Μετάβαση στο περιεχόμενο

Ιουδαιοχριστιανικός πλατωνισμός

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πλάτων

Ως ιουδαιοχριστιανικός πλατωνισμός προσδιορίζεται το αποτέλεσμα της φιλοσοφικής επίδρασης που άσκησε ο πλατωνισμός στη διαμόρφωση της ιουδαϊκής και της χριστιανικής θεολογίας.

Ο πλατωνισμός ως φιλοσοφία δεν αφορά αποκλειστικά τις απόψεις του Πλάτωνα (περ. 429-347 Π.Κ.Χ.) καθαυτές αλλά το σύνολο της πλατωνικής παράδοσης όπως αναπτύχθηκε αυτή ποικιλοτρόπως σε μήκος χρόνου περίπου 8 αιώνων.[1]

Ιουδαϊκός πλατωνισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η επίδραση του λεγόμενου «μέσου πλατωνισμού» υπήρξε σαφής στον ελληνιστικό Ιουδαϊσμό. Ο Ιουδαίος φιλόσοφος Φίλων (περ. 20/30 π.Χ.-45/50 π.Χ.), ο οποίος έζησε και έδρασε στην ελληνιστική Αλεξάνδρεια όπου διέμενε τότε η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα της Διασποράς, είναι χαρακτηριστικός εκπρόσωπος αυτής της τάσης. Επίσης, σοφιολογικά συγγράμματα, όπως το βιβλίο Σοφία Σολομώντος,[2] που εμφανίστηκαν εκείνη την περίοδο αποτελούν δείγμα της επίδρασης που είχαν οι διδασκαλίες του Πλάτωνα στο μεταγενέστερο Ιουδαϊσμό και της προσπάθειας που καταβαλλόταν να συνδυαστούν οι προσωπικές και κοινοτικές εξ αποκαλύψεως εμπειρίες του λαού Ισραήλ με τις γενικές νοητικές φιλοσοφικές θεωρήσεις που προέρχονταν από την ελληνική φιλοσοφία. Είχε ήδη προηγηθεί ο ελληνιστής Ιουδαίος φιλόσοφος Αριστόβουλος του Πανέα (160 Π.Κ.Χ.) ο οποίος ισχυριζόταν ότι ο Πλάτων και ο Πυθαγόρας είχαν διαβάσει τα συγγράμματα του Μωυσή.

Φίλων

Για τον Φίλωνα, η (πρότερη στωική) αντίληψη του Λόγου ως ενεργού, συμφυούς χαρακτηριστικού του Θεού που δρα εγκόσμια, της ενιαίας αρχής και φορέα των Μορφών (λόγων), έχει κεφαλαιώδη σημασία —όπως συμβαίνει και με τη δημιουργική προσαρμογή της πυθαγόρειας-πλατωνικής δυάδας από την ύστερη ιουδαϊκή αντίληψη της Σοφίας του Θεού.[3] Ο Φίλων θεωρεί ότι οι πλατωνικές «ιδέες» ενσωματώνονται στον Λόγο. Η κοσμολογία του βασίζεται στον πλατωνικό ιδεαλισμό, δηλαδή στη δοξασία ότι μεταξύ του υπέρτατου Όντος και του υλικού κόσμου υφίσταται η επικράτεια των πνευματικών αρχέτυπων, που είναι αιώνια, άυλα και που αναγνωρίζονται μόνο διανοητικά, τα οποία προϋπήρχαν της δημιουργίας του υλικού κόσμου. Ο Φίλων αναγνωρίζει πλατωνική αντανάκλαση στο εδάφιο Έξοδος 3:14 όπου ο Θεός λέει στον Μωυσή ότι το όνομα του είναι «ὁ ὤν» σύμφωνα με την ελληνική μετάφραση των Εβδομήκοντα[4], μια έκφραση που χρησιμοποιούσαν ήδη οι πλατωνιστές για να κατονομάσουν το Θεϊκό "όντως ον". Επιπλέον, θεωρεί ότι διάφορες ελληνικές δοξασίες έχουν Βιβλική προέλευση. Η αλληγορική ερμηνεία των Γραφών που εισηγήθηκε επηρέασε τη χριστιανική ερμηνευτική της Βίβλου με ανεξίτηλο τρόπο.

Το πλατωνικό φιλοσοφικό σύστημα αποτέλεσε το κυρίαρχο στοιχείο στον συγκρητισμό του Φίλωνα, ο οποίος με τη σειρά του επηρέασε —εκτός από την εξέλιξη του Ιουδαϊσμού— τους νεοπλατωνιστές φιλοσόφους[5] και τους εκκλησιαστικούς πατέρες.[6]

Χριστιανικός πλατωνισμός

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι χριστιανοί φιλόσοφοι δεν υιοθέτησαν ποτέ τον πλατωνισμό στο σύνολό του. Εντούτοις, το σύνολο της χριστιανικής θεολογίας βρισκόταν σε εξάρτηση, τουλάχιστον ως κάποιο βαθμό, από την εκάστοτε ελληνική φιλοσοφία —κατά κύριο λόγο τον πλατωνισμό. Κάποιοι δε χριστιανοί στοχαστές δέχτηκαν ιδιαίτερα ισχυρή πλατωνική επίδραση έτσι ώστε μπορούν να προσδιοριστούν ως χριστιανοί πλατωνιστές. Το φαινόμενο του χριστιανικού πλατωνισμού μπορεί να χωριστεί σε γενικές γραμμές ανάμεσα α) στον εξαρτώμενο από τον Φίλωνα και τον μέσο πλατωνισμό και β) στον εξαρτώμενο από τον νεοπλατωνισμό (3ος αιώνας Κ.Χ.).

Κάποια από τα βασικά στοιχεία του μέσου πλατωνισμού που επέδρασαν στον Χριστιανισμό περιλαμβάνουν α) την τελεολογία, β) την ελεύθερη βούληση σε σχέση με τη θεία πρόνοια, γ) την κοσμολογία και δ) τη σχέση του Πατέρα με τον Υιό και μεταγενέστερα τις αμοιβαίες σχέσεις μεταξύ των προσώπων της Τριάδας ε) καθώς επίσης και την πολιτική θεωρία[7]. Επίσης, μερικοί Χριστιανοί υποστήριξαν την πίστη στην αθανασία της ψυχής με πλατωνικά επιχειρήματα. Ο Πέλικαν συνοψίζει ως εξής: «Δύο χριστιανικά δόγματα αποτελούν πιθανώς τις πιο αξιόπιστες ενδείξεις του συνεχούς ελέγχου της ελληνικής φιλοσοφίας επί της χριστιανικής θεολογίας: το δόγμα της αθανασίας της ψυχής και το δόγμα της απολυτότητας του Θεού»[8]. Οι θέσεις περί Θεού που καταγράφει ο Πλάτων στο έργο του Πολιτεία αποτέλεσαν τη βάση για τη μεταγενέστερη εμφάνιση της αποφατικής θεολογίας —της θεολογίας του τι δεν είναι ο Θεός.[9] Τόσο το λεξιλόγιο όσο και τα επιχειρήματα της πλατωνικής φιλοσοφίας αποδείχτηκαν ζωτικό εννοιολογικό πεδίο στη φιλοσοφική διάρθρωση του Χριστιανισμού.

Ωριγένης

Μολονότι η πρωτοχριστιανική εκκλησία του 1ου αιώνα διέκειτο εχθρικά προς την ελληνική φιλοσοφία, τα πράγματα άλλαξαν σταδιακά κατά τη διάρκεια του 2ου αιώνα.[10] Τα πρώτα σπαράγματα βέβαια της Πλατωνικής φιλοσοφίας μπορούν να βρεθούν και στην Καινή Διαθήκη, όπου ο Απόστολος Παύλος στην Α΄ Προς Κορινθίους Επιστολή, αναφερόμενος στο σώμα της εκκλησίας, εικονίζει και ζωγραφίζει την ιδανική πολιτεία του Πλάτωνα[11]. Ο παλαιότερος χριστιανικός πλατωνισμός εκπροσωπείται υποτυπωδώς στον Ιουστίνο τον Μάρτυρα (περ. 150 Κ.Χ.) αλλά και σαφέστερα από τον Αθηναγόρα τον Αθηναίο (τέλη 2ου αιώνα), σε μια εποχή κατά την οποία ορισμένοι Χριστιανοί άρχισαν να αποκαλούν την πίστη τους «φιλοσοφία» και αναζητούσαν να εντοπίσουν κοινά στοιχεία με μη Χριστιανούς στοχαστές.[12] Σε πιο ανεπτυγμένη μορφή εκπροσωπείται από τους αλεξανδρινούς Κλήμη (περ. 150-215) και Ωριγένη (περ. 176-254). Ο Κλήμης υπήρξε απροκάλυπτα δεκτικός στον πλατωνισμό,[13] ενώ ο Ωριγένης συγκεκαλυμμένα, αν και ήταν ο βαθύτερα επηρεασμένος από τους δύο. Ο Ωριγένης, όπως και ο Πλωτίνος, υπήρξε μαθητής του Αμμώνιου Σακκά και υπήρξε «βασικά ένας χριστιανός νεοπλατωνικός».[14] Δόγματα που ανέπτυξε ο Ωριγένης και τα οποία τον έφεραν σε δυσχερή θέση ήταν α) η άποψη που διακρατούσε για τον Υιό ως Λόγο και Δημιουργό, β) η πίστη του σε διαδοχικές ενσαρκώσεις και κόσμους και γ) η άρνηση των αιωνίων βασάνων —όντας κατά βάση ιδέες εντελώς ξένες προς τον Χριστιανισμό οι οποίες προέκυψαν από μια παραγωγική ερμηνεία τόσο του στωικισμού όσο και του πλατωνισμού.

Γρηγόριος Ναζιανζηνός

Τον επόμενο αιώνα, οι Καππαδόκες πατέρες Βασίλειος Καισαρείας (περ. 330-379), Γρηγόριος Ναζιανζηνός (329-περ. 390) και Γρηγόριος Νύσσης (προ 395) επηρεάστηκαν —παρά την απροκάλυπτη εχθρότητά τους— από τον πλατωνισμό του Πλωτίνου και του Πορφύριου αλλά και του Ωριγένη. Ήδη τον 4ο αιώνα μεταξύ των εκκλησιαστικών πατέρων υπήρχαν αντιλήψεις επηρεασμένες από τον πλατωνισμό οι οποίες θεωρούνταν «παραδοσιακές», παγιωμένες. Λίγο αργότερα, κατά τον 6ο αιώνα, η μυστηριώδης μορφή του λεγόμενου «Διονύσιου του Αρεοπαγίτη» είναι βαθιά επηρεασμένη από τον νεοπλατωνιστή Πρόκλο και τον Δαμάσκιο —τον τελευταίο σχολάρχη της Ακαδημίας των Αθηνών. Ο Ψευδο-Διονύσιος άσκησε μεγάλη επιρροή κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα, και ιδιαίτερα στο μεγαλύτερο φιλόσοφο του Μεσαίωνα, τον Θωμά τον Ακινάτη. Στη λατινική Δύση, ο Μάριος Βικτορίνος (περ. 350) είναι εντελώς πλατωνιστής, βαθιά επηρεασμένος από τον Πορφύριο, και ο Αυγουστίνος είναι επίσης βαθιά επηρεασμένος από πλατωνικές ιδέες —μάλιστα θεωρεί ότι ήταν "τα βιβλία των πλατωνιστών" που τον έβαλαν στην τελική ευθεία του ταξιδιού του προς τη χριστιανική πίστη.[15] Ισχυρή είναι, επίσης, η επίδραση που άσκησε ο νεοπλατωνισμός στον πνευματικό δάσκαλο του Αυγουστίνου, τον Αμβρόσιο Μεδιολάνων (περ. 339-397). Λίγο αργότερα, ο Ρωμαίος Βοήθιος (490-525) κάνει φανερό ότι έχει βαθιά επίγνωση του πλατωνισμού της εποχής του.[16] Ο χριστιανικός μυστικισμός, που αφορά την εμπειρία της άμεσης επικοινωνίας με τον Θεό, βρήκε ως αποτελεσματικό μέσο έκφρασης την ορολογία του πλατωνισμού.[17] Αιώνες αργότερα, κατά τον 13ο αιώνα, η διδασκαλία του Θωμά Ακινάτη παρέμενε κατά βάση πλατωνική.[18]

Είναι φανερό ότι ο πλατωνισμός υπήρξε η μοναδική ισχυρή εξωτερική πνευματική επιρροή στον Χριστιανισμό κατά τα στάδια της διαμόρφωσής του. Αυτή η επίδραση συνεχίστηκε και κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα (Σχολή της Σάρτρης), του Βυζαντίου και της Αναγέννησης (Ακαδημία της Φλωρεντίας) μέχρι τους πλατωνιστές του Κέιμπριτζ (ξεχωρίζουν οι More και Cudworth)[19] και της σύγχρονης εποχής. Ταυτόχρονα, σε αντίθεση με τον αριστοτελισμό, ο πλατωνισμός καθώς ήταν περισσότερα από φιλοσοφικό σύστημα βρισκόταν σε συνεχή σύγκρουση με τον Χριστιανισμό —παρά τη μακραίωνη επίδραση που άσκησε τόσο σε αυτόν όσο και γενικότερα στον δυτικό πολιτισμό.

Θεμελιώδεις διαφορές Πατερικής Θεολογίας και Πλατωνισμού-Νεοπλατωνισμού

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ως προς τα θέματα αυτά, το ερώτημα που συχνά γεννάται είναι το ποια ακριβώς ήταν η σχέση του Χριστιανισμού με την πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία και ποιος ο βαθμός και τα πλαίσια της επιρροής τους στην πατερική θεολογία.

Είναι πραγματικότητα ότι στο Βυζάντιο δεν γεννιούνται "αυτόνομα φιλοσοφικά συστήματα. Οι πατέρες χρήσιμοποιούν πολλές φορές τον όρο φιλοσοφία με την έννοια ότι έχουν τη ζωντανή εμπειρία των μυστηρίων του τριαδικού Θεού" όπου "χρειάζεται η κάθαρση της ψυχής και του σώματος, ο φωτισμός και η θέωση...Δεν μπορούν με άλλο τρόπο να προσεγγίσουν τις ενέργειες του Θεού...κι έτσι δεν είναι δυνατή καμιά φιλοσοφία...Όταν λοιπόν κάνουν λόγο για την Αγία Τριάδα...τη θεία ουσία...τις υποστάσεις ή τα πρόσωπα, τη θεογνωσία...την ετερότητα των υποστάσεων...αντλούν εκφραστικά μέσα απ' αυτή την «περιρρέουσα ατμόσφαιρα», όπου κυριαρχεί η φιλοσοφική παράδοση με τον πλατωνισμό, αριστοτελισμό, στωικισμό, νεοπλατωνισμό κι άλλες φιλοσοφίες της αρχαιότητας. Άλλο πράγμα λοιπόν εμπειρία κι άλλο διατύπωση με τη φιλοσοφική γλώσσα"[20]

Σύμφωνα με τον Γεώργιο Μαρτζέλο, "η χρήση συναφειακών παραστάσεων και εικόνων, προκειμένου να γίνουν κατανοητές οι δογματικές αλήθειες από ανθρώπους με διαφορετικό πολιτιστικό υπόβαθρο, είναι πολλές φορές όχι απλώς θεμιτή αλλά και επιβεβλημένη. Αυτό αποτελεί θεμελιώδη ιεραποστολική και παιδαγωγική αρχή, που είναι βαθιά ριζωμένη μέσα στην ιστορία και τη ζωή της Εκκλησίας. Πρέπει όμως η χρήση των συναφειακών αυτών παραστάσεων και εικόνων να περιορίζεται μόνο στη μορφολογία του δόγματος και να αφήνει άθικτη και απαραχάρακτη την ουσία του. Τη στάση αυτή ακριβώς τήρησαν τόσο οι Απόστολοι όσο και οι Πατέρες της Εκκλησίας· αν και χρησιμοποίησαν εικονικές παραστάσεις και ορολογία από το συναφειακό πολιτιστικό υπόβαθρο του ελληνικού κόσμου, εντούτοις αυτές περιορίζονται αποκλειστικά σε μορφολογικό επίπεδο και δεν αλλοιώνουν το μήνυμα της θείας Αποκάλυψεως"[21].

Όπως φαίνεται από τα δεδομένα της θεολογίας της, η Ορθόδοξη διδασκαλία διαφοροποιήθηκε με σαφήνεια από κάθε πλατωνική ή νεοπλατωνική φιλοσοφική δοξασία η οποία σχετιζόταν με την ειδωλολατρική Θεολογία. Ενδεικτικά:

  1. Στην πλατωνική και νεοπλατωνική οντολογία υπάρχει η ουσιοκρατική αντίληψη της απορροής, ότι "όλα απορρέουν από την ουσία μιας πρώτης απρόσωπης αρχής"[22]. Στον Χριστιανισμό αντιθέτως, εκτός ότι ο Θεός είναι προσωπικός, τίποτε στη δημιουργία δεν προέρχεται από την ουσία του, αλλά τα πάντα είναι ετερούσια Αυτού. Έτσι, για πρώτη φορά εισάγεται η νέα χριστιανική αντίληψη η οποία "δεν διακρίνει πια το νοητό από το αισθητό ή υλικό, αλλά το άκτιστο από το κτιστό. Άκτιστος, αιώνιος, αδημιούργητος είναι μόνο ο Θεός, ο οποίος αποφασίζει ελεύθερα να δημιουργήσει, σε συγκεκριμένο χρόνο, όλη την ορατή και αόρατη πραγματικότητα". Από αυτή τη βασική αλήθεια πηγάζει όλη η υπόλοιπη χριστιανική διδασκαλία[23]. Δεν υπάρχει στον Χριστιανισμό "γέννηση" του κόσμου αλλά Δημιουργία[24]. Άλλωστε και η ίδια "η ιδέα της κτίσεως είναι ξένη προς τη φυσικήν συνείδησιν" και "η αρχαία ελληνική σκέψις την ηγνόει" ενώ "εις την βίβλον θεωρείται κάτι το δεδομένον"[25].
  2. Η χριστιανική διάκριση κτιστού-ακτίστου είναι αυτή που δίνει και το περιεχόμενο στη χριστιανική αποφατική θεολογία η οποία μόνο εξωτερικά ομοιάζει προς τη νεοπλατωνική ορολογία[26]. Ο νεοπλατωνισμός, εντοπίζει το πρόβλημα γνώσης του θεού στην αδυναμία του σώματος και από εκεί προκύπτει η δική του αποφατική θεολογία[27]. Για τους νεοπλατωνικούς, η ανθρώπινη ψυχή είναι ομοούσια προς το θείο ον και όταν αυτή βρεθεί εκτός του σώματος μπορεί να γνωρίσει τον Θεό[28]. Αυτή η κατάσταση, είναι μια εμπειρία εκστάσεως η οποία θα αφαιρέσει από την ανθρώπινη σκέψη όλα τα ελαττώματα και τους περιορισμούς της, είναι όμως κατάσταση απορριπτέα και δαιμονική για τους πατέρες της Εκκλησίας[27]. Για την πατερική θεολογία, οι αποφατικές εκφράσεις είναι αποτέλεσμα της αγεφύρωτης διάκρισης ανάμεσα στο κτιστό και το άκτιστο, όπου ο Θεός κάνει γνωστό στον άνθρωπο μέρος της δόξας του κατά πως Εκείνος επιθυμεί μέσα από τις θεοφάνειές Του. Αυτή η φανέρωση του Θεού (θεοφάνειες στην Π.Δ., ενανθρώπιση, Πάθη, Ανάσταση, κάθοδος του Αγίου Πνεύματος), δείχνει αγαπητική κίνηση προς τον άνθρωπο, χωρίς την οποία ο άνθρωπος δεν δύναται να κινηθεί προς τον Θεό[29]. Επιπλέον, η Πατερική αποφατική θεολογία συνδέεται άρρηκτα προς την καταφατική, εφόσον ο Θεός εισέρχεται στα ιστορικά σχήματα όπου δημιουργεί μορφές ζωής, όμως για τη νεοπλατωνική φιλοσοφία είναι άγνωστη η έννοια της ιστορικής αποκάλυψης[30].
  3. Δεν υφίσταται στον Χριστιανισμό η έννοια του αιώνιου κόσμου, ούτε η έννοια της προϋπάρχουσας ύλης, αλλά "εφ' όσον πριν από τη Δημιουργία δεν υπήρχε τίποτα παρά μόνον ο Θεός, ο κόσμος έχει χρονική αφετηρία, δεν είναι άναρχος. Και έφ' όσον έχει αρχή, θα έχει και τέλος"[31].
  4. Η χριστιανική διδασκαλία για την εκ φύσεως θνητότητα της ψυχής, ήταν μία από τις σημαντικότερες διαφοροποιήσεις από τις πλατωνικές δοξασίες περί φυσικής αθανασίας της[32][33].
  5. Επίσης, η χριστιανική διδασκαλία περί κτιστότητας και μή προΰπαρξης της ψυχής[34], βρισκόταν σε αντίθεση με τις πλατωνικές δοξασίες περί του αιωνίου και αδημιούργητου αυτής[35]. Τη χριστιανική διδασκαλία ότι σε σχέση με τον Θεό, η ψυχή "είναι υλική και σωματική", "ένας πλατωνικός ή νεοπλατωνικός φιλόσοφος θα τη θεωρούσε εξάπαντος βλάσφημη, γιατί η νοούσα ψυχή είναι φυσικώς αδημιούργητη και φυσικώς συγγενής προς τον θεό"[36].
  6. Σύμφωνα με τον Πλάτωνα, η ψυχή του ανθρώπου διακρίνεται σε δύο μέρη, στο ανώτερο που είναι η έλλογη ψυχή, και στο κατώτερο που είναι η άλογη ψυχή[37]. Το ανώτερο είναι το θείο και αθάνατο[38] ενώ το κατώτερο είναι το θνητό και περιλαμβάνει άλλα δύο μέρη, τα οποία, όπως και το σώμα, αποτελούν κατώτερα δημιουργήματα[39] από τα οποία προέρχονται τα ανθρώπινα πάθη[40]. Σύμφωνα όμως με την Ορθόδοξη διδασκαλία, η ψυχή είναι ενιαία, και ως σύνολο θεωρείται "φύσει καλή" ενώ "οι κακοί λογισμοί δεν γεννώνται από την φύσιν της ψυχής...αλλά από την αμαρτητικήν ροπήν της, εκ του προπατορικού αμαρτήματος"[41].
  7. Η διαρχική οντολογία και φιλοσοφική ανθρωπολογία που ήθελε το "κακό" σώμα να εγκλωβίζει την φύσει αθάνατη ψυχή[42], ήταν ασυμβίβαστη με τη χριστιανική θεολογία περί άρρηκτης ψυχοσωματικής ενότητας[43].
  8. Στο ίδιο πλαίσιο, ουδέποτε έγινε αποδεκτό στον χριστιανισμό ότι η ανθρώπινη υπόσταση αποτελείται από την ψυχή μόνη[44][45], αλλά και η διδασκαλία περί ανάστασης των σωμάτων παρέμενε αδιανόητη για τον πλατωνισμό.
  9. Κανείς διαχωρισμός σε αθάνατες νοητές ουσίες και θνητές αισθητές ουσίες δεν υπήρξε στη χριστιανική θεολογία. Τίποτε και κανείς εκτός του άκτιστου Θεού δεν ήταν αθάνατος ή αδημιούργητος[46][47].
  10. Καταργείται έτσι και η διαρχική λογική του κόσμου όπου το υλικό και αισθητό υστερεί από το άυλο και κυριαρχεί η ενότητα της κτιστής δημιουργίας όπου τα πάντα, άυλα ή μη, είναι κτιστά, διαφορετικής ουσίας από τον Θεό, αποτέλεσμα των ενεργειών του και όχι προϊόντα της ουσίας του[48].
  11. Δεν υφίσταται η έννοια της επιστροφής σε κάποια αρχέγονη κατάσταση τελειότητας, αλλά ο χαμένος βιβλικός παράδεισος αποτελεί ένα ακόμη γεγονός μέσα στα γεγονότα της Θείας Οικονομίας. Ο άνθρωπος ευρισκόμενος σε μια διαρκή εξέλιξη με τη χάρη του θεού, αστοχεί αυτεξουσίως, αμαρτάνει, απομακρύνεται από τον Θεό και πρέπει να συνεχίσει τον δρόμο προς το καθ' ομοίωσιν[49]. Σε όλα αυτά παίζει σημαντικό ρόλο η ελευθερία και η βούληση και όχι κάποια υποχρεωτική "έλξη" της ψυχής προς το θείο νοητό, όπως πρέσβευε η φιλοσοφική οντολογία[23].
  12. Η τελική συνάντηση του ανθρώπου με τον Θεό, θα γίνει με τον άνθρωπο ως ψυχοσωματική ενότητα (το οποίο για τη φιλοσοφική σκέψη ήταν αδιανόητο[50]) και όχι ως ψυχή μόνο, και σε αντίθεση με τη φιλοσοφία, ο άνθρωπος δεν θα ενταχθεί στην ουσία του θεού από την οποία απορρέει, αλλά θα παραμείνει ετερούσιος του Θεού και θα γίνει Θεός μόνο κατά χάρη[49].
  13. Σημαντικό είναι ακόμη το γεγονός ότι η λύτρωση και σωτηρία του ανθρώπου στον χριστιανισμό, δεν τον οδηγεί σε μια τελική και οριστική κατάσταση όπως πρεσβεύει η φιλοσοφία, αλλά σε μια κατάσταση αιώνιας προόδου[51].
  14. Στο ίδιο πλαίσιο παρουσιάζεται και η διαφοροποίηση του Νεοπλατωνισμού από τη χριστιανική διδασκαλία περί Αγίας Τριάδας[52][53]. Ο Πλωτίνος, κορυφαίος εκπρόσωπος του Νεοπλατωνισμού, έχοντας γνώση των ανατολικών θρησκειών, του γνωστικισμού και του χριστιανισμού[54] δημιούργησε δικό του φιλοσοφικό σύστημα. Η Θεότητα του Πλωτίνου είναι μια μονάδα, το Έν, το οποίο είναι ουσία, χωρίς προσωπική ετερότητα. Αυτή η ουσία ξεδιπλώνεται ιεραρχικά σε Νου και Ψυχή, τα οποία αποτελούν απρόσωπα ξεδιπλώματα της ουσίας του Εν. Αντιθέτως, στη χριστιανική διδασκαλία υπάρχουν ιδιαίτερες προσωπικές υποστάσεις όπως ο Ιησούς Χριστός και το Άγιο Πνεύμα τα οποία στα πλαίσια της ετερότητάς τους έχουν ιδιώματα ακοινώνητα, δηλαδή που ανήκουν μόνο στην υπόσταση που τα έχει και σε καμμία άλλη[55]. Επανερχόμενοι στον νεοπλατωνισμό, το "άπλωμα" της ουσίας του Εν δεν μένει τριμερές, αλλά καταλήγει σε πολλαπλή μορφή, αφού ξεδιπλώνεται σε Φύση και Ύλη, σε μια ενιαία διάρθρωση της πραγματικότητας[56]. Έτσι ούτε στον νεοπλατωνισμό υπάρχει η έννοια της δημιουργίας και η σχέση κτιστού-ακτίστου, αλλά μόνο απορροή από την ουσία της απρόσωπης αρχής[57]. Η όλη πραγματικότητα είναι μόνο το Εν και σε αντίθεση με τον χριστιανισμό, αυτό δεν κινείται προς τον άνθρωπο. Τελικός σκοπός του ανθρώπου είναι να ενσωματωθεί η ψυχή του στο Εν, με το οποίο είναι ομοούσια[58]. Αδιανόητες παραμένουν για τον πλατωνισμό και νεοπλατωνισμό οι διδασκαλίες περί αγιασμού του σώματος, ο ψυχοσωματικός άνθρωπος και η σωτηρία του ως ψυχοσωματική οντότητα[59].

Τελικά, η πλατωνική και νεοπλατωνική φιλοσοφία για την Πατερική θεολογία είχε μεν τον ρόλο ενός "τεχνητού βοηθητικού οργάνου στην υπηρεσία της κατανοήσεως των θείων αληθειών" πρέπει όμως, εκτός των παραπάνω, να διευκρινιστεί και το σημαντικότερο: "ενώ η φιλοσοφία παρέχει κάποια ικανοποίησι στο ανθρώπινο πνεύμα, όμως δεν μπορεί να λύτρωση τον άνθρωπο"[60].

Με όλα αυτά τα δεδομένα και άλλα περισσότερα, τελικά ο Χριστιανισμός καθιέρωσε "ένα νέο πολιτισμό" ο οποίος "θεμελιώθηκε πρώτιστα στην αλήθεια της Αποκάλυψης" η οποία επιβλήθηκε του "φιλοσοφικού πνεύματος"[61].

  1. Από τις αρχές του 20ου αιώνα και έπειτα, αρχικά στα έργα του Σλάιερμαχερ, συνηθίζεται να διαχωρίζεται η φιλοσοφία που εμπεριέχεται στους διαλόγους του Πλάτωνα από τη μεταγενέστερη πλατωνική παράδοση.
  2. Από τους Ιουδαίους ποτέ δεν έγινε αποδεκτό ως μέρος του θεόπνευστου Βιβλικού κανόνα. Όσον αφορά τους Χριστιανούς, κάποιοι το θεωρούν θεόπνευστο και «δευτεροκανονικό» και άλλοι απόκρυφο, δηλαδή ότι δεν αποτελεί μέρος του θεόπνευστου Βιβλικού κανόνα. Βλέπε Βιβλικός κανόνας.
  3. Τις πλατωνικές έννοιες περί "δυάδας" και "Δημιουργού" τις δανείστηκε αργότερα και ο Άρειος (περ. 256-336).
  4. Σε σχέση με το προσωπικό όνομα του Θεού στο πρωτότυπο εβραϊκό Βιβλικό κείμενο βλέπε Τετραγράμματο.
  5. Αναφέρεται ότι ο Σύρος νεοπλατωνιστής φιλόσοφος Νουμήνιος ο εξ Απαμείας (2ος αιώνας Κ.Χ.) είχε πει για τον Φίλωνα: «Τι είναι ο Πλάτων αν όχι ένας αττικίζων Μωυσής
  6. «Ο Φίλων αποτέλεσε πιθανώς την πιο σημαντική επιρροή στους παλαιότερους χριστιανούς στοχαστές και τους έφερε σε επαφή με τις φιλοσοφικές σχολές». (Encyclopedia of Christianity, σ. 926)
  7. Στήβεν Ράνσινμαν, Η Βυζαντινή Θεοκρατία, Εκδόσεις Δομός, 1982, σελ. 30, 156-159
  8. The Emergence of the Catholic Tradition, σ. 51.
  9. Ο Ωριγένης και ο Ευσέβιος Καισαρείας αποτελούν δύο από τα πολλά χαρακτηριστικά παραδείγματα χρήσης αυτού του έργου του Πλάτωνα σε σχέση με την υπερβατικότητα του Θεού.
  10. «Περί το 100 μ.Χ. κανένας μέσα στην Εκκλησία δεν μπορούσε να πιστέψη πως μόλις 100 χρόνια αργότερα στην Αλεξάνδρεια, την πνευματικώτερη πόλι του τότε κόσμου, θα είχε συντελεσθή ο γάμος τής χριστιανικής θεολογίας με τον ασπονδότερο μέχρι τότε εχθρό της, την ελληνική φιλοσοφία». (Αγουρίδης Σάββας, Εξαγοραζόμενοι τον Καιρόν, 1965, εκδ. Π. Πουρναρά, σ. 44)
  11. Νίκος Ματσούκας, Δογματική και Συμβολική θεολογία Β΄, Πουρναράς, θεσσαλονίκη 2007, σελ. 414
  12. Στην προσπάθεια αυτή κάποιοι έφτασαν στο σημείο να ισχυριστούν ότι καθώς ο Θεός είναι η πηγή κάθε αλήθειας, ο Θεός αποκάλυψε αλήθειες στον Πλάτωνα ή τους Στωικούς όπως ακριβώς το έκανε στην Παλαιά Διαθήκη των Εβραίων. Μάλιστα, ο Αυγουστίνος θεωρούσε πιθανό, όπως είχε μάθει από τον Αμβρόσιο, ότι ο Πλάτων είχε διδαχτεί από τον προφήτη Ιερεμία όταν βρέθηκαν και οι δύο στην Αίγυπτο. Ακραίες απόψεις που εμφανίζονταν με φιλοσοφικό προκάλυμμα προκαλούσαν τη χλεύη των παγανιστών δασκάλων. (A History of Christianity, σ. 53)
  13. Επι παραδείγματι, «η διδασκαλία του Κλήμη περί δημιουργίας σε κάποια σημεία προέρχεται περισσότερο από τον Πλάτωνα παρά από τον Μωυσή». Παρόμοια, επιδράσεις εμφανίζονται στην αποδοχή της πλατωνικής διδασκαλίας περί προΰπαρξης και αθανασίας της ψυχής και της χριστολογίας που ανέπτυξε ο Κλήμης. (The Emergence of the Catholic Tradition, σ. 34, 47)
  14. Κλάους Όλερ, H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας.
  15. Η θεολογία που αναπτύσσει στο έργο του Περί Τριάδας (De Trinitate) εκπροσωπεί την πιο διάσημη εφαρμογή των νεοπλατωνικών αντιλήψεων σε χριστιανικό δόγμα. (Encyclopedia of Early Christianity, σ. 926)
  16. Στο γνωστότερο έργο του De Consolatione Philosophiae (Παραμυθία της φιλοσοφίας) υπάρχουν εμφανή ίχνη νεοπλατωνικών επιρροών, και ειδικότερα του Πρόκλου. «Κατά τους μεσαιωνικούς χρόνους, έγινε ένα από τα πιο διάσημα και με τη μεγαλύτερη επίδραση φιλοσοφικά βιβλία». (Καθολική Εγκυκλοπαίδεια, "Anicius Manlius Severinus Boethius", στον ιστότοπο newadvent.org)
  17. Ο «Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης», ο Ιωάννης της Κλίμακος, ο Βερνάρδος του Κλαιρβώ αξιοποίησαν τη συνάφεια του πλατωνισμού με τον χριστιανικό μυστικισμό.
  18. A. E. Taylor, Platonism and its Influence, 1925.
  19. Οι πλατωνιστές του Κέιμπριτζ προέτρεπαν σε επιστροφή της χριστιανικής θεολογίας στην "παλιά και αγαπημένη τροφό της, την πλατωνική φιλοσοφία".
  20. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 253-255.
  21. Γ.Δ. Μαρτζέλος, στο περιοδ. Καθ' Οδόν, τεύχ. 4 (ΙΑΝ-ΑΠΡ 1993), Θεσσαλονίκη, εκδ. Παρατηρητής, σελ. 105.
  22. Καρακωστάνογλου Γιάννης, "Συνάντηση Χριστιανισμού και Ελληνικής Φιλοσοφίας", στο περιοδ. Σύναξη, τεύχ. 62 (1997) Αθήνα, σελ. 8.
  23. 23,0 23,1 Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", ό.π., σελ. 10.
  24. Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", στο ίδιο.
  25. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Προβλήματα Ανατομίας Πίστεως, εκδ. Βασ. Ρηγόπουλου, Πρέβεζα 2006 (c1977), σελ. 18.
  26. Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, Πατερική Θεολογία, Παρακαταθήκη, Θεσσαλονίκη 2004, σελ. 72.
  27. 27,0 27,1 Ρωμανίδης, Πατερική Θεολογία, ό.π.
  28. Ματσούκας Α. Νίκος, "Γνώσις και Αγνωσία του Θεού", στο περιοδ. Κληρονομία, τόμ. 2, τεύχ. 1 (ΙΑΝ 1970), Θεσσαλονίκη, Πατριαρχικό Ίδρυμα Πατερικών Μελετών, σελ. 72-73.
  29. Ματσούκας, "Γνώσις και Αγνωσία...", ό.π., σελ. 74-75.
  30. Ματσούκας, "Γνώσις και Αγνωσία...", ό.π., σελ. 81.
  31. Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", ό.π., σελ. 11.
  32. Φλορόφσκυ Γεώργιος, Δημιουργία και Απολύτρωση, (μτφρ. Παναγιώτου Κ. Πάλλη), Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1983, σελ. 247.
  33. "Σώμα και ψυχή, ως κτίσματα εκ του μη όντος, δεν είναι φύσει αθάνατα, αλλά γίνονται κατά χάρη μόνο με τη θεία ζωοποιητική ενέργεια του Θεού" (Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 228).
  34. Τατάκης Βασίλειος, Η Βυζαντινή Φιλοσοφία, Εταιρεία Σπουδών Νεοελληνικού Πολιτισμού και Γενικής Παιδείας, Αθήνα 1977, σελ. 87.
  35. Βλ. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Β', 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1988, σελ. 215).
  36. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Γ΄, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1997, σελ. 356.
  37. Φούντας Ιερεμίας (Αρχιμ.), Η περί Προϋπάρξεως του Ιησού Χριστού Διδασκαλία της Αγίας Γραφής κατά τον Ιερόν Χρυσόστομον, Αθήνα 2002, σελ. 34.
  38. Τσάκωνας Γ. Βασίλειος, Η περί Συνειδήσεως Διδασκαλία του Απ. Παύλου', Βιβλιοθήκη της εν Αθήναις Φιλεκπαιδευτικής Εταιρείας #51, Αθήνα 1968, σελ. 28.
  39. Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τόμ. Γ2', 'Κλασσικός ελληνισμός 479-336 π.Χ.', Εκδοτική Αθηνών Α.Ε., Αθήνα 1972, σελ. 480Β
  40. Σκουτέρης Β. Κωνσταντίνος, Ιστορία Δογμάτων, τόμ. Α', Αθήνα 1998, σελ. 296.
  41. Αγ. Διάδοχος Φωτικής, Τα εκατόν Γνωστικά Κεφάλαια, 2η έκδ., Ορθόδοξος Κυψέλη, Θεσσαλονίκη 1990, σελ. 189.
  42. "Η άποψη...για το σώμα ως φυλακή της ψυχής προέρχεται από τους Ορφικούς, για τους οποίους το σώμα είναι το ακάθαρτο περίβλημα, στο οποίο φυλακίζεται η ψυχή για να τιμωρηθεί για τα παραπτώματα της" (Φιλόστρατος, Άπαντα, τόμ. 3, Κάκτος, Αθήνα 1994, σελ. 288, σημ. #49).
  43. "Ο γαρ άνθρωπος ουκ έστι ψυχή μόνον, αλλά ψυχή και σώμα" (Ιω. Χρυσόστομος PG 50,430).
  44. "Η ψυχή έστιν άνθρωπος" (Πλάτωνος, Αλκιβιάδης, 130C).
  45. "Μη αν ψυχήν μόνην, μήτε σώμα μόνον λέγεσθαι άνθρωπον, αλλά το συναμφότερον" (Γρηγ. Παλαμάς, PG 150, 1361C).
  46. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Βυζαντινής Φιλοσοφίας, Βάνιας, Θεσσαλονίκη 1994, σελ. 197.
  47. Ματσούκας Α. Νίκος, Δογματική και Συμβολική θεολογία, τόμ. Α', 2η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1996, σελ. 146.
  48. Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", ό.π., σελ. 12.
  49. 49,0 49,1 Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", ό.π., σελ. 13.
  50. Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", ό.π., σελ. 14.
  51. Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", ό.π., σελ. 15.
  52. "Επομένως όσοι νομίζουν ότι αυτές οι τρεις υποστάσεις είναι η χριστιανική τριάδα δεν έχουν καταλάβει τον Πλωτίνο ή σκέφτονται 'χριστιανικά', καθώς ερμηνεύουν τη φιλοσοφία του" (Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 250).
  53. "Εις την ελληνικήν κυρίως Πατερικήν Παράδοσιν η τοιαύτη ταύτισις των περί Θεού διδασκαλιών των Πλατωνικών και των Χριστιανών θα προεκάλη τον γέλωτα, όχι μόνον των Ορθοδόξων αλλά και των Νεοπλατωνικών" (Ρωμανίδης Σ. Ιωάννης, 'Δογματική και Συμβολική Θεολογία της Ορθοδόξου Καθολικής Εκκλησίας', τόμ. Α', Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 1999 (c1973), σελ. 350).
  54. Παπαδόπουλος Γ. Στυλιανός, Πατρολογία, τόμ. Α΄, έκδ. 4η, Αθήνα 2000, σελ. 156.
  55. Ρωμανίδης, Δογματική..., τόμ. Α', ό.π., σελ. 300.
  56. Ματσούκας Α. Νίκος, Ιστορία της Φιλοσοφίας, 7η έκδ., Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2001, σελ. 249.
  57. Παπαδόπουλος, Πατρολογία, τόμ. Α΄, ό.π., σελ. 155.
  58. Ματσούκας, Ιστορία της Φιλοσοφίας, ό.π., σελ. 250.
  59. Ματσούκας Α. Νίκος, Οικουμενική Θεολογία, Πουρναράς, Θεσσαλονίκη 2005, σελ. 201.
  60. Φούγιας Γ. Μεθόδιος, Το Ελληνικό Υπόβαθρο του Χριστιανισμού, Αποστολική Διακονία, Αθήνα 1992, σελ. 142.
  61. Καρακωστάνογλου, "Συνάντηση Χριστιανισμού...", ό.π., σελ. 16.
  • Norman Bentwich, Movements in Judaism: Hellenism, 1919, The Jewish Publication Society or America.
  • Charles Bigg, The Christian Platonists of Alexandria, Clarendon Press, 1886.
  • David Noel Freedman, The Anchor Bible Dictionary, 1992, Doubleday, Τόμ. 5ος, "Platonism".
  • Everett Ferguson, Encyclopedia of Early Christianity, 2nd ed., 1999, Routledge, "Plato, Platonism".
  • Owen Chadwick, A History of Christianity, 1995, Thomas Dunne Books.
  • F. L. Cross & E. A. Livingstone, The Oxford Dictionary of the Christian Church, 3rd ed. revised, 2005, Oxford University Press, "Platonism".
  • John Bowden, Encyclopedia of Christianity, 2005, Oxford University Press, "Philosophy".
  • Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition, A History of the Development of the Doctrine: The Emergence of the Catholic Tradition (100-600), 1975, The University of Chicago Press.
  • Jaroslav Pelikan, The Christian Tradition, A History of the Development of the Doctrine: The Spirit of Eastern Christendom (600-1700), 1977, The University of Chicago Press.
  • Philip Schaff, History of the Christian Church, Volume IV: Mediaeval Christianity. A.D. 590-1073, "Christian Platonism and the Pseudo-Dionysian Writings" (Αγγλικά).
  • Κλάους Όλερ [Klaus Oehler], Μεσαιωνική Φιλοσοφία. Σύγχρονη Έρευνα και Προβληματισμοί, 2000, Παρουσία. «H συνέχεια στην Ελληνική Φιλοσοφία από το τέλος της Αρχαιότητας ως την πτώση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας», στον ιστότοπο myriobiblos.gr.

Εξωτερικοί σύνδεσμοι

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]