Θαλασσοκόρακας

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Θαλασσοκόρακας
Ενήλικος θαλασσοκόρακας (υποείδος P. a. aristotelis)
Ενήλικος θαλασσοκόρακας (υποείδος P. a. aristotelis)
Κατάσταση διατήρησης

Ελαχίστης Ανησυχίας (IUCN 3.1)
Συστηματική ταξινόμηση
Βασίλειο: Ζώα (Animalia)
Συνομοταξία: Χορδωτά (Chordata)
Ομοταξία: Πτηνά (Aves)
Τάξη: Πελεκανόμορφα (Pelacaniformes)
Οικογένεια: Φαλακροκορακίδες (Phalacrocoracidae)
Γένος: Φαλακροκόραξ (Phalacrocorax) Brisson, 1760 M
Είδος: P. aristotelis
Διώνυμο
Phalacrocorax aristotelis (Φαλακροκόραξ ο Αριστοτέλης)
(Linnaeus, 1761)
Υποείδη

Phalacrocorax aristotelis aristotelis
Phalacrocorax aristotelis desmarestii
Phalacrocorax aristotelis riggenbachi

Phalacrocorax aristotelis

Ο Θαλασσοκόρακας είναι υδρόβιο πτηνό της οικογενείας των Φαλακροκορακιδών, ένας από τους κορμοράνους που απαντούν και στον ελλαδικό χώρο. Η επιστημονική ονομασία του είδους είναι Phalacrocorax aristotelis και περιλαμβάνει 3 υποείδη.[1][2]

Στην Ελλάδα απαντά το υποείδος P. a. desmarestii (Payareaudau, 1826).[1][3]

Τάση παγκόσμιου πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Καθοδική ↓ [4]

Ονοματολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος ονομάστηκε προς τιμήν του μεγάλου Έλληνα φιλοσόφου Αριστοτέλη, αλλά ο λόγος ονοματοδοσίας είναι άγνωστος. [εκκρεμεί παραπομπή]

Η αγγλική ονομασία του είδους (shag) έχει μεσαιωνική προέλευση. Η ελληνική λαϊκή ονομασία οφείλεται στο σκούρο χρώμα του πτηνού («κόρακας»), σε συνδυασμό με τα θαλάσσια ενδιαιτήματά του.

Συστηματική ταξινομική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος περιγράφηκε από τον Λινναίο ως Pelecanus aristotelis (Σουηδία, 1761), στο έργο του Systema Naturae.[5] Μεταφέρθηκε στο γένος Phalacrocorax από τον Γάλλο ζωολόγο Μ. Μπρισόν (Mathurin Jacques Brisson, 1723 – 1806). Η συστηματική ταξινομική του taxon δεν παρουσιάζει ιδιαίτερα προβλήματα. Παλαιότερα τοποθείτο στο γένος Stictocarbo ή περιστασιακά στο Leucocarbo.[6]

Γεωγραφική εξάπλωση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος απαντά αποκλειστικά στον Παλαιό Κόσμο και, συγκεκριμένα, στις ακτές της Ευρώπης και της Β. Αφρικής.

Η Ευρώπη αποτελεί τη σημαντικότερη αναπαραγωγική επικράτεια του είδους, ταυτόχρονα και επικράτεια διαχείμασης, κυρίως σε όλες τις ακτές του Ατλαντικού στα δυτικά. Σημαντική περιοχή για το είδος αποτελεί και η Μεσόγειος (Ιβηρικός τομέας, Σαρδηνία, Κορσική, Β. Αδριατική, Ιόνιο, Αιγαίο και Κρητικό Πέλαγος, ανατολικά μέχρι την Κύπρο και τις απέναντι μικρασιατικές ακτές, ακτές Β. Αφρικής), Μαύρη Θάλασσα, Ισλανδία, Βόρεια Θάλασσα και Θάλασσα Νορβηγίας μέχρι τον Αρκτικό Κύκλο και τη χερσόνησο Κόλα στη ΒΔ. Ρωσία.

Στην Αφρική, πέραν των μεσογειακών ακτών, υπάρχουν πληθυσμοί στις ατλαντικές ακτές του Μαρόκου.[7]

Αρ. Υποείδος Περιοχές αναπαραγωγής (επιδημητικό ή/και καλοκαιρινός επισκέπτης) Περιοχές μετακίνησης ή/και διαχείμασης Σημειώσεις
1 Phalacrocorax aristotelis aristotelis Ισλανδία και Β Σκανδιναβία, νότια μέχρι τις ακτές του Ατλαντικού στην Ιβηρική
2 Phalacrocorax aristotelis desmarestii Κ Μεσόγειος, ανατολικά προς Εύξεινο Πόντο Μικρότερο και πιο ανοικτόχρωμο από το 1, σχεδόν λευκό στην περιοχή του στήθους, με πιο μακρύ, κιτρινωπό ράμφος και μικρότερο λοφίο [8][9]
3 Phalacrocorax aristotelis riggenbachi Ακτές Μαρόκου Ενδημικό στην περιοχή. Μοιάζει με το 2, αλλά έχει το ράμφος του 1
P. aristotelis desmarestii.

Πηγές:[1][7][10]

(σημ. με έντονα γράμματα το υποείδος που απαντά στον ελλαδικό χώρο)

Μεταναστευτική συμπεριφορά[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θαλασσοκόρακας θεωρείται κυρίως επιδημητικό πτηνό, καθώς οι περισσότεροι πληθυσμοί του είναι καθιστικοί, ιδιαίτερα στα νότια. Ωστόσο, υπάρχει μετα-αναπαραγωγική διασπορά κάποιων πληθυσμών, μικρή στα νότια και μεγαλύτερη στα βόρεια, ιδιαίτερα των νεαρών ατόμων. Αυτό έχει ως αποτέλεσμα να υπάρχει ανάμιξη καθιστικών με μεταναστευτικούς πληθυσμούς, σε όλες τις περιοχές αναπαραγωγής. Όλοι οι ευρωπαϊκοί πληθυσμοί του Ατλαντικού παρουσιάζουν διασπορά κατά μήκος των ακτών, αν και αυτή δεν είναι, συνήθως, τόσο εκτεταμένη όσο συμβαίνει στον συμπατρικό κορμοράνο. Εξαίρεση αποτελούν οι πληθυσμοί στην Ισλανδία που θεωρούνται επιδημητικοί. Από τους πληθυσμούς που αναπαράγονται στην περιοχή του Μουρμάνσκ, μερικοί είναι καθιστικοί και μερικοί μετακινούνται στα νοτιοδυτικά, προς τις νορβηγικές ακτές, σε γεωγραφικό πλάτος 65°. Οι πληθυσμοί της Μεσογείου και της Μαύρης Θάλασσας είναι, κυρίως, καθιστικοί αλλά κάποιοι διασπείρονται ακολουθώντας τα κοπάδια ψαριών.[11]

Τυχαίοι, περιπλανώμενοι επισκέπτες έχουν αναφερθεί μεταξύ άλλων από τη Σουηδία και τη Δανία, την Αυστρία και τη Μάλτα, τη Συρία και το Καζακστάν.[4]

Στην Ελλάδα, ο θαλασσοκόρακας απαντά κυρίως ως επιδημητικό είδος σε όλη σχεδόν τη θαλάσσια επικράτεια.[12][13][14] Από την Κρήτη αναφέρεται ως μόνιμο πτηνό [15] όπως και από την Κύπρο [16] (βλ. και Κατάσταση στην Ελλάδα).

Βιότοπος[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Οι απόκρημνες ακτές αποτελούν το σημαντικότερο αναπαραγωγικό οικοσύστημα του θαλασσοκόρακα

Το είδος καταλαμβάνει θαλάσσια οικοσυστήματα, χωρίς να απομακρύνεται ιδιαίτερα από τη στεριά.[17] Δείχνει ισχυρή προτίμηση για τις βραχώδεις ακτές και τα νησιά [17] που βρέχονται από βαθιά, καθαρά νερά [18] και προσφέρουν τροφή πάνω από αμμώδεις και βραχώδεις βυθούς.[17] Προτιμά επίσης προστατευμένα από τους ανέμους αλιευτικά πεδία, όπως όρμους και κανάλια, αν και γενικά αποφεύγει τις εκβολές ποταμών, τους ρηχούς, λασπώδεις κολπίσκους και τα φρέσκα ή υφάλμυρα νερά.[19]

Στην Ελλάδα ο θαλασσοκόρακας απαντά σε παράκτιες βραχώδεις περιοχές, σπανιότερα σε λασπώδεις ή αμμώδεις ακτές και προς τα ηπειρωτικά.[12] Οι περισσότερες φωλιές βρίσκονται σε απρόσιτες ορθοπλαγιές και ακατοίκητες βραχονησίδες.[3]

Μορφολογία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο θαλασσοκόρακας είναι μέσου μεγέθους κορμοράνος, με μακρύ και λεπτό ράμφος και μακριά ουρά. Το αναπαραγωγικό του πτέρωμα είναι μαύρο, με ισχυρή, μεταλλική πρασινωπή απόχρωση στο κεφάλι και στον λαιμό, χαλκοπράσινη στο υπόλοιπο σώμα. Το άνω τμήμα τη ράχης, τα καλυπτήρια των πτερύγων και του ώμου εμφανίζουν, επίσης, κάποια χαλκοϊώδη, μεταλλική ανταύγεια.[20] Η χάσμη ράμφους είναι κίτρινη, με κίτρινα γωνιακά υβώματα, που κάνουν έντονη αντίθεση με το υπόλοιπο σκουρόχρωμο ράμφος. Τα φύλα είναι παρόμοια, με μικρές εποχικές διαφορές. Το κύριο διαγνωστικό στοιχείο των ενηλίκων ατόμων, είναι το χαρακτηριστικό σκουρόχρωμο λοφίο στην κορυφή του κεφαλιού, το οποίο στρέφεται προς τα εμπρός και είναι ορατό μόνο στην αρχή της αναπαραγωγικής εποχής [9] καθώς, στη συνέχεια, εξαφανίζεται σταδιακά. Η ίριδα είναι φωτεινή σμαραγδοπράσινη, οι ταρσοί και τα πόδια μαυριδερά.[20]

Νεαρός θαλασσοκόρακας (υποείδος P. a. desmaresti)

Κατά τη μη-αναπαραγωγική εποχή, το πτέρωμα των ενηλίκων είναι πιο «θαμπό», πιο καφετί σε χρώματα, λιγότερο «μεταλλικό» σε ανταύγεια, το λοφίο εξαφανίζεται και το ράμφος γίνεται κιτρινωπό.[9][20]

Ο θαλασσοκόρακας μοιάζει αρκετά με τον κορμοράνο αλλά είναι μικρότερος, με πιο στρογγυλεμένο κεφάλι χωρίς καθόλου λευκό χρώμα, πιο «κάθετο» μέτωπο, λεπτότερο σώμα και ράμφος. Διαθέτει 6 ζεύγη πηδαλιωδών φτερών στην ουρά, αντί για 7 που έχει ο κορμοράνος. Ωστόσο, από μεγάλη απόσταση αυτές οι διαφορές -εκτός από το μέγεθος-, πολλές φορές δεν είναι διακριτές.[11]

Βιομετρικά στοιχεία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Μήκος σώματος: (65-) 68 έως 78 (-80) εκατοστά
  • Άνοιγμα πτερύγων: (90-) 95 έως 105 (-110) εκατοστά
  • Μήκος χορδής πτέρυγας: ♂ 27,4 ± 0,6 εκατοστά [Εύρος 26,5 – 28,1 εκατοστά (σε δείγμα Ν=42 ατόμων στο Ηνωμένο Βασίλειο)], ♀ 26,3 ± 0,7 εκατοστά [Εύρος 25,2 – 27,5 εκατοστά (Ν=50)]
  • Βάρος: ♂ 1,83 – 2,20 κιλά (Ν=28), ♀ 1,52 – 2,10 κιλά (Ν=31) [21]

(Πηγές:[8][9][22][23][24][25][26][27][28][29])

Τροφή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα ψάρια της οικογένειας Ammodytidae, αποτελούν την κυριότερη τροφή του θαλασσοκόρακα

Το είδος είναι σχεδόν ή αποκλειστικά ιχθυοφάγο, τρεφόμενο με ευρύ φάσμα βενθικών, βενθοπελαγικών και πελαγικών ψαριών, τα οποία κινούνται κοπαδιαστά. Τα μέλη της οικογενείας Ammodytidae κυριαρχούν στο διαιτολόγιο των βρετανικών και μερικών ισπανικών πληθυσμών,[30][31][32][33] ενώ περιλαμβάνονται πάντοτε στη διατροφή του είδους και στις περισσότερες άλλες περιοχές που έχουν μελετηθεί. Συνήθως αλιεύονται πάνω ή κοντά στην επιφάνεια του βυθού.[30] Άλλα είδη ψαριών περιλαμβάνουν μέλη των οικογενειών Gadidae (Trisopterus spp.), Clupeidae, Cottidae, Labridae [17] Gobiidae και Carangidae.[4]

Ωστόσο, οι θαλασσοκόρακες μπορεί να τρέφονται, επίσης, με μικρό αριθμό Πολύχαιτων δακτυλιοσκωλήκων, Κεφαλόποδα ή άλλα Μαλάκια και μικρά βενθικά Μαλακόστρακα.[19] Οι νεοσσοί σιτίζονται σχεδόν αποκλειστικά με ψάρια της οικογενείας Ammodytidae.[32] Οι μεσογειακοί πληθυσμοί τρέφονται κυρίως με παράκτια ψάρια, τα οποία αλιεύονται από τον πυθμένα ή αρκετά πάνω από αυτόν, σε βραχώδεις ή αμμώδεις βυθούς. Ωστόσο, τα είδη εκείνα που είναι σημαντικά για την αλιευτική οικονομία του ανθρώπου, δεν φαίνεται να συνιστούν μεγάλο μέρος του διαιτολογίου τους.[34]

Αναζήτηση τροφής[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Στα νησιά Islas Cies, της Γαλικίας, οι εκεί πληθυσμοί αναζητούν την τροφή τους σε απόσταση 20 χιλιομέτρων από την αποικία όλο το έτος, αλλά κατά τη διάρκεια της περιόδου αναπαραγωγής, η απόσταση περιορίζεται συνήθως στα 4 χλμ. από την αποικία, με τα πουλιά να χωρίζονται σε ομάδες των 300-1000 ατόμων.[33] Γενικά, οι περιοχές σίτισης τείνουν να συμπίπτουν με τις περιοχές με αμμώδη βενθικά ιζήματα,[30][32][33] συνήθως σε βάθος μικρότερο των 80 μ.[30][31]

Στο Isle of May της Α. Σκωτίας, πάνω από το 90% της τροφοληψίας πραγματοποιείται σε απόσταση 13 χιλιομέτρων από την αποικία, ενώ η μέγιστη απόσταση που καταγράφηκε ήταν 17 χιλιόμετρα. Πολλά άτομα, συχνά, αναζητούν τροφή σε περιοχές με ισχυρά παλιρροιακά ρεύματα.[30]

  • Ο θαλασσοκόρακας είναι από τους δεινότερους δύτες μεταξύ των κορμοράνων, έχοντας καταμετρηθεί να καταδύονται μέχρι τα 45 μ., τουλάχιστον. Στα παράκτια ύδατα του Ηνωμένου Βασιλείου, οι χρόνοι κατάδυσης είναι συνήθως από 20 έως 45 δευτερόλεπτα, με χρόνο αποκατάστασης της τάξης των 15 δευτερολέπτων ανάμεσα στις καταδύσεις. Αυτό συνάδει απόλυτα με τη φυσιολογία (αεροβική) των καταδύσεων, δηλαδή το πουλί εξαρτάται από την περιεκτικότητα Ο2 στους πνεύμονες και στο αίμα του.

Πτήση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Κατά την πτήση, ο θαλασσοκόρακας διατηρεί τον λαιμό του πιο ίσιο από τον κορμοράνο, ενώ το έξω μέρος των πτερύγων εμφανίζεται πιο «αμβλύ». Επίσης, πετάει πιο χαμηλά από αυτόν, συνήθως κοντά στην επιφάνεια του νερού. τα φτεροκοπήματά του είναι γρήγορα και μοιάζουν «ελαστικά», χωρίς ενδιάμεσες, σύντομες αερολισθήσεις (glides).[9]

Φωνή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αναπαραγωγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η άφιξη των πτηνών στις θέσεις φωλιάσματος εξαρτάται από τις καιρικές συνθήκες και παρατείνεται από τα τέλη Φεβρουαρίου μέχρι τις αρχές Απριλίου, ενώ εμφανίζουν υψηλή πιστότητα στις θέσεις φωλιάσματος.[4] Το είδος φωλιάζει κατά αποικίες,[17] συχνά μαζί με κορμοράνους,[26] οι οποίες μπορεί να περιλαμβάνουν περισσότερα από 1.000 ζευγάρια, με τις φωλιές να διατηρούν ικανές αποστάσεις μεταξύ τους (3-15 μ.).[11][18][35]

Στις θέσεις αναπαραγωγής (βλ. Βιότοπος), οι θαλασσοκόρακες κατασκευάζουν τη φωλιά τους σε προφυλαγμένα γείσα βράχων, κοιλότητες ή μικρές σπηλιές. Η φωλιά δεν είναι παρά ένας σωρός από ξεβρασμένα φύκια και βλαστούς από παρακείμενα φυτά -εάν υπάρχουν-, επιστρωμένη με λεπτότερο φυτικό υλικό. Κατασκευάζεται και από τα δύο φύλα, με το αρσενικό να φέρνει τα υλικά και το θηλυκό να τα τακτοποιεί.[36] Βρίσκεται ακριβώς πάνω από το υψηλό επίπεδο της επιφάνειας του νερού, αλλά μέχρι και 100 μ. από αυτήν.[35]

Αποικία από θαλασσοκόρακες

Η αναπαραγωγική περίοδος ξεκινάει από τις αρχές Μαρτίου. Η ωοτοκία πραγματοποιείται άπαξ αλλά, μερικές φορές, οι πρώιμες ωοτοκίες μπορεί να καταστραφούν από καταιγίδες και αντικαθίστανται.[36] Το θηλυκό γεννάει (2-) 3 (-5) υποελλειπτικά αβγά, διαστάσεων 62,9 Χ 38,4 χιλιοστών και βάρους 51,0 γραμ. εκ των οποίων ποσοστό 10% είναι κέλυφος.[21] Τα αβγά εναποτίθενται ανά διαστήματα μεγαλύτερα της μίας (1) ημέρας και η επώαση μπορεί να αρχίσει μετά την εναπόθεση του 1ου αβγού. Πραγματοποιείται και από τα δύο φύλα και διαρκεί 30 ημέρες, περίπου. Οι νεοσσοί είναι φωλεόφιλοι και χρήζουν της άμεσης προστασίας των γονέων. Για τις πρώτες 20 ημέρες προμηθεύει τροφή ο ένας γονέας και ο άλλος σιτίζει, κατόπιν προμηθεύουν τροφή και σιτίζουν και οι δύο γονείς. Στις 55 ημέρες, οι νεοσσοί εγκαταλείπουν τη φωλιά και συχνάζουν στις άκρες των βράχων, όπου σιτίζονται από τους γονείς για 3 εβδομάδες, ακόμη, προτού αναξαρτητοποιηθούν.[36] Αυτό συμβαίνει μεταξύ Ιουνίου και Αυγούστου, σε εξαιρετικές περιπτώσεις μέχρι τα μέσα Οκτωβρίου.

Απειλές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το είδος διώκεται (π.χ. πυροβολείται, καταπνίγεται εκ προθέσεως ή δηλητηριάζεται) στην εμπορική αλιεία και τις ιχθυοκαλλιέργειες, καθώς θεωρείται απειλή για τα αποθέματα ψαριών.[19][37] Επίσης, τις αποικίες φωλιάσματος λυμαίνεται το εισηγμένο βιζόν (Neovison vison),[19] και είναι ευάλωτο σε παράκτια ρύπανση από πετρέλαιο.[19][33] Σε τοπικό επίπεδο κινδυνεύει από τυχαία εμπλοκή και επακόλουθο πνιγμό σε αλιευτικά δίχτυα.[19][38] Τέλος είναι ευαίσθητο στην ασθένεια του Newcastle, έτσι μπορεί να απειλείται από μελλοντικά κρούσματα του ιού.[39] Συχνά, αβγά, νεοσσοί ακόμη και ενήλικες έχουν χρησιμοποιηθεί και εξακολουθούν να χρησιμοποιούνται ως τροφή.[19]

Κατάσταση πληθυσμού[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

To είδος εμφανίζει έντονες καθοδικές τάσεις στους πληθυσμούς τού υποείδους P. a. desmarestii. Επίσης, καθοδικές -αν και σε μικρότερο βαθμό- είναι οι τάσεις τού υποείδους P. a. aristotelis.[40] Ωστόσο, παλαιότερες ανοδικές τάσεις των πληθυσμών του, φαίνεται να εξισορροπούν αυτές τις μειώσεις, οπότε δεν φαίνεται να διατρέχει κάποιον άμεσο κίνδυνο και αξιολογείται ως Ελαχίστης Ανησυχίας (LC) από την IUCN.[41]

Τους μεγαλύτερους καταγεγραμμένους αναπαραγωγικούς πληθυσμούς στην Ευρώπη, διαθέτουν το Ηνωμένο Βασίλειο, η Νορβηγία, η Ισλανδία, η Γαλλία και η Ισπανία.[40]

Κατάσταση στην Ελλάδα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Θαλασσοκόρακας βουτάει στα νερά του Ιονίου

Ο θαλασσοκόρακας, παρόλο που αναφέρεται στη χώρα ως αρκετά κοινό και εξαπλωμένο επιδημητικό πτηνό, δεν είναι καλά μελετημένος και η κατανομή του, όπως και οι αριθμοί των πληθυσμών του είναι ανεπαρκώς γνωστά. Απαντά κυρίως στο Αιγαίο, από τη Θάσο στα βόρεια μέχρι την Κρήτη στο νότο, ενώ στα νησιά του Ιονίου είναι πολύ λιγότερο διαδεδομένος. Σε κάθε περίπτωση, είναι πολύ δύσκολο να καταγραφεί ο ακριβής αριθμός των πληθυσμών του.[3] Απαιτούνται καταγραφή και παρακολούθηση των αποικιών, μελέτη της οικολογίας στον ελληνικό χώρο και λήψη περαιτέρω μέτρων προστασίας σε σημαντικές περιοχές αναπαραγωγής του είδους (λ.χ. στις Β. Σποράδες).[42]

Παλαιότερα, το είδος κατατασσόταν στα Τρωτά (VU) [43] αλλά, νέες μετρήσεις και αναφορές, οδήγησαν τους επιστήμονες στο συμπέρασμα ότι, η κατάσταση των πληθυσμών του είναι καλύτερη και, πλέον, κατατάσσεται στα Σχεδόν Απειλούμενα (ΝΤ) [44]

Άλλες ονομασίες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο Θαλασσοκόρακας απαντά στον ελλαδικό χώρο και με τις ονομασίες: Γιαλόπαπια, Θαλασσοκουρούνα (Κυκλάδες), Καλικατσού, Καλικατσούδα, Καλιτζακού (Κυκλάδες), Καλλισακού (Μύκονος), Καραμπατάκι [45], Λοφιοκορμοράνος[12], Κολοβούτα και Καλικατζούνα (Σποράδες).

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. 1,0 1,1 1,2 Howard and Moore, p. 92
  2. http://www.itis.gov/servlet/SingleRpt/SingleRpt?search_topic=TSN&search_value=174733
  3. 3,0 3,1 3,2 Handrinos & Akriotis, p. 98-9
  4. 4,0 4,1 4,2 4,3 http://www.iucnredlist.org/details/full/22696894/0
  5. Linnaeus
  6. http://www.hbw.com/species/european-shag-phalacrocorax-aristotelis
  7. 7,0 7,1 http://maps.iucnredlist.org/map.html?id=22696894
  8. 8,0 8,1 Heinzel et al, p. 38
  9. 9,0 9,1 9,2 9,3 9,4 Mullarney et al, p. 78
  10. http://ibc.lynxeds.com/species/european-shag-phalacrocorax-aristotelis
  11. 11,0 11,1 11,2 planetofbirds.com
  12. 12,0 12,1 12,2 Όντρια (Ι), σ. 43
  13. RDB, σ. 150
  14. ΣΠΕΕ, σ. 244
  15. Σφήκας, σ. 37
  16. Σφήκας, σ. 48
  17. 17,0 17,1 17,2 17,3 17,4 del Hoyo et al
  18. 18,0 18,1 Nelson
  19. 19,0 19,1 19,2 19,3 19,4 19,5 19,6 Wanless & Harris
  20. 20,0 20,1 20,2 Enticott & Tipling, p, 134
  21. 21,0 21,1 http://blx1.bto.org/birdfacts/results/bob800.htm
  22. Flegg, p. 52
  23. Perrins, p. 68
  24. Bruun, p. 32
  25. Όντρια, σ. 43
  26. 26,0 26,1 Scott & Forrest, p. 24
  27. Singer, p. 81
  28. http://www.ibercajalav.net
  29. Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα
  30. 30,0 30,1 30,2 30,3 30,4 Wanless et al
  31. 31,0 31,1 Velando & Friere
  32. 32,0 32,1 32,2 BirdLife International
  33. 33,0 33,1 33,2 33,3 Velando et al
  34. Aguilar & Fernandez
  35. 35,0 35,1 Snow & Perrins
  36. 36,0 36,1 36,2 Harrison, p. 58
  37. Carss
  38. Velando & Freire
  39. Kuiken
  40. 40,0 40,1 «Αρχειοθετημένο αντίγραφο» (PDF). Αρχειοθετήθηκε από το πρωτότυπο (PDF) στις 23 Οκτωβρίου 2015. Ανακτήθηκε στις 5 Αυγούστου 2015. 
  41. http://www.iucnredlist.org/details/22696894/0
  42. RDB, σ. 210
  43. RDB, σ. 209
  44. Χανδρινός (Ι), σ. 324
  45. Απαλοδήμος, σ. 61

Πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Aguilar, J.S. and Fernandez, G. 1999. Species action plan for the Mediterranean shag Phalacrocorax aristotelisdesmarestii in Europe. BirdLife International, Cambridge, UK.
  • BirdLife International. 2000. The Development of Boundary Selection Criteria for the Extension of Breeding Seabird Special Protection Areas into the Marine Environment. OSPAR Convention for the Protection of the Marine Environment of the North-East Atlantic. Vlissingen (Flushing).
  • Carss, D. N. 1994. Killing of piscivorous birds at Scottish fin fish farms, 1984-1987.Biological Conservation 68: 181-188.
  • Delany, S.; Scott, D. 2006. Waterbird population estimates. Wetlands International, Wageningen, The Netherlands.
  • del Hoyo, J.; Elliot, A.; Sargatal, J. 1992. Handbook of the Birds of the World, vol. 1: Ostrich to Ducks. Lynx Edicions, Barcelona, Spain.
  • Fredriksen, M.; Harris, M. P.; Daunt, F.; Rothery, P.; Wanless, S. 2004. Scale-dependent climate signals drive breeding phenology of three seabird species. Global Change Biology 10: 1214-1221.
  • IUCN. 2012. IUCN Red List of Threatened Species (ver. 2012.1). Available at:http://www.iucnredlist.org. (Accessed: August 2015).
  • Kuiken, T. 1999. Review of Newcastle disease in Cormorants. Waterbirds 22(3): 333-347.
  • Nelson, J. B. 2005. Pelicans, cormorants and their relatives. Pelecanidae, Sulidae, Phalacrocoracidae, Anhingidae, Fregatidae, Phaethontidae. Oxford University Press, Oxford, U.K.
  • Snow, D.W. and Perrins, C.M. 1998. The Birds of the Western Palearctic, Volume 1: Non-Passerines. Oxford University Press, Oxford.
  • Velando, A.; Freire, J. 2002. Population modelling of European shags (Phalacrocorax aristotelis) at their southern limit: Conservation implications. Biological Conservation107(1): 59-69.
  • Velando, A.; Munilla, I.; Leyenda, P. M. 2005. Short-term indirect effects of the 'Prestige' oil spill on European shags: changes in availability of prey. Marine Ecology Progress Series302: 263-274.
  • Wanless, S.; Harris, M. P. 1997. Phalacrocorax aristotelis Shag. Birds of the Western Palearctic Update 1(1): 3-13.
  • Wanless, S., Harris, M.P. and Morris, J.A. 1991. Foraging range and feeding locations of shags Phalacrocorax aristotelis during chick rearing. Ibis 133: 30-36.

Βιβλιογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  • Howard and Moore, Checklist of the Birds of the World, 2003.
  • Bertel Bruun, Birds of Britain and Europe, Hamlyn 1980.
  • Bob Scott and Don Forrest, The Birdwatcher’s Key, Frederick Warne & Co, 1979
  • Christopher Perrins, Birds of Britain and Europe, Collins 1987.
  • Colin Harrison & Alan Greensmith, Birds of the World, Eyewitness Handbooks, London 1993
  • Colin Harrison, Nests, Eggs and Nestlings Of British and European Birds, Collins, 1988.
  • Dennis Avon and Tony Tilford, Birds of Britain and Europe, a Guide in Photographs, Blandford 1989
  • Detlef Singer, Field Guide to Birds of Britain and Northern Europe, The Crowood Press, Swindon 1988
  • Gray, Mary Taylor The Guide to Colorado Birds, Westcliffe Publishers, 1998
  • Hermann Heinzel, RSR Fitter & John Parslow, Birds of Britain and Europe with North Africa and Middle East, Collins, 1995
  • Jim Flegg, Field Guide to the Birds of Britain and Europe, New Holland, London 1990
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, ΕΟΕ, 2007
  • Killian Mullarney, Lars Svensson, Dan Zetterström, Peter J. Grant, Τα Πουλιά της Ελλάδας Της Κύπρου και της Ευρώπης, Collins
  • Enticott Jim and David Tipling: Photographic Handbook of the Seabirds of the World, New Holland, 1998
  • Peter Colston and Philip Burton, Waders of Britain and Europe, Hodder & Stoughton, 1988
  • Rob Hume, RSPB Complete Birds of Britain and Europe DK, 2002
  • Handrinos & Akriotis, The Birds of Greece, Helm 1997
  • R. Grimmett, C. Inskipp, T. Inskipp, Birds of Nepal, Helm 2000
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κρήτης, Ευσταθιάδης, 1989
  • Γιώργος Σφήκας, Πουλιά και Θηλαστικά της Κύπρου, Ευσταθιάδης, 1991
  • Πάπυρος Λαρούς, εκδ. 1963 (ΠΛ)
  • Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, εκδ. 1996 (ΠΛΜ)
  • Ιωάννη Όντρια (I), Πανίδα της Ελλάδας, τόμος Πτηνά.
  • Ιωάννη Όντρια (II), Συστηματική Ζωολογία, τεύχος 3.
  • Ντίνου Απαλοδήμου, Λεξικό των ονομάτων των πουλιών της Ελλάδας, 1988.
  • Σημαντικές Περιοχές για τα Πουλιά της Ελλάδας (ΣΠΕΕ), ΕΟΕ 1994
  • «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας» (RDB), Αθήνα 1992
  • Χανδρινός Γιώργος (Ι), «Το Κόκκινο Βιβλίο των Απειλουμένων Σπονδυλοζώων της Ελλάδας»
  • Ιωάννου Χατζημηνά, Επίτομος Φυσιολογία, εκδ. Γρ. Παρισιάνου, Αθήνα 1979
  • Βασίλη Κλεισούρα, Εργοφυσιολογία, εκδ. Συμμετρία, Αθήνα 1990
  • Γεωργίου Δ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό της Νέας Ελληνικής Γλώσσας, Αθήνα 2002
  • Valpy, Francis Edward Jackson, An Etymological Dictionary of the Latin Language
  • Linnaeus, Carolus (1758). Systema naturae per regna tria naturae, secundum classes, ordines, genera, species, cum characteribus, differentiis, synonymis, locis. Tomus I. Editio decima, reformata (in Latin). Holmiae (Laurentii Salvii).