Η Άνω Βροντού είναι ορεινό χωριό του νομού Σερρών. Είναι χτισμένη σε υψόμετρο 1.060 μέτρων στις πλαγιές των ορέων Βροντούς, που αποτελούν απόληξη του Όρβηλου. Πρόκειται για τον πιο ορεινό οικισμό του νομού Σερρών και ολόκληρης της ανατολικής Μακεδονίας. Η Άνω Βροντού αποτελεί το μοναδικό χωριό της ομώνυμης τοπικής κοινότητας και δημοτικής ενότητας. Ο πληθυσμός της σύμφωνα με την απογραφή του 2011 είναι 199 κάτοικοι. Η τοπική κοινότητα είναι χαρακτηρισμένη ως αγροτικός ορεινός οικισμός, με έκταση 47,188 χμ² (2011). [1]
Η ύπαρξη στην Άνω Βροντού ενός ρωμαϊκού οικισμού εικάζεται από ελληνική επιγραφή των αυτοκρατορικών χρόνων, εντοιχισμένη παλιότερα στον ερειπωμένο ναό του Αγίου Νικολάου. [7] Ο οικισμός (κώμη), που ανήκε στην Οδομαντική, θα ήταν χτισμένος στο ίδιο οχυρό ύψωμα όπου το σημερινό χωριό, το οποίο διαθέτει πολλά στρατηγικά πλεονεκτήματα και είναι πραγματικά ιδανικό για φιλοξενία αρχαίου οικισμού. [8] Το συμπέρασμα αυτό ενισχύεται και από άλλες ενδείξεις, όπως είναι η μνεία της Βροντούς σε έγγραφα των χρόνων της σερβοκρατίας (14ου αιώνα). Την πιο ισχυρή όμως ένδειξη προσφέρει η ύπαρξη μεταλλείων και μεταλλουργείων σιδήρου στη γύρω περιοχή, [9][10] που φαίνεται πως αποτέλεσε το σοβαρότερο κίνητρο για την ίδρυση ενός τόσο ορεινού (υψόμ. 1060 μ.) και γεωγραφικά απομονωμένου οικισμού.
Στα μέσα του 14ου αιώνα ο Σέρβος τσάρος Στέφαν Ντούσαν (Стефан Душан) κατάφερε να κατακτήσει πολλά μέρη της σημερινής Ελλάδας φτάνοντας μέχρι και την Λαμία. Στην αυτή του προσπάθεια ίδρυσε το χωριό καθώς λέγεται ότι γοητεύτηκε από την ομορφιά του τοπίου και εγκαταστάθηκε εκεί ονομάζοντάς το Μπρόντι. Από τότε μέχρι και τις αρχές του 20ου αιώνα το χωριό άλλαζε συχνά χέρια και ήταν πάντα ένας πολυπληθής τόπος. Ζούσαν άνθρωποι πολλών διαφορετικών εθνικοτήτων συμπεριλαμβανομένων Ελλήνων Βουλγάρων Τούρκων και Γιουγκοσλάβων. Όμως με τους Μακεδονικούς αγώνες το χωριό έγινε μέρος του Ελλαδικό χώρου και έκτοτε έμεινε έτσι. Μάλιστα αξίζει να σημειωθεί ότι εκείνη την εποχή (1900) το χωριό ανέρχονταν σε πληθυσμό που άγγιζε τους 6.000-6.500 κατοίκους. Η μεγαλύτερη μεταβολή που υπέστη η Βροντού έλαβε χώρα το 1923 με την συνθήκη της Λοζάνης που αφορούσε την ανταλλαγή πληθυσμών. Τότε σχεδόν όλοι οι κάτοικοι αναγκάστηκαν να εγκαταλήψουν την πατρίδα τους και μεταφέρθηκαν εκεί Έλληνες πρόσφυγες από την Καππαδοκία κυρίως από τα χωριά Καρατζορέν (Karacaören) και Χαμίντιε (Hamidiye). Από εκείνη την εποχή μέχρι και σήμερα η περιοχή έχει υποστεί τεράστια μείωση στον πληθυσμό και εκτιμάτε ότι αυτή την χρονική περίοδο (2022) ζουν εκεί 60-70 μόνιμοι κάτοικοι. Ωστόσο τους καλοκαιρινούς μήνες οι κάτοικοι φτάνουν μέχρι και τους 250.
↑D. C. Samsaris, La vallée du Bas-Strymon á l’ époque impériale (Contribution épigraphique á la topographie, l’ onomastique, l’ histoire et aux cultes de la province romaine de Macédoine), Δωδώνη 18(1989), τεύχ. 1, σ. 265-266, αρ. 96 =
The Packard Humanities Institute (Samsaris, Bas-Strymon 96, # PH150735)
↑[1]Αρχειοθετήθηκε 2018-06-24 στο Wayback Machine. Δ. Κ. Σαμσάρης, Ιστορία των Σερρών κατά την αρχαία και ρωμαϊκή εποχή, Θεσσαλονίκη 1999, σ. 167-168 (Ιστoσελίδα του Δήμου Σερρών)
↑[2] Δ. Κ. Σαμσάρης, Αρχαίο κάστρο και μεταλλουργείο σιδήρου κοντά στο σημερινό χωριό Ορεινή Σερρών, Μακεδονικά 19 (1979) 240-251
↑ D. C. Samsaris, Les mines et la metallurgie de fer et de cuivre dans la province romaine de Macédoine, Klio 69(1987), 1, p. 154, 156-7