Καλιγούλας (Καμύ)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Καλιγούλας
Εικονογράφηση της δολοφονίας του Καλιγούλα
ΣυγγραφέαςΑλμπέρ Καμύ
ΤίτλοςCaligula
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσηςΜαΐου 1944
Μορφήμονόπρακτο
ΣειράΚύκλος του Παραλόγου
ΧαρακτήρεςΚαλιγούλας, Δρουσίλλα, Χαιρέας, Σκιπίωνας, γυναίκα Μούκιου, Καιζωνία, Ελικώνιος, Μούκιος, Οκτάβιος και Λούκιος

Καλιγούλας (γαλλικός τίτλος: Caligula) είναι θεατρικό έργο του Αλμπέρ Καμύ, που δημοσιεύτηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1944 από τις εκδόσεις Γκαλιμάρ. Ο συγγραφέας άρχισε να γράφει το έργο το 1938 (η ημερομηνία του πρώτου χειρογράφου είναι το 1939) και συνέχισε να κάνει μεταγενέστερες αλλαγές στο κείμενο μέχρι το 1958. [1]

Το έργο έκανε πρεμιέρα στις 26 Σεπτεμβρίου 1945 στο Παρίσι, με πρωταγωνιστές τους Ζεράρ Φιλίπ και Μισέλ Μπουκέ. Αποτελείται από τέσσερις πράξεις και περιλαμβάνεται στα έργα που ο Καμύ αποκάλεσε Κύκλο του Παραλόγου, μαζί με το μυθιστόρημα Ο Ξένος (1942) το θεατρικό έργο Η παρεξήγηση (1944) και το δοκίμιο Ο μύθος του Σίσυφου (1942). Ορισμένοι κριτικοί αντιλήφθηκαν το έργο ως υπαρξιστικό, ένα φιλοσοφικό ρεύμα με το οποίο, ωστόσο, ο Καμύ αρνήθηκε πάντα κάθε σχέση.[2]

Η πλοκή αναφέρεται στον Ρωμαίο Αυτοκράτορα Καλιγούλα και επικεντρώνεται στη σκληρότητα και τη φαινομενικά παράλογη συμπεριφορά του, που καθόρισαν τη μοίρα του. Πηγή του Καμύ ήταν η βιογραφία του αυτοκράτορα Καλιγούλα στο έργο του Ρωμαίου ιστορικού Σουητώνιου Περί του βίου των Καισάρων.

Ο Καλιγούλας ανεβαίνει συχνά στη θεατρική σκηνή στη Γαλλία και στο εξωτερικό και είναι η πιο διαρκής επιτυχία του Καμύ στο θέατρο.[3] [4]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο διαδραματίζεται στην αρχαιότητα, στη Ρώμη, υπό τον αυτοκράτορα Καλιγούλα (37 μ.Χ. έως το 41 μ.Χ). Υπάρχει ένα διάστημα τριών ετών μεταξύ της πρώτης και της τελευταίας πράξης.

Ο Ρωμαίος Αυτοκράτορας Καλιγούλας, συγκλονισμένος από τον θάνατο της αδερφής και ερωμένης του Δρουσίλλας εξαφανίστηκε από το παλάτι και αναζητείται σε όλη τη Ρώμη. Οι πατρίκιοι αρχίζουν να ανησυχούν για την απουσία του.[5]

Όταν επιστρέφει, εξηγεί στον πιστό του απελευθερωμένο δούλο Ελικώνα ότι έχει καταληφθεί από μια αδάμαστη επιθυμία για το ακατόρθωτο. Ο κόσμος όπως είναι δεν του φαίνεται πλέον ανεκτός, άρα θέλει το φεγγάρι, την ευτυχία, την αθανασία ή οτιδήποτε άλλο δεν είναι αυτού του κόσμου. Θεωρεί τη φιλοδοξία του να αδράξει το αδύνατο ως τη μόνη λύση για τον παραλογισμό και το ανούσιο της ζωής. Συγχρόνως, παρουσιάζεται ως ένα εντελώς αλλαγμένο άτομο - η συμπεριφορά του έρχεται σε αντίθεση με τη λογική και βασίζεται στη σκληρότητα. Ο θεατής συνειδητοποιεί γρήγορα ότι ο θάνατος της αδελφής του είναι το έναυσμα για μια ριζική μεταμόρφωση της προσωπικότητας του Καλιγούλα. Προηγουμένως ήταν αρκετά φιλικός και περιγράφεται ως «τέλειος αυτοκράτορας», όμως μετά την απώλεια του αγαπημένου του προσώπου, χάνει την ισορροπία του και βυθίζεται στην πιο πλήρη απογοήτευση.

Στις βαναυσότητές του - καταδικάζει σε θάνατο τα παιδιά των ευγενών και δημεύει την περιουσία τους, καταδικάζει οποιονδήποτε και χωρίς βάσιμο λόγο, σε μια συγκέντρωση πατρικίων αναγκάζει έναν άνδρα να γελάσει με την ιστορία της εκτέλεσης του γιου του, αρπάζει τη γυναίκα ενός πατρικίου για να τη βιάσει και αναγκάζει έναν τρίτο να πιει δηλητήριο, όλα αυτά ενώ εκδίδει διατάγματα για να προκαλέσει εθνικό λιμό - που διαπράττει απολαμβάνοντας την απόλυτη εξουσία και απεριόριστη ελευθερία του, τον βοηθούν ο Ελικών και η πρώην παλλακίδα του Καιζωνία, που τον αγαπά. Ταπεινωμένοι και διωκόμενοι, οι πατρίκιοι και οι συγκλητικοί οργανώνουν μια συνωμοσία εναντίον του με επικεφαλής τον Κάσσιο Χαιρέα. Ο χαρακτήρας που διχάζεται ανάμεσα στις δύο ομάδες είναι ο Σκιπίων ο νεότερος - ποιητής και πρώην φίλος του Καλιγούλα (μέχρι τη στιγμή που διέταξε τη δολοφονία του πατέρα του).

Ο Καλιγούλας ενημερώνεται από τον Ελικώνα για τη συνομωσία εναντίον του αλλά φαίνεται ότι δεν θέλει να αποφύγει τον θάνατο, δεν προβαίνει σε καμία ενέργεια πάταξής της, αντίθετα, απορρίπτει κάθε προειδοποίηση, καταστρέφει τα στοιχεία των προδοτών και εκτροχιάζει τις συνομιλίες σε παράλογα, άσχετα θέματα, μάλιστα διοργανώνει έναν διαγωνισμό ποίησης με θέμα τον Θάνατο.

Στην τελευταία σκηνή του δράματος, ο αυτοκράτορας δολοφονείται και γελώντας αναφωνεί στις τελευταίες του στιγμές: «Είμαι ακόμη ζωντανός!», δίνοντας στο τέλος του την πλήρη ειρωνική και τραγική του διάσταση.[2]

Σχόλιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Καλιγούλας δεν απεικονίστηκε από τον Καμύ ως τρελός. Πάνω από όλα είναι ένα άτομο που αναζητά την ελευθερία. Αρχικά, αποφασίζει να το πετύχει αρνούμενος τους νόμους που διέπουν τον κόσμο και προσπαθεί να κατορθώσει κάτι αδύνατο (θέλει να κατέχει τη Σελήνη, αναθέτει στον Ελικώνα να τη φέρει). Όταν αυτό αποδεικνύεται αδύνατο, δηλώνει ότι είναι θεός - μεταμφιέζεται σε Αφροδίτη - και αποφασίζει να ενεργήσει ενάντια στην ανθρωπότητα, καθοδηγούμενος από την αδίστακτη λογική της σκληρότητας. Απορρίπτοντας τους πιο κοντινούς του, αποφασίζει να καταστρέψει ό,τι ήταν κοντά του - απορρίπτει τους φίλους του, σκοτώνει την Καιζωνία, τη γυναίκα που τον αγαπούσε, αρνείται όλα τα κοινωνικά πρότυπα. Ωστόσο, οι πράξεις του δεν του φέρνουν ελευθερία, αλλά ανείπωτα βάσανα και βρίσκει την απελευθέρωση μόνο στον θάνατο. Η συνωμοσία και δολοφονία του είναι περισσότερο μια αυτοκτονική πράξη.[6]

Η παρουσίαση του Καμύ[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο παρουσίασε ο ίδιος ο συγγραφέας στην αμερικανική έκδοση του Caligula and Three Other Plays, το 1957:

«Ο Καλιγούλας, ένας σχετικά ευγενικός πρίγκιπας μέχρι τότε, συνειδητοποιεί μετά τον θάνατο της Δρουσίλλας, αδελφής και ερωμένης του, ότι ο κόσμος όπως είναι δεν είναι ικανοποιητικός: «Οι άνθρωποι πεθαίνουν και δεν είναι ευτυχισμένοι». Από εκεί και πέρα, εμμονικός με το αδύνατο, δηλητηριασμένος από περιφρόνηση και φρίκη, προσπαθεί να αποκτήσει, με δολοφονίες και τη συστηματική διαστρέβλωση όλων των αξιών, μια ελευθερία που τελικά θα ανακαλύψει ότι είναι μάταιη. Απορρίπτει τη φιλία και την αγάπη, την απλή ανθρώπινη αλληλεγγύη, το καλό και το κακό. Γκρεμίζει τα πάντα γύρω του με τη δύναμη της άρνησής του και από τη μανία της καταστροφής στην οποία τον οδηγεί το πάθος του για ζωή.
Αλλά, αν η αλήθεια του είναι η επανάσταση ενάντια στη μοίρα, το λάθος του είναι η άρνηση των ανθρώπων. Δεν μπορεί να καταστρέψει τίποτε χωρίς να καταστρέψει πρώτα τον εαυτό του. Αυτός είναι ο λόγος που ο Καλιγούλας καταστρέφει τον κόσμο γύρω του και, πιστός στη λογική του, κάνει ό,τι χρειάζεται για να οπλίσει εναντίον του αυτούς που τελικά θα τον σκοτώσουν. Ο Καλιγούλας είναι η ιστορία μιας ανώτερης αυτοκτονίας. Είναι η ιστορία των πιο ανθρώπινων και πιο τραγικών λαθών. Άπιστος στον άνθρωπο, πιστός στον εαυτό του, ο Καλιγούλας συναινεί να πεθάνει επειδή κατάλαβε ότι κανείς δεν μπορεί να σωθεί μόνος του και ότι δεν μπορεί κανείς να είναι ελεύθερος ενάντια στους άλλους ανθρώπους.»[7]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καλιγούλας, μετάφραση: Μαρία Πορτολομαίου με πρόλογο του Άρη Δικταίου, εκδόσεις Δωδώνη, 1984. [8]
  • Καλιγούλας, μετάφραση: Φρανσουάζ Αρβανίτη, εκδόσεις Κάπα Εκδοτική, 2017.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]