Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ματθαίος Μονκάδα

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ματθαίος Μονκάδα
Γενικές πληροφορίες
Γέννηση1325
Θάνατος1378
Πληροφορίες ασχολίας
Ιδιότηταπολιτικός
Οικογένεια
ΣύζυγοςGiovanna di Peralta de Saluzzo del Vasto
Allegranza Abbate
ΤέκναΓουλιέλμος Ραϊμόνδος Γ' Μονκάδα
Antonio I Moncada
Giovanna de Moncada di Peralta, Heiress of Sclafani
Elvira de Moncada
ΓονείςΓουλιέλμος Ραϊμόνδος Β' Μονκάδα και Margherita Sclafani, Heiress of Aderno
ΟικογένειαHouse of Moncada
Θυρεός
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ματθαίος Μονκάδα (περί το 1325 - 1378) ήταν μέγας σενεσάλος του βασιλείου της Σικελίας, κόμης της Aderno και της Agosta στη Σικελία, γενικός επίτροπος του Δουκάτου των Αθηνών και των Νέων Πατρών (1359 - 1361 και 1363 - 1366).[1] Δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα και ασκούσε την εξουσία μέσω διαφόρων Καταλανών ευγενών, με αποτέλεσμα να επικρατεί αποδιοργάνωση. Τον διαδέχτηκε ο Ρογήρος Α΄ ντε Λούρια, το 1366.

Μετά τον Ιάκωβο Φαδρίκ, το 1359, για λίγο γενικός επίτροπος ορίζεται ο Γκονσάλβο Χιμένεθ ντε Αρενός.[1] Στη συνέχεια μέσα στο 1359, ο δούκας Φρειδερίκος Γ΄ και βασιλιάς της Σικελίας (1355-1377), διορίζει γενικό επίτροπο τον Ματθαίο Μονκάδα. Παρά την επιμονή του βασιλιά ο Μονκάδα δεν ήλθε ποτέ στην Ελλάδα και προσπαθούσε να διοικήσει θέτοντας εκπροσώπους του ντόπιους Καταλανούς ευγενείς. Το αποτέλεσμα ήταν να δημιουργηθεί κατάσταση αποδιοργάνωσης στα δουκάτα με τους διάφορους ευγενείς να προσπαθούν να επιβάλουν την ηγεσία τους στο σύνολο των δουκάτων ή κατά περιοχές. Γι' αυτό δεν είναι περίεργο που υπάρχουν ασάφειες για το πότε, ποιός και πού κατείχε την εξουσία. Για παράδειγμα υπάρχει αβεβαιότητα για το ρόλο του Γκονσάλβο Χιμένεθ την περίοδο 1362-1363.[1]

Την εποχή αυτή κυριαρχούν δύο αντίπαλες φατρίες (ομάδες) στα Δουκάτα των Αθηνών και των Νέων Πατρών. Η μία με ηγετικό πρόσωπο τον Ρογήρο Α΄ ντε Λούρια που είναι εναντίον των καλών σχέσεων με την Βενετία και γι' αυτό επιθυμούν την συμμαχία και υποταγή στην Γένοβα, που ήταν ο κύριος αντίπαλός της. Η άλλη φατρία με αρχηγό τον Πέτρο ντε Που, αντιτίθεται σε αυτά τα σχέδια.[2][3]

Το 1361-1362, ο Πέτρος ντε Που ασκεί την επιτροπεία στο σύνολο ή σε περιοχές όπου έχει την δύναμη να επιβληθεί.[1] Είναι γνωστό ότι ασκούσε για μεγάλο διάστημα την δικαστική εξουσία στα Δουκάτα των Αθηνών και των Νέων Πατρών.[2][3] Χαρακτηρίστηκε όμως σαν βίαιος, πλεονέκτης, φιλόδοξος και κυρίως άδικος δικαστής.[1] Κατείχε το ισχυρό κάστρο του Ζητουνίου (Λαμία).[2][3] Αρχές του 1362[4], κατέλαβε κάστρα του αντιπάλου του, Ρογήρου Α΄ και φίλων του με την αιτιολογία της απώθησης αλβανικής επιδρομής, αλλά δεν τους τα επέστρεψε.[5][3] Μέσα σε αυτά ήταν και τα κάστρα του Ιάκωβου Φαδρίκ στα Σάλωνα, στο Λιδορίκι και τη Veteranitsa.[1][4]

Ο Ρογήρος Α΄ ντε Λούρια

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 1361[6][7] ή 1362[8], ο Ρογήρος Α΄ ντε Λούρια αναλαμβάνει ανεπίσημα (de facto) την επιτροπεία, παραγκωνίζοντας τον Πέτρο ντε Που. Ο Ρογήρος είχε αξιώματα, ισχυρούς φίλους και συγγενείς, αλλά και πολλούς αντιπάλους, όπως και μια διαμάχη, που προέκυψε μέσα στο 1362[9], με τους Βενετούς της Εύβοιας. Για να επιβάλλει την εξουσία του κάνει το λάθος, στα μέσα τού 1363, να καλέσει και να φιλοξενήσει τούρκους μισθοφόρους στη Θήβα.[9]

Επαναδιορισμός Μονκάδα το 1363

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στις 16 Αυγούστου του 1363[9], ο Ρογήρος παύεται από επίτροπος και την ίδια στιγμή επαναδιορίζεται ο Μονκάδα και καλείται επίμονα από τον Φρειδερίκο Γ΄ να αναλάβει προσωπικά την επιτροπεία, παρέχοντάς του και ενισχυμένες εξουσίες. Του ζητείται να εγκατασταθεί στην Θήβα και να δώσει αμνηστία για τις προηγηθείσες πράξεις. Παραχωρούνται στη δικαιοδοσία του τα κάστρα, οι διορισμοί αξιωματούχων, η συγκέντρωση των βασιλικών εσόδων για τη χρηματοδότησή του και επιπλέον «ισοβιότητα»[10] στο αξίωμα του «γενικού επιτρόπου».[11] Ούτε όλες αυτές οι παραχωρήσεις παρακινούν τον Μονκάδα να εγκατασταθεί στην Ελλάδα.[12][13] Περιορίστηκε στο να στείλει στρατιωτική δύναμη εναντίον του Ρογήρου, που όμως αντιμετωπίστηκε από τους στρατιώτες του, στους οποίους μπορεί να συμπεριλαμβάνονταν και οι τούρκοι μισθοφόροι.[11]

Συνασπισμός εναντίων των τούρκων

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το σημαντικό είναι ότι υπήρξε μια μικρή «Σταυροφορία» εναντίον της τούρκικης απειλής, ασυνήθιστο για αυτή την εποχή των ανταγωνισμών στη Δύση. Ο πάπας Ουρβανός Ε΄ έκανε έκκληση σε όλους τους χριστιανούς να κινηθούν εναντίων των αλλόθρησκων Τούρκων. Τελικά οι συνεργαζόμενες δυνάμεις του βάιλου της Αχαΐας (Gautier de Lor[7]), των Γάλλων βαρόνων, του Δεσπότη του Μυστρά Μανουήλ Καντακουζηνού, των ιπποτών του Αγίου Ιωάννη, του βασιλιά Πέτρου Α΄ της Κύπρου και του βενετικού στόλου, κατόρθωσαν να πυρπολήσουν 35 τούρκικα πλοία στο λιμάνι των Μεγάρων. Οι τούρκοι κατέφυγαν στην Θήβα και αποφεύχθηκε μια πιθανή επίθεσή τους στην Πελοπόννησο.[6][7][14]

Στις 25 Ιουλίου του 1365, ο Ρογήρος υπογράφει συμφωνία ειρήνης με του Βενετούς της Εύβοιας. Όταν έφυγαν και οι τούρκοι από την Θήβα επικράτησε ειρήνη και μεταξύ των Καταλανών με πρωτοβουλίες του Ρογήρου και του βασιλιά της Σικελίας.[10]

Μετά την απομάκρυνση του Ρογήρου το 1363, ήταν σημαντικός ο ρόλος του ικανού και μετριοπαθή Ιάκωβου Φαδρίκ. Ήταν έμπειρος, είχε διατελέσει γενικός επίτροπος στο παρελθόν (1356-1359) πριν διοριστεί ο Μονκάδα και μπορούσε να καλύψει το κενό της απουσίας του τελευταίου. Το 1365, όμως πεθαίνει, με αποτέλεσμα να ακολουθήσουν διαμάχες μεταξύ του Ρογήρου και του Πέτρου ντε Που.[15][13]

Η επικράτηση του Ρογήρου

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πιθανότατα ο Μονκάδα να θεωρούσε πιο αξιόπιστο τον Πέτρο ντε Που από τον Ρογήρο, λόγο της προδοτικής συμπεριφοράς του τελευταίου, στο θέμα των τούρκων μισθοφόρων.[2][3] Το καλοκαίρι όμως του 1366, υπήρξε εξέγερση εναντίον τού Πέτρου ντε Που, που είχε σαν αποτέλεσμα να δολοφονηθεί ο ίδιος, η σύζυγος του και οι σημαντικότεροι υποστηρικτές του. Το ίδιο συνέβη και με ανθρώπους του Μονκάδα, που επιχείρησαν να εκδικηθούν τον θάνατό του.[5][3]

Πριν από τον Αύγουστο του 1366, παρά τα προβλήματα που είχε προκαλέσει με τους τούρκους, ο Ρογήρος ντε Λούρια αναλαμβάνει επίσημα, με έγκριση από το βασίλειο της Σικελίας, την γενική επιτροπεία στη θέση τού Ματθαίου Μονκάδα, ο οποίος τελικά δεν πάτησε ποτέ το πόδι του στην Ελλάδα.[15][13]

  1. 1,0 1,1 1,2 1,3 1,4 1,5 Setton 1975, σελ. 198.
  2. 2,0 2,1 2,2 2,3 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 424.
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 3,5 Miller 1908, σελ. 297.
  4. 4,0 4,1 Setton 1975, σελ. 198 σημείωση 115.
  5. 5,0 5,1 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 425.
  6. 6,0 6,1 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 405-406.
  7. 7,0 7,1 7,2 Miller 1908, σελ. 284.
  8. Setton 1975, σελ. 199.
  9. 9,0 9,1 9,2 Setton 1975, σελ. 201.
  10. 10,0 10,1 Setton 1975, σελ. 204.
  11. 11,0 11,1 Setton 1975, σελ. 202.
  12. Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 422.
  13. 13,0 13,1 13,2 Miller 1908, σελ. 296.
  14. Setton 1975, σελ. 202-204.
  15. 15,0 15,1 Μίλλερ & Λάμπρος 1909-1910, σελ. 422-423.
Ματθαίος Μονκάδα
Γέννηση: 1325 Θάνατος: 1378
Προκάτοχος
Γκονσάλβο Χιμένεθ ντε Αρενός
Βικάριος του Δουκάτου των Αθηνών

1359 - 1361
Διάδοχος
Πέτρος ντε Που
Προκάτοχος
Ρουτζέρο ντε Φλορ
Βικάριος του Δουκάτου των Αθηνών

1363 - 1366
Διάδοχος
Ρογήρος Α΄ ντε Λούρια