Μακροχώρι Ημαθίας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια

Συντεταγμένες: 40°32′55.0″N 22°14′30.1″E / 40.548611°N 22.241694°E / 40.548611; 22.241694

Μακροχώρι
Μακροχώρι is located in Greece
Μακροχώρι
Μακροχώρι
Διοίκηση
ΧώραΕλλάδα
ΔήμοςΒέροιας
Γεωγραφία και Στατιστική
ΝομόςΗμαθία
Υψόμετρο10 μέτρα
Πληθυσμός5.189 (2011)
Πληροφορίες
Παλαιά ονομασίαΜικρογούζι
Ταχ. κώδικας59033

Το Μακροχώρι είναι κωμόπολη του Δήμου Βέροιας στην Ημαθία και πρώην έδρα του δήμου Αποστόλου Παύλου, με πληθυσμό 4.870 κατοίκους (απογραφή 2021). Βρίσκεται ανατολικά της Βέροιας, σε απόσταση 8 χλμ. από το κέντρο της, και ο πρώτος οικισμός στο δρόμο από Βέροια προς Θεσσαλονίκη. Βρίσκεται στο κάμπο της Ημαθίας και περιβάλλεται από κατοικίες, χώρους εργασίας και εντατικές καλλιέργειες κάθε λογής παραγωγής. Είναι από τα μεγαλύτερα χωριά της Ημαθίας.

Ιστορικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αρχαιότητα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Λίγο βορειότερα από το Μακροχώρι, στη θέση «Τούμπα» της Νέας Νικομήδειας αναπτύχθηκε ένας από τους παλιότερους αγροτικούς οικισμούς της Ευρώπης κατά την Αρχαιότερη Νεολιθική περίοδο στην 7 η χιλιετία π.Χ.. Λίγα χιλιόμετρα νότια από το Μακροχώρι, οι Αργειάδες Μακεδόνες δημιούργησαν τον 7ο αιώνας π.Χ. το πρώτο τους βασίλειο και ιδρύοντας την πρωτεύουσά τους, τις Αιγές, στη θέση της σημερινής Βεργίνας, στις υπώρειες των Πιερίων βουνών.

Ρωμαϊκή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το 50 μ.Χ. πέρασε και ίδρυσε την τοπική Εκκλησία ο Απόστολος Παύλος στα χρόνια της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Σε πρόσφατες (2014) ανασκαφικές δραστηριότητες, με αφορμή την κατασκευή αποχετευτικού δικτύου, στην γωνία των οδών Παλαιών Πατρών Γερμανού και Κωνσταντίνου Παπακωνσταντίνου εντοπίστηκαν ευρήματα που ανήκουν σε συγκρότημα αγροκτήματος (Roman villa rustica) της ύστερης ρωμαϊκής περιόδου (τέλη του 3ου – αρχές του 4ου αι. π.Χ.).

Από την περιοχή του Μακροχωρίου προέρχονται αρχιτεκτονικά μέλη και τρεις επιγραφές των ρωμαϊκών χρόνων όπως του μονομάχου Πεκουλιάρη ( ο μονομάχος ήταν vetiarius δηλ. δικτυοβόλος και το όνομά του ήταν συνηθισμένο σε πρόσωπα ταπεινής καταγωγής. Αναφέρεται ότι κέρδισε σε αγώνα πυγμής α΄ νίκη. Η επιτύμβια στήλη βρέθηκε το 1969). Στην ευρύτερη περιοχή επίσης εντοπίστηκε καμίνι κατασκευής απλών κεραμικών σκευών της Ρωμαϊκής περιόδου.

Βυζαντινή περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά τη διάρκεια των Βυζαντινών χρόνων, η περιοχή αποτέλεσε τόπο παραμονής των μελών της βυζαντινής αριστοκρατίας. Από το 989 έως το 1001 την περιέλαβε στο κράτος του ο Τσάρος Σαμουήλ. Στην Φραγκοκρατία δόθηκε στο βασίλειο της Θεσσαλονίκης και στον Βονιφάτιο τον Μομφερατικό. Το 1206, ο Τσάρος Ιωαννίτζης (Σκυλογιάννης) λεηλάτησε την περιοχή και κατέλαβε τη Βέροια εγκαθιστώντας και Βούλγαρο επίσκοπο. Το 1207 επέστρεψαν οι Φράγκοι και εκδιώχθηκαν οριστικά το 1215-6. Το 1345 ο Κράλης Στέφανος Δουσάν κατακτά όλη την περιοχή ως το 1355. Στα τέλη του 14 ου αιώνα (1373-4) εμφανίστηκαν οι Τούρκοι με ηγέτη τον Γαζή Εβρενός Μπέη, έναν πρώην βυζαντινό διοικητή που είχε ασπαστεί το Ισλάμ. Ο Εβρενός λειτουργούσε ως ελάσσων συνέταιρος των Οθωμανών εμίρηδων και αυτοί του παραχώρησαν αχανείς γαίες στην Βόρεια Ελλάδα. Η Βέροια περιήλθε στα χέρια τους ίσως δύο φορές πριν οριστικά την αποκτήσουν, με παράδοση, στις 9 Απριλίου του 1433.

Η πρώτη γνωστή αναφορά στον οικισμό γίνεται το 1326 στην διαθήκη ενός άρχοντα Σκουτάριου του Θεόδωρου Σαραντηνού. Σε αυτήν περιέχονται τα σχετικά με την αφιέρωση κτημάτων στην Πατριαρχική και Σταυροπηγιακή Μονή του Τιμίου Προδρόμου της Πέτρας που είχε ιδρύσει ο ίδιος μέσα στην πόλη της Βέροιας, ίσως στην περιοχή του σημερινού 6 ου Δημοτικού Σχολείου που τότε ονομάζονταν του Σκωρονύχου.

Στο μοναστήρι προσφέρεται μεταξύ άλλων και το αγρόκτημα (ζευγηλατείο) του Μακροχωρίου και απαριθμούνται εργαλεία και ονόματα των δουλοπάροικων καλλιεργητών καθώς επίσης γίνεται λεπτομερής αναφορά της θέσης του ζευγηλατείου δίπλα στο Βασιλικό ποταμό (σημερινός Τριπόταμος, τουρκ. Ανά Ντερέ - ελευθ. μεταφρ. νερομάνα). Πιθανή είναι και η ύπαρξη πύργου για την ασφάλεια των κατοίκων. Τέλος ολόκληρη η Μονή με την περιουσία της δίνεται ως μετόχι από τον Σαραντηνό στη Μονή Βατοπεδίου του Αγίου Όρους.

Οθωμανική περίοδος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πέρασμά του από την περιοχή, ο περιηγητής Εβλιγιά Τσελεμπή τον καιρό της Τουρκοκρατίας ( 1668 μ.Χ.) και έμεινε ενθουσιασμένος από τα τοπικά προϊόντα και τους 300 υδρόμυλους της Βέροιας.

Αυτήν την περιοχή οι παλιοί κάτοικοί της ονομάζουν «Ρουμλούκι» (τουρκ. Rumlik) δηλαδή περιοχή των Ρωμιών (Ελληνότοπος). Είναι μία περιοχή με περίπου πενήντα χωριά και με όρια ανατολικά το Καρασμάκι (Λουδίας) και το Θερμαϊκό Κόλπο, τις παρυφές των Πιερίων νότια , τους πρόποδες του Βερμίου προς δυτικά και την περιοχή του πρώην Βάλτου των Γιαννιτσών βόρεια. Την περιοχή αυτή διασχίζει ο ποταμός Αλιάκμονας (ο ακαταπόνητος σύμφωνα με την ετυμολογία του, τουρκ. Ιντζέ Καρά - μεταφρ. ο αδύνατος και μαύρος δηλ. ο στενός και με πολύ νερό και σλαβ. Μπίστριτσα - Bistrica/*Bystrica < Πρωτοσλαβικό *bystrŭ = γρήγορο, διαφανές, καθαρό + το επίθημα -ica) ο οποίος τουλάχιστον κατά τη βυζαντινή περίοδο ήταν πλωτός. Οι Ρουμλουκιώτες κάτοικοι διατήρησαν την ελληνικότητά τους στη γλώσσα, στα έθιμα και στη συνείδηση. Οι παλιές παντρεμένες γυναίκες φορούσαν το χαρακτηριστικό κάλυμμα του κεφαλιού, το κατσούλι, και με περηφάνια ανέφεραν την παράδοση που θέλει το Μ. Αλέξανδρο να τιμά τον ηρωισμό που έδειξαν σε κάποια μάχη φορώντας σε αυτές την περικεφαλαία των αντρών που δείλιασαν.

Κατά την Τουρκοκρατία το Μικρογούζι, όπως είχε μετονομαστεί πλέον το Μακροχώρι, ανήκε στον κάζα της Καρά Φεριέ (Βέροιας) και αναφέρεται ως Mikroğuz, Mikrağuz και Makroğuz στις οθωμανικές πηγές. Ίσως το χωριό να κατοικήθηκε από εκχριστιανισμένους/βυζαντινοποιημένους Τούρκους Ογούζους κάτι που συμβαίνει και σε άλλα χωριά της περιοχής (Τουρκοχώρι, Κουμανίτσι, Ντουρμάνι, Μελίκη, Σαρακήνα και Λυζικό). Σε όλους τους οθωμανικούς καταλόγους αναφέρεται ότι κατοικείται αποκλειστικά από χριστιανούς.

Κοντά ίσως με το Μικρογούζι ήταν το βακουφοχώρι Άσμπογα που η ύπαρξή του αναφέρεται το 1506 έως το 1519 και το 1550. Στη συνέχεια παύει η αναφορά του παραπάνω χωριού και μάλλον ενσωματώθηκε με το Μικρογούζι.

Το χωριό ήταν βακούφι των απογόνων του κατακτητή της περιοχής Γαζή Εβρενός Μπέη, δηλ. με τα έσοδά του συντηρούσε φιλανθρωπικά ιδρύματα. Στο πέρασμα των χρόνων (17ος αιώνας) το βακούφικο καθεστώς ατόνησε και οι κάτοικοι έπρεπε να πληρώνουν τους τακτικούς και έκτακτους φόρους όπως όλοι οι χριστιανοί.

Σε μαρτυρία σχετικά με περιοδεία του Μητροπολίτη Δανιήλ (1769 – 1799), που έγινε μετά το 1770, αναφέρεται ότι η Αρχιερατική εισφορά του την οποία απέδιδαν οι χριστιανοί κάτοικοι ήταν 3.180 γρόσια. Αν υπολογιστεί ότι το κάθε στεφάνι (οικογένεια) είχε υποχρέωση να καταβάλει ετήσια αρχιερατική εισφορά περίπου 18 γρόσια – το 1/6 της τουρκικής λίρας, μπορεί να υπολογιστεί ο πληθυσμός του χωριού περίπου σε 176 οικογένειες και σε 800 χριστιανούς κατοίκους.Στο ίδιο διάστημα (β' μισό του 18ου αιώνα) αναφέρεται ότι ο πρόκριτος της Βέροιας Δημητράκης Μπεκέλας γιος του ΧατζηΜανώλη και πρόγονος της γνωστής εύπορης οικογένειας των Βικέλα, έχει κτήματα μεταξύ άλλων χωριών και στο Μικρογούζι.

Από την έρευνα που ακολούθησε την κατασκευή αποχετευτικού αγωγού (2014) στην οδό Ολύμπου βρέθηκε πλήθος εμφιαλωμένων κεραμικών που ανήκε στην σκευή δημόσιου κοσμικού κτηρίου της ύστερης οθωμανικής περιόδου.

Στα 1804, ο Αλή Πασάς εισβάλει στους Καζάδες της Βέροιας και της Νάουσας. Τότε αρπάζει περιουσίες Μουσουλμάνων και Χριστιανών κατοίκων , απαιτεί την καταβολή ετήσιου φόρου και τοποθετεί στα καταλαμβανόμενα τσιφλίκια δικούς του επιστάτες (σουμπασήδες) όπως έγινε και στο Μικρογούζι. Ο πληθυσμός υποφέρει τα πάνδεινα από την πλεονεξία του νέου κατακτητή εργαζόμενος σε καθεστώς τιμαριωτικής δουλείας και αποδίδοντάς του ετήσιο φόρο. Η κυριαρχία του διαρκεί ως το 1820.

Καταλυτικές πρέπει να στάθηκαν και οι καταστροφικές εξελίξεις (ο Χαλασμός) της Επανάστασης του 1822 στην περιοχή. Ο Μεχμέτ Εμίν Αμπντούλ Αμπούντ Πασάς - ένας Σύριος με ενεργητικό και βίαιο χαρακτήρα - γνωστός και ως Εμπού Λουμπούτ (Ροπαλοφόρος ) αφάνισε οικισμούς και χωριά της Μακεδονίας και μεταξύ αυτών σίγουρα και το Μικρογούζι .,

Νεότερα χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Σύμφωνα με εκθέσεις και αναφορές του μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης Κωνστάντιου Ισαακίδη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο το 1898 στο Μικρογούζι διαμένανε 50 χριστιανικές οικογένειες. Γύρω στο 1900, στο χωριό υπήρχαν 75 σπίτια και 385 κάτοικοι σύμφωνα με την στατιστική του Καζά Βέροιας. Οι κάτοικοι του χωριού ήταν αγρότες. Οι εκτάσεις της γης ανήκαν τόσο σε μουσουλμάνους όσο και σε χριστιανούς κτηματίες. Αναφέρεται και η ύπαρξη ενός χειμαδιού 20 βλάχικων οικογενειών. Σχολείο με την ονομασία Ελληνική Σχολή Μικρογουζίου ιδρύθηκε επίσημα το 1907, αλλά ήδη από το 1897 αναφέρεται η χορήγηση 8 λιρών εκ μέρους της Μητροπόλεως για την λειτουργία του τότε υπάρχοντος.

Ο Μακεδονικός Αγώνας επηρέασε και τη ζωή των κατοίκων. Υπήρχε άλλωστε άμεση η γειτνίαση με το Βάλτο των Γιαννιτσών που ήταν πεδίο δράσης τόσο των κομιτατζήδων όσο και των Ελληνικών Σωμάτων. Ο Βάλτος ήταν μία υδάτινη έκταση έκτασης περίπου 180 τετρ. χιλ. που τροφοδοτούνταν από τα ποτάμια Λουδία, Μογλενίτσα όπως επίσης τα νερά του Βερμίου και του Παΐκου. Στις νησίδες της Λίμνης και ανάμεσα στους πυκνούς καλαμιώνες είχαν εγκαταστήσει τις καλύβες και τα κρησφύγετα τους οι Βούλγαροι κομιτατζήδες και έλεγχαν τα γύρω χωριά και τις δημοσιές. Οι κάτοικοι του Μικρογουζίου παρέμειναν Πατριαρχικοί παρόλες τις έντονες πιέσεις των Βουλγάρων για ένταξη τους στην Εξαρχία. Σε αναφορές της εποχής αναφέρεται ως μεικτό με πατριαρχικούς και ρουμανίζοντες κατοίκους. Στις 5/9/1905 ο ρουμανόβλαχος Χατζηβασίλης Ρουσιάνο από το Μικρογούζι θέλησε να δολοφονήσει στο κονάκι που διατηρούσε στο χωριό τον αρχηγό του Κέντρου Αμύνης Βέροιας Σιορ-Μανωλάκη. Η επίθεση απέτυχε αφού συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τους χωρικούς. Στις 10/5/1906 ο καπετάν Παναγιώτης Παπατζανετέας, με αφορμή πληροφορίες για ρουμανοβλαχική δράση στο χωριό, επιτέθηκε εναντίον ρουμανιζόντων κατοίκων. Στη μάχη που ακολούθησε σκοτώθηκαν 13 χωρικοί (Νικ. Γκολέτσης, Δ. Γκρέκος, Νικόλαος Μουχτάρης κ.ά.). Η πράξη αυτή καταδικάστηκε από το Κέντρο της Θεσσαλονίκης ως απαράδεκτη. Ο Παπατζανετέας απαίτησε από τον Μπέη του χωριού να εκδιώξει όλους τους ρουμανίζοντες. Ο Χατάμπεης προσπάθησε να τον δελεάσει με 500 λίρες αλλά δεν τα κατάφερε και έτσι με την βοήθεια των Ελλήνων χωρικών αναγκάστηκε να κάψει τις καλύβες των ρουμανιζόντων. Το 1907 ακόμη ένας ρουμανόβλαχος φονεύθηκε, από ελληνικό σώμα, στο Μικρογούζι.

Καπεταναίων ήταν μεταξύ άλλων ο γεννημένος στο Μικρογούζι και ηγήτορας της αντάρτικης κίνησης στη Βέροια  Αναστάσιος Σιορ-Μανωλάκης, καθώς και οι Μικρογουζιώτες Γρηγόριος Δούκας, Αθανάσιος Τσιναφορνιώτης και Γρηγόριος Παπακωνσταντίνου που έδρασε ως πράκτορας Γ΄ τάξης και περιποιήθηκε τους Έλληνες αντάρτες.

Στις 16 Οκτωβρίου 1912 ο Ελληνικός Στρατός άρχισε να απελευθερώνει τη Βέροια και τα χωριά του Κάμπου από τη σκλαβιά που κράτησε κοντά 500 χρόνια. Οι περισσότεροι κάτοικοι του Μικρογουζίου ήταν κρυμμένοι, εξαιτίας του φόβου για τις αντιδράσεις των Τούρκων, στο Σουφουλιό μία δασωμένη περιοχή μεταξύ του Μακροχωρίου και των Καβασίλων. Στα όρια του οικισμού εγκαταστάθηκαν προφυλακές της 1ης και 3ης Μεραρχίας.

Στη διάρκεια του Α΄ Παγκοσμίου πολέμου (1914-1918), στα όρια του χωριού και προς το χωριό Ν. Λυκογιάννη, είχε διαμορφωθεί και ένα πρόχειρο αεροδρόμιο για τις ανάγκες του στρατηγείου των Συμμάχων στη Βέροια.

Ανακούφιση και λύτρωση από το βάσανο της ελονοσίας πρόσφερε η απόφαση για την αποξήρανση της λίμνης των Γιαννιτσών. Το 1934 τελείωσε η κατασκευή της περιφερειακής συλλεκτηρίου τάφρου ( τάφρος 66 ) που μέσα της κατέληγαν τα νερά που τροφοδοτούσαν την λίμνη . Οι εκτάσεις από την αποξήρανση που προέκυψαν δόθηκαν σε καλλιεργητές μεταξύ αυτών και σε Μακροχωρίτες. Η κατασκευή της τάφρου΄΄ 66 ΄΄ σταμάτησε την διαδρομή από το ΄΄ Αγώι ΄΄ κάτω από το Μακροχώρι . Αυτό ήταν ένα μεγάλο αυλάκι που κατέβαζε ορμητικά τα νερά του από τις πηγές του Βερμίου , εξυπηρετούσε τους υδρόμυλους ( 3 τέτοιοι υπήρχαν μέσα στο χωριό ) και κατέληγε στην Βίλιτσα - ανάμεσα από τα χωριά Λουτρό και Καμποχώρι - που ήταν παραπόταμος του Αλιάκμονα .

Οι Γερμανοί κατέλαβαν την περιοχή της Βέροιας και φυσικά το Μακροχώρι στις 11 Απριλίου του 1941. Ο πληθυσμός δοκιμάστηκε , έζησε την τρομοκρατία καθώς και την συστηματική καταλήστευση του πλούτου. (πεσόντες του Αλβανικού Έπους οι Δούκας Αντώνιος και Παλαιστής Χρήστος) 

Η απελευθέρωση της περιοχής εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο της αποχώρησης των Γερμανών από τη Βόρεια Ελλάδα, εξαιτίας του φόβου αποκλεισμού της οδού επιστροφής μέσω Γιουγκοσλαβίας. Στις 27 Οκτωβρίου 1944 ξεκίνησε να εισέρχεται στην πόλη της Βέροιας ο ΕΛΑΣ και ο εφεδρικός ΕΛΑΣ, ως απελευθερωτές, ενώ η αποχώρηση των Γερμανών συνεχιζόταν. Σύμφωνα με κάποιες μαρτυρίες το απόγευμα της 29ης Οκτωβρίου εισήλθαν στην πόλη με οργανωμένα τμήματα το 16ο Σύνταγμα του ΕΛΑΣ και ακολούθησε η πρώτη συγκέντρωση της απελευθέρωσης. Στις ίδιες ημερομηνίες απαλλάχτηκε και το Μακροχώρι από τη ναζιστική κατοχή . Απώλειες υπήρξαν και στο Εμφύλιο που ακολούθησε την Απελευθέρωση. Επί συνόλου 585 κατοικιών καταστράφηκαν, από τους Γερμανούς, 10 ολοσχερώς και 25 μερικώς.

Στην απογραφή του 1913, που ακολούθησε την απελευθέρωση, το Μικρογούζιον, που ανήκε στην Υποδιοίκηση Βερροίας του Νομού Θεσσαλονίκης, είχε 626 κατοίκους ( 322 άρ. , 297 θήλ. ).

Το Μικρογούζι αναγνωρίζεται ως κοινότητα, της Υποδιοίκησης Βερροίας του Νομού Θεσσαλονίκης ,το 1918 και στην απογραφή του 1920 έχει 708 κατοίκους ( 358 άρ. , 350 θήλ. ). Ευεργετική στάθηκε για τον τόπο η άφιξη των προσφύγων της Μικρασιατικής Καταστροφής και της ανταλλαγής των πληθυσμών που ακολούθησε (σύνολο 127 οικογένειες ή 526 άτομα - στοιχεία Επιτροπής Αποκατάστασης Προσφύγων Ε.Α.Π. 1928)[εκκρεμεί παραπομπή]. Με καταγωγή από τον Πόντο και την Ανατολία αύξησαν τον πληθυσμό του Μικρογουζίου της Επαρχίας Βερροίας του Νομού Θεσσαλονίκης, που το 1928 φτάνει τους 1.154 ( 587 άρ. , 567 θήλ. ) κατοίκους και έφεραν μαζί τους τις ιδιαίτερες συνήθειες, την λαλιά και τις παραδόσεις τους. Τους δόθηκε γη στην περιοχή που ονομάστηκε Συνοικισμός στο τέλος του τότε χωριού ανεβαίνοντας προς τη Βέροια.

Το 1930 το Μικρογούζι μετονομάστηκε, παίρνοντας την βυζαντινή του ονομασία πάλι, σε Μακροχώρι ( επίσημη ημερομηνία μετονομασίας 28/8/1940 Φ.Ε.Κ. 271/1940 ).

Οι απογραφές που ακολούθησαν έδειξαν την αύξηση του πληθυσμού ως το 2011 ( το 1940 κατ. 1989 -991 άρ. , 998 θήλ. -, το 1951 κατ. 2359, το 1961 κατ. 3029, το 1971 κατ. 3048, το 1981 κατ. 3850, το 1991 κατ. 4338, το 2001 κατ. 4788, το 2011 κατ. 5189 και το 2021 κατ. 4.870). Στο χωριό πλέον οι κάτοικοι έχουν κυρίως καταγωγή ντόπια, ποντιακή, μικρασιάτικη, βλάχικη, θρακιώτικη καθώς και από όλα τα μέρη της Ελλάδας. Επίσης κατοικούν μετανάστες από άλλες χώρες.

Στις 13 Απριλίου 2003 το Μακροχώρι και άλλα έξι χωριά τριγύρω (Καβάσιλα, Διαβατός, Κουλούρα, Νέα Νικομήδεια, Σταυρός και Ξεχασμένη), θρήνησαν τους 21 μαθητές της Α' τάξης του Λυκείου Μακροχωρίου, οι οποίοι σκοτώθηκαν σε τροχαίο στα Τέμπη. Συγκεκριμένα, από το Μακροχώρι ήταν οι 11 εκ των 21 μαθητών. Μία από τις πλατείες του χωριού μετονομάστηκε σε "Πλατεία 21 Μαθητών".

Το 2010, εγκαινιάστηκε η Δημοτική Βιβλιοθήκη Μακροχωρίου, η οποία είναι αφιερωμένη στη μνήμη των 21 αδικοχαμένων παιδιών.

Το 1998 το Μακροχώρι έγινε η έδρα του νεοσύστατου Δήμου Αποστόλου Παύλου που περιλαμβάνει τις πρώην κοινότητες του Μακροχωρίου, του Διαβατού, της Κουλούρας, της Νέας Νικομήδειας και της Παλαιάς και Νέας Λυκογιάννης. Σύμφωνα με την Διοικητική μεταρρύθμιση Καλλικράτης ο Δήμος όπου ανήκει το Μακροχώρι εντάχθηκε το 2011 στο Δήμο Βέροιας.

Πολιτιστικοί Σύλλογοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο Μακροχώρι δραστηριοποιούνται τρεις Σύλλογοι:

Ο Σύλλογος Ποντίων Μακροχωρίου, με έτος ίδρυσης το 1978 και πλούσια χορευτική και λαογραφική δράση. Στο σύλλογο λειτουργούν 4 χορευτικά τμήματα καθώς και σχολή εκμάθησης ποντιακής λύρας, νταουλιού και αγγείου. Διοργανώνει ετήσιο καλοκαιρινό χορό την δεύτερη εβδομάδα του Ιουλίου και χειμερινό χορό την τελευταία εβδομάδα του Δεκέμβρη. Αναβιώνει κάθε χρόνο το έθιμο των Μωμόγερων το Δωδεκαήμερο (25/12 έως 7/1), ετήσιο μνημόσυνο για την ημέρα Μνήμης της Γενοκτονίας του Ποντιακού ελληνισμού το Μάιο και τα κάλαντα της άνοιξης (χελιδονίσματα) στην αρχή της άνοιξης. Συμμετέχει στις εκδηλώσεις εορτασμού του Αγίου Γεωργίου καθώς και του Τιμίου Προδρόμου στο τέλος του Αυγούστου. Επίσης κάθε χρόνο διοργανώνει το κάψιμο των κέδρων (φανός) την Κυριακή της Αποκριάς και τις εκδηλώσεις της Καθαράς Δευτέρας.

Ο Λαογραφικός και Χορευτικός Σύλλογος Ντόπιων Μακροχωρίου και Περιχώρων με έτος ίδρυσης το 1993. Ο σύλλογος αυτός, εκτός από ετήσιο χορό και την συμμετοχή του σε φεστιβάλ και εκδηλώσεις, οργανώνει εορταστικό διήμερο με παραδοσιακούς χορούς στις 28 και 29 Αυγούστου με αφορμή την εορτή του Προδρόμου. Στις 25 Δεκεμβρίου κάθε χρόνου εμφανίζονται χορεύοντας στους δρόμους τα «Ρουγκάτσια» και στις 26 του ίδιου μήνα στην πλατεία Παλαιού Ηρώου γιορτάζεται η «Γουρουνοχαρά». Το Σάββατο του Λαζάρου οι «Λαζαρίνες», ανύπαντρα κορίτσια που φορούν τις τοπικές ρουμλουκιώτικες φορεσιές, περιδιαβαίνουν τα σπίτια με τραγούδια για την γιορτή και την Άνοιξη. Λειτουργεί, από τον Σύλλογο, τράπεζα αίματος. Τον Απρίλιο κάθε χρόνου οργανώνεται ο «Δρόμος 21 Μαθητών», ένας αγώνας δρόμου αφιερωμένος στους 21 μαθητές, θύματα του πολύνεκρου τροχαίου στις 13 Απριλίου 2003.

Και τέλος ο Ψηφιδωτό Πολιτισμός-Αθλητισμός-Εθελοντισμός, Πολιτιστικός Σύλλογος Μακροχωρίου Ημαθίας με έτος ίδρυσης το  2018. Σε αντίθεση με τους άλλους συλλόγους του χωριού, που έχουν χαρακτήρα κυρίως λαογραφικό-χορευτικό, αυτός στρέφεται κυρίως σε δράσεις πολιτισμού και εθελοντισμού.

Οι ενορίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τιμίου Προδρόμου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Είναι η παλαιότερη κι η πολυπληθέστερη. Η εκκλησία τιμάται στην μνήμη της Αποτομής του Τιμίου Προδρόμου (πανήγυρις 29 Αυγούστου). Είναι ίσως η ανάμνηση της παλαιάς αφιέρωσης του Μακροχωρίου στη Μονή της Πέτρας ως μετόχι. Εξάλλου δεν είναι συνηθισμένο η κυριώνυμος ημέρα της εορτής να συμπίπτει με αυστηρή νηστεία πράγμα που δυσκολεύει την χαρά του πανηγυριού και τους πανηγυριστές.

Ο ναός της τελευταίας περιόδου της τουρκοκρατίας (πρώτο μισό του 19ου αι.) ήταν τρίκλιτη βασιλική με ανοικτή στοά που κάλυπτε τη βόρεια, τη δυτική και τη νότια πλευρά του. Στην Ημαθία τέτοιου είδους ναοί σώζονται στην Ξεχασμένη ο παλαιός ναός του Αγ. Δημητρίου (1810), στο Νησί το καθολικό της Μονής Αγ. Αναργύρων (1813), το καθολικό της Ι. Μ. Δοβρά (1844) κ. α.. Δεν ήταν αγιογραφημένος και διέθετε μόνο φορητές εικόνες των μέσων του 19ου αι. Περιφερειακά υπήρχαν κελιά για τη φιλοξενία επισκεπτών και πανηγυριστών καθώς και νεκροταφείο από το οποίο σώζονταν ως πρόσφατα επιτύμβιοι σταυροί με ονόματα και χρονολογίες του 18ου και του 19ου αι.. Στο ναό ανήκε ο γειτονικά ευρισκόμενος νερόμυλος ως βακούφι και 300 στρέμματα γεωργικού κλήρου. Από τον παλαιό ναό σώζεται μόνο η θέση της Αγίας Τράπεζας εκεί που έχει ανεγερθεί προσκυνητάρι νοτιοανατολικά της σημερινής εκκλησίας. Ελάχιστα είναι και τα κειμήλια που δείχνουν το παρελθόν όπως δύο Ευαγγελιστάρια του 19ου αι., ένας σταυρός αγιασμού και μερικές φθαρμένες εικόνες της ίδιας περιόδου.

Το 1949 άρχισε η ανέγερση του υπάρχοντος ναού. Με κάρα μεταφέρθηκε το οικοδομικό υλικό ( πωρόπετρες ) από τη Βέροια. Κτίσθηκε σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής και την δεκαετία του 1970 προστέθηκαν ο γυναικωνίτης ,ο νάρθηκας καθώς και το κωδωνοστάσιο. Είναι αγιογραφημένος και διαθέτει σύγχρονο ξυλόγλυπτο τέμπλο και προσκυνητάρια. Περιβάλλεται από μεγάλο οικόπεδο που βρίσκεται στο κέντρο περίπου του παλιού Μικρογουζίου.

Μεγάλο πανηγύρι στήνεται την παραμονή και την κύρια μέρα της γιορτής (28 – 29 Αυγούστου) που κλείνει το καλοκαίρι με τις κοπιώδεις αλλά και προσοδοφόρες εργασίες.

Αγίου Γεωργίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Επιβλητικός ναός στο μέσον του σημερινού χωριού και πάνω σχεδόν στην κεντρική οδό. Κτίσθηκε σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής με τρούλο και νάρθηκα στη δυτική πλευρά. Είναι κατάγραφος με σύγχρονες τοιχογραφίες, επιβλητικό τέμπλο και προσκυνητάρια. Τα κειμήλια του ναού είναι κάποιες εικόνες του 18ου και 19ου αι., Ευαγγελιστάρια και σταυροί αγιασμού. Παλλάδια της ενορίας είναι η εικόνα του Αγίου Γεωργίου (18ου αι.) καθώς και τεμάχιο λειψάνου του σε σύγχρονη ασημένια θήκη. Δεν είναι γνωστό αν όλα τα κειμήλια είναι τοπικής προέλευσης ή μεταφέρθηκαν από πρόσφυγες κατοίκους.

Η ανέγερση της εκκλησίας ξεκίνησε το 1960 λόγω της φθοράς του παλαιού ναού που βρίσκονταν στα βόρεια του σημερινού. Στην περιοχή υπήρχαν πηγές και βρύσες που πρόσφεραν πόσιμο νερό. Ακόμα μέχρι τις μέρες μας σώζεται καταχωμένη η υπόγεια βρύση που είχε καμαροειδή μορφή στη νοτιοανατολική γωνία του εκκλησιαστικού οικοπέδου. Η αφθονία των νερών θέριευε τη βλάστηση που περιλάμβανε πλατάνια, καραγάτσια και θαμνώδη φυτά. Τα τεράστια αυτά δέντρα κόπηκαν και πουλήθηκαν ώστε με τα χρήματα να συμπληρωθεί το ποσό που απαιτούνταν για την ανέγερση της εκκλησίας. Από το πρώην αυτό πυκνόφυτο μέρος σώζονται μονάχα ελάχιστα αιωνόβια πλατάνια. Στη βορειοανατολική πλευρά υπάρχει το κοιμητήριο ανάμεσα σε κυπαρίσσια.

Ο ναός στο κέντρο ενός μεγάλου τετράγωνου θεωρείται ο καθεδρικός τόσο του Μακροχωρίου. Πανηγυρίζει στις 23 Απριλίου καθώς και στις 3 Νοεμβρίου (ανακομιδή των λειψάνων του Αγίου).

Ναΐδριο του Αγίου Γεωργίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην βορειοανατολική πλευρά του σημερινού ναού του Αγίου Γεωργίου μπορεί κανείς να δει το μικρό αυτό μνημείο. Ήταν παρεκκλήσι του Τιμίου Προδρόμου ανάμεσα σε πλούσια βλάστηση και πολλά νερά. Την εποχή που κτίστηκε ο ναός το τότε Μικρογούζι απείχε αρκετά. Σήμερα όμως βρέθηκε στον μέσον του χωριού.

Είναι ένας ανεπίχριστος μικρός μονόχωρος ναός χτισμένος με αργούς λίθους και ξύλινα ζωνάρια (χατίλια) που δένουν μεταξύ τους με εγκάρσιες κλάπες. Στεγάζεται με δίριχτη στέγη και ανοικτό πρόστωο στα δυτικά όπου διαμορφώνεται χαμηλό πεζούλι και υαλωτό διάφραγμα για προστασία από τις καιρικές συνθήκες. Η είσοδος του βρίσκεται στη δυτική πλευρά . Οι διαστάσεις του είναι 6,70 μ. το μήκος και 5 μ. το πλάτος εξωτερικά και 2 μ. το μήκος και 5 μ. το πλάτος του προστώου . Η κόγχη του ιερού έχει εξωτερική περίμετρο 3,10 μ. Το μέσο πάχος του κτίσματος είναι 0,70 μ. Οι αγιογραφίες τοποθετούνται χρονικά στο διάστημα της αρχιερατείας του μητροπολίτου Σαμουήλ (1746 – 1763) και αποτελούν έργο αγιογράφου που ανήκει στο λεγόμενο εργαστήριο της Αγιάς .

Για την ιστορία του δεν διασώθηκαν πολλές πληροφορίες. Μία από αυτές είναι η διήγηση για τον τοπικό μπέη (Χατάμπεης) που έπεσε από το άλογό του όταν χαστουκίστηκε από τον Άγιο και εξαιτίας αυτού του γεγονότος μετέτρεψε σε βακούφι τον χώρο γύρω από το παρεκκλήσι. Εξάλλου είναι γνωστός ο σεβασμός των μουσουλμάνων στον Άγιο Γεώργιο. Ο Άγιος πίστευαν ότι θαυματουργούσε και στις 23 Απριλίου συγκεντρώνονταν πανηγυριώτες από όλο το Ρουμλούκι. Τότε στα γύρω ψηλά δέντρα στήνονταν αιώρες, ένα αρχαίο έθιμο της Άνοιξης και οι παρευρισκόμενοι ζυγίζονταν όπως επέβαλε άλλο σχετικό έθιμο. Το πανηγύρι ατόνησε στην δεκαετία του 1930.

Ο ναός του 1930[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ένα μικρό ξωκλήσι βρήκαν οι πρόσφυγες που εγκαταστάθηκαν στην περιοχή . Για να καλύψουν τις λειτουργικές τους ανάγκες αποφάσισαν την ανέγερση νέου μεγαλύτερου ναού . Σε κορνιζαρισμένη επιγραφή που διασώθηκε, με αρκετές φθορές, αναφέρεται : ΄΄Ιστορικόν Ανεγέρ[σεως] / Ιερού Ναού Αγίου Γεωργ[ί]ου / [Ο] ιερός ούτος Ναός Αγίου Γεωργίου Νέου Μακροχω[ρ]ίου ( Μι- / κρογουζίου ) ανηγέρθη Το Πρώτον κα[τ]ά τ[α]ς πρώ[τας δεκ]αε- /τηρίδας του έτους χίλια επτακόσια (17[.]0) και είσαν έσω-/θεν όλοι οι τοίχοι Ζωγραφησμένοι με εικόνα[ς …]/Αγίων της ορθοδόξου ημών εκκλη[σ]ία[ς] ./Μετά την ανέγερσιν […] του Αγίο[υ] Θεοδώρου [κ]ατεδα-/φίσ[θ]η (εκτός του Αγίο[υ Β]ήματος ) ανηγέρθη εκ νέου δι’/εσόδων του ιερού Ναού [κα]ι τη σινδρομή γηγενών και ενορη-/των του ιερού τούτου [Να]ού και εβλή[θη] ο [θεμέλ]ιος λίθος / τ[ις] 18 οκτοβρίου 1[92]8 υπό του Σεβασμιωτά[του Μητροπολίτου ]/Βερροίας και Ναούσης κ.κ. Πολυκά[ρπ]ου [επιτροπευόντων] / 1) Κωστ-νου Κατόγλου 2) Ανδρονίκου Βογι[ατζόγλου 3) Κυριά-] /κου Σουνάπογλου 4) Λεωνίδα Ευστρατιάδου΄΄ . Γκρέμισαν το ναΐσκο κατά τα δύο τρίτα του και αφαίρεσαν τελείως την στέγη. Κατόπιν μπάζωσαν με χώμα τον υπόλοιπο ως το ύψος της Αγίας Τράπεζας, κατά ένα μέτρο περίπου, και γύρω του έχτισαν τον νέο ναό. Έτσι ο παλιός ναός μεταβλήθηκε σε χώρο του Ιερού Βήματος. Εκεί τοποθετήθηκαν και οι τρεις δεσποτικές εικόνες που βρίσκονταν στο παλαιό τέμπλο δηλαδή του Χριστού μετωπικού και ημίσωμου ευλογούντα, της Βρεφοκρατούσας, ημίσωμης επίσης, στον τύπο της ΄΄Οδηγήτριας΄΄ και του πάτρωνα Αγίου καβαλάρη και Δρακοκτόνου. Όλες αυτές οι εικόνες είναι του τέλους του 18ου αι . και έχουν σταμπωτά φωτοστέφανα. Ο ναός του 1930 κτίστηκε με ψημένα πλιθιά σε ρυθμό τρίκλιτης βασιλικής και η δίριχτη στέγη σκεπάστηκε με κεραμίδια ΄΄γαλλικού΄΄ τύπου. Η αψίδα του ιερού ήταν η ίδια του παλιού ναϋδρίου που αφέθηκε στην ίδια χρήση. Ο ναός διέθετε και υπερυψωμένο γυναικωνίτη στη δυτική πλευρά που εξωτερικά ήταν χτισμένος με την τεχνική του μπαγδατί, δηλαδή καλάμια με επίχρισμα μίγματος άχυρου με κονίαμα και ξύλινο δάπεδο. Ο γυναικωνίτης εξείχε της δίφυλλης κεντρικής εισόδου και στηρίζονταν σε πεσσούς από ψημένα πλιθιά δημιουργώντας ένα είδος στεγασμένης εισόδου. Εκεί , κάτω από τον γυναικωνίτη, υπήρχε και το γραφείο που εξυπηρετούσε τον ιερέα. Μάλιστα στην περίοδο της επιστράτευσης για τον πόλεμο του 1940 στο γραφείο αυτό έγιναν τα απαραίτητα γραφειοκρατικά και στο ναό οι προσευχές των υποψήφιων στρατιωτών και των συγγενών τους στον Άγιο για νίκη και επιστροφή (Ο υπεύθυνος στρατολόγος, με καταγωγή από την νότια Ελλάδα, με συγκίνηση ανέφερε την πληροφορία όταν επισκέφθηκε τον χώρο την δεκαετία του 1990). Εκτός της δυτικής εισόδου ακόμη δύο είσοδοι, με δίφυλλη πόρτα, υπήρχαν στο νότιο και στο βόρειο κλίτος. Ο ναός φωτίζονταν από μεγάλα ορθογώνια παράθυρα με ξύλινα κουφώματα που βρίσκονταν στο βόρειο και στο νότιο τοίχο. Τα κλίτη όριζαν τα μεγάλα ξύλινα δοκάρια που στήριζαν και την στέγη. Υπήρχε απλό χτιστό τέμπλο με δεσποτικές εικόνες κάτω και ακόμη μία σειρά μικρότερες πάνω τους με σκηνές από το Δωδεκάορτο καθώς και μεμονωμένων αγίων όλα Ναζαρινής τεχνοτροπίας των μέσων του 20ου αι. Το άνω μέσο του τέμπλου επιστέγαζε τριγωνικό αέτωμα με τον Εσταυρωμένο και τα δύο λυπηρά. Όλες σχεδόν οι εικόνες αυτές μεταφέρθηκαν στο νέο ναό για να καλύψουν τις πρώτες ανάγκες του και το παλιό τέμπλο έχασκε γυμνό. Αυτός ο ναός κάλυψε την ανάγκη των νέων κατοίκων του Μακροχωρίου μέχρι την δεκαετία του 1970. Ήδη όμως από το 1960 άρχισε να χτίζεται ο νέος ναός και μόλις αυτός ολοκληρώθηκε η λειτουργική ζωή μεταφέρθηκε εκεί.

Αγίου Θεοδώρου του Στρατηλάτη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στην πραγματικότητα δεν πρόκειται περί ενορίας αλλά για παρεκκλήσι που ανήκει στο ναό του Αγίου Γεωργίου. Βρίσκεται στο τελείωμα σχεδόν του Μακροχωρίου στο δρόμο προς Βέροια (οδός Αγίου Θεοδώρου).

Κτίσθηκε τη δεκαετία του 1920 σαν απλή τρίκλιτη βασιλική με δίριχτη στέγη από Πόντιους πρόσφυγες που μετέφεραν από την πατρίδα τους, την περιοχή της ποντιακής Νικοπόλεως (Γαράσαρη), τόσο την ευλάβεια προς τον Άγιο όσο και κειμήλια, όλα του 19ου αι. Τέτοια είναι λειτουργικά σκεύη, ασημένια εξαπτέρυγα (φυλάσσονται στον ναό του Αγ. Γεωργίου), ρωσικό επιτάφιο, καμπάνα και εικόνες με πιο σημαντική της Παναγίας που παριστάνεται ημίσωμη στον τύπο της Αγιοσορίτισσας και την επιγραφή η Πρεσβεύουσα (στο ναό σήμερα βρίσκεται το αντίγραφο. Η αυθεντική ντυμένη με σύγχρονο ασημένιο πουκάμισο βρίσκεται τοποθετημένη σε προσκυνητάρι στον Άγ. Γεώργιο). Ο ναός δεν είναι αγιογραφημένος και έχει απλό κτιστό τέμπλο με σύγχρονες εικόνες. Περιβάλλεται από οικόπεδο περιφραγμένο. Πανηγυρίζει στις 8 Φεβρουαρίου.

Υδροηλεκτρικός σταθμός Μακροχωρίου[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Βρίσκεται στα νότια αγροκτήματα του Μακροχωρίου στην αρδευτική διώρυγα Α 0 και στην αριστερή πλευρά του Αλιάκμονα . Αποτελείται από ένα ημι-υπαίθριο κτήριο σταθμού (δεν υπάρχει φράγμα, ταμιευτήρας ή σήραγγες) που λειτουργεί με τις εκροές του υδροηλεκτρικού σταθμού Ασωμάτων και έχει ωφέλιμο ύψος πτώσης τα 17 m. Είναι ένας πλήρως αυτοματοποιημένος μικρός υ/η σταθμός που τηλεχειρίζεται από το υ/η συγκρότημα Σφηκιάς – Ασωμάτων. Είναι εξοπλισμένος με τρεις μονάδες σωληνάτου τύπου ΄΄ S ΄΄ οριζόντιου άξονα , εγκατεστημένης ισχύος 3,6 MW η καθεμία (σύνολο 10,8 MW), που παράγουν μέση ετήσια συνολική ενέργεια 30 GWh. Στη διάρκεια της χειμερινής περιόδου λειτουργεί με την μέγιστη δυνατή παροχή της αρδευτικής διώρυγας , ενώ την αρδευτική περίοδο η παροχή ρυθμίζεται σύμφωνα με τις απαιτήσεις της πεδιάδας. Ο σταθμός συμβάλλει και στην ύδρευση της Θεσσαλονίκης . Έτος έναρξης της εμπορικής λειτουργίας του υ/η σταθμού το 1992.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Βουδούρης, Α., ''Η περιοδεία του Μητροπολίτου Δανιήλ στα χωριά της Επαρχίας Βέροιας κατά ανέκδοτο κώδικα της ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας Ναούσης και Καμπανίας'', Μακεδονικά, τόμος 35 (2005-06), σσ. 193-213.
  • Βουδούρης, Α., ''Βλάχοι και σλαβόφωνοι στην επαρχία της Βέροιας μεταξύ 19ου και 20ου αιώνα: σύμφωνα με εκθέσεις και αναφορές του μητροπολίτη Βεροίας και Ναούσης Κωνστάντιου Ισαακίδη προς το Οικουμενικό Πατριαρχείο(1897-1902)'', Χρονικά ιστορίας και πολιτισμού νομού Ημαθίας, τεύχ. 39, Σεπτ.- Δεκ. 2019, σσ. 39-68.
  • Γαλλής, Κ., ''Η armée française d' orient και άλλα στρατεύματα της Entente στη Βέροια, 1916-1918'', Χρονικά ιστορίας και πολιτισμού νομού Ημαθίας, τεύχ. 36, Σεπτ.- Δεκ. 2018, σσ. 7-24.
  • Dakin D.,Ο Ελληνικός Αγώνας στη Μακεδονία 1897-1913, Θεσ/νίκη 1996.
  • Δημητριάδης, Β., Η Κεντρική και Δυτική Μακεδονία κατά τον Εβλιγιά Τσελεμπή, διδ. διατρ., Θεσσαλονίκη 1973.
  • Θεοχαρίδης, Γ., Μία διαθήκη και μία δίκη βυζαντινή, Θεσσαλονίκη 1962.
  • Ιερά Μητρόπολη Βεροίας, Ερατεινή Ημαθία, Βέροια 2004.
  • Καλλιανιώτης, Α. κ.ά.. (επιμ.), Το μεγάλο Συναξάρι: αφανείς γηγενείς Μακεδονομάχοι (1903-1913), Εταιρεία Μακεδονικών σπουδών, Θεσσαλονίκη 2011.
  • Καραδήμας, Δ., Καταστραφείσαι πόλεις και χωριά συνεπεία του πολέμου 1940-1945, Δνση Συντονισμού Υπουργείου Κοινωνικής Πρόνοιας, Αθήνα 1946.
  • Κουκούδης, A., Οι Βεργιάνοι Βλάχοι και οι Αρβανιτόβλαχοι της Κεντρικής Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2001.
  • Λιούλιας, Σ., Η απελευθέρωση της Βέροιας, Εφ. Χρονικά αρ.φ.2.
  • Μοσχόπουλος, Ι., Η Καμπανία στα βυζαντινά χρόνια, Θεσσαλονίκη 2004.
  • Μοσχόπουλος, Ι., Το Ρουμλούκι ( Καμπανία ) κατά την πρώιμη και μέση Οθωμανοκρατία, Θεσσαλονίκη 2012.
  • Μοσχόπουλος, Ι., Το Ρουμλούκι ( Καμπανία ) κατά την ύστερη Οθωμανοκρατία, Θεσσαλονίκη 2019.
  • Μοσχόπουλος, Ι., ''Συνοπτικές ειδήσεις για τους Βλάχους στο Ρουμλούκι'', Χρονικά ιστορίας και πολιτισμού νομού Ημαθίας, τεύχ. 39, Σεπτ.- Δεκ. 2019, σσ. 225-249.
  • Μπέλλος, Δ., Η απελευθέρωση του Ρουμλουκιού και η παράδοση της Θεσσαλονίκης, Κατερίνη 1999.
  • Μπουλώτης, Χ., ''Αιών παις εστί παίζων πεσσεύων, παιδός η βασιλεία'', Το ελληνικό παιχνίδι: διαδρομές στην ιστορία του, ΜΙΕΤ, Αθήνα 2008, σσ. 57-59.
  • Πανταζόπουλος, Δ., Η ιστορία του χωριού Νησίου και της Μονής των Αγίων Αναργύρων, Νησί 1995.
  • Παπάζης, Δ., Ιστορία της Ιεράς Μονής Προδρόμου ( Σκήτη ) Βέροιας, Βέροια 1995.
  • Παπαμαργαρίτης, Α.,Το Μακροχώρι ( Μικρογούζι ) της Ημαθίας, Βέροια 1995.
  • Σπυριδάκης, Γ., ''Περί τις κατά το Έαρ αιώρας εις τον ελληνικόν και τους λοιπούς λαούς της χερσονήσου του Αίμου'', Επετηρίς του Κέντρου Ερεύνης της Ελληνικής Λαογραφίας, τόμ. ΚΒ', 1969-1972, Αθήνα, σσ. 113-134.
  • Χιονίδης, Γ., Ιστορία της Βέροιας της πόλεως και της περιοχής (τόμ. Β΄), Θεσσαλονίκη 1970.
  • Χιονίδης, Γ., Η απελευθέρωση της τουρκοκρατούμενης Βέροιας και η διένεξη Ε. Βενιζέλου – Κωνσταντίνου, Θεσσαλονίκη 1983.