Η παρεξήγηση

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η παρεξήγηση
ΣυγγραφέαςΑλμπέρ Καμύ
ΤίτλοςLe Malentendu
ΓλώσσαΓαλλικά
Ημερομηνία δημοσίευσης1944
Μορφήθεατρικό έργο
ΣειράΚύκλος του Παραλόγου

Η παρεξήγηση (γαλλικός τίτλος: Le Malentendu) είναι θεατρικό έργο σε τρεις πράξεις του Αλμπέρ Καμύ, έργο που εκφράζει την άποψη του συγγραφέα για τη φιλοσοφία του παραλόγου. Η πρώτη παράσταση χρονολογείται στις 24 Ιουνίου 1944, στο Παρίσι.[1]

Ο ήρωας επιστρέφει στην οικογένειά του μετά από μακρόχρονη απουσία και δολοφονείται από τη μητέρα του και την αδελφή του εξαιτίας μιας «παρεξήγησης».[2]

Υποδοχή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το έργο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Παρίσι στις 24 Ιουνίου 1944, κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής, λίγο πριν την Απελευθέρωση του Παρισιού. Η σκηνοθεσία ήταν του Μαρσέλ Εράντ, ο οποίος έπαιξε επίσης τον ρόλο του Γιαν και η Μαρία Κασαρές στο ρόλο της Μάρθας. Το έργο έκανε δύο παραστάσεις, καμία από τις δύο ήταν ιδιαίτερα επιτυχημένη. Ήταν το πρώτο από τα έργα του Καμύ που παίχτηκε, αν και ο Καλιγούλας είχε γραφτεί δύο χρόνια νωρίτερα.

«Το γαλλικό κοινό δεν ήταν καλά προετοιμασμένο εκείνη την εποχή να εκτιμήσει τέτοιες πολύπλευρες αλληγορίες και φιλοσοφικές προεκτάσεις χωρίς ψυχολογικό ρεαλισμό. Με μια λέξη, το έργο θεωρήθηκε ότι στερείται λογικής. Ο τραγικός τόνος και η ποιητική του παρουσίαση δεν ικανοποίησε το κοινό που επέμενε –ιδιαίτερα εκείνες τις μέρες– στη διαύγεια των δηλώσεων και στην ακρίβεια της σκέψης».[3]

Στην εποχή μας, Η παρεξήγηση παρουσιάζεται συχνά στη θεατρική σκηνή. [4] [5]Το διασκευάστηκε σε όπερα από τον Φαμπιάν Πανισέγιο.[6]

Οι χαρακτήρες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιαν, ο γιος, μόλις επέστρεψε από ξενιτεμό που κράτησε 20 χρόνια: «δεν μπορεί κανείς να είναι ευτυχισμένος στην εξορία ή στη λήθη. Δεν μπορείς να είσαι πάντα ξένος. Θέλω να επιστρέψω στη χώρα μου, να κάνω όλους όσους αγαπώ ευτυχισμένους». Δεν αναγνωρίζεται αμέσως από τη μητέρα και την αδερφή του, δεν λέει ποιος είναι, επιθυμεί να τον αναγνωρίσουν και να τον καλωσορίσουν.

Η Μαρία, η γυναίκα του,  την οποία παντρεύτηκε στην εξορία, δεν καταλαβαίνει το παιχνίδι του συζύγου της, νιώθει έντονα την ανησυχία που δημιουργεί η κατάσταση σε μια χώρα που της είναι άγνωστη.

Η μητέρα είναι απελπισμένη, κουρασμένη από όλους αυτούς τους φόνους αλλά ακολουθεί την κόρη της στο όνειρό της για πλούτη και αποχώρηση. Δεν θέλει αυτόν τον φόνο που φαίνεται να είναι ο τελευταίος, αλλά υποκύπτει στην επιθυμία της κόρης της.

Η Μάρθα, παθιασμένη, επαναστατημένη, διαπράττει τους φόνους για να πλουτίσει και να μπορέσει να φύγει και να αποκτήσει πρόσβαση στην ευτυχία: «Αχ μάνα! Όταν μαζέψουμε πολλά χρήματα και μπορούμε να αφήσουμε αυτά τα μέρη χωρίς ορίζοντα, όταν αφήσουμε πίσω μας αυτό το πανδοχείο και αυτή τη βροχερή πόλη, και όταν ξεχάσουμε αυτή τη χώρα της σκιάς, τη μέρα που επιτέλους θα είμαστε μπροστά στη θάλασσα που τόσο ονειρεύομαι, εκείνη τη μέρα, θα με δεις να χαμογελάω»

Ο γέρος υπηρέτης, μια σκιά χωρίς λόγια, αλλά πολύ παρούσα, βαριά σκιά, που προσθέτει στη δραματική ένταση. Μιλάει μόνο στο τέλος όταν η Μαρία του ζητά να τη βοηθήσει και εκείνος απαντά βίαια «Όχι».[7]

Υπόθεση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Γιαν, ένας νεαρός άνδρας με επιτυχημένη ζωή, πλούσιος και ερωτευμένος, αποφασίζει να επανασυνδεθεί με την οικογένειά του, την οποία άφησε πριν από χρόνια. Έτσι επιστρέφει στη γενέτειρά του, σε μια βροχερή και σκοτεινή χώρα της Κεντρικής Ευρώπης, και πιο συγκεκριμένα στο πανδοχείο που διατηρούν η μητέρα και η αδερφή του Μάρθα σε μια ερημική περιοχή. Επιστρέφει έχοντας κάνει περιουσία με σκοπό να βρει και να βοηθήσει τη μητέρα και την αδερφή του. Δεν παρουσιάζεται με την πραγματική του ταυτότητα, αλλά μένει στο πανδοχείο θέλοντας να παρατηρήσει πρώτα την οικογένειά του και στη συνέχεια να αποκαλυφθεί ή να τον αναγνωρίσουν. [7]

Η Μαρία, η σύζυγός του, προσπαθεί να τον αποτρέψει και ανησυχεί για το παράλογο της συμπεριφοράς του αλλά δεν την ακούσει, έτσι δέχεται απρόθυμα να τον αφήσει εκεί για ένα βράδυ και φεύγει φοβισμένη και απρόθυμη. Ωστόσο, οι ανησυχίες της Μαρίας αποδεικνύονται βάσιμες. Πράγματι, οι δύο γυναίκες δολοφονούν και ληστεύουν πλούσιους μοναχικούς ταξιδιώτες που φθάνουν στο πανδοχείο τους στον ύπνο τους, η Μάρθα θέλει να συγκεντρώσει αρκετά χρήματα για να ξεφύγουν από τη γκρίζα περιοχή τους και να βρεθούν σε πιο ηλιόλουστες χώρες. Κατά τη διάρκεια της νύχτας, μητέρα και κόρη τον σκοτώνουν - χωρίς να γνωρίζουν την ταυτότητά του - τον ναρκώνουν και τον πετούν στο κοντινό ποτάμι ενώ κοιμάται. Το πρωί, ο ηλικιωμένος υπηρέτης τους παρουσιάζει το διαβατήριο του Γιαν και η μητέρα, συνειδητοποιώντας τι έχει συμβεί, αυτοκτονεί.[8]

Φτάνει η Μαρία ψάχνοντας τον άντρα της. Η Μάρθα αρχικά της λέει ότι έχει φύγει, αλλά στη συνέχεια παραδέχεται ότι τον νάρκωσαν και τον έπνιξαν για τα χρήματά του, λέγοντας ότι ήταν «μια μικρή παρεξήγηση». Συνειδητοποιώντας ότι είναι μόνη και εγκαταλειμμένη, η Μάρθα αποφασίζει να αυτοκτονήσει.

Σχόλιο[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η πλοκή της Παρεξήγησης αναφέρεται από τον Καμύ για πρώτη φορά στο μυθιστόρημα Ο Ξένος (1942), σε ένα απόκομμα της εφημερίδας Ηχώ του Αλγερίου το 1935 που βρίσκει ο ήρωας στο κελί της φυλακής και διαβάζει ξανά και ξανά: αφορούσε μια είδηση ​​της οποίας η αρχή έλειπε, αλλά που πρέπει να συνέβη στην Τσεχοσλοβακία. ένας άνδρας που έκανε περιουσία μακριά από το σπίτι του, επιστρέφει πλούσιος στο χωριό του, στο πανδοχείο που διατηρούν η μητέρα του και η αδερφή του. Περνάει τη νύχτα εκεί χωρίς να αποκαλυφθεί (για να είναι μεγαλύτερη η έκπληξη αργότερα), και τη νύχτα αυτές τον σκοτώνουν στον ύπνο του - για να τον ληστέψουν. Όταν τον αναγνωρίζουν, οι γυναίκες αυτοκτονούν.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Μεταφράσεις στα ελληνικά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Η παρεξήγηση, μετάφραση Ξενοφών Καράκαλος, εκδόσεις Μαρής, 1968
  • Η παρεξήγηση, μετάφραση: Τηλέμαχος Μουδατσάκης, εκδόσεις Μπουκουμάνης, 1973
  • Η παρεξήγηση, μετάφραση: Γιάννης Θηβαίος, εκδόσεις Δωδώνη, 1998 [9]
  • Στο βιβλίο Τα θεατρικά του Καμύ, μετάφραση: Ρίτα Κολαΐτη, εκδόσεις Καστανιώτης. [10]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]