Μετάβαση στο περιεχόμενο

Μεντιτερανέο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μεντιτερανέο
Λεπτομέρεια της θεατρικής αφίσας της ταινίας
ΣκηνοθεσίαΓαμπριέλε Σαλβατόρες
ΠαραγωγήΤζιάνι Μινερβίνι, Σίλβιο Μπερλουσκόνι, Μάριο Τσέκι Γκόρι και Βιττόριο Τσέκι Γκόρι
ΣενάριοΈντσο Μοντελεόνε
ΠρωταγωνιστέςΚλαούντιο Μπιγκάγκλι, Ντιέγκο Αμπαταντουόνο, Τζιουζέπε Τσεντέρνα, Ούγκο Κόντι, Τζίτζιο Αλμπέρτι, Κλάουντιο Μπίζιο, Αντόνιο Κατάνια, Βάνα Μπάρμπα, Λουίτζι Μοντίνι, Ιρένε Γκρατσιόλι και Ούγκο Κόντι
ΜουσικήΤζιανκάρλο Μπιγκάτσι
ΦωτογραφίαΊταλο Πετριτσιόνε
ΜοντάζΝίνο Μπαράλι
Εταιρεία παραγωγήςMedusa Film και Silvio Berlusconi Communications
ΔιανομήMiramax Films και Netflix
Πρώτη προβολή1991 και 30  Ιουλίου 1992 (Γερμανία)[1]
Διάρκεια96 λεπτά
ΠροέλευσηΙταλία
ΓλώσσαΙταλικά

Το Μεντιτερανέο (ιταλικά: Mediterraneo)[2] είναι ιταλική κινηματογραφική ταινία του 1991 η οποία κέρδισε το Όσκαρ καλύτερης ξενόγλωσσης ταινίας του 1991.[3] Η πλοκή εξελίσσεται κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο όπου μια ομάδα Ιταλών στρατιωτών βρίσκονται αποκλεισμένοι σε ένα νησί του Αιγαίου, ξεχασμένοι από τον πόλεμο, και αλληλεπιδρούν με τους ντόπιους. Η κινηματογράφηση έγινε στο Καστελόριζο, και η ταινία σημείωσε εισπρακτική επιτυχία.[4]

Το 1941, ένα έτος μετά τη συμμαχία της φασιστικής Ιταλίας με τη ναζιστική Γερμανία εναντίον των συμμάχων κατά τον Β´ Παγκόσμιο Πόλεμο, μια μικρή ομάδα απείθαρχων Ιταλών στρατιωτών στέλνεται ως φρουρά σε ένα μικρό ελληνικό νησί του Αιγαίου πελάγους για 4 μήνες. Επικεφαλής τους είναι ένας ανθυπολοχαγός στον οποίο αρέσει η τέχνη, ένας επιθετικός λοχίας, ένας γεωργός ο οποίος έχει συνοδεία το αγαπημένο του γαϊδούρι την Συλβάνα, και άλλοι διάφοροι ιδιόρρυθμοι χαρακτήρες.

Οι στρατιώτες αναμένουν να δεχθούν επίθεση στο νησί από εξωτερικές δυνάμεις, και παίρνουν μια σειρά ανεπαρκών μέτρων. Κάποια στιγμή ανακαλύπτουν ένα μικρό ακατοίκητο χωριό. Με την έλευση της νύχτας, παρατηρούν βομβαρδισμούς στον μακρινό ορίζοντα και συνειδητοποιούν πως το πλοίο το οποίο θα τους παρελάμβανε καταστράφηκε. Κατόπιν, μυστηριωδώς, οι κάτοικοι του εγκαταλελειμμένου χωριού αποφασίζουν να εμφανιστούν, λέγοντας πως είχαν αναγκαστεί να κρυφτούν καθώς οι Γερμανοί οι οποίοι βρίσκονταν προηγουμένως στο νησί είχαν πάρει όλους τους άντρες μαζί τους. Βλέποντας ωστόσο πως οι Ιταλοί ήταν ακίνδυνοι, αποφάσισαν να εμφανιστούν και πάλι και να συνεχίσουν την καθημερινή ζωή τους.

Μετά από λίγο καιρό, οι σχέσεις μεταξύ των κατοίκων και των Ιταλών στρατιωτών χαλαρώνουν και σταδιακά γίνονται φιλικές. Οι Ιταλοί νιώθουν πως βρίσκονται σε ένα πόλεμο ο οποίος δεν τους χαρακτηρίζει, και αφήνονται στις χαρές και απολαύσεις του ειδυλλιακού νησιού. Ο παπάς του νησιού ζητάει από τον Ιταλό ανθυπολοχαγό, ο οποίος είχε και γνώσεις ζωγραφικής, να αποκαταστήσει τις τοιχογραφίες της εκκλησίας οι οποίες είχαν υποστεί φθορές λόγω παλαιότητας, ενώ 2 αδέρφια στρατιώτες γίνονται φίλοι με μια νεαρή βοσκοπούλα. Ο λοχίας Λο Ρούσο, ο μόνος πολεμοχαρής από το ιταλικό απόσπασμα, μαθαίνει να χορεύει τους παραδοσιακούς ελληνικούς νησιώτικους χορούς, ενώ ο πλέον ντροπαλός από τους στρατιώτες, ο Φαρίνα, ερωτεύεται τη Βασίλισσα, την μόνη, και με υπερωρίες, ιερόδουλη του νησιού.

Οι άντρες αποχωρούν κάποιο καιρό αργότερα για την Ιταλία, με την επιστροφή των Ελλήνων ανδρών οι οποίοι είχαν πλέον απελευθερωθεί. Στα γεράματα τους όμως, τρεις από τους Ιταλούς επιστρέφουν πίσω στο νησί και επανενώνονται με τους κατοίκους με το κλείσιμο της ταινίας.[5]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]