Ζιζέλ

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Η μπαλαρίνα Καρλότα Γκρίζι, πρώτη διδάξασα του ρόλου της Ζιζέλ. Λιθογραφία του 1841

Η Ζιζέλ (με αρχικό γαλλικό τίτλο Giselle, ou les Wilis) είναι ένα ρομαντικό μπαλέτο σε δύο πράξεις με μουσική του Αντόλφ Αντάμ. Παρουσιάστηκε για πρώτη φορά από το Μπαλέτο της Όπερας του Παρισιού (Ballet du Théâtre de l'Académie Royale de Musique) στο θέατρο Salle Le Peletier[σημ. 1] στο Παρίσι στις 28 Ιουνίου 1841.

Το λιμπρέτο των Ζυλ-Ανρί Βερνουά ντε Σαιν-Ζωρζ και Θεόφιλου Γκωτιέ ήταν εμπνευσμένο από ένα απόσπασμα που αφορούσε στα ξωτικά με την ονομασία Ουιλί ή Βίλι του έργου De l'Allemagne (1833), του Χάινριχ Χάινε, και από το ποίημα Φαντάσματα της ποιητικής συλλογής Les Orientales[1] (1829) του Βίκτωρος Ουγκώ. Οι Ζαν Κοραλί και Ζυλ Περρό δημιούργησαν την πρωτότυπη χορογραφία. Η χορογραφία ωστόσο που έχει περάσει μέχρι τις μέρες μας προέρχεται κυρίως από τις παραστάσεις που δημιούργησε ο Μαριούς Πετιπά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα για το Αυτοκρατορικό Μπαλέτο στην Αγία Πετρούπολη. [2]

Η υπόθεση αφορά στη σωτήρια δύναμη της αγάπης: η Ζιζέλ χάνει τα λογικά της και πεθαίνει όταν μαθαίνει ότι ο αγαπημένος Άλμπρεχτ είναι μνηστευμένος με άλλη, το πνεύμα της επιστρέφει και τον συγχωρεί για την προδοσία του, τον σώζει από τον θανατηφόρο χορό των ξωτικών (ερινυών) και αυτή με τη σειρά της σώζεται από τις εκδικητικές δυνάμεις του σκότους και το πνεύμα της βρίσκει αναπαμό.

Η Ζιζέλ είναι ο ακρογωνιαίος λίθος του παγκόσμιου χορευτικού ρεπερτορίου, συνοψίζει όλα τα στιλιστικά, τεχνικά και εκφραστικά στοιχεία του κλασικού ρομαντικού μπαλέτου. Περιέχει δε δυο βασικές θεματικές του ρομαντισμού του 19ου αιώνα, συγκεκριμένα την εξιδανίκευση της αγροτικής ζωής και την αλληλεπίδραση της πραγματικότητας με το υπερφυσικό. Αυτά τα δύο θέματα δίνουν το σχήμα του μπαλέτου, με την Α΄ Πράξη να τοποθετείται σε ένα χωριουδάκι και την Β΄ Πράξη σε ένα απόκοσμο δάσος.

Ιστορικό[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο συγγραφέας Θεόφιλος Γκωτιέ γοητεύτηκε βαθιά από τον θρύλο των Βιλί, πνευμάτων της σλαβικής παράδοσης, όπως περιγράφονταν στο έργο De l'Allemagne του Χάινριχ Χάινε. Τα Βιλί (από τη σλαβική ρίζα Vila που σημαίνει νεράιδα, πληθυντικός:Vili), στη μυθολογία των Σλάβικων λαών, δηλώνουν τα πνεύματα νεαρών κοριτσιών που πέθαναν δυστυχισμένα επειδή είχαν προδοθεί ή εγκαταλειφθεί πριν από το γάμο τους.[σημ. 2] Εκδικητικά και απόκοσμα ξωτικά, μη μπορώντας να βρουν την αιώνια ανάπαυση στο θάνατο, κάθε βράδυ περιπλανώνται αναζητώντας τους προδότες τους και τους αναγκάζουν, με τη βοήθεια μαγικών κλαδιών από γκι, να χορεύουν σπασμωδικά μέχρι το θάνατό τους από εξάντληση ή μέχρι, εξασθενημένους τελείως, να τους ρίχνουν σε κάποια λίμνη. Με το θάνατο του εκάστοτε προδότη, τα Βιλί εξαφανίζονται και μαζί τους εξαφανίζεται, κατευνασμένο πλέον, το φάντασμα του κοριτσιού που ο προδότης είχε οδηγήσει στον θάνατο. Επιπλέον, στο βιβλίο του Χάινε, τα Βιλί κατέχονται από ακατανίκητη επιθυμία και αγάπη για χορό, μια πτυχή που συνέβαλε στο να γίνει αυτός ο μύθος πηγή έμπνευσης για το μπαλέτο.[3]

Το 1841 από ζωηρό θαυμασμό για την μπαλαρίνα Καρλότα Γκρίζι[4], ο Γκωτιέ αποφάσισε να αρχίσει να γράφει ένα μπαλέτο με τίτλο Les Wilis. Στην αρχή, φοβήθηκε την περιφρόνηση εκείνων που, θεωρώντας τον μεγάλο μυθιστοριογράφο, θα έκριναν αυτό το έργο υπερβολικά εφήμερο και επιφανειακό, και αμφιταλαντεύτηκε ως προς τον στόχο του. Στη συνέχεια, ίσως και χάρη στους στίχους του ποιήματος Φαντάσματα, από τη συλλογή Τα Ανατολικά ή Ανατολίτικα[σημ. 3] του Βίκτωρος Ουγκώ, κατάλαβε τη λογοτεχνική αξία του θέματος που είχε επιλέξει και διαλύθηκαν οι επιφυλάξεις του. Ανέθεσε τότε, στον θεατρικό συγγραφέα Ζυλ-Ανρί Βερνουά ντε Σαιν-Ζωρζ τη συγγραφή του λιμπρέτου. Ενθουσιασμένος με την πρόταση, ο θεατρικός συγγραφέας ολοκλήρωσε ένα προσχέδιο σε λίγες μέρες, το οποίο ωστόσο διέφερε πολύ από την αρχική σκέψη του Γκωτιέ. Στη συνέχεια, οι δύο συγγραφείς αποφάσισαν να γράψουν από κοινού το οριστικό λιμπρέτο, το οποίο έγινε αμέσως αποδεκτό από την Όπερα του Παρισιού.

Η επιλογή του συνθέτη για τη μελοποίηση του μπαλέτου δεν θα μπορούσε παρά να πέσει στον Αντόλφ-Σαρλ Αντάμ, έναν μουσικό με μεγάλη φήμη στην παραγωγή μπαλέτων. Η μουσική γράφτηκε σε μόλις 3 εβδομάδες, σε στενή συνεργασία με τους δημιουργούς του λιμπρέτου.[3] Το θέατρο εμπιστεύτηκε τη χορογραφία στον Ζαν Κοραλί[6], ενώ οι συγγραφείς, που ήθελαν οπωσδήποτε την Καρλότα Γκρίζι για τον πρωταγωνιστικό ρόλο, ήθελαν τις χορογραφίες να τις επιμεληθεί ο παρτενέρ της χορεύτριας, ο χορευτής και χορογράφος Ζυλ Περό[7]. Ως εκ τούτου, αποφασίστηκε ότι ο Κοραλί θα έκανε τη γενική χορογραφία, ενώ ο Περό θα δημιουργούσε τα κομμάτια της πρωταγωνίστριας. Η δουλειά του Περό έγινε μυστικά και δωρεάν. Στη συνέχεια, μόνο το όνομα του Κοραλί εμφανίστηκε στις αφίσες.

Στις 28 Ιουνίου 1841, στα είκοσι δεύτερα γενέθλιά της, η Γκρίζι ερμήνευσε για πρώτη φορά τη Ζιζέλ, μαζί με τον Λουσιέν Πετιπά στο ρόλο του Άλμπρεχτ. Το μπαλέτο ενθουσίασε άμεσα κοινό και κριτικούς και πλέον θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του κλασικού μπαλέτου.

Πρόσωπα[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ρόλοι Ερμηνευτές παγκόσμιας πρεμιέρας,
28 Ιουνίου1841
Ζιζέλ, μια χωριατοπούλα Καρλότα Γκρίζι
Άλμπρεχτ, Δούκας της Σιλεσίας και χωρικός ονόματι Λουά Λουσιέν Πετιπά
Ιλαρίων, θυροφύλακας, ερωτευμένος με τη Ζιζέλ Ζαν Κοραλί
Μύρτα, Βασίλισσα των Βιλί Αντέλ Ντυμιλάτρ
Δούκας του Κουρλάν, πρίγκηπας του Παλατινάτου
Πριγκίπισσα Μπατίλντ, κόρη του Δούκα του Κουρλάν και αρραβωνιαστικιά του Άλμπρεχτ
Μπερτ, μητέρα της Ζιζέλ
Ουίλφριντ, ακόλουθος του Άλμπρεχτ
Ένα ζευγάρι χωρικών
Ένας κυνηγός
Δυο Βιλί
Corps de ballet: Τρυγητές, φίλοι της Ζιζέλ, κυνηγοί, Βιλί

Πλοκή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Α΄ Πράξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Το μπαλέτο διαδραματίζεται στη Ρηνανία κατά τη διάρκεια του Μεσαίωνα. Ο τρύγος είναι σε εξέλιξη, ένα ηλιόλουστο φθινοπωρινό πρωινό. Ο νεαρός δούκας Άλμπρεχτ της Σιλεσίας έχει ερωτευτεί μια ντροπαλή, όμορφη χωριατοπούλα ονόματι Ζιζέλ, παρόλο που είναι αρραβωνιασμένος με τη Μπατίλντ, την κόρη του δούκα του Κούρλαντ. Μεταμφιέζεται σε ταπεινό χωρικό χρησιμοποιώντας το ψευδώνυμο Λουά, για να φλερτάρει τη μαγευτική και αθώα Ζιζέλ, η οποία αγνοεί την πραγματική του ταυτότητα. Με τη βοήθεια του υπασπιστή του, κρύβει τα καλά του ρούχα, το κυνηγετικό κέρατο και το λεπτοδουλεμένο σπαθί του, προτού συναντηθεί με τη Ζιζέλ, ενώ ξεκινούν οι γιορτές του τρύγου. Ο Ιλαρίων, ένας ντόπιος θηροφύλακας, είναι κι αυτός ερωτευμένος με τη Ζιζέλ και βλέπει με καχυποψία τον νεοφερμένο που έχει κερδίσει την εύνοιά της κοπέλας. Προσπαθεί να την πείσει ότι δεν μπορεί να εμπιστευτεί τον θαυμαστή της, αλλά εκείνη αγνοεί τις προειδοποιήσεις του. Η μητέρα της, η Μπέρτ, είναι πολύ προστατευτική μαζί της, καθώς το κορίτσι έχει αδύναμη καρδιά και εύθραυστη υγεία. Αποθαρρύνει τη σχέση μεταξύ της Ζιζέλ και του Λόις, πιστεύοντας ότι ο Ιλαρίων θα της ταίριαζε καλύτερα, αποδοκιμάζει δε την αγάπη της Ζιζέλ για το χορό, λόγω της ευαίσθητης υγείας της.

Μια παρέα ευγενών, που θέλουν να διασκεδάσουν το χρόνο τους με το κυνήγι, φτάνει στο χωριό, ανάμεσά τους είναι και η Μπατίλντ. Ο Άλμπρεχτ απομακρύνεται βιαστικά, για να μην τον αναγνωρίσει η Μπατίλντ και τον χαιρετήσει, κι έτσι φανερώσει την αληθινή του ταυτότητα. Οι χωρικοί τους καλωσορίζουν στο γλέντι τους, τους προσφέρουν ποτά και το ρίχνουν στο χορό. Η Μπατίλντ γοητεύεται από τη γλυκιά και ταπεινή φύση της Ζιζέλ, χωρίς να γνωρίζει τη σχέση της με τον Άλμπρεχτ. Η Ζιζέλ νιώθει μεγάλη τιμή όταν η Μπατίλντ της προσφέρει ένα κολιέ ως δώρο, πριν αποχωρήσει με την παρέα της.

Οι χωρικοί συνεχίζουν το γλέντι του τρύγου και ο Άλμπρεχτ εμφανίζεται ξανά για να χορέψει με τη Ζιζέλ, η οποία παίρνει τον τίτλο της Βασίλισσας του τρύγου. Ο Ιλαρίων διακόπτει το γλέντι. Βρήκε το ξίφος του Άλμπρεχτ και το παρουσιάζει ως απόδειξη της αληθινής του ταυτότητας, αποκαλύπτοντας ότι είναι ευγενής και αρραβωνιασμένος με άλλη κοπέλα. Χρησιμοποιώντας το κυνηγετικό κέρατο του Άλμπρεχτ, ο Ιλαρίων καλεί πίσω την παρέα των ευγενών. Ο Άλμπρεχτ δεν έχει χρόνο να κρυφτεί και δεν έχει άλλη επιλογή από το να χαιρετήσει τη Μπάτιλντ ως αρραβωνιαστικιά του. Όλοι συγκλονίζονται από την αποκάλυψη, αλλά κανείς περισσότερο από τη Ζιζέλ. Ξέροντας ότι δεν θα μπορούν ποτέ να είναι μαζί, πέφτει σε μια τρελή κρίση θλίψης και απόγνωσης, κατά την οποία όλες οι τρυφερές στιγμές που μοιράστηκε με τον Λόις περνούν μπροστά από τα μάτια της. Αρχίζει να χορεύει ξέφρενα, με αποτέλεσμα να την προδώσει η αδύναμη καρδιά της. Καταρρέει και πεθαίνει στην αγκαλιά του Άλμπρεχτ. Ο Ιλαρίων και ο Άλμπρεχτ στρέφονται ο ένας εναντίον του άλλου οργισμένοι, πριν ο Άλμπρεχτ φύγει από τη σκηνή απαρηγόρητος. Η αυλαία πέφτει καθώς η Μπερτ κλαίει πάνω από το άψυχο σώμα της Ζιζέλ.

Στην πρωτότυπη εκδοχή, η Ζιζέλ μαχαιρώνει τον εαυτό της με το σπαθί του Άλμπρεχτ, κάτι που εξηγεί γιατί το σώμα της αναπαύεται στο δάσος, σε μη καθαγιασμένο έδαφος, όπου τα ξωτικά έχουν τη δύναμη να την καλέσουν. Οι περισσότερες σύγχρονες εκδόσεις αποκρύπτουν την αυτοκτονία.

Β΄ Πράξη[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η δεύτερη πράξη διαδραματίζεται, στο φως του φεγγαριού, σε ένα ξέφωτο του δάσους, κοντά στον τάφο της Ζιζέλ. Ο Ιλαρίων συγκλονισμένος από τις τύψεις για το θάνατο της Ζιζέλ πηγαίνει στον τάφο της. Σε κοντινή απόσταση βρίσκονται οι φίλοι του, που προσπαθούν να του αποσπάσουν την προσοχή και να τον απομακρύνουν. Ξαφνικά οι νέοι αντιλαμβάνονται μια εξωπραγματική παρουσία γύρω τους και φοβισμένοι τρέπονται σε φυγή. Καταφθάνουν τα Βιλί, τα απόκοσμα πνεύματα των κοριτσιών που έχουν προδοθεί από τους εραστές τους την παραμονή του γάμου τους και όλες πέθαναν με ραγισμένη καρδιά.[8] Με επικεφαλή την ανελέητη βασίλισσά τους, τη Μύρτα, χορεύουν και στοιχειώνουν το δάσος τη νύχτα για να πάρουν την εκδίκησή τους από όποιον άντρα συναντήσουν, ανεξάρτητα από το ποιος μπορεί να είναι, αναγκάζοντας τα θύματά τους να χορεύουν μέχρι να πεθάνουν από εξάντληση. Η Μύρτα και τα Βιλί καλούν το πνεύμα της Ζιζέλ από τον τάφο της, πλέον είναι ένα από αυτά και χορεύει μαζί τους. Τα πνεύματα, χρησιμοποιώντας τη μαγεία τους, αναγκάζουν τον τρομοκρατημένο Ιλαρίωνα να χορέψει μέχρι σχεδόν να ξεψυχήσει και μετά τον πνίγουν σε μια κοντινή λίμνη.

Φτάνει και ο Άλμπρεχτ για να αποθέσει λίγα λουλούδια στον τάφο της Ζιζέλ και κλαίει συντετριμμένος από ενοχές για το θάνατό της. Εμφανίζεται το πνεύμα της Ζιζέλ και ο Άλμπρεχτ εκλιπαρεί για συγχώρεση. Εκείνη, με αμείωτη την αγάπη της, σε αντίθεση με τις εκδικητικές αδερφές της, τον συγχωρεί τρυφερά. Η Μύρτα με τα άλλα πνεύματα, θέλουν να αναγκάσουν τον Άλμπρεχτ να χορέψει μέχρι θανάτου, ώστε να τιμωρηθεί για την προδοσία του. Η Ζιζέλ, μάταια εκλιπαρεί τη Μύρτα, τίποτα δεν μοιάζει ότι μπορεί να τον γλιτώσει από τον θανατηφόρο χορό. Τότε, για να τον προστατεύσει, τον κρατάει και χορεύει μαζί του μέχρι την ανατολή του ηλίου. Με το πρώτο φως της αυγής τα Βιλί αναγκάζονται να εξαφανιστούν, ο Άλμπρεχτ έχει σωθεί χάρη στην αγάπη της Ζιζέλ, η οποία έχει σπάσει τις αλυσίδες του μίσους και της εκδίκησης, έχει απελευθερωθεί από τις σκοτεινές δυνάμεις και δεν ανήκει πλέον στα απόκοσμα πνεύματα, έτσι, επιστρέφει για αιώνια ανάπαυση στον τάφο της. Στην άκρη του τάφου, ο νεαρός πρίγκιπας μένει μόνος και απαρηγόρητος.

Μουσική[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Αντόλφ Αντάμ

Ο Αντόλφ Αντάμ ήταν ένας συνθέτης που είχε επικεντρωθεί στην παραγωγή μουσικής για το παλκοσένικο. Συνέθεσε περισσότερα από 80 έργα, όπερες, μπαλέτα, καθώς και μουσική για παραστάσεις βοντβίλ. Για τη Ζιζέλ, την πιο επιτυχημένη σύνθεσή του, έγραψε απλές αλλά αποτελεσματικές μελωδίες με απλές αρμονίες που έγιναν αμέσως κατανοητές από το κοινό της εποχής του. Η εκτεταμένη χρήση λάιτ μοτίβ στη Ζιζέλ είναι σίγουρα ένας παράγοντας που συνέβαλλε στη μεγάλη επιτυχία και μακροζωία του μπαλέτου αυτού. Γνωρίζουμε ότι ο Τσαϊκόφσκι μελέτησε τη χρήση των μοτίβων στη Ζιζέλ πριν συνθέσει το πρώτο του μπαλέτο, τη Λίμνη των κύκνων.

Στην Α΄ Πράξη το ενθουσιώδες θέμα του λάιτ μοτίβ του Άλμπρεχτ ξεκινά με την πρώτη του είσοδο. Η πληθωρικότητα και η ενέργειά του μας παρουσιάζουν έναν περιπετειώδη και γεμάτο αυτοπεποίθηση νεαρό άνδρα, που έχει έρθει με ρομαντικό σκοπό, και έτσι τα ξεσπάσματα του κρεσέντο και ο αμείλικτος ρυθμός της μουσικής βοηθούν στην αφήγηση της ιστορίας. Η είσοδος της Ζιζέλ εισάγει τα δύο κεντρικά της λάιτ μοτίβ. Το πρώτο, σε ρυθμό 6/8, είναι μια ξέγνοιαστη μελωδία που υποδηλώνει την αθωότητα και την αφέλειά της. Το δεύτερο είναι το μοτίβο της αγάπης της, όταν συναντά όλο ντροπαλοσύνη τον Άλμπρεχτ. Είναι ένα απαλό θέμα με τρεις νότες, αντιπροσωπεύει τη λαχτάρα της Ζιζέλ για αγάπη. Στη Β΄ Πράξη, το μοτίβο της εισόδου του Άλμπρεχτ παρουσιάζει μεγάλη αντίθεση με αυτό της Α΄ Πράξης γιατί ο ίδιος έχει αλλάξει: ξεκίνησε να ξεγελάσει μια νεαρή χωριατοπούλα, αλλά διαπίστωσε ότι την ερωτεύτηκε και την έχασε. Το μοτίβο του απεικονίζεται από ένα συναισθηματικό σόλο βιολοντσέλο σε ελάσσονα τόνο. Είναι αξιοσημείωτο ότι το ερωτικό μοτίβο της Ζιζέλ συνεχίζεται απαράλλακτο και στη Β΄ Πράξη, υποδηλώνοντας ότι αυτή δεν έχει αλλάξει, παραμένει η ίδια αθώα αγνή ψυχή, που παραχωρεί στον Άλμπρεχτ συγχώρεση και λύτρωση.[9]

Το λάιτ μοτίβ του Ιλαρίωνα σηματοδοτεί κάθε του είσοδο. Υπαινίσσεται το «μοτίβο της μοίρας» από την 5η Συμφωνία του Μπετόβεν. Τα Βιλί έχουν το δικό τους λάιτ μοτίβ. Ακούγεται στην οβερτούρα, στην Α΄ Πράξη όταν η Μπερτ αφηγείται την ιστορία των Βιλί και στη σκηνή της παραφροσύνης. Ακούγεται ξανά στην Β΄ Πράξη, όταν τα Βιλί κάνουν την πρώτη τους είσοδο. Το λάιτ μοτίβ του κυνηγετικού κέρατου σηματοδοτεί ξαφνικές εκπλήξεις. Αυτό είναι το μοτίβο που ακούγεται, όταν αποκαλύπτεται η ταυτότητα του Άλμπρεχτ.

Οι εθνικοί παραδοσιακοί χοροί, η μουσική τους και οι παραδοσιακές στολές ήταν ένα άλλο χαρακτηριστικό του ρομαντικού μπαλέτου. Την εποχή που γράφτηκε η Ζιζέλ, οι άνθρωποι σκέφτονταν τη Γερμανία όταν άκουγαν ένα βαλς, επειδή το βαλς είναι γερμανικής προέλευσης. Η Ζιζέλ κάνει την πρώτη της είσοδο στη μουσική ενός βαλς, έτσι ώστε το κοινό να αντιληφθεί αμέσως ότι η ιστορία διαδραματίζεται στη Γερμανία. Ο Αντάμ έγραψε συνολικά τρία βαλς για τη Ζιζέλ: δυο για τη Ζιζέλ και ένα για τα Βιλί.

Ιδιαίτερο μουσικό ενδιαφέρον παρουσιάζουν η χαρούμενη κυνηγετική μουσική στην Α΄ Πράξη, με πλούσια χρήση των Γαλλικών κόρνων και των έγχορδων με δοξάρι και το ταραχώδες φινάλε της Α΄ Πράξης, στο οποίο η Ζιζέλ χάνει το μυαλό της και πεθαίνει. Στην Β΄ Πράξη αξιοσημείωτα κομμάτια είναι η μυστηριώδης μουσική των Βιλί, στην οποία τα έγχορδα και τα ξύλινα πνευστά παραπέμπουν στα ανάλαφρα πνεύματα. και το θριαμβευτικό και ταυτόχρονα γαλήνιο φινάλε με την ανατολή του ηλίου.[10]

Μεταγενέστερες προσθήκες[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η αρχική παρτιτούρα του Αντάμ εμπλουτίστηκε αρκετά κατά τη διάρκεια της ιστορίας της, με μερικά από αυτά τα κομμάτια να αποτελούν πλέον αναπόσπαστο μέρος των σύγχρονων παραστάσεων της Ζιζέλ. Αμέσως μετά την πρόβα τζενεράλε, ο Ζαν Κοράλι, για να ικανοποιήσει τις επιθυμίες μιας χορεύτριας του θιάσου, θέλησε να προσθέσει ένα pas de deux. Καθώς ο Αντάμ δεν ήταν διαθέσιμος για να συνθέσει το μουσικό κομμάτι, ο Κοραλί επέλεξε μια σουίτα του συνθέτη Φρίντριχ Μπουργκμίλερ με τίτλο Souvenirs de Ratisbonne. Αυτό το pas de deux, το οποίο ονομάστηκε Pas des paysans, ενσωματώθηκε και στις μεταγενέστερες παραστάσεις του μπαλέτου.[3]

Ένα νέο pas de cinq που προστέθηκε για τις παραστάσεις της Καρλότα Γκρίζι με τα Αυτοκρατορικά Μπαλέτα στην Αγία Πετρούπολη το 1850, σε μουσική του Τσέζαρε Πούνι και ένα pas de deux που πρόσθεσε ο Μαριούς Πετιπά στην παράσταση του 1884, με μουσική του Λούντβιχ Μίνκους, δεν διατηρήθηκαν σε επόμενες παραγωγές.

Τρεις παραλλαγές προστέθηκαν στο μπαλέτο από τον Πετιπά: η πρώτη το 1867 για το grand pas de deux του δεύτερου ταμπλό. Η μουσική του Τσέζαρε Πούνι βασίστηκε στο λάιτ μοτίβ του Αντάμ «μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά». Αυτή η παραλλαγή έχει διατηρηθεί στο μπαλέτο έκτοτε. Η δεύτερη παραλλαγή προστέθηκε από τον Πετιπά στο πρώτο ταμπλό για τις παραστάσεις στο θέατρο Μαριίνσκι το 1886. Η μουσική ήταν του Ρικάρντο Ντρίγκο. Μετά το πέρας των παραστάσεων η μουσική δεν χρησιμοποιήθηκε ξανά μέχρι που η Αγκριπίνα Βαγκάνοβα την πρόσθεσε στο Pas des paysans, για την παραγωγή της Ζιζέλ από τα Μπαλέτα Κίροφ το 1932. Η παραλλαγή αυτή αποτελεί μέρος των παραγωγών της Ζιζέλ από το Θέατρο Μαριίνσκι (πρώην Κίροφ) μέχρι σήμερα. Η τρίτη παραλλαγή, με την ονομασία Pas Seul, που πρόσθεσε ο Πετιπά, σε μουσική πάλι του Ντρίγκο, ήταν για τις παραστάσεις του 1887. Εκτός Ρωσίας παρουσιάστηκε για πρώτη φορά το 1924 στο Παρίσι και από τότε την συμπεριλαμβάνουν όλες οι διεθνείς παραγωγές και έχει διασωθεί ως ένα από τα πιο αγαπημένα αποσπάσματα της Ζιζέλ.[3]

Χορογραφία[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Ο χορευτής και χορογράφος Ζαν Κοραλί έκανε την χορογραφία στην αρχική εκδοχή της Ζιζέλ, ενώ ο Ζυλ Περό είναι γνωστό ότι επιμελήθηκε τη χορογραφία του πρωταγωνιστικού ρόλου, καθώς ήταν ο εραστής και προστάτης της Καρλότας Γκρίζι. Η αρχική εκδοχή είχε πάντως πολλά περισσότερα κομμάτια παντομίμας από τις σύγχρονες εκδοχές, οι οποίες βασίζονται περισσότερο στη χορογραφία που δημιούργησε ο Μαριούς Πετιπά στα τέλη του 19ου και στις αρχές του 20ου αιώνα για το Ρωσικό Αυτοκρατορικό Μπαλέτο.

Η σπουδαιότητα του συγκεκριμένου μπαλέτου αποτυπώνεται όχι μόνο στην αγάπη του κοινού για αυτό, αλλά και στους χορευτές που ονειρεύονται να χορέψουν σε αυτό. Ο ρόλος της Ζιζέλ είναι ένας από τους πιο περιζήτητους ρόλους για μπαλαρίνες και η επιτομή της καριέρας τους. Όχι μόνο η πλοκή αλλά και το χορογραφικό στυλ της Ζιζέλ αντανακλούν την εποχή που δημιουργήθηκε, τη ρομαντική εποχή του κλασικού μπαλέτου. Η χορογραφία της Ζιζέλ, όπως και άλλων ρομαντικών μπαλέτων, επηρεάστηκε από τις εξελίξεις στη χρήση των πουέντ. Πρώτη η Ιταλο-σουηδέζα χορεύτρια Μαρία Ταλιόνι χόρεψε με πουέντ, στο μπαλέτο Η Συλφίδα το 1832, 9 χρόνια πριν την πρεμιέρα της Ζιζέλ. Οι χορεύτριες με τις πουέντ, που φαίνονται σαν να επιπλέουν, ταίριαξαν με την αιθέρια φύση των Βιλί και τον υπερφυσικό τους χαρακτήρα, δίνοντας έτσι μια νέα διάσταση στη μαγεία του μπαλέτου. [11]

Η Ζιζέλ έχει αποδοθεί και σε εκδοχές του σύγχρονου χορού, μια από τις διασημότερες είναι αυτή του σουηδού χορογράφου Ματς Εκ, που δημιουργήθηκε το 1982 για την Άνα Λαγκούνα, και η οποία θεωρείται ένα από τα αριστουργήματα του σύγχρονου μπαλέτου.[12]

Πρώτες παραγωγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η Ζιζέλ παιζόταν στο Παρίσι από το ντεμπούτο της το 1841 έως το 1849, με την Γκρίζι να χορεύει πάντα τον πρωταγωνιστικό ρόλο. Η Ζιζέλ ανέβηκε από πολλούς θιάσους κλασικού χορού στην Ευρώπη και την Αμερική σχεδόν αμέσως μετά την πρεμιέρα της στο Παρίσι. Οι Βρετανοί πήραν μια πρώτη γεύση από τη Ζιζέλ με ένα δράμα βασισμένο στο μπαλέτο που ονομαζόταν Ζιζέλ, (ή The Phantom Night Dancers) του Γουίλιαμ Μόνκριεφ, ο οποίος είχε δει το μπαλέτο στο Παρίσι την ίδια χρονιά και το ανέβασε στις 23 Αυγούστου 1841 στο Theatre Royal, Sadler's Wells. Το κανονικό μπαλέτο ανέβηκε για πρώτη φορά στο Λονδίνο στο Her Majesty's Theatre στις 12 Μαρτίου 1842 με την Γκρίζι ως Ζιζέλ και τον Περό ως Άλμπρεχτ.

Η Ζιζέλ εμφανίστηκε για πρώτη φορά στη Ρωσία στο Θέατρο Μπολσόι της Αγίας Πετρούπολης, στις 18 Δεκεμβρίου 1842. Ο Περό ανέβασε μια νέα παραγωγή με πολλές αλλαγές της Ζιζέλ στην Αγία Πετρούπολη το 1850. Στην παραγωγή αυτή συμμετείχε στον ρόλο του Άλμπρεχτ ο Μαριούς Πετιπά[13], Premier Danseur του Βασιλικού Θεάτρου της Αγίας Πετρούπολης και αδελφός του Λουσιέν Πετιπά. Ο Μαριούς Πετιπά τον ανδρικό πρωταγωνιστικό ρόλο τον είχε ήδη, στο ανέβασμα της Ζιζέλ στο Μπορντώ το 1943 και στη Μαδρίτη το 1844. Το 1884, από τη θέση του Premier maître de ballet του Βασιλικού Μπαλέτου ανέβασε στο θέατρο Μαριίνκι την δική του παραγωγή της Ζιζέλ. Το 1887, το 1899 και το 1903 παρουσίασε νέες εκδοχές, βάζοντας τις τελευταίες πινελιές στη χορογραφία της Ζιζέλ. Οι επόμενες παραγωγές της Ζιζέλ παγκοσμίως βασίστηκαν περισσότερο στις δικές του εκδοχές παρά στην αρχική χορογραφία.[3]

Οι Ιταλοί είδαν για πρώτη φορά τη Ζιζέλ στη Σκάλα του Μιλάνου ωστόσο η μουσική δεν ήταν του Αντάμ αλλά του Νικολό Μπαγιέτι και η χορογραφία δεν ήταν η πρωτότυπη, είχε γίνει από τον Αντόνιο Κορτέζι. Η Αμερικανίδα μπαλαρίνα Μαίρη Ανν Λι ήταν η πρώτη που παρουσίασε τη Ζιζέλ στις Ηνωμένες Πολιτείες, έχοντας πρωτύτερα σπουδάσει με τον Κοραλί για ένα χρόνο στο Παρίσι. Η πρώτη παράσταση δόθηκε την 1η Ιανουαρίου 1846 στη Βοστώνη στο Howard Athenæum, με τον Τζορτζ Ουάσινγκτον Σμιθ στον ρόλο του Άλμπρεχτ και στη συνέχεια στις 13 Απριλίου 1846 στο Park Theatre στη Νέα Υόρκη.

Η Άννα Πάβλοβα ως Ζιζέλ

Αξιοσημείωτοι ερμηνευτές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Τα μεγαλύτερα ονόματα του κλασικού μπαλέτου αναμετρήθηκαν με τις δυσκολίες της χορογραφίας της Ζιζέλ όπως η Ταμάρα Καρσάβινα, η Όλγκα Σπεσίβτσεβα, η Άννα Πάβλοβα, Αλίσια Μάρκοβα, η Γκαλίνα Ουλάνοβα, η Μαργκότ Φοντέιν, η Λιν Σύμουρ, η Εκατερίνα Μαξίμοβα, η Κάρλα Φράτσι και άλλες.

Όσον αφορά στο ρόλο του Άλμπρεχτ, μετά τον πρώτο διδάξαντα Λουσιέν Πετιπά, αδελφό του Μαριούς Πετιπά, εξαιρετικές ερμηνείες έδωσαν οι Βάτσλαφ Νιζίνσκι, Ρουντόλφ Νουρέγιεφ, Μιχαήλ Λαβρόφσκι, Μιχαήλ Μπαρίσνικοφ και άλλοι.

Σημειώσεις[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Η Salle Le Peletier ήταν η έδρα της Όπερας του Παρισιού από το 1821 μέχρι την καταστροφή της από πυρκαγιά το 1873. Αντικαταστάθηκε από το Παλέ Γκαρνιέ
  2. Για τα Ουιλί ή Βίλι σύγκρ. και το λήμμα Ρουσάλκα
  3. Η συλλογή περιλαμβάνει αρκετά φιλελληνικά ποιήματα για τον Αγώνα του 1821. Το 1921 μεταφράστηκαν από τον Κωνσταντίνο Κωνσταντινίδη – Ξενάκη πολλά από αυτά, μεταξύ αυτών και το ποίημα Φαντάσματα. Η μετάφραση επανεκδόθηκε το 2021.[5]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

  1. Βίκτωρ Ουγκώ (2021). ΑΝΑΤΟΛΙΤΙΚΑ. Αθήνα: Εκδόσεις Νίκας. ISBN 978-960-296-307-4. 
  2. ΑΡΓΥΡΩ ΜΠΟΖΩΝΗ (28 Νοεμβρίου 2016). «Ζιζέλ: Το διασημότερα μπαλέτο του ρομαντισμού και η ιστορία του». The Toc. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2024. 
  3. 3,0 3,1 3,2 3,3 3,4 «Giselle». The Marius Petipa Society. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2023. 
  4. «Carlotta Grisi». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2023. 
  5. Βίκτωρ Ουγκώ. «Ανατολίτικα». Ανοικτή Βιβλιοθήκη. Ανακτήθηκε στις 21 Δεκεμβρίου 2023. 
  6. Ivor Guest. «Jean Coralli». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2023. 
  7. Ivor Guest. «Jules Perrot». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 26 Δεκεμβρίου 2023. 
  8. Riley Winters (25 Ιουνίου 2022). «Beware the Wandering Wilas of Slavic Mythology». Ancient Origins. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024. 
  9. «The music of Giselle». Queensland Ballet. 18 Μαρτίου 2022. Ανακτήθηκε στις 5 Ιανουαρίου 2024. 
  10. Betsy Schwarm (9 Δεκεμβρίου 2023). «Giselle». Encyclopædia Britannica. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024. 
  11. Leilani Tian (20 Απριλίου 2019). «GISELLE: A truly Romantic ballet». Ballet Austin. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024. 
  12. «Ζιζέλ του Ματς Εκ». Ριζοσπάστης. 26 Ιανουαρίου 1997. Ανακτήθηκε στις 10 Ιανουαρίου 2024. 
  13. «Marius Petipa». American Ballet Theatre. Ανακτήθηκε στις 9 Ιανουαρίου 2024. 

Βιβλιογραφικές πηγές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]