναύαρχους τού Γενουατικού στόλου και 14 από τα πλοία του συμμετείχαν· κατατροπώθηκαν εύκολα από τους Βενετούς, οι οποίοι κατέλαβαν τέσσερα σκάφη και προκάλεσαν σημαντικές απώλειες.

Η νίκη των Βενετών και η επίδειξη της απροθυμίας των Γενουατών να τους αντιμετωπίσουν είχαν σημαντικές πολιτικές επιπτώσεις, καθώς οι Βυζαντινοί άρχισαν να απομακρύνονται από τη συμμαχία τους με τη Γένουα και αποκατέστησαν τις σχέσεις τους με τη Βενετία, συνάπτοντας πενταετές σύμφωνο μη επίθεσης το 1268. Μετά τη ναυμαχία του Σετεπότσι, οι Γενουάτες απέφευγαν την αντιπαράθεση με το Βενετικό ναυτικό· αντ' αυτού επικεντρώθηκαν στις εμπορικές επιδρομές. Αυτό δεν απέτρεψε μία άλλη, ακόμη πιο μονόπλευρη και ολοκληρωτική, ήττα στη ναυμαχία του Τράπανι το 1266.

Χάρτης της Αυτοκρατορίας τo 1265, μετά την ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης επί Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγου.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όταν ο Μιχαήλ Η´ Παλαιολόγος (βασ. 1259–1282) έγινε ηγεμόνας της Βυζαντινής Ελληνικής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας, άρχισε να πραγματοποιεί τη φιλοδοξία της Νίκαιας να ανακτήσει την Κωνσταντινούπολη, την πρώην πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, η οποία από την Δ΄ Σταυροφορία το 1204 ήταν η έδρα της αντίπαλης Λατινικής αυτοκρατορίας. Μέχρι εκείνη τη στιγμή η Λατινική αυτοκρατορία ήταν ένα αδύναμο απομεινάρι του προηγούμενου εαυτού της, αλλά υποστηριζόταν από τη ναυτική δύναμη της Δημοκρατίας της Βενετίας, η οποία συνέβαλε στην αποτυχία δύο μεγάλης κλίμακας προσπαθειών της Νίκαιας να καταλάβει την πόλη το 1235 και το 1260. [1] Η τελευταία αποτυχία έκανε ιδιαίτερα εμφανή την ανάγκη αντιμετώπισης του Βενετικού στόλου στον Παλαιολόγο. Μόνο ένα κράτος διέθετε αυτή την ικανότητα: η Δημοκρατία της Γένουας. [1]

Ο κύριος εμπορικός αντίπαλος της Βενετίας, η Γένουα είχε εμπλακεί από το 1256 στον πόλεμο του Αγίου Σάβα εναντίον της Βενετίας και μετά από μία ανατροπή, που υπέστη στη σύγκρουση, η πόλη βρέθηκε αντιμέτωπη με την προοπτική να αποκοπεί πλήρως από το επικερδές εμπόριο του Λεβάντε. Αναζητώντας μία διέξοδο, καθώς και ένα διπλωματικό πραξικόπημα που θα ενίσχυε τη δική του εσωτερική θέση ενάντια στους Γενοβέζους ευγενείς, ο αυταρχικός «Καπετάνιος του Λαού» Γκουλιέλμο Μποκανέγκρα έστειλε μία πρεσβεία στον Παλαιολόγο προσφέροντας μία συμμαχία. Η Συνθήκη του Νυμφαίου που προέκυψε, υπογράφηκε στις 13 Μαρτίου 1261 και υποχρέωνε τη Γένουα να παράσχει στόλο 50 πλοίων, με τα έξοδά τους να πληρώνονται από τον Αυτοκράτορα· σε αντάλλαγμα εξασφάλιζε πολύ ευνοϊκούς εμπορικούς όρους. Μετά την επιτυχή ανάκτηση της Κωνσταντινούπολης, οι Γενουάτες επρόκειτο να κληρονομήσουν -και μάλιστα να επεκτείνουν- την προνομιακή θέση που κατείχαν οι Βενετοί στη Λατινική αυτοκρατορία. [1] [2]

Η Κωνσταντινούπολη ανακτήθηκε από τον στρατηγό της Νικαίας Αλέξιο Στρατηγόπουλο μόλις ένα δεκαπενθήμερο μετά την υπογραφή της συνθήκης, χωρίς να χρειαστεί ναυτική βοήθεια από τη Γένουα. Παρ' όλα αυτά ο Μιχαήλ Η΄ τήρησε σχολαστικά τους όρους της Συνθήκης του Νυμφαίου, καθώς η ναυτική δύναμη της Γένουας ήταν ακόμη απαραίτητη για να αντιμετωπίσει μία πιθανή Βενετική αντεπίθεση, μέχρις ότου μπορούσε να ανασυσταθεί ένας γηγενής Βυζαντινός στόλος. [3] Με τις επιδοτήσεις του Αυτοκράτορα οι Γενουάτες μπόρεσαν να αυξήσουν σημαντικά τη δύναμη του στόλου τους.[2] Για έναν χρόνο μετά την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης, τόσο η Βενετία όσο και η Γένουα παρέμειναν παθητικές στο Αιγαίο: η Βενετία δίστασε να αντιμετωπίσει τον αριθμητικά πολύ ανώτερο στόλο, που είχε στείλει η Γένουα στην περιοχή και περίμενε τις πολιτικές εξελίξεις στην Ιταλία, ενώ η Γένουα υπέφερε από την εσωτερική αναταραχή με την ανατροπή του Μποκανέγκρα και την ανάληψη της εξουσίας από μία συλλογική ηγεσία, που εκπροσωπούσε τους ευγενείς οίκους της πόλης. [1]

Το καλοκαίρι του 1262 οι Βενετοί έστειλαν έναν στόλο 37 γαλερών στο Αιγαίο, ο οποίος συνάντησε τον Γενουατικό στόλο των 60 πλοίων υπό τον Oτόνε Βέντο στη Θεσσαλονίκη. Οι Γενουάτες αρνήθηκαν να εμπλακούν, αλλά μπόρεσαν επίσης να εμποδίσουν τις προσπάθειες των Βενετών να τους αποκλείσουν στο λιμάνι. [4] [5] Μία πειρατική επιδρομή από τους ευγενείς του Νεγροπόντε (Εύβοιας), που ήταν σύμμαχοι με τη Βενετία, στη Θάλασσα του Μαρμαρά αντιμετωπίστηκε και ηττήθηκε από μία Βυζαντινο-γενουατική μοίρα.[4] [6] Εν τω μεταξύ άρχισαν εχθροπραξίες στον Μοριά (την Πελοπόννησο), όπου ο Μιχαήλ Η΄ έστειλε εκστρατευτικό σώμα (στα τέλη του 1262 ή στις αρχές του 1263) εναντίον του Πριγκιπάτου της Αχαΐας. Παρά τις αρχικές επιτυχίες, οι προσπάθειες των Βυζαντινών να κατακτήσουν το σύνολο του πριγκιπάτου ηττήθηκαν αποφασιστικά στην Πρίνιτζα και στο Μακρυπλάγι. [1]

Μάχη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κάποια στιγμή στις αρχές του 1263, ένας Γενουατικός στόλος με 38 γαλέρες και 10 «σαΐτες» (saette), [α] με πλήρωμα περίπου 6.000 άνδρες και με διοικητή τέσσερις ναυάρχους, έπλεε προς το Βυζαντινό φρούριο και τη ναυτική βάση της Μονεμβασίας στον νοτιοανατολικό Μοριά. [8] [9] [10] Στο νησί Σετεπότσι (Σπέτσες) συνάντησε έναν Βενετικό στόλο 32 γαλερών, υπό τον Γκουιμπέρτο Ντάντολο, που έπλεε βόρεια προς το Nεγροπόντε.[9] [10] [11]

Οι λεπτομέρειες της συμπλοκής δεν είναι πολύ σαφείς. Σύμφωνα με τα Γενουατικά Χρονικά (Annales Januenses), όταν δόθηκε το σήμα για επίθεση, μόνο 14 Γενουατικά πλοία υπό τους τους ναύαρχους Πιέτρο Αβοκάτο και Λανφράνκο Σπινόλα προχώρησαν, ενώ τα υπόλοιπα στάθηκαν πίσω και μετά ξαφνικά τράπηκαν σε φυγή.[8][11] Ωστόσο ο Βενετός χρονικογράφος Mαρτίνο ντα Κανάλ καταγράφει, ότι τα Βενετικά πλοία επιτέθηκαν πρώτα, ενώ οι Γενουάτες αναπτύχθηκαν σε τέσσερις σειρές των δέκα πλοίων το καθένα.[10][11] Σύμφωνα με τον Κανάλ, οι Βενετοί επιβιβάστηκαν σε δύο από τις Γενουατικές ναυαρχίδες και, μόλις τις αιχμαλώτισαν και έκοψαν τις σημαίες τους, οι άλλοι δύο ναύαρχοι γύρισαν και τράπηκαν σε φυγή.[12] Η μάχη έληξε με ξεκάθαρη Βενετική νίκη: ο Γενουατικός στόλος έχασε πολλούς άνδρες, συμπεριλαμβανομένου του Αβοκάτο, και οι Βενετοί κατέλαβαν 4 Γενουατικά πλοία, συμπεριλαμβανομένων των ναυαρχίδων των δύο ναυάρχων. [9] [11][12] Ο Κανάλ αναφέρει τις απώλειες Γενουατών, «υπερβολικά ίσως» σύμφωνα με τον ιστορικό Ντίνο Γιαννακόπουλο, σε 1.000 άνδρες (600 νεκρούς ή τραυματίες και 400 αιχμάλωτους), σε σύγκριση με 20 νεκρούς και 400 τραυματίες από την πλευρά της Βενετίας.[1][13]

Σύμφωνα με τα Γενουατικά Χρονικά, ο δισταγμός του Γενουατικού στόλου να εμπλακεί μπορεί να οφειλόταν στο γεγονός, ότι οι Βενετοί διεκδίκησαν ασυλία ως σταυροφόροι.[14] Από την άλλη πλευρά, το Γενουατικό ναυτικό [en] γενικά απέτυχε να αντιμετωπίσει αποτελεσματικά το Βενετικό ναυτικό [en] καθ' όλη τη διάρκεια του πολέμου. Αυτό γινόταν συχνά, σύμφωνα με τον ιστορικό του ναυτικού Τζον Ντότσον, «λόγω της διχασμένης ή αναποτελεσματικής διοίκησης»,[14] που ήταν επίσης εμφανής στο Σετεπότσι.[15] Οι ιστορικοί Φρέντερικ Λέιν και Ντίνος Γιαννακόπουλος εξηγούν την απροθυμία των Γενοβέζων διοικητών να ριψοκινδυνεύσουν τα πλοία τους, επισημαίνοντας ότι αυτά ανήκαν σε ιδιώτες, συνήθως τους πλούσιους ευγενείς εμπόρους που κυριαρχούσαν στην πόλη, και έτσι αποτελούσαν πολύτιμα περιουσιακά στοιχεία, για τα οποία οι ναύαρχοι ήταν υπόλογοι.[9][16]

Προσδιορισμός της χρονολογίας και λεπτομέρειες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Βενετός ιστορικός του 14ου αιώνα Aντρέα Ντάντολo τοποθέτησε τη μάχη στο τέλος του 10ου έτους της εξουσίας του δόγη Ρενιέρο Τζένο, δηλαδή είτε στα τέλη του 1262, είτε στον Ιανουάριο του 1263, ενώ τα Γενουατικά Χρονικά απλώς την καταγράφουν στο έτος 1263. Οι σύγχρονοι ιστορικοί τοποθετούν γενικά τη μάχη την άνοιξη του 1263: [17] ο ιστορικός Γκέοργκ Κάρο την τοποθετεί το αργότερο ως τον Μάρτιο[18], ενώ ο ιστορικός Καμίλο Μανφρόνι προτείνει τον Μάιο ως την πιο πιθανή ημερομηνία.[19] Ο Γιαννακόπουλος, ακολουθώντας σε μεγάλο βαθμό τον Μανφρόνι, τοποθετεί τη μάχη την περίοδο Μαΐου–Ιουλίου 1263. [11]

Τα Γενουατικά Χρονικά αναφέρουν τη μάχη αμέσως μετά την απόπλου στις 28 Μαΐου 1263 ενός στόλου από 25 γαλέρες και 6 άλλα πλοία για την ενίσχυση του στόλου τους, που δρούσε στο Αιγαίο υπό τους ναύαρχους Πιετρίνο Γκριμάλντι και Πεσέτο Μαλόνε, υπονοώντας ότι συμμετείχαν στη μάχη.[6][20] Ωστόσο, ο Βυζαντινολόγος Aλμπέρ Φαγιέ θεωρεί ότι αυτός ο στόλος μάλλον απέπλευσε, πριν φτάσουν τα νέα του Σετεπότσι στη Γένουα και ότι δεν συμμετείχε σε καμία μάχη,[21] ενώ ο Μεσαιωνολόγος Mισέλ Μπαλάρ προτείνει, ότι ο στόλος που νίκησε στο Σετεπότσι μπορεί να έπλεε στη Μονεμβασιά, για να ενωθεί με τον νέο στόλο που ερχόταν από τη Γένουα. [22] Ενώ ο στόλος απέπλευσε για τη Μονεμβασιά «κατόπιν εντολής του Αυτοκράτορα» σύμφωνα με τα Χρονικά, [8] η άμεση σύνδεσή του με τις Βυζαντινές επιχειρήσεις στον Μοριά, όπως η άφιξη των Βυζαντινών στρατευμάτων στη Μονεμβασιά που αναφέρεται σε επιστολή του πάπα Ουρβανού Δ΄, είναι αβέβαιη.[23]

Επιπλέον, η ακριβής ταυτότητα των δύο ναυάρχων, που δεν συμμετείχαν στη μάχη, είναι άγνωστη. Ο Κανάλ αναφέρει ότι ένας από αυτούς ήταν Έλληνας[1] και στις πηγές αναφέρεται η παρουσία Βυζαντινών πλοίων στους Γενουατικούς στόλους. Ωστόσο, ο μόνος διοικητής του Βυζαντινού στόλου που πιστοποιείται ονομαστικά κατά την περίοδο αυτή, ο Αλέξιος Φιλανθρωπηνός, δραστηριοποιήθηκε στα νησιά του Αιγαίου και όχι στις ακτές της ηπειρωτικής Ελλάδας.[21]

Επιπτώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Painted-in engraving of a medieval galley with flags flying and firing a catapult
Μια ενετική γαλέρα του 13ου αι. (απεικόνιση του 19ου αι.).

Παρόλο που το μεγαλύτερο μέρος του Γενουατικού στόλου επέζησε της μάχης και στη συνέχεια κατάφερε να καταλάβει τέσσερα Βενετικά ιππαγωγά (taride) γεμάτα προμήθειες, που έπλεαν για το Νεγροπόντε,[13][24] οι Γενοβέζοι έστησαν ανακριτικό δικαστήριο και καταδίκασαν τους επιζώντες ναυάρχους, συμβούλους και οδηγούς «για τις υπερβολές τους ... και τον κακό χειρισμό τους στις περιοχές της Ρωμανίας [δηλαδή της Βυζαντινής Ανατολής]». Δεν δίνονται περισσότερες λεπτομέρειες στα Χρονικά, αλλά, όπως παρατηρεί ο Γιαννακόπουλος, «είναι ωστόσο μία σημαντική ένδειξη ενοχής, καθώς τέτοιοι όροι χρησιμοποιήθηκαν από το -περισσότερο ή λιγότερο επίσημο- χρονικό της [Δημοκρατίας της Γένοβας]».[25][1]

Στη συνέχεια, οι Γενοβέζοι απέφυγαν τις άμεσες αντιπαραθέσεις με τον Βενετικό μαχητικό στόλο και συμμετείχαν σε επιδρομές κατά των Βενετικών εμπορικών νηοπομπών, σημειώνοντας αξιοσημείωτη επιτυχία το 1264 στη Ναυμαχία της Σάσωνος [en]. [26][27] Το 1266 ο κύριος Γενουατικός στόλος με 27 γαλέρες ηττήθηκε και αιχμαλωτίστηκε στο σύνολό του από τους Βενετούς στη Ναυμαχία του Τράπανι [en].[9] [27] Ο πόλεμος μεταξύ των δύο δυνάμεων διήρκεσε μέχρι το 1270, όταν ο βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ της Γαλλίας ανάγκασε και τις δύο να υπογράψουν τη Συνθήκη της Κρεμόνας [en].[28][29]

Εκτός από τις απώλειες σε ζωές και πλοία, οι μακροπρόθεσμες συνέπειες της ήττας στο Σετεπότσι ήταν πολιτικές: ο Μιχαήλ Η΄ άρχισε να αναθεωρεί τη συμμαχία με τη Γένουα, η οποία ήταν πολύ δαπανηρή, αλλά μέχρι στιγμής είχε αποφέρει ελάχιστα αποτελέσματα.[15][1] Ο Αυτοκράτορας είχε δείξει σημάδια ανυπομονησίας με τους συμμάχους του στο παρελθόν,[1] αλλά τώρα εξέφρασε δημόσια την απογοήτευσή του: αμέσως μετά τη ναυμαχία ο Μιχαήλ Η΄ απέλυσε 60 Γενουατικά πλοία από την υπηρεσία του και, σύμφωνα με τον Κανάλ, επετίμησε αυστηρά τον Γενουάτη ποδεστά στην Κωνσταντινούπολη. Τελικά στα Γενουατικά πλοία σύντομα επετράπη να επιστρέψουν στην Αυτοκρατορική υπηρεσία, αλλά ο Μιχαήλ Η΄ άρχισε να καθυστερεί τις πληρωμές για τα πληρώματά τους.[1] Το Βυζαντινό-γενουατικό ρήγμα κορυφώθηκε το 1264, όταν ο Γενοβέζος ποδεστάς ενεπλάκη σε μία συνωμοσία για την παράδοση της Κωνσταντινούπολης στον Μανφρέδο της Σικελίας, οπότε ο Αυτοκράτορας έδιωξε τους Γενουάτες από την πόλη.[9][1]

Ο Μιχαήλ Η΄ υπέγραψε συνθήκη με τους Βενετούς στις 18 Ιουνίου 1265, αλλά δεν επικυρώθηκε από τον δόγη Τζένο. Μπροστά στην απειλή από τον Κάρολο τον Ανδεγαυό μετά το 1266, ο Μιχαήλ Η΄ αναγκάστηκε να ανανεώσει τη συμμαχία του με τη Γένουα, αλλά διατήρησε επίσης μία χαλαρή σχέση με τη Βενετία, υπογράφοντας ένα πενταετές σύμφωνο μη επίθεσης τον Ιούνιο του 1268.[30][1]

Υποσημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η «σαΐτα» ήταν τύπος μικρότερης και λεπτότερης γαλέρας, με μόνο έναν κωπηλάτη ανά κουπί αντί για δυο ή τρεις, με σκοπό την μεγαλύτερη ταχύτητα παρά τη μεταφορική ικανότητα.[7]

Βιβλιογραφικές αναφορές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,00 1,01 1,02 1,03 1,04 1,05 1,06 1,07 1,08 1,09 1,10 1,11 1,12 Geanakoplos 1959.
  2. 2,0 2,1 Balard 1978.
  3. Balard 1978, σελ. 46.
  4. 4,0 4,1 Geanakoplos 1959, σελ. 151.
  5. Balard 1978, σελ. 47.
  6. 6,0 6,1 Imperiale di Sant'Angelo 1926, σελ. 49.
  7. Dotson 2006, σελίδες 65–66.
  8. 8,0 8,1 8,2 Imperiale di Sant'Angelo 1926, σελ. 51.
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 9,5 Lane 1973, σελ. 76.
  10. 10,0 10,1 10,2 Wiel 1910, σελ. 168.
  11. 11,0 11,1 11,2 11,3 11,4 Geanakoplos 1959, σελ. 153.
  12. 12,0 12,1 Wiel 1910.
  13. 13,0 13,1 Wiel 1910, σελ. 169.
  14. 14,0 14,1 Dotson 2002, σελ. 122.
  15. 15,0 15,1 Imperiale di Sant'Angelo 1926, σελ. xlvii.
  16. Geanakoplos 1959, σελ. 154.
  17. Failler 1980, σελ. 102 (esp. note 52).
  18. Caro 1895, σελ. 131.
  19. Manfroni 1902, σελ. 9.
  20. Balard 1978, σελ. 48.
  21. 21,0 21,1 Failler 1980.
  22. Balard 1978, σελ. 48 (note 122).
  23. Failler 1980, σελ. 102.
  24. Imperiale di Sant'Angelo 1926, σελ. 52.
  25. Imperiale di Sant'Angelo 1926.
  26. Lane 1973.
  27. 27,0 27,1 Dotson 1999.
  28. Lane 1973, σελ. 77.
  29. Wiel 1910, σελ. 176.
  30. Setton 1976, σελ. 100.

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]