Ζοακίμ Μυρά

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
(Ανακατεύθυνση από Ιωακείμ Μυρά)
Ζοακίμ Μυρά
Όνομα στη
μητρική γλώσσα
Joachim Murat (Γαλλικά)
Γέννηση25  Μαρτίου 1767[1][2][3]
Λαμπαστίντ-Μυρά
Θάνατος13  Οκτωβρίου 1815[1][2][4]
Πίτσο[5]
Αιτία θανάτουτραύμα από πυροβολισμό
Συνθήκες θανάτουθανατική ποινή
Τόπος ταφήςΚοιμητήριο του Περ-Λασαίζ, Πίτσο[6] και Grave of Joachim Murat
Χώρα πολιτογράφησηςΓαλλία
Μεγάλο Δουκάτο του Μπεργκ
Βασίλειο της Νεαπόλεως
Ιδιότηταπολιτικός, αξιωματικός και στρατιωτικός
ΣύζυγοςΚαρολίνα Βοναπάρτη (από 1800)[7][8]
ΤέκναΠρίγκηπας Αχιλλέας Μυρά[7], Lucien Murat, Luisa Rasponi Murat και Letizia Murat
ΓονείςPierre Murat-Jordy και Jeanne Loubières
ΣυγγενείςEdmond Mainard (ανιψιός)
ΒραβεύσειςΜεγαλόσταυρος της Λεγεώνας της Τιμής, Στρατάρχης της Αυτοκρατορίας (19  Μαΐου 1804), Ιππότης του Τάγματος του Χρυσόμαλλου Δέρατος, Στρατάρχης της Γαλλίας, Ονόματα χαραγμένα στην Αψίδα του Θριάμβου, Τάγμα του Μαύρου Αετού, Ναύαρχος της Γαλλίας, Τάγμα του Αγίου Αλεξάνδρου Νιέφσκι, τάγμα του Αγίου Ανδρέα και Μεγαλόσταυρος του Τάγματος του Αγίου Ιωσήφ
Υπογραφή
Commons page Σχετικά πολυμέσα

Ο Ζοασίμ Μυρά ή Ιωακείμ Μυρά (Joachim Murat, 25 Μαρτίου 1767 - 13 Οκτωβρίου 1815) ήταν στρατάρχης της Γαλλίας και Βασιλιάς της Νεαπόλεως από το 1808 ως το 1815. Υπήρξε η πλέον εξέχουσα φυσιογνωμία των στραταρχών του Ναπολέοντα Α΄. Μαζί με τους Νταβού και Νεΰ αποτελούσαν την τριάδα των «Στραταρχών Εφόδου» του Ναπολέοντα, αναλαμβάνοντας πάντοτε τις δυσκολότερες θέσεις στο πεδίο της μάχης.

Πρώιμος βίος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Γιος μίας δωδεκαμελούς οικογενείας ταβερνιάρηδων από την Τουλούζη, ο Μυρά αναδείχθηκε σε έναν γοητευτικό και θρασύτατο νεαρό, έτοιμο για καυγά στην πρώτη ευκαιρία. Σε μία περίπτωση τραυμάτισε βαριά ένα παιδί και το έσκασε από το σχολείο και το σπίτι του, καλπάζοντας πάνω σε ένα “ψωράλογο”, για να καταταγεί στο πρώτο σύνταγμα ιππικού που βρέθηκε μπροστά του [1]. Εκεί όμως ενεπλάκη σε μία ανταρσία και απεβλήθη, με αποτέλεσμα να επιστρέψει στο σπίτι του για να ασχοληθεί με την αρτοποιία.

Στρατιωτική σταδιοδρομία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πορτραίτο του Μυρά, έργο του Φρανσουά Ζεράρ, περίπου 1800-1810

Το 1791 κατετάγη πάλι εθελοντικά ως απλός στρατιώτης και εξελίχθηκε σε ένθερμο αντιβασιλικό επαναστάτη. Έλαβε μέρος στο κίνημα του Ζαν Πολ Μαρά εναντίον της Βουλής και με μία ηρωική επέλαση κατάφερε να καταλάβει τα 50 πυροβόλα που απειλούσαν τους κινηματίες του Ναπολέοντα Α΄ Βοναπάρτη. Μετά την ανδραγαθία του αυτή, ο Ναπολέων τον προήγαγε σε ταξίαρχο και ακολούθησε τον αυτοκράτορα στις εκστρατείες της Ιταλίας και της Αιγύπτου, όπου ανέδειξε και πάλι τις μαχητικές του ικανότητες. Σε μία έφοδό του στη μάχη του Αμπουκίρ (25 Ιουλίου 1799) έκοψε με μία κίνηση τα δάκτυλα του αρχηγού των Μαμελούκων, ενώ την επόμενη στιγμή δέχθηκε μία εχθρική βολίδα η οποία διαπέρασε τις παρειές του–ένα τραύμα το οποίο κατέστρεψε λίγη από τη γοητεία του, αλλά συνέβαλε έντονα στην αύξηση της δημοτικότητάς του. Το 1800 υποστήριξε ένθερμα τον Ναπολέοντα στην αναρρίχησή του στην εξουσία και συνδέθηκε ερωτικά με την αδελφή του, Καρολίνα, την οποία νυμφεύθηκε με τις ευλογίες του ίδιου του αυτοκράτορα. Το 1804 προήχθη σε στρατάρχη. Υπήρξαν αρκετές στιγμές απειθαρχίας και συγκρούσεων με τον Ναπολέοντα, αλλά η συμβολή του στη νίκη του 'Αουστερλιτς έκανε τα πάντα να ξεχαστούν.

Βασιλιάς της Νεαπόλεως[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στο πεδίο της μάχης ηγείτο προσωπικά των ανδρών του, πάντοτε υπερήφανος, αλαζονικός και καλοντυμένος, με το ξίφος στο χέρι. Το 1808, με πίεση της Καρολίν, ο Ναπολέων προσέφερε στον Μυρά το Βασίλειο της Νεαπόλεως αναμένοντας από αυτόν να λειτουργήσει ως πιόνι της γαλλικής εξωτερικής πολιτικής. Ο Μυρά προσπάθησε να διασώσει τον θρόνο του από την επιβουλή της Αυστρίας, αλλά τελικά, παρά τις προσπάθειές του, οι Αυστριακοί ανακατέλαβαν την ιταλική χερσόνησο και ο Γάλλος στρατάρχης έχασε το στέμμα του. Ακολούθησε τον Ναπολέοντα στην εκστρατεία της Ρωσίας και η μετωπική επέλαση των 15.000 ιππέων του εναντίον του ρωσικού πεζικού στη μάχη του Μποροντίνο θα παραμείνει θρυλική στην ιστορία, δικαιώνοντας την επωνυμία του «Το καλύτερο σπαθί της Αυτοκρατορίας». Το 1815, καθώς ο Ναπολέων επέστρεφε από την εξορία του στην Έλβα, ο Μυρά, συνοδευόμενος από 600 μισθοφόρους, επιχειρούσε την δική του απόβαση στην Νάπολη σε μία τελευταία προσπάθεια να ανακτήσει το βασίλειό του. Συνελήφθη από τους Αυστριακούς και στις 13 Οκτωβρίου 1815 στάθηκε μπροστά στο εκτελεστικό απόσπασμα. Πάντοτε γοητευτικός και αλαζόνας μέχρι το τέλος, παρακάλεσε τους στρατιώτες να μην τον πυροβολήσουν στο πρόσωπο.

Οικογένεια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Νυμφεύτηκε το 1800 την Καρολίνα Βοναπάρτη, κόρη του Κάρλο Βοναπάρτη διπλωμάτη & νομικού της Κορσικής και είχε τέκνα:

  • Ασίλ 1801-1847, πρίγκιπας Μυρά. Μετανάστευσε στη Φλόριντα των ΗΠΑ. Στη Γαλλία έγινε διοικητής του συντάγματος της Βελγικής Λεγεώνας.
  • Μαρί-Λετισιά-Ζοζεφίν-Ανονσιάντ 1802-1859, παντρεύτηκε τον Γκουίντο-Ταντέο μαρκήσιο Πέπολι, κόμη του Καστιλιόνε.
  • Λουσιέν 1803-1878, πρίγκιπας Μυρά, Φρανσαί, του Ποντεκόρβο, της Νάπολης. Παντρεύτηκε στη Νότια Λουιζιάνα των ΗΠΑ. Έγινε υπουργός στο Τορίνο και γερουσιαστής.
  • Λουίζ-Ζυλί-Καρολίν 1805-1889, παντρεύτηκε τον Τζούλιο κόντε Ρασπολίνι.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. ^ - Η εικόνα μας είναι γνωστή: την διαβάζουμε στους «Τρεις Σωματοφύλακες» του Αλέξανδρου Δουμά ο οποίος εμπνεύστηκε την αρχή του έργου και τον ήρωα Ντ’ Αρτανιάν, από το συγκεκριμένο περιστατικό της ζωής του Μυρά. Λέγεται μάλιστα ότι όλο το έργο ήταν εμπνευσμένο από την ζωή των στρατηγών του Ναπολέοντα με τις εξής αντιστοιχίες: Ντ’ Αρτανιάν = Μυρά, Πόρθος = Λαν, Άθως = Μπεσσιέρ, Άραμις = Ντεσσαί, Ρισελιέ = Ταλλεϋράνδος. Ο Δουμάς ήταν οπαδός του Ναπολέοντα, αλλά έζησε την εποχή της Παλινόρθωσης, όπου υπήρχε έντονη λογοκρισία, οπότε το όλο έργο αποτελούσε την συγκάλυψη ενός φιλο-βοναπαρτικού μηνύματος σε όσους θυμούνταν ακόμα τα πρόσωπα και τις εποχές του 1790-1800.

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Προκάτοχος
Ιωσήφ Α΄
ΒΒασιλιάς της Νεαπόλεως


18081815

Διάδοχος
Φερδινάνδος Α΄