Μαυροκιρκίνεζο

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Μαυροκιρκίνεζο
Ενήλικο αρσενικό Μαυροκιρκίνεζο
Ενήλικο αρσενικό Μαυροκιρκίνεζο
Κατάσταση διατήρησης

Προ Απειλής (IUCN 3.1) [1]
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Ιερακόμορφα (Falconiformes)
Οικογένεια: Ιερακίδες (Falconidae)
Υποοικογένεια: Ιερακίνες (Falconinae) [2]
Γένος: Ιέραξ (Falco)
Linnaeus, 1758
Είδος: F. vespertinus
Διώνυμο
Falco vespertinus (Μαυροκιρκίνεζο)
Linnaeus, 1766

Το Μαυροκιρκίνεζο είναι είδος γνήσιου[3] γερακιού (γένος Falco), που απαντάται στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική του ονομασία είναι Falco vespertinus, χωρίς υποείδη[4].

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η συνήθεια του Μαυροκιρκίνεζου να κυνηγάει προς το βράδυ, έδωσε στο είδος τη λατινική του ονομασία: vespertinus = εσπερινός, βραδυνός.

Η ελληνική του ονομασία οφείλεται στο χρώμα του ενήλικου αρσενικού.

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το κοντινότερο είδος με το Μαυροκιρκίνεζο, είναι το Falco amurensis το οποίο, μέχρι πρότινος, αποτελούσε υποείδος του (Falco vespertinus amuriensis). Όμως, κάποιες διαφορές στη μορφολογία καθώς και στην ανοιξιάτικη μετανάστευση, θεωρήθηκαν αρκετές για να υποστηρίξουν τη δημιουργία ξεχωριστών ειδών.

Γεωγραφική κατανομή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Χάρτης εξάπλωσης του F.vespertinus (Κίτρινο = μεταναστευτικά περάσματα και περιοχές αναπαραγωγής, Μπλε = περιοχές διαχείμασης)

Η ευρύτερη περιοχή εξάπλωσης του είδους, περιλαμβάνει κυρίως μία ζώνη που εκτείνεται από την Ουκρανία και τη νότια Ρωσία μέχρι το Καζακστάν και τις παρυφές της Μογγολίας. Σε αυτή τη ζώνη περιλαμβάνονται οι περιοχές αναπαραγωγής του, όπου βρίσκεται τα καλοκαίρια. Στα δυτικά όρια αυτών των περιοχών βρίσκονται κράτη όπως η Αυστρία, η Ουγγαρία, η Ρουμανία, η Σλοβακία και η Λευκορωσία ενώ κάποια λίγα ζευγάρια αναπαράγονται στη Β. Ιταλία.

Είναι ένας πολύ δυνατός «ταξιδευτής» διότι, παρά το μικρό του μέγεθος, καταφέρνει και διανύει περίπου 20.000 χιλιόμετρα ετησίως!

Ξεχειμωνιάζει κατόπιν μετανάστευσης σε διάφορες χώρες της ανατολικής και νότιας Αφρικής.

Το Μαυροκιρκίνεζο αποτελεί για την Ελλάδα, καθαρά μεταναστευτικό είδος, δηλαδή δεν μένει εδώ μόνιμα, αλλά χρησιμοποιεί τη χώρα μόνο ως πέρασμα για τις βορειότερες περιοχές αναπαραγωγής του και αντίστροφα (Άνοιξη και Φθινόπωρο).

Υπάρχουν κάποιες ενδείξεις ότι φωλιάζει στη Β. Ελλάδα, αλλά δεν έχουν τεκμηριωθεί ικανοποιητικά[5].

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μαυροκιρκίνεζο είναι κάτοικος, σε μεγάλο βαθμό, ανοικτών περιοχών, με ομάδες δένδρων ή με διάσπαρτους μικρούς δασικούς θυλακες. Εκτός από άφθονη παροχή σε μεγάλα έντομα και μικρά θηλαστικά, το είδος εξαρτάται από τη διαθεσιμότητα των κατάλληλων τόπων φωλιάσματος, ιδιαίτερα των παλαιών ερειπωμένων κτισμάτων.

Στις βόρειες περιοχές εξάπλωσής του χρησιμοποιεί ερεικώνες, και βαλτώδεις περιοχές. Σε περίπτωση που δεν υπάρχει περιθώριο αποφυγής της ανθρώπινης παρουσίας, μπορεί να βρεθεί κοντά σε οικισμούς ή σε άκρα οικισμών. Στην Ασία, το είδος μπορεί να φτάσει μέχρι τα 1500 μέτρα πάνω από την επιφάνεια της θάλασσας.

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και τα περισσότερα γεράκια, εμφανίζει φυλετικό διμορφισμό, ιδιαίτερα στους χρωματισμούς του.

  • Μήκος σώματος: (25)-29 έως 31-(35) εκατοστά[6].
  • Άνοιγμα πτερύγων: 69-77 εκατοστά[7].
  • Βάρος (αρσενικό): 115-190 γραμμάρια.
  • Βάρος (θηλυκό): 130-197 γραμμάρια.

Αρσενικό: Ολόκληρη η πάνω επιφάνεια έχει ομοιόμορφο μολυβί, σχεδόν μαύρο, χρώμα. Οι ταρσοί είναι κόκκινοι, ενώ τα κάτω καλυπτήρια φτερά της ουράς είναι καστανοκόκκινα[8]. Γενικά, το ενήλικο αρσενικό Μαυροκιρκίνεζο είναι πολύ εύκολο στην αναγνώριση πεδίου.

Ενήλικο θηλυκό Μαυροκιρκίνεζο

Θηλυκό: Πάνω μέρος κεφαλιού ωχρόξανθο, ράχη γκρίζα με μαυριδερές ραβδώσεις, ενώ η κάτω επιφάνεια είναι ανοιχτή καφέ χωρίς ιδιαίτερες ραβδώσεις[6]. Η ουρά είναι ελαφρώς πιο φωτεινή από το ανώτερο φτέρωμα και έχει κάποιες σκοτεινές ζώνες. Οι παρειές και λαιμός είναι σχεδόν λευκά.

Οι οφθαλμοί περιβάλλονται από μικρό, μαύρο δακτύλιο-μάσκα που είναι ιδιαίτερα εμφανής στο -ανοιχτόχρωμο- θηλυκό.

Το κήρωμα και τα πόδια είναι σομόν πορτοκαλί -που όσο περνάει η ηλικία γίνονται κόκκινα- και τα νύχια ανοιχτόχρωμα[8].

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η βασική τροφή των ενηλίκων Μαυροκιρκίνεζων αποτελείται σχεδόν αποκλειστικά από μεγάλα έντομα (ακρίδες, τριζόνια, σκαθάρια, λιβελούλες, μέλισσες και πεταλούδες) και ασπόνδυλα (σαλιγκάρια, αράχνες και γαιοσκώληκες). Οι νεοσσοί τρέφονται ως επί το πλείστον με μικρά πουλιά, αλλά και με ερπετά ή αμφίβια[9].

Στις αρχές της άνοιξης, όταν τα μεγάλα έντομα δεν είναι επαρκώς διαθέσιμα, καθώς και κατά τη διάρκεια της αναπαραγωγικής περιόδου, μπορεί να στραφεί σε μικρά τρωκτικά (σκίουροι, μυγαλές, αρουραίοι).

Τα Μαυροκιρκίνεζα κινούνται και κυνηγάνε πάντοτε κατά μικρές ομάδες, είτε στον αέρα, είτε και στο έδαφος χρησιμοποιώντας άλματα. Το κυνήγι μπορεί να χωριστεί σε δύο φάσεις του 24ώρου, μία πρωινή και μία -συνηθέστερη- από αργά το απόγευμα μέχρι αργά το σούρουπο και, σε νύχτες με φεγγάρι, μέχρι αργά το βράδυ. Σε αυτή ακριβώς τη δραστηριότητά του, οφείλεται και η επιστημονική του ονομασία (βλ. και ονομασία)

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αμέσως μετά την άφιξή τους στην περιοχή της αναπαραγωγής - ανάλογα με την περιοχή από τα τέλη Απριλίου έως τα τέλη Μαΐου - τα Μαυροκιρκίνεζα καταλαμβάνουν θέσεις φωλιάσματος σε δέντρα. Συνήθως χρησιμοποιούν παλιές φωλιές κορακοειδών (καρακάξες, κουρούνες), ενώ περιστασιακά χρησιμοποιούνται φωλιές θηραμάτων[10].

Σπάνια, αναπαράγεται σε κάθετα βράχια ή σε σπηλιές.

Η γέννα αποτελείται από (2)-3-4- (6) αυγά παρόμοια σε μέγεθος και εμφάνιση με εκείνα του Βραχοκιρκίνεζου, αλλά ελαφρώς μικρότερα και ελαφρύτερα.Η ωοτοκία αρχίζει δύο με τρεις εβδομάδες μετά την άφιξή τους στην περιοχή της αναπαραγωγής.

Τα αυγά επωάζονται και από τους δύο γονείς συνήθως μετά την απόθεση του δεύτερου αυγού. Η ακριβής περίοδος επώασης δεν είναι σαφής. Με τα παλαιότερα δεδομένα ήταν μόνο 22-25 ημέρες[11] , αλλά τώρα συνήθως θεωρείται ότι είναι μεγαλύτερη και υπολογίστηκε σε 27-28 ημέρες[12] .

Οι νεοσσοί αποκτούν φτέρωμα στις 15-22 ημέρες και πετάνε στις 26-28 ημέρες[13].

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Όπως και με τα άλλα εντομοφάγα αρπακτικά, το Μαυροκιρκίνεζο αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα λόγω της χρήσης εντομοκτόνων φαρμάκων. Για παράδειγμα, σε ορισμένες περιοχές, όπως στην Ουγγαρία, το 1998 υπήρχαν πάνω από 2000 ζευγάρια αναπαραγωγής, ενώ το 2002 ο μέγιστος αριθμός έπεσε στα 1.000. Η τάση αυτή προμηνύει μια περαιτέρω μείωση στο εγγύς μέλλον.

Πρόσφατες μελέτες[14] δίνουν περίπου 32.000 αναπαραγωγικά ζευγάρια στην Ευρώπη. Σύμφωνα με την IUCN, το Μαυροκιρκίνεζο θεωρείται ότι, παρά τους αριθμούς, έχει αρχίσει να απειλείται, κυρίως λόγω της σημαντικής μείωσης των αναπαραγόμενων ζευγαριών στην Ουκρανία και στο ευρωπαϊκό τμήμα της Ρωσίας.[1]

Για την Ελλάδα χρειάζονται περαιτέρω στοιχεία, διότι το Μαυροκιρκίνεζο είναι μεταναστευτικό, με τη λαθροθηρία να αποτελεί το κύριο πρόβλημα, ιδιαίτερα στις περιοχές-περάσματα των πτηνών κατά την αποδημία τους.

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το Μαυροκιρκίνεζο ονομάζεται και Ακριδοθήρας σε κάποιες ελληνικές περιοχές.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 BirdLife International (2013). Falco vespertinus στην Κόκκινη Λίστα Απειλούμενων Ειδών της IUCN. Έκδοση 2013.2. Διεθνής Ένωση Προστασίας της Φύσης (IUCN). Ανακτήθηκε 12 Μαρτίου 2014.
  2. Howard & Moore, p. 94
  3. Σύμφωνα με τον Β. Κιόρτση, τέως καθηγητή Ζωολογίας του πανεπιστημίου Αθηνών, («Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα», τόμος 16, λήμμα Γεράκι)
  4. Howard and Moore, p. 95
  5. Χανδρινός & Δημητρόπουλος, σ. 122
  6. 6,0 6,1 Bertel Bruun p.90
  7. Χανδρινός και Δημητρόπουλος σ. 189
  8. 8,0 8,1 Χανδρινός και Δημητρόπουλος σ. 122
  9. Handbuch der Vögel Mitteleuropas (HBV) Band 4, 1988, S. 787
  10. HBV (1989) S. 786f
  11. HBV (1989) S. 783
  12. Ferguson-Lees und Christie (2001), S. 867; Mebs und Schmidt (2006), S. 387.
  13. Harrison, p. 114
  14. Mebs und Schmidt (2006), S. 384

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • James Ferguson-Lees and David A. Christie: Raptors of the World. Boston/New York 2001, S. 864-867; Plate 99 (S. 276), ISBN 0-618-12762-3
  • Handbuch der Vögel Mitteleuropas (HBV) Band 4, 1988, S. 787.
  • Theodor Mebs und Daniel Schmidt: Die Greifvögel Europas Europas, Nordafrikas und Vorderasiens. Biologie, Kennzeichen, Bestände. Stuttgart 2006, S. 382-388, ISBN 3-440-09585-1
  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2001.
  • Collin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Ιωάννη Όντρια, Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • «Πάπυρος Λαρούς-Μπριτάνικα», τόμος 16, λήμμα Γεράκι (Β.Κιόρτσης)
  • Γ. Χανδρινού-Α. Δημητρόπουλου, Αρπακτικά Πουλιά της Ελλάδας, εκδόσεις Ευσταθιάδη, Αθήνα, 1982.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.