Ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης
Η Ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης (1261) ήταν η ανακατάληψη της πόλης της Κωνσταντινούπολης από τις δυνάμεις της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας της Νίκαιας και οδήγησε στην επαναφορά της έδρας της Αυτοκρατορίας από τη Νίκαια στην Κωνσταντινούπολη. Αυτό έγινε την εποχή της δυναστείας των Παλαιολόγων, μετά από ένα διάστημα 57 ετών, που η πόλη ήταν πρωτεύουσα της Λατινικής αυτοκρατορίας της Κωνσταντινούπολης, η οποία είχε ιδρυθεί κατά την Δ΄ Σταυροφορία το 1204.
Ιστορικό
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά τη νίκη του στη μάχη της Πελαγονίας το 1259, ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας στη Νίκαια Μιχαήλ Η΄ Παλαιολόγος μπορούσε να επιδιώξει την ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης και την επιστροφή της Αυτοκρατορίας στην έδρα της: η Λατινική αυτοκρατορία είχε πλέον αποκοπεί από κάθε βοήθεια, δηλ. από τα Λατινικά κράτη της Ελλάδας ή από τον Έλληνα αντίπαλο των Νικαιωτών, το δεσποτάτο της Ηπείρου. [1] Ήδη το 1260 ο Μιχαήλ Η΄ πολιόρκησε την Κωνσταντινούπολη, καθώς ένας από τους Λατίνους ιππότες, που είχε αιχμαλωτιστεί στη μάχη της Πελαγονίας και του οποίου το σπίτι βρισκόταν στα τείχη της Πόλης, είχε υποσχεθεί να ανοίξει μία πύλη για τα στρατεύματα του Αυτοκράτορα. Δεν το κατάφερε, και ο Παλαιολόγος εξαπέλυσε μία ανεπιτυχή επίθεση στον Γαλατά. [2] [3] Για να προωθήσει τα σχέδιά του, ο Μιχαήλ Η΄ συνήψε συμμαχία με τη Γένουα τον Μάρτιο του 1261 και τον Ιούλιο του 1261, καθώς η μονοετής εκεχειρία είχε ολοκληρωθεί. Ενώ η αποτυχημένη επίθεση της Νίκαιας πλησίαζε στο τέλος της, ο στρατηγός Αλέξιος Στρατηγόπουλος στάλθηκε με μία μικρή προπορευόμενη δύναμη 800 στρατιωτών (οι περισσότεροι Κουμάνοι) για να παρακολουθεί τους Βουλγάρους και να κατασκοπεύει την άμυνα των Λατίνων. [4] [1]
Κατάληψη της Κωνσταντινούπολης
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Όταν η δύναμη της Νίκαιας έφτασε στο χωριό Σηλυβρία, περίπου 50 χλμ. δυτικά της Κωνσταντινούπολης, έμαθαν από κάποιους ανεξάρτητους ντόπιους αγρότες (θεληματάριους) ότι απουσίαζε ολόκληρη η Λατινική φρουρά, καθώς και ο Βενετικός στόλος, καθώς πραγματοποιούσαν επιδρομή κατά της νήσου Δαφνουσίας της Νίκαιας. [5] Ο Στρατηγόπουλος αρχικά δίστασε να εκμεταλλευτεί την κατάσταση, καθώς η μικρή του δύναμη θα μπορούσε να καταστραφεί, εάν ο Λατινικός στρατός επέστρεφε πολύ σύντομα, και επειδή θα υπερέβαινε τις εντολές του Αυτοκράτορα, αλλά τελικά αποφάσισε ότι δεν θα μπορούσε να αφήσει μία τέτοια χρυσή ευκαιρία ανάκτησης της Πόλης. [6]
Τη νύχτα της 24ης/25ης Ιουλίου 1261 ο Στρατηγόπουλος και οι άνδρες του πλησίασαν τα τείχη της πόλης και κρύφτηκαν στο μοναστήρι της Ζωοδόχου Πηγής κοντά στην Πύλη της Σηλυμβρίας. [6] Ο Στρατηγόπουλος έστειλε ένα απόσπασμα των ανδρών του με επικεφαλής μερικούς από τους θεληματάριους, για να μπουν στην Πόλη μέσω ενός μυστικού περάσματος. Αυτοί επιτέθηκαν στα τείχη από μέσα, αιφνιδίασαν τους φρουρούς και άνοιξαν την πύλη, επιτρέποντας στη δύναμη της Νίκαιας να εισέλθει στην πόλη. [7] Οι Λατίνοι αιφνιδιάστηκαν και μετά από σύντομο αγώνα, οι Νικαιώτες απέκτησαν τον έλεγχο των χερσαίων τειχών. Καθώς τα νέα διαδόθηκαν στην Πόλη, οι Λατίνοι κάτοικοι, από τον αυτοκράτορα Βαλδουίνο Β΄ και κάτω, έσπευσαν βιαστικά στα λιμάνια του Κεράτιου Κόλπου, ελπίζοντας να διαφύγουν με πλοίο. Όμως την ίδια ώρα οι άνδρες του Στρατηγόπουλου πυρπόλησαν τα Βενετικά κτίρια και τις αποθήκες κατά μήκος της ακτής, για να μην αποβιβαστούν εκεί. Χάρη στην έγκαιρη άφιξη του Βενετικού στόλου που επέστρεφε, πολλοί από τους Λατίνους κατάφεραν να μεταφερθούν στα Λατινοκρατούμενα ακόμη μέρη της Ελλάδας, αλλά η Πόλη χάθηκε οριστικά γι' αυτούς. [7]
Συνέπειες
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η ανακατάληψη της Κωνσταντινούπολης σηματοδότησε την αποκατάσταση της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας στην έδρα της και τρεις εβδομάδες μετά, στις 15 Αυγούστου, ημέρα της εορτής της κοιμήσεως της Θεοτόκου, ο Αυτοκράτορας Μιχαήλ Η΄ μπήκε θριαμβευτικά στην πόλη και στέφθηκε στην Αγία Σοφία. Τα δικαιώματα του νόμιμου Αυτοκράτορα Ιωάννη Δ΄ Βατάτζη, στο όνομα του οποίου κυβερνούσε ως επίτροπος ο Παλαιολόγος, παραμερίστηκαν και ο νεαρός Ιωάννης Δ΄ τυφλώθηκε και φυλακίστηκε. [1]
Βιβλιογραφικές αναφορές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ 1,0 1,1 1,2 Nicol 1993.
- ↑ Wolff 1969, σελ. 229.
- ↑ Nicol 1993, σελ. 33.
- ↑ Bartusis 1997.
- ↑ Bartusis 1997, σελ. 40.
- ↑ 6,0 6,1 Bartusis 1997, σελ. 41.
- ↑ 7,0 7,1 Nicol 1993, σελ. 35.
Πηγές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- Bartusis, Mark C. (1997). The Late Byzantine Army: Arms and Society, 1204–1453. University of Pennsylvania Press. ISBN 0-8122-1620-2.
- Geanakoplos, Deno John (1959). Emperor Michael Palaeologus and the West, 1258–1282: A Study in Byzantine-Latin Relations. Cambridge, Massachusetts: Harvard University Press. OCLC 1011763434.
- Nicol, Donald M. (1993). The Last Centuries of Byzantium, 1261–1453 (Second ed.). Cambridge: Cambridge University Press. ISBN 978-0-521-43991-6.
- Wolff, Robert Lee (1969) [1962]. "The Latin Empire of Constantinople, 1204–1261". In Setton, Kenneth M.; Wolff, Robert Lee; Hazard, Harry W. (eds.). A History of the Crusades, Volume II: The Later Crusades, 1189–1311 (Second ed.). Madison, Milwaukee, and London: University of Wisconsin Press. pp. 186–233. ISBN 0-299-04844-6.