Κίνημα των Λόλαρντ
Κίνημα των Λόλαρντ ή Λολλαρδισμός (αγγλικά: Lollard movement) ήταν ένα θρησκευτικό κίνημα στην Αγγλία στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αιώνα. Υιοθέτησαν και διέδωσαν τις ιδέες του Τζον Γουίκλιφ, Καθολικού θεολόγου που εκδιώχθηκε από το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης το 1381 λόγω της κριτικής που ασκούσε στη Ρωμαιοκαθολική Εκκλησία. Το κίνημα αντιτάχθηκε στην ιεραρχία της εκκλησίας και απέρριψε μια σειρά από δόγματα ζητώντας τη μεταρρύθμιση του δυτικού χριστιανισμού. [1]
Το κίνημα αρχικά είχε ισχυρούς προστάτες αλλά καθώς μεγάλωνε, θεωρήθηκε όλο και περισσότερο ως απειλή όχι μόνο για τις διδασκαλίες της εκκλησίας, αλλά και για την κοσμική εξουσία και την εκκλησία ως θεσμό. Έτσι έχασε τους προστάτες του και η εκκλησία καταδίωξε τα μέλη του κινήματος ως αιρετικούς.[2]
Το όνομα, που χρησιμοποιήθηκε υποτιμητικά, προέρχεται από τη μεσαιωνική ολλανδική λέξη lollaert (αυτός που μουρμουρίζει), μια αναφορά στη συνήθειά τους να προσεύχονται χαμηλόφωνα. Η λέξη είναι πολύ παλαιότερη από το αγγλικό κίνημα και ήταν εν χρήσει στην Ολλανδία από τις αρχές του 14ου αιώνα, χαρακτηρίζοντας ομάδες που εξέφραζαν αιρετικές πεποιθήσεις, όπως όσους θεωρούσαν τον πλούτο της Εκκλησίας σκανδαλώδη.[3]
Η διδασκαλία
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι απαρχές του Λολλαρδισμού βρίσκονται στις διδασκαλίες του Τζον Γουίκλιφ, ενός εξέχοντος θεολόγου στο πανεπιστήμιο της Οξφόρδης από τη δεκαετία του 1360. Από τη δεκαετία του 1370, ο Γουίκλιφ άρχισε να υποστηρίξει όλο και πιο ριζοσπαστικές θρησκευτικές απόψεις. Αμφισβήτησε την αξίωση του Πάπα για πολιτική εξουσία, αρνήθηκε το δόγμα της μετουσίωσης θεωρώντας ότι οδηγεί τους πιστούς στην ειδωλολατρία και τόνισε τη σημασία του κηρύγματος και την υπεροχή των Γραφών ως πηγή του χριστιανικού δόγματος. Άσκησε δριμεία κριτική στον κλήρο, εναντιώθηκε στην ιεραρχία της εκκλησίας, στα περισσότερα μυστήρια, στη λατρεία των εικόνων, τάχθηκε υπέρ της λειτουργίας στην καθομιλουμένη, υποστήριξε τη μετάφραση της Βίβλου στη δημοτική γλώσσα και καθοδήγησε μια μετάφραση από τη Βουλγάτα στα μεσαιωνικά αγγλικά – έκδοση γνωστή ως Βίβλος του Γουίκλιφ - έργο που συνέβαλε στην καθιέρωση των αγγλικών ως λογοτεχνική γλώσσα.[4]
Πίστευε ότι η ευσέβεια ήταν απαραίτητη και ότι ένας ευσεβής λαϊκός μπορούσε επίσης να τελεί τα μυστήρια όπως οι ιερείς, άρα η θρησκευτική εξουσία προέρχεται από την ευσέβεια και όχι από τη χειροτονία και την ιεραρχία της εκκλησίας. Καταδίκασε την αγαμία των κληρικών ως αιτία αφύσικης λαγνείας. Η κριτική στράφηκε επίσης στον πλούτο της εκκλησίας: υποστήριξε ότι η Εκκλησία είχε πέσει στην αμαρτία και ότι έπρεπε να εγκαταλείψει όλη την περιουσία της και ότι ο κλήρος έπρεπε να ζει σε απόλυτη φτώχεια. Οι απόψεις του ήταν κοντά στις θέσεις που διατύπωσε ο Μαρτίνος Λούθηρος περισσότερο από έναν αιώνα αργότερα.
Ο Γουίκλιφ κατηγορήθηκε για αίρεση και εκδιώχθηκε από την Οξφόρδη το 1381. Ωστόσο, δεν δικάστηκε ποτέ και συνέχισε να γράφει και να κηρύττει μέχρι το θάνατό του το 1384. [5]
Τα Δώδεκα Συμπεράσματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το δόγμα διατυπώθηκε με σαφήνεια σε ένα έγγραφο του 1395 που ονομάζεται Δώδεκα Συμπεράσματα, το οποίο παρουσιάστηκε στο Κοινοβούλιο της Αγγλίας και συνοψίζεται παρακάτω:[6]
- Η Εκκλησία της Αγγλίας έχει γίνει υποχείρια της Εκκλησίας της Ρώμης.
- Οι τελετές χειροτονίας για επισκόπους και ιερείς δεν έχουν βιβλική υποστήριξη.
- Η αγαμία του κλήρου έχει ενθαρρύνει τον σοδομισμό μεταξύ των κληρικών.
- Το δόγμα της μετουσίωσης οδηγεί στην ειδωλολατρική λατρεία.
- Οι εξορκισμοί και οι αφιερώσεις που ασκούνται από τους ιερείς συνάδουν περισσότερο με τη μαγεία παρά με τον Χριστιανισμό.
- Οι άνδρες που κατέχουν ανώτερα εκκλησιαστικά αξιώματα δεν πρέπει να κατέχουν ταυτόχρονα ισχυρά κοσμικά αξιώματα.
- Η πρακτική της προσευχής για τους νεκρούς πρέπει να καταργηθεί και η αποδοχή χρημάτων για προσευχές για τους νεκρούς διαφθείρει την εκκλησία.
- Η πραγματοποίηση προσκυνημάτων και η προσκύνηση λειψάνων είναι αναποτελεσματική για την πνευματική ανάπτυξη και μπορεί να οδηγήσει σε ειδωλολατρία.
- Η εξομολόγηση των αμαρτιών σε ιερέα πρέπει να καταργηθεί γιατί μόνο ο Θεός μπορεί να συγχωρήσει αμαρτίες, και, αν οι ιερείς έχουν τη δύναμη να το κάνουν, θα πρέπει να συγχωρούν τον καθένα ανεξάρτητα από το αν έχει εξομολογηθεί ή όχι.
- Οι Χριστιανοί δεν πρέπει να συμμετέχουν σε πολέμους, ειδικά σε πόλεμο που υποτίθεται ότι έχει πνευματική βάση (όπως οι Σταυροφορίες).
- Οι όρκοι αγαμίας μεταξύ των γυναικών μοναχών έχουν οδηγήσει σε κάθε είδους σεξουαλική αμαρτία μεταξύ αυτών των γυναικών.
- Οι Χριστιανοί ξοδεύουν πολύ χρόνο για να παράγουν, χωρίς να είναι ικανοποιημένοι με αυτά που έχουν.
Διώξεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι Λόλαρντς υποστηρίχθηκαν αρχικά κατά τη διάρκεια της βασιλείας του Ριχάρδου Β' (1377–99) από ισχυρούς ευγενείς και κυρίως τον ισχυρό δούκα Ιωάννη της Γάνδης, ο οποίος προστάτευσε και νομιμοποίησε το κίνημα. Το πανεπιστήμιο της Οξφόρδης υποστηρίζοντας την ακαδημαϊκή ελευθερία έδωσε κάποια προστασία στους ακαδημαϊκούς που πρωτοστάτησαν. Όμως, μετά την Εξέγερση των Χωρικών το 1381, το κίνημα αντιμετώπισε για πρώτη φορά σοβαρές διώξεις. Ενώ ο Γουίκλιφ και άλλοι οπαδοί του αποδοκίμασαν την εξέγερση, ένας από τους ηγέτες των χωρικών, ο Τζον Μπολ, κήρυττε τις θέσεις τους. Πριν από το 1382, οι πεποιθήσεις τους ήταν ανεκτές στην κυβέρνηση καθώς επιβεβαίωναν τη βασιλική ανωτερότητα έναντι των επισκόπων, αλλά μετά το 1382, η βασιλεία και η αριστοκρατία τους θεώρησαν απειλή όχι μόνο για την Εκκλησία, αλλά για την αγγλική κοινωνία γενικότερα. Έτσι έχασαν τους προστάτες τους. Αυτή η αλλαγή στο καθεστώς επηρεάστηκε επίσης από την αποχώρηση του Ιωάννη της Γάνδης (προστάτη του Γουίκλιφ και του Τζέφρι Τσώσερ) ο οποίος έφυγε από την Αγγλία το 1386 σε μια μάταιη προσπάθεια να διεκδικήσει το Στέμμα της Καστίλης. Από την εκκλησιαστική πλευρά, ισχυροί αντίπαλοι του κινήματος ήταν ιδιαίτερα ο Γουίλιαμ Κουρτεναί και ο Τόμας Άραντελ, αρχιεπίσκοποι του Καντέρμπερυ.[7]
Το 1399, ο Ερρίκος Δ' στράφηκε εναντίον τους, γεγονός που σηματοδότησε ένα κύμα καταστολής της αίρεσης. Το 1401 ψηφίστηκε το πρώτο αγγλικό καταστατικό για το κάψιμο των αιρετικών, που σήμανε το τέλος της επιρροής των Λόλαρντς. Κρυφά, το κίνημα λειτούργησε στο εξής κυρίως μεταξύ εμπόρων και τεχνιτών, υποστηριζόμενο από λίγους κληρικούς. Περίπου το 1500 άρχισε μια αναβίωση του κινήματος και πριν από το 1530 το παλιό κίνημα άρχισε να συγχωνεύεται με τις νέες προτεσταντικές απόψεις, αν και η έκταση της επιρροής του αμφισβητείται. Το κίνημα διευκόλυνε τη διάδοση του προτεσταντισμού και προδιέθεσε την κοινή γνώμη υπέρ της αντικληρικής στάσης του βασιλιά Ερρίκου Η' κατά την Αγγλική μεταρρύθμιση του 16ου αιώνα με την οποία η Εκκλησία της Αγγλίας αποσπάστηκε από την εξουσία του Πάπα.[8]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ . «chaucer.fas.harvard.edu/pages/john-wycliffe-and-lollards».
- ↑ . «britannica.com/topic/Lollards».
- ↑ . «amnetwork.uk/resource/introducing-the-lollards/».
- ↑ . «hiddenshell.ru/el/k-techeniyam-srednevekovyh-eresei-otnosyatsya-uchenie-hristianskoi-cerkvi/».
- ↑ . «museeprotestant.org/en/notice/john-wyclif-c-1328-1384-and-the-lollards/».
- ↑ . «gotquestions.org/Lollards».
- ↑ . «catholic.com/encyclopedia/lollards».
- ↑ . «bbc.co.uk/history/british/middle_ages/lollards».