Κονσιερζερί

Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Κονσιερζερί
Conciergerie de Paris
Χάρτης
Είδοςφυλακή και κάστρο
Αρχιτεκτονικήγοτθική αρχιτεκτονική[1] και νεογοτθική αρχιτεκτονική[1]
Γεωγραφικές συντεταγμένες48°51′23″N 2°20′44″E
Διοικητική υπαγωγή1ο δημοτικό διαμέρισμα του Παρισιού[2]
ΧώραΓαλλία[2]
ΈνοικοιPalais de Justice, Paris
ΔιαχειριστήςPalais de Justice, Paris
Προστασίακατηγοριοποιημένο ιστορικό μνημείο στη Γαλλία (από 1862)[2]
Ιστότοπος
Επίσημος ιστότοπος
Commons page Πολυμέσα

Συντεταγμένες: 48°51′23″N 2°20′44″E / 48.85639°N 2.34556°E / 48.85639; 2.34556Η Κονσιερζερί (γαλ.: La Conciergerie) είναι τμήμα του παλαιού βασιλικού παλατιού Παλαί ντε λα Σιτέ και φυλακή στο Παρίσι, ευρισκόμενη στα δυτικά του νησιού Ιλ ντε λα Σιτέ κοντά στον καθεδρικό ναό της Νοτρ Νταμ. Αποτελεί μέρος ενός μεγαλύτερου συγκροτήματος κτηρίων, που είναι γνωστό με την ονομασία Δικαστικό Μέγαρο και χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για δικαστικούς σκοπούς. Εκατοντάδες φυλακισμένων εκτελέστηκαν στην γκιλοτίνα στις φυλακές Κονσιερζερί στα χρόνια της Γαλλικής Επανάστασης.[3]

Η Κονσιερζερί στα Μεσαιωνικά Χρόνια[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Η νησίδα Ιλ ντε λα Σιτέ κατακτήθηκε από τους Ρωμαίους κατά τα ύστερα αρχαϊκά χρόνια. Αργότερα, το δυτικό τμήμα του νησιού χρησιμοποιήθηκε ως ανάκτορο για τους Μεροβίγγειους ηγεμόνες, το Παλαί ντε λα Σιτέ, το οποίο από τον 10ο μέχρι και τον 14ο αιώνα υπήρξε η έδρα των μεσαιωνικών Βασιλέων της Γαλλίας. Επί Λουδοβίκου Θ΄ της Γαλλίας (1226-1270) και του Φιλίππου Δ΄ (1284–1314) το Παλάτι των Μεροβιγγείων μοναρχών επεκτάθηκε και οχυρώθηκε περισσότερο.[4]

Ο Βασιλιάς Λουδοβίκος Θ΄ προσέθεσε τις αξιόλογες πινακοθήκες Σαιντ Σαπέλ (Sainte-Chapelle) και παρόμοιες που σχετίζονται με αυτήν, ενώ ο Φίλιππος Δ΄ δημιούργησε την πρόσοψη στην πλευρά του ποταμού και έναν μεγάλο προθάλαμο. Αμφότερα είναι εξαίρετα παραδείγματα της γαλλικής θρησκευτικής αλλά και κοσμικής αρχιτεκτονικής της περιόδου αυτής. Το παρεκκλήσι Σαιντ-Σαπέλ, που χτίστηκε σε γαλλικό βασιλικό ρυθμό, ανεγέρθηκε το 1248 για να φυλαχθεί εκεί το στέμμα με τα αγκάθια, το οποίο το έφεραν πίσω οι Σταυροφόροι και επίσης επέχει θέση βασιλικού παρεκκλησίου.[5]

Κοντινή άποψη της Κονσιερζερί.

Η "Grande-Salle" (Μεγάλο Σαλόνι) ήταν ένα από τα μεγαλύτερα στην Ευρώπη και το ισόγειό του, γνωστό με την ονομασία "La salle des gens" σώζεται μέχρι σήμερα: έχει μήκος 209 πόδια, πλάτος 90 πόδια και ύψος 28 πόδια. Χρησιμοποιούνταν ως σαλόνι για τους 2.000 ανθρώπους που αποτελούσαν τους εργαζομένους στο παλάτι. Η θέρμανση του δωματίου γινόταν με τέσσερα μεγάλα τζάκια και ο φωτισμός του ήταν αρκετός, καθώς υπήρχαν πολλά παράθυρα, τα οποία τώρα είναι κλειστά. Επίσης, το μέρος χρησιμοποιήθηκε για βασιλικές δεξιώσεις και συνεδριάσεις δικαστηρίων. Το γειτονικό Salle des Gardes χρησιμοποιήθηκε αντί του προηγούμενου δωματίου και εκεί ο Βασιλιάς διεξήγαγε τη συνεδρίαση του Κοινοβουλίου υπό την παρουσία του (lit de justice).[6]

Έπειτα από το 1300 το ανάκτορο βελτιώθηκε από τους Βασιλείς του οίκου των Βαλουά, ωστόσο το 1358 εγκαταλείφθηκε και τα Ανάκτορα μεταφέρθηκαν στο παλάτι του Λούβρου. [7]Το ανάκτορο αυτό συνέχισε να στεγάζει το Κοινοβούλιο (ανώτατο δικαστήριο). Το 1391 το κτήριο μετατράπηκε σε φυλακή. Οι έγκλειστοι σε αυτήν αποτελούσαν ένα κράμα από εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου και πολιτικούς κρατουμένους. Όπως συνέβαινε και σε άλλα σωφρονιστικά ιδρύματα της εποχής εκείνης, η μεταχείριση του τροφίμου ήταν ανάλογη με τα πλούτη του και την κοινωνική του θέση, όπως επίσης και με τις διασυνδέσεις που είχε. Έτσι, οι πολύ πλούσιοι ή αυτοί που ασκούσαν επιρροή είχαν στα κελιά τους γραφείο για ανάγνωση και γραφή, υλικά γραφείου και κρεβάτι σε ξεχωριστό κελί. Οι λιγότερο πλούσιοι κρατούμενοι μπορούσαν να πληρώσουν για να έχουν pistoles, δηλαδή κελιά με ένα κρεβάτι, σε κακή όμως κατάσταση, και ίσως ένα τραπέζι. Οι φτωχοί ή pailleux ήταν περιορισμένοι σε σκοτεινά και υγρά κελιά, σε συνθήκες έλλειψης καθαριότητας και αποκαλούνταν oubliettes (κυριολεκτικά "ξεχασμένοι τόποι"). Δεν ήταν λίγες οι φορές που οι κρατούμενοι αυτοί πέθαιναν από επιδημίες όπως η βουβωνική πανώλη (Μαύρος Θάνατος).

Τρεις πύργοι σώζονται από την Κονσιερζερί του Μεσαίωνα: ο Πύργος του Καίσαρα, που ονομάστηκε έτσι προς τιμήν των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων, ο Αργυρός Πύργος, που οφείλει την ονομασία του στη φήμη που τον ήθελε χώρο για αποθήκευση βασιλικών θησαυρών και ο Πύργος Bonbec ("καλό ράμφος"). Ο τελευταίος ονομάστηκε έτσι επειδή στέγαζε το δωμάτιο των βασανιστηρίων και μέσα σε αυτό τα θύματα "τραγουδούσαν". Το κτήριο επεκτάθηκε κατά τα επόμενα χρόνια και γύρω στα 1370 εγκαταστάθηκε το πρώτο δημόσιο ρολόι. Το σημερινό ρολόι χρονολογείται από το 1535. Ο concierge ή φύλακας του Παλατιού του Βασιλέα, έδωσε το όνομα που έχει σήμερα το κτήριο.

Η Κονσιερζερί και η Γαλλική Επανάσταση[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Άποψη από τον ποταμό Σηκουάνα. Μπορεί κανείς να συγκρίνει την περιοχή που έχει καθαριστεί (δεξιά) με το μέρος όπου υπάρχει ακόμα ρύπανση (αριστερά).

Η Κονσιερζερί ήδη είχε αποκτήσει κακή φήμη ως φυλακή και η φήμη αυτή ενισχύθηκε με αποτέλεσμα να γίνει διεθνώς γνωστή ως ο "προθάλαμος για την γκιλοτίνα" στη διάρκεια της Τρομοκρατίας, της πλέον αιματηρής φάσης στη Γαλλική Επανάσταση. Στέγαζε το Επαναστατικό Δικαστήριο, όπως επίσης και περίπου 1.200 κρατουμένους, για κάποιο χρονικό διάστημα, και των δύο φύλων. Στη Μεγάλη Αίθουσα ήταν η έδρα του Δικαστηρίου και την περίοδο από τις 2 Απριλίου του 1793 ως τις 31 Μαΐου του 1795 έστειλε 2.600 κρατουμένους στο ικρίωμα. Οι κανόνες ήταν απλοί. Μόνο δύο διέξοδοι υπήρχαν - διακήρυξη αθωότητας ή θανατική ποινή - και, στη συντριπτική πλειοψηφία, το Δικαστήριο αποφάσιζε τη θανατική καταδίκη. Οι πιο διάσημοι κρατούμενοι ήταν η Βασίλισσα Μαρία Αντουανέτα,[8] ο ποιητής Αντρέ Σενιέ, η δολοφόνος του Ζαν-Πολ Μαρά, Σαρλότ Κορντέ, η Μαντάμ Ελιζαμπέτ, η Μαντάμ Ντουμπαρύ και οι Γιρονδίνοι, οι οποίοι καταδικάστηκαν από τον Ζωρζ Νταντόν, ο οποίος με τη σειρά του καταδικάστηκε σε θάνατο από τον Μαξιμιλιανό Ροβεσπιέρο. Ο τελευταίος με τη σειρά του καταδικάστηκε σε θάνατο με συνοπτικές διαδικασίες τον Ιούλιο του 1794 και καρατομήθηκε, στην τελευταία φάση της αιματοχυσίας. Στο δρόμο για το ικρίωμα, τα θύματα περνούσαν από το Δωμάτιο του Αγίου Λουδοβίκου (Salle Saint-Louis), το οποίο απέκτησε το προσωνύμιο Salle des Perdus, δηλαδή "Δωμάτιο των Χαμένων".[9]

Το 19ο αιώνα, έπειτα από την παλινόρθωση των Βουρβόνων, το κτήριο εξακολούθησε να χρησιμοποιείται ως φυλακή για υψηλά ιστάμενα πρόσωπα, με σημαντικότερο τον μελλοντικό Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ. Το κελί της Μαρίας Αντουανέτας μετατράπηκε σε παρεκκλήσι αφιερωμένο στη μνήμη της. Η Κονσιερζερί και το Δικαστικό Μέγαρο ανακαινίστηκαν στα μέσα του 19ου αιώνα και τελικά η εξωτερική τους εμφάνιση άλλαξε εντελώς. Ενώ το κτήριο μοιάζει με μεσαιωνικό φρούριο, η εμφάνισή του αυτή χρονολογείται στην πραγματικότητα από το 1858 περίπου.

Η Κονσιερζερί άνοιξε για το κοινό το 1914 ως εθνικό ιστορικό μνημείο. Σήμερα αποτελεί δημοφιλή τουριστικό προορισμό, παρά το γεγονός ότι σε ένα πολύ μικρό τμήμα του κτηρίου είναι ελεύθερη η πρόσβαση. Το μεγαλύτερο τμήμα του κτηρίου χρησιμοποιείται ακόμα και σήμερα για να στεγάσει τα ποινικά δικαστήρια του Παρισιού.[10][11]

Παραπομπές[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Πηγή[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]

Εξωτερικοί σύνδεσμοι[Επεξεργασία | επεξεργασία κώδικα]