Μετάβαση στο περιεχόμενο

Η Θηβαΐδα (Ρακίνας)

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η Θηβαΐδα
Εικονογράφηση από την έκδοση του 1679
ΣυγγραφέαςΡακίνας[1]
ΓλώσσαΓαλλικά[1]
Ημερομηνία δημιουργίας1664[1]
Πολιτιστικό κίνημακλασικισμός
Μορφήθεατρικό έργο
Χαρακτήρεςd:Q24731850, d:Q24731849, d:Q24731847, d:Q24731843, d:Q24731842, d:Q24731838, d:Q24731837, d:Q24731835 και Αρικία

Η Θηβαΐδα ή Οι εχθροί αδελφοί (γαλλικός τίτλος: La Thébaïde ou les Frères ennemis) είναι έμμετρη τραγωδία σε πέντε πράξεις του Ρακίνα που παρουσιάστηκε για πρώτη φορά, χωρίς μεγάλη επιτυχία, στις 20 Ιουνίου 1664 στο θέατρο του Παλαί Ρουαγιάλ στο Παρίσι.[2]

Είναι η πρώτη τραγωδία του Ρακίνα και το θέμα της είναι ο πόλεμος και ο θάνατος των δύο γιων του Οιδίποδα καθώς και της αδερφής τους Αντιγόνης. Αυτό το θέμα είχε ήδη απασχολήσει πολλούς συγγραφείς πριν από τον Ρακίνα. Έτσι, ο νεαρός θεατρικός συγγραφέας, αρκετά άπειρος ακόμη, εμπνεύστηκε ιδιαίτερα από έργα που βασίστηκαν στο έπος Θηβαΐς: Αντιγόνη του Σοφοκλή, Φοίνισσαι του Ευριπίδη, Αντιγόνη του Ροτρού καθώς και τις τραγωδίες του Πιέρ Κορνέιγ.[3]

  • Ετεοκλής : Βασιλιάς της Θήβας.
  • Πολυνείκης : αδελφός του Ετεοκλή.
  • Ιοκάστη : μητέρα αυτών των δύο πριγκίπων και της Αντιγόνης.
  • Αντιγόνη  : αδελφή του Ετεοκλή και του Πολυνείκη.
  • Κρέοντας  : θείος των πρίγκιπες και της πριγκίπισσας.
  • Αίμων  : γιος του Κρέοντα, αγαπημένος της Αντιγόνης.
  • Ολυμπία  : έμπιστη της Ιοκάστης.
  • Άτταλος  : έμπιστος του Κρέοντα.
  • Στρατιώτης του στρατού του Πολυνείκη.
  • Φρουροί.

Πρώτη πράξη

Αφού εκδιώχθηκε από τη Θήβα, ο Πολυνείκης κατέφυγε στο Άργος, όπου συγκέντρωσε στρατεύματα που έχει παρατάξει έξω από την Θήβα με σκοπό να ανέβει στο θρόνο που του ανήκει από κοινού με τον αδελφό του Ετεοκλή. Ο τελευταίος, αν και πρόθυμος να δεχθεί τον Πολυνείκη και να διαπραγματευτεί ειρήνη μαζί του, χαίρει της λαϊκής εύνοιας και υποστήριξης του θείου του Κρέοντα, του οποίου η φιλοδοξία είναι να αυξήσει το μίσος μεταξύ των αδελφών και να γίνει βασιλιάς.[4]

Δεύτερη πράξη

Ετεοκλής και Πολυνείκης, Τζιοβάνι Σιλβάνι (περ. 1800)

Μετά την εκεχειρία μεταξύ των δύο πλευρών, ο Αίμων εξομολογείται τον έρωτά του στην Αντιγόνη. Για χάρη της έχει μπει στο στρατόπεδο του Πολυνείκη και είναι πρόθυμος να ικανοποιήσει κάθε της επιθυμία, για να την κερδίσει. Στη συνέχεια φτάνει η έμπιστη της Ιοκάστης Ολυμπία και ανακοινώνει την προφητεία του χρησμού, σύμφωνα με τον οποίο δεν θα υπάρξει ειρήνη πριν το τελευταίο βασιλικό αίμα κυλίσει στη θηβαϊκή γη. Ο Πολυνείκης, εξαγριωμένος ενάντια στη θεία αδικία, είναι αποφασισμένος να ξαναρχίσει τις εχθροπραξίες, παρά το γεγονός ότι η μητέρα και η αδελφή του προσπαθούν να τον αποτρέψουν. Λίγο αργότερα, ένας στρατιώτης φέρνει την είδηση ότι η μάχη άρχισε πάλι: ο Κρέοντας και ο Ετεοκλής έσπασαν την εκεχειρία.[5]

Τρίτη πράξη

Ο Μενοικέας, γιος του Κρέοντα, θυσιάστηκε στο πεδίο της μάχης για να σώσει την πόλη του. Πεπεισμένος ότι εκπλήρωνε την προφητεία του χρησμού, σκοτώθηκε με το σπαθί του μπροστά στα μάτια των δύο εχθρών αδελφών και του πατέρα του. Τότε ο Κρέοντας εναντιώνεται στον Ετεοκλή, αποφασισμένος να εκδικηθεί τον θάνατο του γιου του, ζητά ειρήνη και πιέζει τον βασιλιά να δεχτεί να συναντήσει τον Πολυνείκη. Μένοντας μόνος με τον έμπιστό του Άτταλο, ο Κρέοντας αποκαλύπτει ότι οι φιλοδοξίες του δεν έχουν αλλάξει, αλλά αποφάσισε να αλλάξει στρατηγική. Ο πόλεμος προκάλεσε τον θάνατο του Μενοικέα και την απομάκρυνση του άλλου γιου του Αίμονα, που πέρασε στο στρατόπεδο του εχθρού: έχοντας επίγνωση του μίσους που χωρίζει τον Ετεοκλή από τον Πολυνείκη, πιστεύει ότι μπορούν να αλληλοσκοτωθούν.

Τέταρτη πράξη

Η Αντιγόνη εμπρός στο νεκρό Πολυνείκη, Νικηφόρος Λύτρας (1865)

Η Ιοκάστη χαίρεται που βλέπει τα παιδιά της να συνομιλούν, ελπίζοντας στη συμφιλίωσή τους. Στη συνάντηση όμως των δύο αδερφών φουντώνει το αμοιβαίο μίσος και οι θέσεις τους παραμένουν αμετάβλητες. Ο Ετεοκλής είναι ο κυρίαρχος και τον αγαπά ο λαός, ο Πολυνείκης απαιτεί τα δικαιώματά του. Όταν είναι πλέον σαφές ότι δεν μπορεί να υπάρξει συμφωνία ειρήνης, ο Ετεοκλής και ο Πολυνείκης αποφασίζουν να μονομαχήσουν - όποιος νικήσει θα αποκτήσει το βασίλειο - ενώ ανακοινώνεται η αυτοκτονία της απελπισμένης Ιοκάστης.

Πέμπτη πράξη

Η Αντιγόνη ζει πλέον μόνο για τον Αίμονα: η μητέρα της αυτοκτόνησε και έφτασε η είδηση ότι ο Πολυνείκης κέρδισε τη μονομαχία, σκοτώνοντας τον άλλο αδελφό της. Η πραγματικότητα όμως είναι πολύ χειρότερη, όπως την πληροφορεί ο Κρέοντας λίγο μετά. Ο Πολυνείκης σκοτώθηκε επίσης, χτυπημένος από τον αδελφό του μόλις άφησε την τελευταία του πνοή, και ακόμη και ο Αίμονας, που ρίχτηκε ανάμεσά τους για να τους συμφιλιώσει, όπως είχε υποσχεθεί στην Αντιγόνη, σκοτώθηκε κι αυτός από τον Ετεοκλή. Ο Κρέοντας, που τώρα δεν έχει κανένα εμπόδιο για τον θρόνο, αποφασίζει να πάρει γυναίκα του τη νεαρή αγαπημένη του γιου του, αλλά η Αντιγόνη αυτοκτονεί. Με πόνο και τύψεις, ο Κρέοντας βάζει τέλος στη ζωή του.[6]

Εξώφυλλο της έκδοσης του 1664

Πολύ λίγα είναι γνωστά για τη δημιουργία της πρώτης τραγωδίας του Ρακίνα. Ο συγγραφέας την αναφέρει μόνο ιδιωτικά, σε τρεις επιστολές που εστάλησαν μεταξύ Νοεμβρίου και Δεκεμβρίου 1663 στον ηγούμενο Λε Βασέρ. Από αυτές τις επιστολές μαθαίνουμε ότι η συγγραφή προχώρησε γρήγορα, παρά τις πολλές τροποποιήσεις που έκανε ο θεατρικός συγγραφέας - ιδιαίτερα περικοπές και αλλαγές που πρότειναν εκείνοι στους οποίους υπέβαλε το κείμενο.[7]

Ο Ρακίνας σ' αυτό το πρωτόλειο έργο του ενδιαφερόταν κυρίως για τη διατήρηση της ενότητας δράσης. Στον πρόλογο του 1675 κατηγόρησε μάλιστα την Αντιγόνη του Ροτρού (1637) - την οποία είχε επίσης υπόψη του για τη σύνθεση του έργου - ότι «συνέθεσε δύο διαφορετικές δράσεις σε ένα μόνο έργο». Άλλες πηγές της Θηβαΐδας περιλαμβάνουν τις Φοίνισσες του Ευριπίδη και, σε μικρότερο βαθμό, την Αντιγόνη του Σοφοκλή.

Το έργο παρουσιάστηκε από τον θίασο του Μολιέρου την Παρασκευή 20 Ιουνίου 1664 στο θέατρο του Παλαί Ρουαγιάλ στο Παρίσι. Η παράσταση είχε μικρή επιτυχία, όπως αποδεικνύεται από το μητρώο που τηρούσε ο θίασος. Για να αυξήσει τη χαμηλή προσέλευση του κοινού, μετά τα πρώτα βράδια, ο Μολιέρος πρόσθεσε μια από τις φάρσες του στο έργο. Παρουσιάστηκε μόνο 14 φορές και η γενική αδιαφορία μαρτυρείται όχι μόνο από την αδιαφορία του κοινού, αλλά και από τη σιωπή των κριτικών: καμία από τις λογοτεχνικές εφημερίδες της εποχής δεν ανέφερε το έργο. Ακόμη και τον 18ο αιώνα, όταν είχε καθιερωθεί στο ρεπερτόριο του Ρακίνα, η Θηβαΐδα ανέβαινε πολύ σπάνια, μάλλον από περιέργεια για το πρώτο έργο του συγγραφέα. Ο ίδιος ο συγγραφέας παραδέχτηκε τις αδυναμίες του έργου του, κυρίως τον θάνατο σχεδόν όλων των πρωταγωνιστών και την απουσία τραγικού εραστή στο προσκήνιο της δράσης. Ωστόσο, επεσήμανε ότι το θέμα της Θηβαΐδας, που θεωρούσε το πιο τραγικό από όλη τη μυθολογία, δεν προσφέρονταν για τέτοιου είδους πλοκή.

Ωστόσο το 1963, στο έργο του Για τον Ρακίνα ο Ρολάν Μπαρτ αντιμετωπίζει το έργο εξίσου σοβαρά με τα μεγαλύτερα ελληνικά δράματα του συγγραφέα, όπως η Φαίδρα και η Ιφιγένεια. Μετά τον Μπαρτ, οι κριτικοί έδειξαν μεγαλύτερο ενδιαφέρον, διερευνώντας κυρίως τις σχέσεις εξουσίας που καθοδηγούν τη δράση και, ευρύτερα, τα θεμελιώδη προβλήματα της πολιτικής φιλοσοφίας που προκύπτουν σε σχέση με τη νομιμότητα του σύγχρονου κράτους.[8]

Μετάφραση στα ελληνικά

[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]
  • Ρακίνας, Ι. 1867. Η Θηβαΐς ή Οι δύο αδελφοί εχθροί, Ετεοκλής και Πολυνείκης. Μετ. Δημήτριος Μ. Ξενάκης. Ερμούπολη: Τύποις Νικολάου Βαρβαρέσου.[9]