Επαναστατικό Δικαστήριο
Το Επαναστατικό Δικαστήριο (Γαλλικά: Tribunal révolutionnaire) ήταν ένα έκτακτο ποινικό δικαστήριο που λειτούργησε σε δύο διαφορετικά στάδια της Γαλλικής Επανάστασης. Το πρώτο, δημιουργήθηκε μετά τα γεγονότα της 10ης Αυγούστου 1792, υπό την ώθηση της επαναστατικής Κομμούνας του Παρισιού και με στόχο τη δίωξη όσων αντιτάχθηκαν στην εξέγερση και συμμετείχαν στην υπεράσπιση του Κεραμεικού. Στη δεύτερη περίπτωση, ανασυστάθηκε υπό την εποπτεία της Συμβατικής στις 10 Μαρτίου 1793, προκειμένου να καταπολεμήσει αποτελεσματικά τις εξωτερικές και εσωτερικές αντεπαναστατικές απειλές. Η δραστηριότητά του σε αυτό το δεύτερο στάδιο συνδέθηκε στενά με τον Ροβεσπιέρο και την περίοδο της Τρομοκρατίας.
Η πολιτική κατάσταση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Κατά τη διάρκεια του χειμώνα του 1793, η επανάληψη του πολέμου ήταν καταστροφική για τον δημοκρατικό στρατό. Η επαναστατική Γαλλία είχε να αντιμετωπίσει τον Πρώτο συνασπισμό που, μετά την εκτέλεση του Λουδοβίκου ΙΣΤ', συγκέντρωνε όλες τις χώρες της Ευρώπης εναντίον της. Η γαλλική επικράτεια βρίσκονταν υπό την απειλή ξένης εισβολής.
Στις αρχές Μαρτίου 1793, η υποχρεωτική στρατολογία 300.000 στρατιωτών προκάλεσε τον εμφύλιο πόλεμο της Βανδέας και την Εξέγερση των Σουάνων.
Στο Παρίσι, η έλλειψη τροφίμων και ο πληθωρισμός είχαν αγανακτήσει την κοινή γνώμη.[1]Οι λαϊκές μάζες ήταν σε αναβρασμό. Υπήρχε ο κίνδυνος επανάληψης των σφαγών του Σεπτεμβρίου 1792, όταν πριν φύγουν για να αντιμετωπίσουν τον Πρωσικό στρατό, οι Αβράκωτοι, «για να εξασφαλίσουν τα νώτα τους», είχαν σφαγιάσει τους κρατούμενους των φυλακών (κυρίως ευγενείς και ανυπότακτους ιερείς, αλλά και κρατούμενους κοινού ποινικού δικαίου).
Στις 10 Μαρτίου 1793, για να αποφευχθεί αυτή η επανάληψη, κατόπιν πρότασης του Δαντών και με την υποστήριξη του Ροβεσπιέρου, οι μετριοπαθείς βουλευτές των Πεδινών και των Ορεινών της Συμβατικής, χωρίς τη συμφωνία των Γιρονδίνων, ψήφισαν υπέρ της δημιουργίας ενός έκτακτου δικαστηρίου υπεύθυνου για την τιμωρία των αντεπαναστατών.[2]
Άλλα μέτρα που ελήφθησαν για την αντιμετώπιση της κρίσης την ίδια στιγμή περιελάμβαναν τη σύσταση των Επαναστατικών επιτροπών επαγρύπνησης σε κάθε γειτονιά και τη δημιουργία της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας στις 6 Απριλίου. [3]
Το Δικαστήριο της 17ης Αυγούστου 1792
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Επαναστατικό Δικαστήριο ιδρύθηκε στις 17 Αυγούστου 1792 μετά την επαναστατική ημέρα της 10ης Αυγούστου 1792, η οποία κορυφώθηκε με την επίθεση στη βασιλική κατοικία στο παλάτι του Κεραμεικού και την επακόλουθη πτώση της μοναρχίας. Για να διασφαλιστεί η ύπαρξη κάποιας κατάλληλης νομικής διαδικασίας για την αντιμετώπιση υπόπτων που κατηγορούνταν για πολιτικά εγκλήματα και προδοσία, αντί για αυθαίρετη δολοφονία από τοπικές επιτροπές, ο Ροβεσπιέρος πρότεινε τη σύσταση ενός νέου Δικαστηρίου, με έκτακτες εξουσίες για την επιβολή της θανατικής ποινής. Το δικαστήριο καταργήθηκε τον Νοέμβριο του 1792 κατά την έναρξη της δίκης του Λουδοβίκου ΙΣΤ' και κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου είχε καταδικάσει σε θάνατο 28 άτομα, κυρίως απλούς εγκληματίες παρά πολιτικούς κρατούμενους.
Το Δικαστήριο της 10ης Μαρτίου 1793
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Το Επαναστατικό Δικαστήριο ιδρύθηκε εκ νέου σε μια περίοδο κρίσης στη νέα Γαλλική Δημοκρατία ως ένα από τα μέτρα για την υπεράσπιση της ακεραιότητας της Δημοκρατίας. Ο νόμος των υπόπτων της 17ης Σεπτεμβρίου 1793 αύξησε σημαντικά τον αριθμό των κρατουμένων.
Πριν από τη σκλήρυνση της Τρομοκρατίας από τον Απρίλιο του 1794, οι ύποπτοι είχαν αρκετά δικαιώματα. Σταδιακά μειώθηκαν και προκειμένου να επιταχυνθούν οι δίκες, με το νόμο της 22 Πραιριάλ (10 Ιουνίου 1794) καταργήθηκε η προκαταρκτική έρευνα (ανάκριση) σχετικά με τους λόγους της κατηγορίας, οι κατηγορούμενοι στερήθηκαν το δικαίωμα υπεράσπισης και ως απόδειξη ενοχής γίνονταν δεκτές ακόμα και φήμες για τη διάπραξη κάποιου εγκλήματος. Επιπλέον, καταργήθηκε η ασυλία των βουλευτών. Οι ποινές που προβλέπονταν πλέον ήταν η αθώωση ή ο θάνατος, καθώς καταργήθηκε η φυλάκιση και ο εκτοπισμός.[4]
Για την κράτηση των υπόπτων που συγκεντρώθηκαν από τον Οκτώβριο 1793, άνοιξαν νέες φυλακές στο Παρίσι (Παλάτι του Λουξεμβούργου, κολλέγιο του Πλεσίς, αββαείο του Πορ-Ρουαγιάλ).
Από την πρώτη απόφαση της 6ης Απριλίου 1793 έως την πτώση του Ροβεσπιέρου στις 26 Ιουλίου 1794 (9 Θερμιδόρ), το Επαναστατικό Δικαστήριο εξέδωσε 4.021 αποφάσεις, από τις οποίες 2.625 ήταν καταδικαστικές και 1.306 αθωωτικές.[4] Μεταξύ Οκτωβρίου και τέλους 1793, το Δικαστήριο εξέδωσε 177 εις θάνατον αποφάσεις. Την δε περίοδο από τις 11 Ιουνίου έως τις 27 Ιουλίου, που είναι γνωστή ως «Ο Μεγάλος Τρόμος», εκδόθηκαν 1.376 καταδικαστικές εις θάνατον αποφάσεις και καμιά αθωωτική.
Λειτουργία του Δικαστηρίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Η σύνθεση
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι 12 ένορκοι, οι πέντε δικαστές, ο δημόσιος κατήγορος και οι δύο αναπληρωτές του διορίζονταν από τη Συμβατική μετά από πρόταση της Επιτροπής Κοινής Σωτηρίας και της Επιτροπής Γενικής Ασφάλειας. Οι ένορκοι αποφάσιζαν την ενοχή. Οι δικαστές κατ' εφαρμογή του νόμου αποφάσιζαν την ποινή.
Οι αποφάσεις που εκδίδονταν ήταν εκτελεστές εντός 24 ωρών και δεν μπορούσαν να αμφισβητηθούν ούτε προβλεπόταν έφεση.
Αρχικά, η δράση του Δικαστηρίου περιορίστηκε στην περιοχή του Παρισιού. Στις 27 Μαρτίου 1793, η Συμβατική διέταξε όλα τα δικαστήρια της Δημοκρατίας να στείλουν στο Παρίσι όλες τις υποθέσεις που αφορούσαν υπόπτους. Από τις 5 Απριλίου 1793, ο δημόσιος κατήγορος εξουσιοδοτήθηκε να συλλαμβάνει ύποπτους, να διώκει και να δικάζει υπόπτους κατόπιν καταγγελίας από ιδιώτες πολίτες. Για τους στρατηγούς, τους βουλευτές και τους υπουργούς χρειαζόταν απόφαση της Συμβατικής.
Καθώς οι υποθέσεις αυξάνονταν, το προσωπικό του δικαστηρίου αυξήθηκε επίσης. Τον Σεπτέμβριο του 1793, υπήρχαν πλέον 16 δικαστές, 60 ένορκοι και 5 αναπληρωτές του δημόσιου κατήγορου. Έτσι, το δικαστήριο χωρίστηκε σε 4 τμήματα, δύο από τα οποία λειτουργούσαν ταυτόχρονα.
Από τον Απρίλιο του 1794, (νόμος της 27 Ζερμινάλ του έτους ΙΙ), οι κατηγορούμενοι για συνωμοσία από όλη τη Γαλλία μεταφέρονταν στο Παρίσι και βρίσκονταν υπό την άμεση επιτήρηση της Συμβατικής που κυριαρχούνταν από τους Ιακωβίνους. Έτσι, στις 8 Μαΐου καταργήθηκαν τα δικαστήρια και οι επαναστατικές επιτροπές που υπήρχαν στους νομούς εκτός του Μπορντώ, Αράς, Νιμ και Καμπραί.[5]
Το κατηγορητήριο - Η δίκη
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Οι ύποπτοι αναζητούνταν και καταγγέλλονταν από τις επαναστατικές επιτροπές που υπήρχαν σε όλη τη Γαλλία. Οι κατηγορίες αφορούσαν συμμετοχή σε αντεπαναστατική δράση, επιθέσεις κατά της ελευθερίας, της ισότητας, της ενότητας της Δημοκρατίας, της εσωτερικής και εξωτερικής ασφάλειας του κράτους.
Λίγες μέρες πριν από την ημερομηνία της δίκης, ο κατηγορούμενος μεταφέρονταν στη φυλακή της Κονσιερζερί (στο Δικαστικό μέγαρο του Παρισιού). Οι χώροι ήταν περιορισμένοι και οι κρατούμενοι συνωστίζονταν στα κελιά.
Από τον Νοέμβριο του 1793, αποφασίστηκε ότι οι δίκες θα περιορίζονταν σε τρεις ημέρες.
Η δίκη ήταν δημόσια. Στο ακροατήριο υπήρχαν πολλές γυναίκες, οι «πλέκτριες», συχνά κουβεντιάζοντας θορυβωδώς εν μέσω των κραυγών των παιδιών που έφερναν μαζί τους. Το δικαστήριο απαρτίζονταν από τον πρόεδρο που περιβάλλονταν από δύο αναπληρωτές δικαστές. Οι ένορκοι κάθονταν στα αριστερά του προέδρου και ο δημόσιος κατήγορος απέναντι στον πρόεδρο.
Στην αρχή της δίκης, ο πρόεδρος ζητούσε από τον κατηγορούμενο τα στοιχεία της ταυτότητάς του. Στη συνέχεια, απαγγέλλονταν το κατηγορητήριο και οι μάρτυρες που είχαν κληθεί υπέβαλαν τις μαρτυρίες τους. Ο κατηγορούμενος έκανε την απολογία του και ο δικηγόρος του τον υπεράσπιζε. Η επιτροπή αποσύρονταν για να αποφασίσει και επιστρέφοντας στην αίθουσα έδινε την ετυμηγορία. Οι δικαστές ανέφεραν την ποινή που είχε επιβληθεί: απελευθέρωση ή θάνατος. Στην τελευταία περίπτωση, ο κατάδικος επέστρεφε στη φυλακή και ξύριζαν το λαιμό του για να διευκολύνει το «έργο» της γκιλοτίνας. Έπειτα οδηγούνταν για εκτέλεση κυρίως στην πλατεία της Επανάστασης (σημερινή πλατεία Κονκόρντ).
Αντιδράσεις
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μοναρχικοί, εμιγκρέ και ομοσπονδιακοί ήταν σαφώς αντίθετοι στο Επαναστατικό Δικαστήριο και τη λειτουργία του, αλλά δεδομένου ότι η δημόσια κριτική στο Παρίσι ή στον τύπο θεωρούνταν προδοσία, ουσιαστικά ήταν ανύπαρκτη. Αντίθετα, οι Λυσσασμένοι και οι Εμπερτιστές απαιτούσαν από το Δικαστήριο να επιταχύνει το έργο του και να καταδικάζει περισσότερους από τους κατηγορούμενους.
Μεταξύ των πρώτων που μίλησαν δημόσια εναντίον του Επαναστατικού Δικαστηρίου ήταν ο Καμίγ Ντεμουλέν στην εφημερίδα του, «Ο παλιός Κορδελιέρος». Ως αποτέλεσμα της κριτικής του, εκδιώχθηκε από τη λέσχη των Ιακωβίνων και αργότερα συνελήφθη, δικάστηκε και εκτελέστηκε μαζί με τον Δαντών.
Την παραμονή της εκτέλεσης του, ο Δαντών εξέφρασε τη λύπη του που υποστήριξε το Δικαστήριο. «Μόλις πριν από ένα χρόνο συνέβαλα στην ίδρυση του Επαναστατικού Δικαστηρίου. Ας με συγχωρήσει ο Θεός και οι άνθρωποι για ό,τι έκανα τότε, αλλά δεν προορίζονταν να γίνει η μάστιγα της ανθρωπότητας»[6]
Παρόλο που το Επαναστατικό Δικαστήριο δεν επικρίθηκε άμεσα στη Συμβατική, την οποία ήλεγχε πλέον ο Ροβεσπιέρος, οι προτάσεις του για το νόμο του Ιουνίου 1794 ( νόμος της 22 Πραιριάλ ) αποδοκιμάστηκαν όταν παρουσιάστηκαν στη Συμβατική. Πολλοί βουλευτές άρχισαν να ανησυχούν, ιδιαίτερα για την άρση της ασυλίας τους. Συμφώνησαν αρχικά στο νόμο, αλλά την επόμενη μέρα προσπάθησαν να τον τροποποιήσουν, ο Ροβεσπιέρος επέστρεψε στη Συμβατική και τους έκανε να αποκαταστήσουν την αρχική εκδοχή. [7]
Θύματα
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μερικά από τα πιο γνωστά θύματα του Επαναστατικού Δικαστηρίου και η ημερομηνία εκτέλεσής τους.
- Η Σαρλότ Κορντέ, 16 Ιουλίου 1793
- Η Μαρία Αντουανέτα, 16 Οκτωβρίου 1793
- Οι 21 Γιρονδίνοι βουλευτές, μεταξύ των οποίων ο Ζακ Πιέρ Μπρισό, Πιέρ Βικτορνιέν Βερνιώ και ο Αρμάν Ζανσονέ, 31 Οκτωβρίου 1793.
- Η Ολέμπ ντε Γκουζ, 3 Νοεμβρίου 1793.
- Ο δούκας της Ορλεάνης γνωστός ως «Φίλιππος-Ισότητα» στις 6 Νοεμβρίου 1793.
- Η μαντάμ Ρολάν, 8 Νοεμβρίου 1793.
- Ο Ζαν Συλβαίν Μπαγί, 12 Νοεμβρίου 1793.
- Ο Αντουάν Μπαρνάβ, 29 Νοεμβρίου 1793.
- Οι 20 Εμπερτιστές και ο ηγέτης τους Ζακ Ρενέ Εμπέρ και Jean-Baptiste Cloots, 24 Μαρτίου 1794.
- Οι 14 σύντροφοι του Δαντών και ο ίδιος ο Δαντών, ο Καμίγ Ντεμουλέν, ο Φαμπρ ντ'Εγκλαντίν και ο Ερώ ντε Σεσέλ, 5 Απριλίου 1794.
- Οι 17 Καρμελίτισσες μοναχές από την Κομπιένη, 17 Ιουλίου 1794.
- Ο ποιητής Αντρέ Σενιέ, 25 Ιουλίου 1794.
- Περισσότεροι από 100 Ιακωβίνοι, μεταξύ των οποίων ο Ροβεσπιέρος, ο αδελφός του, ο Σαιν-Ζυστ και ο Ζωρζ Κουτόν, 28 Ιουλίου 1794.
Τέλος του επαναστατικού δικαστηρίου
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]Μετά την πτώση του Ροβεσπιέρου τον Ιούλιο 1794, το επαναστατικό δικαστήριο αναδιοργανώθηκε. Ο νόμος της 22 Πραιριάλ καταργήθηκε και τα στελέχη του δικαστηρίου μειώθηκαν σε δώδεκα δικαστές και τριάντα ενόρκους που επιλέγονταν από όλη τη Γαλλία και όχι μόνο στο Παρίσι και αντικαθίσταντο κάθε τρεις μήνες.
Το επαναστατικό δικαστήριο καταργήθηκε οριστικά στις 31 Μαΐου 1795, την εποχή της Θερμιδοριανής αντίδρασης και ένα από τα τελευταία του θύματα ήταν ο δημόσιος κατήγορος Φουκέ-Τενβίλ. [8]Οι υποθέσεις που προηγουμένως ενέπιπταν στη δικαιοδοσία του μεταφέρθηκαν στα κανονικά ποινικά δικαστήρια.[2]
Παραπομπές
[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]- ↑ . «cambridge.org/core/books/robespierre/robespierre-and-the-insurrection-of-31-may2-june-».
- ↑ 2,0 2,1 . «herodote.net/10_mars_1793-evenement-17930310.php».
- ↑ Nevin, Louis (1989). Chronicle of the French Revolution. London: Longman. ISBN 0-582-05194-0.
- ↑ 4,0 4,1 . «justice.gouv.fr/histoire-et-patrimoine-10050/la-justice-dans-lhistoire-10288/le-tribunal-revolutionnaire».
- ↑ Brett Bowden; Michael T. Davis (2008). Terror: From Tyrannicide to Terrorism. Univ. of Queensland Press. p. 88. ISBN 978-0-7022-3599-3.
- ↑ Adolphe Thiers (10 November 2011). The History of the French Revolution. Cambridge University Press. p. 183. ISBN 978-1-108-03526-2.
- ↑ Matrat, Jean (1975). Robespierre: Or, The Tyranny of the Majority. New York: Charles Scribner's Sons. pp. 260–261. ISBN 978-0207954771.
- ↑ . «Φουκιέ-Τενβίλ».